Kυπριακή Δημοκρατία, Xρίστος Iωσηφίδης ν. (Αρ. 1) (2007) 3 ΑΑΔ 96

(2007) 3 ΑΑΔ 96

[*96]12 Μαρτίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3905)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Αρμόδια να κρίνει τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά τη σύνταξη του σχεδίου υπηρεσίας, η διοίκηση ― Εκτός του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η σκοπιμότητα της διοίκησης ― Ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της ισότητας στο σχέδιο υπηρεσίας, απορρίφθηκε.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Σύνθεση ― Ισχυρισμός για προκατάληψη του Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εναντίον του αιτητή και εξ αυτού του λόγου παράνομη η σύνθεση, απορρίφθηκε ― Ο εφεσείων έθεσε το ζήτημα για πρώτη φορά στο Δικαστήριο.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Δέουσα έρευνα ― Διεξήχθη σχετικά με την πλήρωση του προσόντος της 10ετούς πείρας από το ενδιαφερόμενο μέρος ― Πείρα αποκτηθείσα στο ίδιο διάστημα που εκπονείτο το διδακτορικό εύλογα κρίθηκε ως σχετική πείρα, αφού αποκτήθηκε από εργασία παράλληλη με την έρευνα για την διατριβή.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Ισχυρισμός περί προκατάληψης των μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, λόγω επηρεασμού τους από τον Πρόεδρο της ΕΔΥ, απορρίφθηκε ως αβάσιμος.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Ισχυρισμός περί παράνομης σύστασης λόγω προκατάληψης και πλάνης, απορρίφθηκε.

[*97]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δεν απαιτείται αιτιολογία σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Θέση ψηλά στην ιεραρχία ― Συνεντεύξεις ― Αυξημένη η βαρύτητα που μπορεί να δοθεί σε τέτοιες θέσεις στη συνέντευξη ― Ισχυρισμός πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σε αυτήν, απορρίφθηκε.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έκδοση απόφασης ― Ισχυρισμός πως αντίγραφο της απόφασης διανεμήθηκε από την ιδιαιτέρα του Δικαστή, παρέμεινε χωρίς απόδειξη ― Το ζήτημα τυπικό, αφού ο εφεσείων πήρε αντίγραφο και άσκησε έφεση.

Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Νομική Υπηρεσία, αντί του ιδίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Αναφορικά με τον λόγο έφεσης, που αφορά στη διαπίστωση πρωτοδίκως ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, ούτε καθίσταται το Σχέδιο Υπηρεσίας εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης, επειδή περιέχει πρόνοια πως η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή τίτλου σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου θα αποτελεί πλεονέκτημα, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Ολομέλεια θεωρεί ότι τα όσα ο εφεσείων ισχυρίστηκε παρέμειναν ατεκμηρίωτα. Η κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του πλεονεκτήματος δε στηρίζει τον ισχυρισμό για «φωτογράφηση» του ενδιαφερομένου μέρους και σύνταξη του Σχεδίου Υπηρεσίας, προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών. Ούτε ανατρέπεται η αρχή της ισότητας από το γεγονός ότι ο ανθυποψήφιος του εφεσείοντα κατέχει το πλεονέκτημα. Εάν αυτό γίνει δεκτό, τότε, κάθε φορά που ορισμένοι από τους υποψήφιους, ή έστω και ένας, διαθέτουν το πλεονέκτημα ή ακόμη προσόντα τα οποία άλλοι δεν κατέχουν, θα παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.  Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε:-

«... πλέον αρμόδια να κρίνει τις ανάγκες της υπηρεσίας είναι βέβαια η διοίκηση και η σκοπιμότητά της κατά τη σύνταξη του σχεδίου υπηρεσίας κείται εκτός του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

[*98]2.         Ούτε ο λόγος έφεσης σε σχέση με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής ευσταθεί. Ορθά κρίθηκε ότι η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στη διαδικασία δεν καθιστούσε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τη σύνθεση της Συμβουλευτικής και την τελική απόφαση παράνομη, γιατί, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, ήταν τεταμένες οι σχέσεις μεταξύ του και του Γενικού Εισαγγελέα. Ο εφεσείων δεν έθεσε, καθ’ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θέμα εξαίρεσης του Γενικού Εισαγγελέα. Η εκ των υστέρων προσπάθεια σύνδεσής του με τους λόγους ένστασης για εξαίρεση των δύο άλλων μελών της Συμβουλευτικής, τα οποία αποχώρησαν οικειοθελώς και όχι ως αποτέλεσμα των ενστάσεων του εφεσείοντα, είναι χωρίς νόημα. Δεν υπάρχει οτιδήποτε, που να υποστηρίζει τη θέση του εφεσείοντα ότι τα δύο αποχωρήσαντα μέλη της Συμβουλευτικής, έστω και να γίνει δεκτό ότι υπέσκαπταν τον εφεσείοντα, έπρατταν αυτό εν γνώσει και με την ανοχή του Γενικού Εισαγγελέα.

3. Παραπονείται, περαιτέρω, ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει επαρκώς τον ισχυρισμό του ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ερεύνησε το ζήτημα της διάρκειας της επαγγελματικής πείρας του ενδιαφερομένου μέρους. Είναι η θέση του ότι, εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέταζε τα διάφορα έγγραφα, θα διαπίστωνε ότι η περίοδος σπουδών του ενδιαφερομένου μέρους (τριάντα μήνες) λήφθηκε υπόψη και προσμέτρησε τόσο για το πλεονέκτημα όσο και για τη μεταπτυχιακή πείρα. Θα διαπίστωνε, επίσης, ότι η γνώση από τον εφεσείοντα της Ελληνικής γλώσσας είναι άριστη και όχι «πολύ καλή» και η συμβολή του στη μελέτη «Προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Εναρμόνιση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας» πολύ πιο σημαντική. Θεωρήθηκε συντονιστής ενώ, στην ουσία, ήταν ο εμπνευστής και εισηγητής της. Τέλος, σε σχέση με το ζήτημα της μεταπτυχιακής πείρας του ενδιαφερομένου μέρους, αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το εύλογα επιτρεπτό της απόφασης της Συμβουλευτικής και της Ε.Δ.Υ.

    Τα όσα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν εξετάστηκαν απασχόλησαν και σχολιάστηκαν με κάθε προσοχή, καθώς προκύπτει από τα ακόλουθα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης, με τα οποία η Ολομέλεια συμφωνεί:

«Φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή μελέτησε σε βάθος το θέμα πριν καταλήξει στην απόφαση, ότι 30 μήνες που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε εργαστεί για τη Γαλλική Κυβέρνηση αποτελούσε μεταπτυχιακή πείρα που ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας. Το κατά πόσο ο συγκεκριμέ[*99]νος υποψήφιος κατέχει την απαιτούμενη πείρα είναι θέμα πραγματικό και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου ήταν εύλογα επιτρεπτή.

    Είναι δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εργάστηκε επ’ αμοιβή με σύμβαση για χρονική περίοδο 30 περίπου μηνών. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η εργασία του ενδιαφερόμενου μέρους με τη Γαλλική Κυβέρνηση δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος, ενώ, όπως επισημαίνεται, μεγάλο μέρος της εργασίας του αφορούσε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού, τα οποία καμιά απολύτως σχέση είχαν με το θέμα του διδακτορικού του διπλώματος που αφορούσε τις συμφωνίες τελωνειακής σύνδεσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τρίτες χώρες.

...................................................................................................................

    Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πολύ καλή γνώση της ελληνικής και από τη στιγμή που η Επιτροπή δέχτηκε ότι ο αιτητής κατείχε το προσόν, δεν βλέπω πώς υπεισέρχεται θέμα πλάνης αν ο αιτητής γνώριζε την ελληνική καλύτερα από το απαιτούμενο προσόν.»

4. Ένα άλλο σημείο, το οποίο εγείρεται με την έφεση, είναι η απόρριψη του ισχυρισμού του εφεσείοντα περί παραπλάνησης των μελών της Ε.Δ.Υ. από τον Πρόεδρό της και τούτο διότι ο Πρόεδρος, σε αντίθεση με όσα - κατά τον εφεσείοντα - επιστολή του τεκμηριώνει, αρνήθηκε τις ιδιαίτερες σχέσεις που διατηρούσε με ανώτερο κυβερνητικό λειτουργό, με τον οποίο ο εφεσείων δεν είχε καλές σχέσεις. Τα όσα ισχυρίζεται δεν ανατρέπουν το ότι:-

«Καμιά απολύτως ένδειξη δεν υπάρχει ότι τα μέλη της Επιτροπής, στην απουσία μάλιστα όπως είδαμε, του Προέδρου ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, πλανήθηκαν από τον Πρόεδρο και τι σημασία θα είχε η οποιαδήποτε εντύπωση των μελών της Επιτροπής για τις σχέσεις του Προέδρου, ...»

    Με τα πιο πάνω, απαντάται και ο λόγος έφεσης εναντίον της απόρριψης των ισχυρισμών ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε κατά τρόπο δέσμιο, επειδή στη διαδικασία έλαβε μέρος ο Γενικός Εισαγγελέας και στο αρχικό στάδιο ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ.

5. Εσφαλμένα, διατείνεται ο εφεσείων, κρίθηκε νόμιμη η σύσταση του Προϊσταμένου, επαναλαμβάνοντας, εν πολλοίς, τους ισχυρισμούς στους οποίους έχει ήδη γίνει αναφορά: εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών, πλάνη σε διάφορα επί μέρους στοιχεία. Η απόρ[*100]ριψη των λόγων έφεσης που αφορούν στα πιο πάνω, οδηγεί σε αποτυχία και αυτού του λόγου έφεσης.

6. Σ’ ό,τι αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της σύστασης του Προϊσταμένου, που επίσης προβάλλεται, επαναλαμβάνεται ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Όπως ορθά κρίθηκε, εφαρμογή έχει το Άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), και οι συστάσεις δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες. Η σύσταση δίδεται στη βάση του συνόλου των στοιχείων που ο προϊστάμενος έχει στη διάθεσή του. Συνεπώς, δεν έχει έρεισμα η εισήγηση του εφεσείοντα ότι, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας, την περίοδο 1996-1999, τον βαθμολογούσε «εξαίρετο», στη συνέντευξη τον βαθμολόγησε «πάρα πολύ καλό», ακριβώς γιατί εξυπηρετούσε αλλότριους σκοπούς.

7. Άλλος λόγος έφεσης, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δε δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, όπως και ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την υπεροχή του έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

    Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ., απαριθμώντας τα στοιχεία που έλαβε υπόψη, αναφέρθηκε στην απόδοση των υποψηφίων, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, πριν από τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα, δεν καταδεικνύει ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σ’ αυτή. Πάντως, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως συμβαίνει εδώ, η βαρύτητα των εντυπώσεων της συνέντευξης είναι αυξημένη. Έχοντας κατά νουν ότι η υπόθεση αφορούσε την πλήρωση θέσης ψηλά στην ιεραρχία, όπου το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, η Ολομέλεια καταλήγει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Εσφαλμένα είναι που ο εφεσείων προβάλλει ότι είχε έκδηλη υπεροχή.

8. Τέλος, ο εφεσείων διατείνεται, ότι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία έκδοσης της απόφασης, αλλά αντίγραφό της του δόθηκε από την ιδιαιτέρα του Δικαστή. Τον ισχυρισμό αυτό οι εφεσίβλητοι τον απορρίπτουν. Από τον εφεσείοντα δεν προσκομίστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία με το δέοντα τρόπο, ώστε να μπορούμε να επιλύσουμε αυτή τη διαφορά. Θεωρούμε όμως το πρόβλημα τυπικό μάλλον, αφού δεν αμφισβητήθηκε ότι ο εφεσείων έλαβε αντίγραφο της απόφασης, στη βάση της οποίας άσκησε την παρούσα έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*101]Αναφερόμενη Υπόθεση:

Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 1119/2002), ημερ. 18/10/2004.

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Μ. Καλλίγερου, για τους Εφεσίβλητους.

Ν. Παρτασίδου, για Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η πλήρωση της μόνιμης θέσης Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Νομική Υπηρεσία, από 2/9/2002, οδήγησε στην καταχώριση από τον εφεσείοντα - αιτητή, μοναδικού ανθυποψήφιου του ενδιαφερομένου μέρους, της Προσφυγής Αρ. 1119/2002. Με αυτήν, ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητα του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους για διάφορους λόγους. Η προσφυγή απορρίφθηκε και, με την παρούσα, επιδιώκεται η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, με 13 λόγους έφεσης.

Προτού αναφερθούμε στους λόγους έφεσης, παραθέτουμε σε συντομία τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, ώστε να γίνουν καλύτερα αντιληπτά τα παράπονα του εφεσείοντα:-

Η θέση, η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 15/2/2002. Μεταξύ άλλων προσόντων, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, απαιτούνται:-

«3.(3)         Δεκαετής τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα σε θέματα σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

(4)          Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, σε περίπτωση Έλληνα υποψηφίου, ή της Τουρκικής γλώσσας, σε [*102]περίπτωση Τούρκου υποψηφίου, καθώς και της Αγγλικής γλώσσας.

...................................................................................................

(6)          Διδακτορικό δίπλωμα ή τίτλος σε θέματα κοινοτικού δικαίου θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, (η «Συμβουλευτική»), η οποία συνεστήθη υπό την προεδρία του Γενικού Εισαγγελέα, από το αρχικό στάδιο, διαφοροποιήθηκε, μετά την οικειοθελή αποχώρηση δύο εκ των μελών της, για τα οποία ο αιτητής έθεσε θέμα έλλειψης αμεροληψίας. Η Συμβουλευτική, με τη νέα της σύνθεση, αποφάσισε ότι και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και τους υπέβαλε σε προφορική εξέταση. Χαρακτήρισε την απόδοση του αιτητή σ’ αυτήν «πάρα πολύ καλή» και του ενδιαφερομένου μέρους «εξαίρετη».

Στη συνέχεια, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), αφού εξέτασε όλα όσα περιλαμβάνονται σε Έκθεση που ετοίμασε η Συμβουλευτική, υιοθέτησε τα πορίσματά της αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του πλεονεκτήματος και, περαιτέρω, ασχολήθηκε με το ζήτημα της κατοχής από τους υποψηφίους της γνώσης της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας.  Αποφάσισε ότι και οι δύο υποψήφιοι έχουν πολύ καλή γνώση, όπως προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας, και τους κάλεσε σε προφορική εξέταση στις 31/7/2002.

Πριν από την ημερομηνία της προφορικής εξέτασης, στις 29/7/2002, η Ε.Δ.Υ. συνήλθε και ασχολήθηκε με το θέμα της εξαίρεσης του Προέδρου της, λόγω της έχθρας του, όπως ισχυρίστηκε ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 25/7/2002, προς αυτόν.  Καίτοι έκρινε ότι δε συνέτρεχε λόγος εξαίρεσής του, αυτός δεν έλαβε μέρος στην επόμενη συνεδρία, λόγω άλλων επαγγελματικών υποχρεώσεων.

Την 31/7/2002, προεδρεύοντος άλλου μέλους της Ε.Δ.Υ., οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση, στην παρουσία και του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος, αφού αξιολόγησε την απόδοσή τους, αποχώρησε. Χαρακτήρισε τον αιτητή «πάρα πολύ καλό» και το ενδιαφερόμενο μέρος «εξαίρετο». Η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ., η οποία έγινε στη συνέχεια, συμπίπτει με αυτή του Γενικού Εισαγγελέα. Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Στα πρακτικά της αναφέρεται:-

[*103]«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ Κωνσταντίνος υπερέχει γενικά του ανθυποψήφιού του και τον επέλεξε ως πιο κατάλληλο για διορισμό στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νομικού Λειτουργού, Νομική Υπηρεσία.

Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς αξιολογήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, όσο και από την ίδια την Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως εξαίρετος, που ήταν το ψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης και στις δύο περιπτώσεις, διαθέτει το πλεονέκτημα, το οποίο ο ανθυποψήφιός του δεν διαθέτει, και, επιπλέον, έχει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε όλους τους λόγους ακυρότητας που υπέβαλε ο αιτητής και που αφορούσαν κάθε στάδιο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, από τη σύνταξη του Σχεδίου Υπηρεσίας μέχρι και τη λήψη της τελικής απόφασης.

Στις επί μέρους καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα αναφερόμαστε, πραγματευόμενοι τους λόγους έφεσης όχι με τη σειρά που αυτοί προβάλλονται αλλά ανάλογα με το στάδιο της διαδικασίας στην οποία αφορούν.

Αρχίζουμε από το λόγο έφεσης που αφορά στη διαπίστωση πρωτοδίκως ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, ούτε καθίσταται το Σχέδιο Υπηρεσίας εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης, επειδή περιέχει πρόνοια πως η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή τίτλου σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου θα αποτελεί πλεονέκτημα. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι τα όσα ο εφεσείων ισχυρίστηκε παρέμειναν ατεκμηρίωτα. Η κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του πλεονεκτήματος δε στηρίζει τον ισχυρισμό για «φωτογράφηση»  του ενδιαφερομένου μέρους και σύνταξη του Σχεδίου Υπηρεσίας, προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών. Ούτε ανατρέπεται η αρχή της ισότητας από το γεγονός ότι ο ανθυποψήφιος του εφεσείοντα κατέχει το πλεονέκτη[*104]μα. Εάν αυτό γίνει δεκτό, τότε, κάθε φορά που ορισμένοι από τους υποψήφιους, ή έστω και ένας, διαθέτουν το πλεονέκτημα ή ακόμη προσόντα τα οποία άλλοι δεν κατέχουν, θα παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε:-

«... πλέον αρμόδια να κρίνει τις ανάγκες της υπηρεσίας είναι βέβαια η διοίκηση και η σκοπιμότητά της κατά τη σύνταξη του σχεδίου υπηρεσίας κείται εκτός του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Ούτε ο λόγος έφεσης σε σχέση με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής ευσταθεί. Ορθά κρίθηκε ότι η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στη διαδικασία δεν καθιστούσε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τη σύνθεση της Συμβουλευτικής και την τελική απόφαση παράνομη, γιατί, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, ήταν τεταμένες οι σχέσεις μεταξύ του και του Γενικού Εισαγγελέα. Ο εφεσείων δεν έθεσε, καθ’ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θέμα εξαίρεσης του Γενικού Εισαγγελέα. Η εκ των υστέρων προσπάθεια σύνδεσής του με τους λόγους ένστασης για εξαίρεση των δύο άλλων μελών της Συμβουλευτικής, τα οποία αποχώρησαν οικειοθελώς και όχι ως αποτέλεσμα των ενστάσεων του εφεσείοντα, είναι χωρίς νόημα.  Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε, που να υποστηρίζει τη θέση του εφεσείοντα ότι τα δύο αποχωρήσαντα μέλη της Συμβουλευτικής, έστω και να γίνει δεκτό ότι υπέσκαπταν τον εφεσείοντα, έπρατταν αυτό εν γνώσει και με την ανοχή του Γενικού Εισαγγελέα.

Παραπονείται, περαιτέρω, ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει επαρκώς τον ισχυρισμό του ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ερεύνησε το ζήτημα της διάρκειας της επαγγελματικής πείρας του ενδιαφερομένου μέρους. Είναι η θέση του ότι, εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέταζε τα διάφορα έγγραφα, θα διαπίστωνε ότι η περίοδος σπουδών του ενδιαφερομένου μέρους (τριάντα μήνες) λήφθηκε υπόψη και προσμέτρησε τόσο για το πλεονέκτημα όσο και για τη μεταπτυχιακή πείρα. Θα διαπίστωνε, επίσης, ότι η γνώση από τον εφεσείοντα της Ελληνικής γλώσσας είναι άριστη και όχι «πολύ καλή» και η συμβολή του στη μελέτη «Προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Εναρμόνιση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας» πολύ πιο σημαντική. Θεωρήθηκε συντονιστής ενώ, στην ουσία, ήταν ο εμπνευστής και εισηγητής της. Τέλος, σε σχέση με το ζήτημα της μεταπτυχιακής πείρας του ενδιαφερομένου μέρους, αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το εύλογα επιτρεπτό της απόφασης της Συμβουλευτικής και της Ε.Δ.Υ.

[*105]Ούτε τα πιο πάνω βρίσκουμε να ευσταθούν. Τα όσα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν εξετάστηκαν απασχόλησαν και σχολιάστηκαν με κάθε προσοχή, καθώς προκύπτει από τα ακόλουθα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης, με τα οποία και συμφωνούμε:-

«Φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή μελέτησε σε βάθος το θέμα πριν καταλήξει στην απόφαση, ότι 30 μήνες που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε εργαστεί για τη Γαλλική Κυβέρνηση αποτελούσε μεταπτυχιακή πείρα που ικανοποιούσε τη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας. Το κατά πόσο ο συγκεκριμένος υποψήφιος κατέχει την απαιτούμενη πείρα είναι θέμα πραγματικό και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Είναι δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εργάστηκε επ’ αμοιβή με σύμβαση για χρονική περίοδο 30 περίπου μηνών.  Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η εργασία του ενδιαφερόμενου μέρους με τη Γαλλική Κυβέρνηση δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος, ενώ, όπως επισημαίνεται, μεγάλο μέρος της εργασίας του αφορούσε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού, τα οποία καμιά απολύτως σχέση είχαν με το θέμα του διδακτορικού του διπλώματος που αφορούσε τις συμφωνίες τελωνειακής σύνδεσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τρίτες χώρες.

...................................................................................................

Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί πολύ καλή γνώση της ελληνικής και από τη στιγμή που η Επιτροπή δέχτηκε ότι ο αιτητής κατείχε το προσόν, δεν βλέπω πώς υπεισέρχεται θέμα πλάνης αν ο αιτητής γνώριζε την ελληνική καλύτερα από το απαιτούμενο προσόν.»

Ένα άλλο σημείο, το οποίο εγείρεται με την έφεση, είναι η απόρριψη του ισχυρισμού του εφεσείοντα περί παραπλάνησης των μελών της Ε.Δ.Υ. από τον Πρόεδρό της και τούτο διότι ο Πρόεδρος, σε αντίθεση με όσα - κατά τον εφεσείοντα - επιστολή του τεκμηριώνει, αρνήθηκε τις ιδιαίτερες σχέσεις που διατηρούσε με ανώτερο κυβερνητικό λειτουργό, με τον οποίο ο εφεσείων δεν είχε καλές σχέσεις. Αδυνατούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα. Τα όσα ισχυρίζεται δεν ανατρέπουν το ότι:-

«Καμιά απολύτως ένδειξη δεν υπάρχει ότι τα μέλη της Επιτροπής, στην απουσία μάλιστα όπως είδαμε, του Προέδρου ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, πλανήθηκαν από τον [*106]Πρόεδρο και τι σημασία θα είχε η οποιαδήποτε εντύπωση των μελών της Επιτροπής για τις σχέσεις του Προέδρου, ...»

Με τα πιο πάνω, απαντάται και ο λόγος έφεσης εναντίον της απόρριψης των ισχυρισμών ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε κατά τρόπο δέσμιο, επειδή στη διαδικασία έλαβε μέρος ο Γενικός Εισαγγελέας και στο αρχικό στάδιο ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ.

Ερχόμαστε τώρα στη σύσταση του προϊσταμένου. Εσφαλμένα, διατείνεται ο εφεσείων, αυτή κρίθηκε νόμιμη, επαναλαμβάνοντας, εν πολλοίς, τους ισχυρισμούς στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί - εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών, πλάνη σε διάφορα επί μέρους στοιχεία. Η απόρριψη των λόγων έφεσης που αφορούν στα πιο πάνω, οδηγεί σε αποτυχία και αυτού του λόγου έφεσης.

Σ’ ό,τι αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της σύστασης του Προϊσταμένου, που επίσης προβάλλεται, επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Όπως ορθά κρίθηκε, εφαρμογή έχει το Άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), και οι συστάσεις δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες. Η σύσταση δίδεται στη βάση του συνόλου των στοιχείων που ο προϊστάμενος έχει στη διάθεσή του. Συνεπώς, δεν έχει έρεισμα η εισήγηση του εφεσείοντα ότι, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας, την περίοδο 1996-1999, τον βαθμολογούσε «εξαίρετο», στη συνέντευξη τον βαθμολόγησε «πάρα πολύ καλό», ακριβώς γιατί εξυπηρετούσε αλλότριους σκοπούς.

Άλλος λόγος έφεσης, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δε δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, όπως και ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την υπεροχή του έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

Ούτε με αυτά συμφωνούμε. Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ., απαριθμώντας τα στοιχεία που έλαβε υπόψη, αναφέρθηκε στην απόδοση των υποψηφίων, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, πριν από τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα, δεν καταδεικνύει ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σ’ αυτή. Πάντως, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως συμβαίνει εδώ, η βαρύτητα των εντυπώσεων της συνέντευξης είναι αυξημένη - (βλ. Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). Έχοντας κατά νουν ότι η υπόθεση αφορούσε την πλήρωση θέσης ψηλά στην ιεραρχία, όπου το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Εσφαλμένα είναι που ο εφεσείων προβάλλει ότι είχε έκδηλη υπεροχή.

[*107]Τέλος, ο εφεσείων διατείνεται ότι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία έκδοσης της απόφασης, αλλά αντίγραφό της του δόθηκε από την ιδιαιτέρα του Δικαστή. Τον ισχυρισμό αυτό οι εφεσίβλητοι τον απορρίπτουν. Από τον εφεσείοντα δεν προσκομίστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία με το δέοντα τρόπο, ώστε να μπορούμε να επιλύσουμε αυτή τη διαφορά. Θεωρούμε όμως το πρόβλημα τυπικό μάλλον, αφού δεν αμφισβητήθηκε ότι ο εφεσείων έλαβε αντίγραφο της απόφασης, στη βάση της οποίας άσκησε την παρούσα έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται, με £700,00 έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο