Erel Ali και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2007) 3 ΑΑΔ 186

(2007) 3 ΑΑΔ 186

[*186]30 Aπριλίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ALI EREL,

2. MUSTAFA DAMDELEN,

Αιτητές,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 759A/2006)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ― Άρθρα 62 και 63 του Συντάγματος ― Ερμηνεία υπό το φως του δικαίου της ανάγκης και των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ― Κατά πόσο τουρκοκύπριοι διαμένοντες στο κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα τμήμα της Δημοκρατίας δύνανται να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών που απέρριψε το αίτημά τους για εγγραφή τουρκοκυπρίων σε ξεχωριστό γι’ αυτούς εκλογικό κατάλογο, ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές της 21/5/06.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Οι συντάκτες του διαβήματος, που ήταν διατυπωμένο στην τουρκική γλώσσα, δεν τήρησαν κανένα από τους θεσμούς που αφορούν στον τύπο σύνταξης των ενδίκων διαβημάτων με τα οποία ενεργοποιείται η οποιαδήποτε από τις δικαιοδοσίες που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι αρμόδιοι λειτουργοί του πρωτοκολλητεί[*187]ου, λαμβάνοντας υπόψη την ουσιαστική θεραπεία που ζητούσαν οι αιτητές, την ακύρωση δηλαδή της απόφασης του Υπουργού για να μπορέσουν να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι βεβαίως με τη διαδικασία που οι ίδιοι ισχυρίζονται πως θα’ πρεπε να ακολουθηθεί, κατέταξαν την υπόθεση στην κατηγορία των εκλογικών αιτήσεων και την έθεσαν ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σύμφωνα με το Αρθρο 145 του Συντάγματος ασκεί αποκλειστική δικαιοδοσία ως Εκλογοδικείο. 

Οι αιτητές επέλεξαν να παρουσιάσουν την υπόθεση τους ενώπιον μας χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου. Γι’ αυτό και το Δικαστήριο ακολουθώντας πάγια πρακτική του να διευκολύνει διάδικο που δεν έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου, και ανεξάρτητα από τις όποιες διατάξεις των θεσμών που προνοούν για τους τύπους σύνταξης των δικαστικών διαβημάτων, εντόπισε και συζήτησε την ουσία της αίτησης, την οποία θεώρησε ως προσφυγή καταχωρισθείσα δυνάμει του Αρθρου 146 του Συντάγματος και με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να απορρίψει το επίδικο αίτημα τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκόλυνε τους αιτητές ώστε να καταχωρήσουν όλα τα έγγραφα της διαδικασίας στην τουρκική γλώσσα, που είναι η μητρική τους, και δέχθηκε όπως ο κ.Erel αγορεύσει στην ίδια γλώσσα. Όλα τα έγγραφα μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα κατά τη διάρκεια δε της διαδικασίας χρησιμοποιήθηκαν οι υπηρεσίες μεταφραστή  από τα ελληνικά στα τούρκικα και αντίστροφα. Ο μεταφραστής έτυχε και της εγκρίσεως των αιτητών. 

Οι αιτητές για να στηρίξουν την υπόθεση τους επικαλούνται τα Αρθρα 62 και 63 του Συντάγματος, όπως ήταν πριν από την τροποποίηση, με την οποία αυξήθηκε ο αριθμός των εδρών.

Οι αιτητές απαιτούν να εγγραφούν ως εκλογείς σε ξεχωριστό κατάλογο, αυτό δηλαδή των τουρκοκυπρίων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έπεται, επομένως, πως διεκδικούν και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι από τους τουρκοκύπριους πολίτες εκλογείς, που είναι στον ξεχωριστό κατάλογο των τουρκοκυπρίων εκλογέων,  ώστε να καταλάβουν βουλευτική έδρα πάλιν από το ξεχωριστό αριθμό εδρών που καθορίζεται στο σύνταγμα για την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Το υπό συζήτηση διάβημα των αιτητών άπτεται της ίδιας της συνέχειας της υπόστασης της Kυπριακής Δημοκρατίας, που αποτελεί το διεθνώς αναγνωρισμένο νόμιμο κράτος, που δημιουργήθηκε το 1960. Από το 1963-1964 η πολιτεία στηρίζει τη νόμιμη ύπαρξη και συνέχιση της λειτουργίας της στο δίκαιο της ανάγκης, όπως αυτό [*188]διατυπώθηκε στην υπόθεση The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim a.o. (1964) C.L.R. 195, έκτοτε δε εμπεδώθηκε ως ο πυλώνας που στηρίζει το νόμιμο οικοδόμημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα με απόφαση της ηγεσίας της εγκατέλειψε τη συμμετοχή της σε όλα τα όργανα της πολιτείας, όπως αυτή προβλέπεται στο δικοινοτικό σύνταγμα του 1960. Η θεμελιακή αυτή για τη Κυπριακή Δημοκρατία δικαστική απόφαση στέκει δίπλα στο Σύνταγμα το οποίο, καθώς κρίθηκε στην υπόθεση, εμπεριέχει και τον υπερτελή κανόνα δικαίου που θέλει και επιβάλλει στο κράτος να υφίσταται και να λειτουργεί ως εύνομη και δημοκρατική πολιτεία. Η Ολομέλεια παραπέμπει στην πιο πάνω απόφαση στην οποία αναφέρονται με λεπτομέρεια οι συνθήκες και οι λόγοι που αναπόφευκτα οδήγησαν στην υιοθέτηση και επικράτηση του δικαίου της ανάγκης. Να προστεθεί όμως κάτι πολύ σημαντικό. Οι λόγοι αυτοί κατέστησαν επιτακτικότεροι μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Τα στρατεύματα εισβολής διχοτόμησαν το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία έκτοτε κρατούν διαιρεμένη.  Όλοι οι τουρκοκύπριοι που κατοικούσαν σ’ ολόκληρο το έδαφος της επικράτειας μεταφέρθηκαν στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου, όπου ασκεί τον πραγματικό έλεγχο η Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα, και κατά τη διάρκεια της εισβολής, εκδιώχθηκαν όλοι οι ελληνοκύπριοι που ζούσαν σ’ αυτό το μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, σήμερα ζουν ελάχιστοι ελληνοκύπριοι στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και ελάχιστοι τουρκοκύπριοι στο έδαφος που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία. 

Τα πιο πάνω πραγματικά γεγονότα δεν αποτελούν διαπιστώσεις μόνο του Δικαστηρίου μας. Επιβεβαιώνονται και σε σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ΕΔΑΔ, στις οποίες, μεταξύ άλλων, θεωρείται ως αδιαμφισβήτητα δεδομένη η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως του νόμιμου κράτους, ενώ ταυτόχρονα κρίνεται ως παράνομο το καθεστώς που υφίσταται στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, όπου τον ουσιαστικό έλεγχο ασκεί η Τουρκία. Συγκεκριμένα, στη διακρατική προσφυγή ενώπιον του ΕΔΑΔ Cyprus v. Turkey [GC], no. 25781/94 ECHR 2001-IV, το Δικαστήριο, σε Μείζονα Σύνθεση, απορρίπτοντας την εισήγηση της Τουρκίας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε locus standi στην υπόθεση, με τον ισχυρισμό πως εκπροσωπούσε μόνο την «ελληνοκυπριακή διοίκηση», είπε τα εξής: (στην παράγραφο 61).

Σε μετάφραση:

«Το Δικαστήριο, όπως και η Επιτροπή, καταλήγει πως το αίτη[*189]μα της Καθ’ ης η Αίτηση Κυβέρνησης δεν ευσταθεί.  Το Δικαστήριο ακολουθώντας την απόφαση του στην υπόθεση Λοϊζίδου (επί της ουσίας) σημειώνει ότι είναι εμφανές από τη διεθνή πρακτική και από το καταδικαστικό τόνο των ψηφισμάτων που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και την εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι η Διεθνής Κοινότητα δεν αναγνωρίζει την «ΤΒΔΚ» ως Κράτος σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει στην απόφαση του στην υπόθεση Λοϊζίδου (επί της ουσίας) ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου και γι’ αυτό το λόγο το locus standi της κυβέρνησης ενός Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν μπορεί επομένως να τεθεί εν αμφιβόλω. (loc.cit., σ.2231 § 44, δέστε επίσης την προαναφερόμενη απόφαση Λοϊζίδου (προδικαστικές ενστάσεις), σ.18 § 40).

Αυτά που αναφέρονται στην υπόθεση Loizidou v. Turkey, στην οποία γίνεται μνεία στην πιο πάνω περικοπή, επαναλαμβάνονται και στην πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ στην Xenides-Arestis ν. Turkey, Applic. No.46347/99, Judgment 22.12.2005.

 

Άμεση όμως σχέση και σημασία για την υπόθεση έχει η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Aziz v. Cyprus, Appl. No.69949/01 ECHR 2004 V.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων, συμμορφούμενη με την πιο πάνω απόφαση του ΕΔΑΔ ψήφισε ειδικό νόμο στις 26.1.2006 (Ο περί Άσκησης του Δικαιώματος του Εκλέγειν και Εκλέγεσθαι από Μέλη της Τουρκικής Κοινότητας που Έχουν Συνήθη Διαμονή σε Ελεύθερο Έδαφος της Δημοκρατίας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2006» (Ν.2(I)/2006), με τον οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα μέλη της τουρκικής κοινότητας, κυπρίων πολιτών, που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου ασκεί έλεγχο η νόμιμη κυβέρνηση. 

Οι δύο αιτητές, σύμφωνα με τα παραδεκτά πραγματικά γεγονότα, είχαν και έχουν πάντοτε τη μόνιμη κατοικία και διαμονή τους στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, που κατέχεται και ελέγχεται από τα τούρκικα στρατεύματα. Δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, και κάτω από αυτές τις συνθήκες, να αξιώσουν το ατομικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στη βάση της απόφασης του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Αζίζ, και του πιο πάνω Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και αξιώνουν, ως μέλη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τη κήρυξη του σχετικού Νόμου ως αντισυνταγματικού, επι[*190]μένοντας στην εφαρμογή των Άρθρων 62 και 63 του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim a.o. (1964) C.L.R. 195,

Cyprus v. Turkey [GC], no. 25781/94 ECHR 2001-IV,

Xenides-Arestis ν. Turkey Applic.No. 46347/99 Judgment 22.12.2005,

Aziz v. Cyprus, Appl.No. 69949/01 ECHR 2004 V,

Ιμπραχήμ Αζίζ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 501.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τους αιτητές για ακύρωση της απόφασης του Yπουργού Eσωτερικών ο οποίος απέρριψε το αίτημά τους για εγγραφή τουρκοκυπρίων σε ξεχωριστό γι’ αυτούς εκλογικό κατάλογο, ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές της 21/5/2006.

Οι Αιτητές εμφανίζονται προσωπικά.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 21.5.2006 διεξήχθησαν στην Κυπριακή Δημοκρατία εκλογές για την ανάδειξη μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Στις 28.2.2006 οι δύο αιτητές επισκέφθηκαν τον Υπουργό Εσωτερικών στον οποίο επέδωσαν 78 αιτήσεις τουρκοκυπρίων πολιτών, με τις οποίες ζητούσαν να εγγραφούν σε ξεχωριστό εκλογικό κατάλογο για τους τουρκοκύπριους πολίτες, ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν στις εκλογές το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Ο αιτητής Ali Erel εμφανίζεται ως ο επικεφαλής αυτής της κίνησης. Ο Υπουργός απέρριψε το αίτημα και πληροφόρησε περί τούτου τους αιτητές με επιστολή του ημερ. 12.4.2006 η οποία τους επιδόθηκε και στην τουρκική γλώσσα. Ως αποτέλεσμα της αρνητικής τοποθέτησης του Υπουργού οι αιτητές καταχώρισαν στο πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ένδικο διά[*191]βημα με το οποίο αξιώνουν δήλωση από το Δικαστήριο πως η επίμαχη απόφαση του Υπουργού είναι άκυρη. Οι συντάκτες του διαβήματος, που ήταν διατυπωμένο στην τουρκική γλώσσα, δεν τήρησαν κανένα από τους θεσμούς που αφορούν στον τύπο σύνταξης των ενδίκων διαβημάτων με τα οποία ενεργοποιείται η οποιαδήποτε από τις δικαιοδοσίες που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι αρμόδιοι λειτουργοί του πρωτοκολλητείου, λαμβάνοντας υπόψη την ουσιαστική θεραπεία που ζητούσαν οι αιτητές, την ακύρωση δηλαδή της απόφασης του Υπουργού για να μπορέσουν να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι βεβαίως με τη διαδικασία που οι ίδιοι ισχυρίζονται πως θα ’πρεπε να ακολουθηθεί, κατέταξαν την υπόθεση στην κατηγορία των εκλογικών αιτήσεων και την έθεσαν ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σύμφωνα με το Αρθρο 145 του Συντάγματος ασκεί αποκλειστική δικαιοδοσία ως Εκλογοδικείο.

Οι αιτητές επέλεξαν να παρουσιάσουν την υπόθεση τους ενώπιον μας χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου. Γι’ αυτό και το Δικαστήριο ακολουθώντας πάγια πρακτική του να διευκολύνει διάδικο που δεν έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου, και ανεξάρτητα από τις όποιες διατάξεις των θεσμών που προνοούν για τους τύπους σύνταξης των δικαστικών διαβημάτων, εντόπισε και συζήτησε την ουσία της αίτησης, την οποία θεώρησε ως προσφυγή καταχωρισθείσα δυνάμει του Αρθρου 146 του Συντάγματος και με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να απορρίψει το επίδικο αίτημα τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκόλυνε τους αιτητές ώστε να καταχωρήσουν όλα τα έγγραφα της διαδικασίας στην τουρκική γλώσσα, που είναι η μητρική τους, και δέχθηκε όπως ο κ. Erel αγορεύσει στην ίδια γλώσσα.  Όλα τα έγγραφα μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα κατά τη διάρκεια δε της διαδικασίας χρησιμοποιήθηκαν οι υπηρεσίες μεταφραστή από τα ελληνικά στα τούρκικα και αντίστροφα. Ο μεταφραστής έτυχε και της εγκρίσεως των αιτητών. 

Οι αιτητές για να στηρίξουν την υπόθεσή τους επικαλούνται τα Αρθρα 62 και 63 του Συντάγματος, όπως ήταν πριν από την τροποποίηση, με την οποία αυξήθηκε ο αριθμός των εδρών, τα οποία παραθέτουμε παρακάτω αυτούσια.

«ΑΡΘΡΟΝ 62.

1. Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται εις πεντήκοντα, δύναται δε να μεταβληθή δι’ αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων λαμβανομένης διά πλειοψηφίας αποτελουμένης [*192]εκ των δύο τρίτων των υπό της τουρκικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών.

2. Εκ του κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου αριθμού των βουλευτών τα εβδομήκοντα επί τοις εκατόν εκλέγονται υπό της ελληνικής κοινότητος και τα τριάκοντα επί τοις εκατόν υπό της τουρκικής κοινότητος κεχωρισμένως εκ των μελών εκατέρας κοινότητος και εν περιπτώσει εκλογής, εις ην οι υποψήφιοι είναι πλείονες του αριθμού των εδρών, διά καθολικής αμέσου και μυστικής ψηφοφορίας διενεργουμένης κατά την αυτήν ημέραν.

Η αναλογία των βουλευτών η καθοριζομένη εις την παρούσαν παράγραφον είναι ανεξάρτητος στατιστικών δεδομένων.

ΑΡΘΡΟΝ 63.

1. Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου πας πολίτης της Δημοκρατίας έχων συμπληρώσει το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας αυτού και έχων τα υπό του εκλογικού νόμου καθοριζόμενα προσόντα διαμονής δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς είτε εις τον ελληνικόν είτε εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον· τα μέλη της ελληνικής κοινότητος όμως θα εγγράφωνται μόνον εις τον ελληνικόν εκλογικόν κατάλογον, τα δε μέλη της τουρκικής κοινότητος μόνον εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον.

2. Ουδείς δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς, εφ’ όσον δεν κέκτηται τα υπό του εκλογικού νόμου απαιτούμενα προς εγγραφήν προσόντα.»

Καθώς σημειώνουμε στην αρχή της απόφασης οι αιτητές απαιτούν να εγγραφούν ως εκλογείς σε ξεχωριστό κατάλογο, αυτό δηλαδή των τουρκοκυπρίων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έπεται, επομένως, πως διεκδικούν και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι από τους τουρκοκύπριους πολίτες εκλογείς, που είναι στον ξεχωριστό κατάλογο των τουρκοκυπρίων εκλογέων, ώστε να καταλάβουν βουλευτική έδρα πάλιν από το ξεχωριστό αριθμό εδρών που καθορίζεται στο σύνταγμα για την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Το υπό συζήτηση διάβημα των αιτητών άπτεται της ίδιας της συνέχειας της υπόστασης της Kυπριακής Δημοκρατίας, που αποτελεί το διεθνώς αναγνωρισμένο νόμιμο κράτος, που δημιουργήθηκε το 1960. Από το 1963-1964 η πολιτεία στηρίζει τη νόμιμη [*193]ύπαρξη και συνέχιση της λειτουργίας της στο δίκαιο της ανάγκης, όπως αυτό διατυπώθηκε στην υπόθεση The Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195, έκτοτε δε εμπεδώθηκε ως ο πυλώνας που στηρίζει το νόμιμο οικοδόμημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα με απόφαση της ηγεσίας της εγκατέλειψε τη συμμετοχή της σε όλα τα όργανα της πολιτείας, όπως αυτή προβλέπεται στο δικοινοτικό σύνταγμα του 1960. Η θεμελιακή αυτή για τη Κυπριακή Δημοκρατία δικαστική απόφαση στέκει δίπλα στο Σύνταγμα το οποίο, καθώς κρίθηκε στην υπόθεση, εμπεριέχει και τον υπερτελή κανόνα δικαίου που θέλει και επιβάλλει στο κράτος να υφίσταται και να λειτουργεί ως εύνομη και δημοκρατική πολιτεία. Παραπέμπουμε στην πιο πάνω απόφαση στην οποία αναφέρονται με λεπτομέρεια οι συνθήκες και οι λόγοι που αναπόφευκτα οδήγησαν στην υιοθέτηση και επικράτηση του δικαίου της ανάγκης. Να προσθέσουμε όμως κάτι πολύ σημαντικό. Οι λόγοι αυτοί κατέστησαν επιτακτικότεροι μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Τα στρατεύματα εισβολής διχοτόμησαν το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία έκτοτε κρατούν διαιρεμένη. Όλοι οι τουρκοκύπριοι που κατοικούσαν σ’ ολόκληρο το έδαφος της επικράτειας μεταφέρθηκαν στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου, όπου ασκεί τον πραγματικό έλεγχο η Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα, και κατά τη διάρκεια της εισβολής, εκδιώχθηκαν όλοι οι ελληνοκύπριοι που ζούσαν σ’ αυτό το μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, σήμερα ζουν ελάχιστοι ελληνοκύπριοι στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και ελάχιστοι τουρκοκύπριοι στο έδαφος που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία. 

Τα πιο πάνω πραγματικά γεγονότα δεν αποτελούν διαπιστώσεις μόνο του Δικαστηρίου μας. Επιβεβαιώνονται και σε σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ΕΔΑΔ, στις οποίες, μεταξύ άλλων, θεωρείται ως αδιαμφισβήτητα δεδομένη  η διεθνής αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως του νόμιμου κράτους, ενώ ταυτόχρονα κρίνεται ως παράνομο το καθεστώς που υφίσταται στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, όπου τον ουσιαστικό έλεγχο ασκεί η Τουρκία. Συγκεκριμένα, στη διακρατική προσφυγή ενώπιον του ΕΔΑΔ Cyprus v. Turkey ([GC], no. 25781/94 ECHR 2001-IV) το Δικαστήριο, σε Μείζονα Σύνθεση, απορρίπτοντας την εισήγηση της Τουρκίας ότι η κυπριακή δημοκρατία δεν είχε locus standi στην υπόθεση, με τον ισχυρισμό πως εκπροσωπούσε μόνο την «ελληνοκυπριακή διοίκηση», είπε τα εξής: (στην παράγραφο 61).

«61. Τhe Court, like the Commission, finds that the respondent [*194]Government’s claim cannot be sustained. In line with its Loizidou judgment (merits) (loc.cit.), it notes that it is evident from international practice and the condemnatory tone of the resolutions adopted by the United Nations Security Council and the Council of Europe’s Committee of Ministers that the international community does not recognize the “TRNC” as a State under international law. The Court reiterates the conclusion reached in its Loizidou judgment (merits) that the Republic of Cyprus has remained the sole legitimate government of Cyprus and on that account their locus standi as the government of a High Contracting Party cannot therefore be in doubt (loc.cit., p.2231, § 44; see also the above-mentioned Loizidou judgment (preliminary objections), p.18, § 40).»

Σε μετάφραση:

«Το Δικαστήριο, όπως και η Επιτροπή, καταλήγει πως το αίτημα της Καθ’ ης η Αίτηση Κυβέρνησης δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο ακολουθώντας την απόφαση του στην υπόθεση Λοϊζίδου (επί της ουσίας) σημειώνει ότι είναι εμφανές από τη διεθνή πρακτική και από το καταδικαστικό τόνο των ψηφισμάτων που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και την εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι η Διεθνής Κοινότητα δεν αναγνωρίζει την «ΤΒΔΚ» ως Κράτος σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.  Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει στην απόφαση του στην υπόθεση Λοϊζίδου (επί της ουσίας) ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου και γι’ αυτό το λόγο το locus standi της κυβέρνησης ενός Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν μπορεί επομένως να τεθεί εν αμφιβόλω. (loc.cit., σ.2231 § 44, δέστε επίσης την προαναφερόμενη απόφαση Λοϊζίδου  (προδικαστικές ενστάσεις), σ.18 § 40).

Αυτά που αναφέρονται στην υπόθεση Loizidou v. Turkey, στην οποία γίνεται μνεία στην πιο πάνω περικοπή, επαναλαμβάνονται και στην πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ στην Xenides-Arestis v. Turkey, Applic. No. 46347/99, Judgment 22.12.2005.

Άμεση όμως σχέση και σημασία για την υπόθεση που μας απασχολεί έχει η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Aziz v. Cyprus, Appl. No. 69949/01 ECHR 2004 V. Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τα εξής: Ο προσφεύγων, κ. Αζίζ, καταχώρισε στις 27.4.2001 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της απόφασης του [*195]Υπουργού Εσωτερικών, με την οποία αρνήθηκε να τον εγγράψει στους εκλογικούς καταλόγους, για να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα του εκλέγειν στις βουλευτικές εκλογές της 27.5.2001. Ο κ.Αζίζ, που παρεμπιπτόντως είναι ο διορισθείς μεταφραστής στην υπόθεση που εξετάζουμε, είχε πάντοτε τη μόνιμη κατοικία του, όπου και πραγματικά διέμενε, στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία. Στην προσφυγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου επικαλέστηκε το Αρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για να υποστηρίξει πως η Κυπριακή Δημοκρατία όφειλε να λάβει τα δέοντα μέτρα ώστε και αυτός να ασκήσει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, και το οποίο διασφαλίζεται με την πιο πάνω πρόνοια στο Πρωτόκολλο. Στις 23.5.2001 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του κ. Αζίζ, κάνοντας ακριβώς ειδική αναφορά στα σχετικά άρθρα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που επέβαλλαν τη δημιουργία ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων για την ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα  (τα ενθέτουμε πιο πάνω). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν είχε εξουσία να επαναδιατυπώσει τις πρόνοιες των σχετικών άρθρων έτσι που να παρέχεται το δικαίωμα που αξίωνε ο κ. Αζίζ, και ότι οποιαδήποτε θεραπεία θα μπορούσε να προβλεφθεί για να καλύπτει τέτοιες περιπτώσεις  ενέπιπτε σε άλλα όργανα της πολιτείας. Δες: (Ιμπραχήμ Αζίζ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 501). Το ΕΔΑΔ αποδεχόμενο την προσφυγή του κ. Αζίζ, λέει τα εξής σημαντικά, τα οποία και αφορούν άμεσα ολόκληρη την υπόθεση που συζητούμε.

“26. The Court observes that the Cypriot Constitution came into force in August 1960. Article 63 thereof provided for two separate electoral lists, one for the Greek-Cypriot community and one for the Turkish-Cypriot community. Nonetheless, the participation of the Turkish-Cypriot members of parliament was suspended as a result of the anomalous situation that began in 1963. From then on, the relevant Articles of the Constitution providing for the parliamentary representation of the Turkish-Cypriot community and the quotas to be adhered to by the two communities became impossible to implement in practice.

In deciding the applicant’s case, the Supreme Court held that Article 63 of the Cypriot Constitution and Article 5 of Law 72/79 (relating to the election of members of parliament) did not provide for members of the Turkish-Cypriot community living in the government-controlled part of Cyprus to vote in the parliamentary elections and admitted that it could not [*196]intervene on the basis of the law of necessity in order to fill the legislative gap in this respect.

Although the Court notes that States enjoy considerable latitude to establish rules within their constitutional order governing parliamentary elections and the composition of the parliament, and that the relevant criteria may vary according to the historical and political factors peculiar to each State, these rules should not be such as to exclude some persons or groups of persons from participating in the political life of the country and, in particular, in the choice of the legislature, a right guaranteed by both the Convention and the Constitutions of all Contracting States.

In the present case, the Court notes that the irregular situation in Cyprus deteriorated following the occupation of northern Cyprus by Turkish troops and has continued for the last thirty years.  It further observes that, despite the fact that the relevant constitutional provisions have been rendered ineffective, there is a manifest lack of legislation resolving the ensuing problems.  Consequently, the applicant, as a member of the Turkish-Cypriot community living in the government-controlled area of Cyprus, was completely deprived of any opportunity to express his opinion in the choice of the members of the House of Representatives of the country of which he is a national and where he has always lived.

The Court considers that, in the light of the above circumstances, the very essence of the applicant’s right to vote, as guaranteed by Article 3 of Protocol No.1, was impaired. It follows that there has been a violation of that provision.”

Σε μετάφραση:

«Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας τέθηκε σε ισχύ τον Αύγουστο του 1960. Το ?ρθρο 63 προέβλεπε για δυο ξεχωριστούς εκλογικούς καταλόγους, ένα για την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα και ένα για την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα. Εντούτοις, η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων Βουλευτών είχε ανασταλεί, ως αποτέλεσμα της ανώμαλης κατάστασης που άρχισε το 1963. ?κτοτε η εφαρμογή στην πράξη των σχετικών ?ρθρων του Συντάγματος που προβλέπουν για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας και για την αριθμητική αναλογία που [*197]προβλέπεται για τις δυο Κοινότητες κατέστη αδύνατη.

Στην απόφαση του στην προσφυγή του αιτητή το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως το ?ρθρο 63 του Συντάγματος της Κύπρου και το ?ρθρο 5 του Νόμου 72/79 (περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων) δεν προέβλεπαν τη δυνατότητα για μέλη της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας, που διαμένουν στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία, να ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές και δέχθηκε πως δεν μπορούσε να επέμβει κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, ώστε να πληρωθεί το νομοθετικό κενό.

Μολονότι το Δικαστήριο σημειώνει πως τα Κράτη απολαμβάνουν ευρείας ευχέρειας για την καθιέρωση κανόνων, στα πλαίσια της συνταγματικής τους τάξης, που να διέπουν τις βουλευτικές εκλογές και τη σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων και πως τα σχετικά κριτήρια δυνατό να διαφέρουν ανάλογα με τους ιστορικούς και πολιτικούς παράγοντες που προσιδιάζουν στο κάθε κράτος, αυτοί οι κανόνες δεν πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να αποκλείουν ορισμένα άτομα ή ομάδα ατόμων από του να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της χώρας και, ειδικότερα, στην εκλογή της νομοθετικής εξουσίας, δικαίωμα που διασφαλίζεται τόσο από τη Σύμβαση όσο και από τα Συντάγματα όλων των Συμβαλλόμενων Κρατών.

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημειώνει πως η έκρυθμη κατάσταση στην Κύπρο επιδεινώθηκε μετά την κατοχή της βόρειας Κύπρου από τα Τούρκικα στρατεύματα η οποία και συνεχίζεται για τα τελευταία τριάντα χρόνια. Επιπλέον, παρατηρεί πως μολονότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος έχουν καταστεί ανενεργές, υπάρχει ένα προφανές νομοθετικό κενό ως προς την επίλυση των επακόλουθων προβλημάτων που προκύπτουν.

Συνεπώς, ο αιτητής ως μέλος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, που διαμένει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, έχει εξ’ ολοκλήρου στερηθεί της ευκαιρίας να εκφράσει την άποψη του για την επιλογή των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων της χώρας της οποίας είναι πολίτης και στην οποία πάντοτε διαμένει.

Το Δικαστήριο κρίνει πως ενόψει των πιο πάνω περιστάσεων, η ουσία του δικαιώματος του εκλέγειν του αιτητή, όπως διασφαλίζεται στο Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου Νο.1 έχει βλα[*198]βεί.  Κατά συνέπεια υπάρχει παραβίαση αυτής της διάταξης.»

Εξίσου σημαντικά, γι’ αυτό και θεωρούμε αναγκαίο να τα παραθέσουμε αυτούσια, είναι όσα αναφέρονται και στις παραγράφους 36, 37, 38 στην ίδια απόφαση.

“36. the Court considers that, in the instant case, the complaint under Article 14 of the Convention is not a mere restatement of the applicant’s complaint under Article 3 of Protocol No.1. The Court notes that the applicant is a Cypriot national, resident in the government-controlled area of Cyprus. It observes that the difference in treatment in the present case resulted from the very fact that the applicant was a Turkish Cypriot. It emanated from the constitutional provisions regulating the voting rights between members of the Greek-Cypriot and Turkish-Cypriot communities that had become impossible to implement in practice.

37. Although the Court takes note of the Government’s arguments, it considers that they cannot justify the difference on reasonable and objective grounds, particularly in the light of the fact that Turkish Cypriots in the applicant’s situation are prevented from voting at any parliamentary election.

38. Thus, the court concludes that there is a clear inequality of treatment  in the enjoyment of the right in question, which must be considered a fundamental aspect of the case. There has accordingly been a violation of Acticle 14 of the Convention taken in conjunction with Article 3 of Protocol No.1”

Σε μετάφραση:

«36. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην παρούσα υπόθεση, το παράπονο βάσει του Άρθρου 14 της Σύμβασης δεν είναι απλώς επαναδιατύπωση του παράπονου του αιτητή δυνάμει του Άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου Νο.1. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο αιτητής είναι Κύπριος πολίτης που διαμένει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Παρατηρεί δε πως η διαφορετική μεταχείριση στην παρούσα υπόθεση προέκυψε από αυτό τούτο το γεγονός πως ο αιτητής είναι Τουρκοκύπριος. Απορρέει από τις διατάξεις του Συντάγματος που ρυθμίζουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι μεταξύ των μελών της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας, οι οποίες έχει καταστεί αδύνατο να εφαρμοστούν στην πράξη.

[*199]37. Μολονότι το Δικαστήριο σημειώνει τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης, θεωρεί ότι δεν δικαιολογούν τη διαφοροποίηση στη βάση ευλόγων και αντικειμενικών λόγων, ειδικότερα ενόψει του γεγονότος ότι Τουρκοκύπριοι οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια θέση με τον αιτητή εμποδίζονται από του να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν σε οποιαδήποτε βουλευτική εκλογή.

38. Επομένως, το δικαστήριο καταλήγει πως υπάρχει έκδηλη άνιση μεταχείριση ως προς την απόλαυση του εν λόγω δικαιώματος, η οποία δέον να θεωρείται ως ουσιώδης πτυχή της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 14 της Σύμβασης σε συσχετισμό με το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου Νο.1.»

Η Βουλή των Αντιπροσώπων, συμμορφούμενη με την πιο πάνω απόφαση του ΕΔΑΔ ψήφισε ειδικό νόμο στις 26.1.2006 (Ο περί Άσκησης του Δικαιώματος του Εκλέγειν και Εκλέγεσθαι από Μέλη της Τουρκικής Κοινότητας που Έχουν Συνήθη Διαμονή σε Ελεύθερο Έδαφος της Δημοκρατίας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2006» (Ν. 2(I)/2006), με τον οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα μέλη της τουρκικής κοινότητας, κυπρίων πολιτών, που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου ασκεί έλεγχο η νόμιμη κυβέρνηση.

Οι δύο αιτητές, σύμφωνα με τα παραδεκτά πραγματικά γεγονότα, είχαν και έχουν πάντοτε τη μόνιμη κατοικία και διαμονή τους στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, που κατέχεται και ελέγχεται από τα τούρκικα στρατεύματα. Δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, και κάτω από αυτές τις συνθήκες, να αξιώσουν το ατομικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στη βάση της απόφασης του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Αζίζ, και του πιο πάνω Νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και αξιώνουν, ως μέλη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τη κήρυξη του σχετικού Νόμου ως αντισυνταγματικού, επιμένοντας στην εφαρμογή των Άρθρων 62 και 63 του Συντάγματος.

Για τους λόγους όμως που αναπτύξαμε πιο πάνω η προσφυγή κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο