(2007) 3 ΑΑΔ 211
[*211]14 Μαΐου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
Κ.Ε.Μ. TOURS LTD,
Εφεσείoυσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜEΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3894)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση ― Βεβαίωση του φόρου κατά την κρίση του Εφόρου Φ.Π.Α., λόγω ελλιπών και εσφαλμένων δηλώσεων του υποκειμένου στον φόρο ― Άρθρο 34(1) του Ν.246/90 ― Εφαρμόστηκε ορθά στην κριθείσα περίπτωση.
Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Διάκριση της έννοιας του από την έννοια της επανεξέτασης, η οποία αποτελεί ακριβώς εφαρμογή του δεδικασμένου.
Η εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή της, κατά της σε βάρος της επιβολής φορολογίας προστιθέμενης αξίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με τον πρώτο λόγο ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγείται πως η Έφορος ΦΠΑ εκχώρησε ουσιαστικά τις αρμοδιότητές της στην οργάνωση των επαγγελματικών οδηγών αστικών ταξί, εφόσον βασίστηκε αποκλειστικά στη μελέτη που είχε ετοιμαστεί από αυτή την επαγγελματική οργάνωση, για να καταλήξει στην τελική της απόφαση.
Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Η Έφορος ΦΠΑ εφάρμοσε τις διατάξεις του Άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90, χρησιμοποιώντας κατά [*212]τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση της για να βεβαιώσει τον πληρωτέο φόρο. Η πηγή της μη ακριβούς βεβαίωσης του φόρου οφειλόταν στις αρχικά ελλιπείς και εσφαλμένες φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η εφεσείουσα. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Έφορος ήταν, υπό τις περιστάσεις, η ενδεδειγμένη.
2. Ο δεύτερος λόγος έχει ως βάση την παρεξήγηση της έννοιας του δεδικασμένου. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται, πως η Έφορος ΦΠΑ δεν μπορούσε να επανέλθει και να εξετάσει στοιχεία, τα οποία είχαν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης της προηγούμενης απόφασης της, που ακυρώθηκε. Σε αυτό ακριβώς όμως στοχεύει και αποβλέπει η επανεξέταση. Να επαναερευνήσει δηλαδή το θέμα το αρμόδιο όργανο, στη βάση των στοιχείων που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, και να λάβει νέα απόφαση. Στην περίπτωση δε που η προηγούμενη απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η επανεξέταση θα προχωρήσει ασφαλώς αφού ληφθεί υπόψη η απόφαση του Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία ν. Κ.Ε.Μ. Τours Ltd (2002) 3 Α.Α.Δ. 52.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 367/2003), ημερ. 21/9/2004.
Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.
Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα περιγράμματα αγορεύσεων, καθώς και αυτά που προφορικά μας πρότεινε ο δικηγόρος της εφεσείουσας εταιρείας. Η Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μετά την απόφαση στην έφεση Δημοκρατία ν. Κ.Ε.Μ. Τours Ltd (2002) 3 Α.Α.Δ. 52, την οποία άσκησε η Δημοκρατία και με αναφορά στις ίδιες επίδικες υποχρεώσεις της εφεσείουσας, προέβη σε επανεξέταση με τη διεξαγωγή νέας έρευνας σε ό,τι αφορά μόνο τον οφειλόμενο ΦΠΑ για τη χρήση των αστικών της ταξί, για τον οποίο είχε κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω έφεση πως υπήρχε ενδεχόμενο πλάνης εκ μέρους της Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Στη διεξαγωγή [*213]της νέας έρευνας η Έφορος βασίστηκε σε μελέτη που ετοιμάστηκε από την οργάνωση των επαγγελματιών οδηγών αστικών ταξί αναφορικά με την κοστολόγηση τους. Η έρευνα κάλυπτε κύκλο εργασιών για την περίοδο 1.8.93-29.2.96, τον ουσιώδη δηλαδή χρόνο της επίδικης απόφασης. Στη βάση των στοιχείων της έρευνας η Έφορος καθόρισε το καταβλητέο ποσό ΦΠΑ σε £37.219,45.
Η προσφυγή της εφεσείουσας απορρίφθηκε πρωτοδίκως. Δύο ουσιαστικά λόγοι προβάλλονται στην έφεση.
Με τον πρώτο λόγο ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγείται πως η Έφορος ΦΠΑ εκχώρησε ουσιαστικά τις αρμοδιότητες της στην οργάνωση των επαγγελματικών οδηγών αστικών ταξί, εφόσον βασίστηκε αποκλειστικά στη μελέτη που είχε ετοιμαστεί από αυτή την επαγγελματική οργάνωση, για να καταλήξει στην τελική της απόφαση.
Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του συναδέλφου μας πως η πιο πάνω εισήγηση δεν ευσταθεί. Η Έφορος ΦΠΑ εφάρμοσε τις διατάξεις του Άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση της για να βεβαιώσει τον πληρωτέο φόρο. Η πηγή της μη ακριβούς βεβαίωσης του φόρου οφειλόταν στις αρχικά ελλιπείς και εσφαλμένες φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η εφεσείουσα. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Έφορος ήταν, υπό τις περιστάσεις, η ενδεδειγμένη.
Ο δεύτερος λόγος έχει ως βάση την παρεξήγηση της έννοιας του δεδικασμένου. Ο δικηγόρος ισχυρίζεται εν ολίγοις, πως η Έφορος ΦΠΑ δεν μπορούσε να επανέλθει και να εξετάσει στοιχεία, τα οποία είχαν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης της προηγούμενης απόφασης της, που ακυρώθηκε με την προσφυγή 753/97 στις 24.9.97 και ακολούθησε η έφεση της Δημοκρατίας, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Επί αυτού απλώς να υποδείξουμε πως εις αυτό ακριβώς στοχεύει και αποβλέπει η επανεξέταση. Να επαναερευνήσει δηλαδή το θέμα το αρμόδιο όργανο, στη βάση των στοιχείων που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, και να λάβει νέα απόφαση. Στην περίπτωση δε που η προηγούμενη απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η επανεξέταση θα προχωρήσει ασφαλώς αφού ληφθεί υπόψη η απόφαση του Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με £1.000 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο