Iωαννίδης Xαράλαμπος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου και Άλλης (2007) 3 ΑΑΔ 233

(2007) 3 ΑΑΔ 233

[*233]1 Ιουνίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

XAΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

1. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3825)

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Περιορισμοί του δικαιώματος ιδιοκτησίας δυνάμει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος ― Κατά πόσο ο περιορισμός που μπορεί να επιβληθεί με βάση το Άρθρο 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου (Κεφ.170) καλύπτεται από τις δυνατότητες επιβολής περιορισμών που παρέχει η συνταγματική πρόνοια.

Ο περί Ηλεκτρισμού Νόμος (Κεφ. 170) ― Άρθρο 31(1) ― Κατά πόσο συνάδει με τις επιταγές του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος.

Ο περί Ηλεκτρισμού Νόμος (Κεφ. 170) ― Άρθρο 31(1) ― Λήψη από την Αρχή Ηλεκτρισμού της συγκατάθεσης του Επάρχου προκειμένου να τοποθετηθεί εναέρια γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος για την οποία δεν συγκατατίθεται ο ιδιοκτήτης της επηρεαζόμενης ακίνητης ιδιοκτησίας ― Πτυχές της νομιμότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην κριθείσα περίπτωση για να ληφθεί η συγκατάθεση του Επάρχου.

Ο αιτητής επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της απόφασης τοποθέτησης στο ακίνητό του πυλώνων για την εγκατάσταση εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος αφού πρώτα εξασφαλίστηκε η συγκατάθεση του Επάρχου που είναι απαραίτητη για την πρόοδο του σχετικού έργου σύμφωνα με το Άρθρο 31(1) του περί Ηλεκτρισμού  Νόμου (Κεφ.170) ακριβώς στις περιπτώσεις, όπως η επίδικη, που δεν συναινεί ο επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης. Ο αιτητής αμφισβήτησε [*234]τόσο την συνταγματικότητα της εφαρμοσθείσας διάταξης όσο και την επί της ουσίας νομιμότητα της διαδικασίας που απέληξε στην συγκατάθεση του Επάρχου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Σφάλλει ο εφεσείων όταν εκλαμβάνει τη συγκατάθεση του Επάρχου ως υποκατάστατη της δικής του, με την ίδια έννοια.  Πως, δηλαδή, παράγεται είδος αντιπροσώπευσής του ώστε η συγκατάθεση του Επάρχου να ταξινομείται, κατά το Νόμο, ως δική του. Ο Έπαρχος, εν προκειμένω, λειτουργεί ως κρατικός αξιωματούχος, σαφώς ανεξάρτητα από τη δηλωμένη άρνηση συγκατάθεσης εκ μέρους του ιδιοκτήτη και κατόχου η οποία, μάλιστα, συνιστά και την αιτία που προκαλεί την ανάγκη περαιτέρω ρύθμισης. Ώστε η εκτέλεση έργου κατ' εκτίμηση δημόσιας ωφέλειας να μην εξαρτάται από την παροχή της συγκατάθεσης των επηρεαζομένων. Το Άρθρο 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου (Κεφ.170), ιδωμένο κάτω από το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, στην πραγματικότητα δημιουργεί μηχανισμό διαπίστωσης των παραμέτρων που θα επέτρεπαν την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, ως περιορισμού. Δεν θα αναμενόταν καν να εκτείνεται το Σύνταγμα σε πρόνοιες ως προς τη μέθοδο διακρίβωσης αυτών των παραμέτρων και είναι λανθασμένη και η αντίληψη πως με το Νόμο ανατέθηκε απόλυτη εξουσία στον Έπαρχο, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης και επακόλουθο έλεγχο. Στο πλαίσιο του ελέγχου της εκτελεστής διοικητικής απόφασης της Αρχής, ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου.

2. Ο Έπαρχος εν προκειμένω δεν αρκέστηκε στα περιληφθέντα στο αίτημα για συγκατάθεση που του υποβλήθηκε. Είχε προηγηθεί μεγάλη προεργασία, η φύση και η έκταση της οποίας φαίνεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων που προηγήθηκαν και που απέληξε στην εξασφάλιση της συναίνεσης όλων των εμπλεκομένων αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και κυβερνητικών τμημάτων και υπηρεσιών, μέχρι την εξασφάλιση και της πολεοδομικής άδειας για το έργο. Δεν μπορεί, στο πλαίσιο των υφιστάμενων δεδομένων, να γίνει δεκτή η άποψη πως έχουμε εδώ ελλιπή έρευνα και είναι ορθή συναφώς η πρωτόδικη κατάληξη. Όπως ορθή είναι και η καταληκτική της παράγραφος πως εξετάστηκε και το θέμα της οικιστικής ανάπτυξης του ακινήτου των αιτητών. Σαφώς το θέμα της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης ερευνήθηκε, για να τεθεί στο τέλος, εν πάση περιπτώσει, ο σχετικός όρος από τον Έπαρχο, προφανώς για να μπορεί να αντιμετωπιστεί κάθε ενδεχόμενο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*235]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Mallouros a.o. v. The Electricity Authority of Cyprus a.ο. (1974) 3 C.L.R. 220,

Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus, 1 R.S.C.C. 49,

Τσιάκκας κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά., Υπόθ. Αρ. 495/00, ημερ. 18.9.2002,

Αριστοτέλους v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 128/01, ημερ. 7.10.2003,

Τσιάκκας κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά., Υπόθ. Αρ. 107/04, ημερ. 24.5.2005,

Συμεού v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά., Υπόθ. Αρ. 18/2000, ημερ. 8.6.2001.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 14/2001, 276/2001), ημερ. 20/10/2003.

Ξ. Ξενοφώντος για Χρ. Κληρίδη, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1.

Γ. Λαζάρου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Για την εγκατάσταση εναέριας γραμμής μεταφοράς προς παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, κατά το Αρθρο 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου (Κεφ. 170 όπως τροποποιήθηκε), χρειάζεται η συγκατάθεση των ιδιοκτητών και κατόχων της γης που επηρεάζεται. Σε περίπτωση δε άρνησης παροχής της, η συγκατάθεση του Επάρχου.

Η εφεσίβλητη 1 (στο εξής η Αρχή) ζήτησε τη συγκατάθεση του εφεσείοντα, του οποίου το ακίνητο θα επηρεαζόταν από την εγκα[*236]τάσταση τέτοιας γραμμής και πυλώνων, αυτός αρνήθηκε και η Αρχή απευθύνθηκε στον Έπαρχο. Μετά από διαδικασία και έρευνα, που περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Έπαρχος έδωσε τη συγκατάθεσή του και, στην προσφυγή που ασκήθηκε κατά της επακολουθήσασας απόφασης της Αρχής, συζητήθηκε, ως πρώτο θέμα, η συνταγματικότητα του Αρθρου 31(1), σε συνάρτηση προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της κυριότητας, κατοχής και απόλαυσης κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας. Πρωτοδίκως το συνταγματικό θέμα κρίθηκε με αναφορά στην απόφαση του Α. Λοΐζου, Δ. όπως ήταν τότε, στην Pavlis Costa Mallouros and Another v. The Electricity Authority of Cyprus and Another (1974) 3 C.L.R. 220. (Βλ. συναφώς και Ramadan v. Electricity Authority of Cyprus, 1 R.S.C.C. 49). Κρίθηκε εκεί πως η εγκατάσταση τέτοιων γραμμών ενέπιπτε στην παράγραφο 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος που επιτρέπει τη δια νόμου επιβολή απολύτως απαραίτητων περιορισμών, μεταξύ άλλων, και για την ανάπτυξη ή χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας. Μάλιστα, με την περαιτέρω επεξήγηση πως, πολύ μακράν από το να είναι αντισυνταγματικό το Αρθρο 31, συνάδει προς την προσέγγιση του Δικαστηρίου πως δεν πρέπει να χρησιμοποιείται η αναγκαστική απαλλοτρίωση εφόσον ο σκοπός της μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή τρόπο.

Όπως διευκρινίστηκε και κατά την ακρόαση, η έμφαση στα επιχειρήματα του εφεσείοντα δεν αφορά στο ότι, πράγματι, μέτρο τέτοιας φύσης, προβλεπόμενο από το Νόμο, συνιστά περιορισμό με την έννοια του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος. Δεν αμφισβήτησε συνεπώς ο εφεσείων την πιο πάνω απόφαση και, από αυτή την άποψη, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Επιχείρησε μόνο κάποια διαφοροποίηση, εκείνης με την παρούσα, επειδή εκεί δεν είχε τοποθετηθεί και πυλώνας. Χωρίς, όμως, να ήταν η θέση του πως για τέτοιους λόγους δεν κάλυπτε την περίπτωση το Άρθρο 31(1). Περαιτέρω, χωρίς απάντηση στην επισήμανση της Αρχής, εφόσον και ο σχετικός λόγος έφεσης δεν αφορούσε σ' αυτά, πως «αφού αφενός ο πυλώνας αποτελεί μέρος της γραμμής και αφετέρου η τεράστια έκταση του επηρεαζόμενου ακινήτου (6.689 τ.μ.) καθώς και το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο βρίσκεται εκτός των Ζωνών Ανάπτυξης, σίγουρα επιμαρτυρούν ότι η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής αποτελεί περιορισμό».

Ο σχετικός λόγος έφεσης, που προσδιορίζει βέβαια και το προς εξέταση θέμα, αφορά στην εμπλοκή στην περίπτωση της συγκατάθεσης του Επάρχου. Με την εισήγηση πως το Αρθρο 31(1), ρηχά και επιπόλαια μηδενίζει την προστασία του πολίτη αφού αποδίδει στον [*237]Έπαρχο «απόλυτη εξουσία να υποκαταστήσει τον κάθε πολίτη/ιδιοκτήτη γης επί θέματος που αφορά άμεσα την ιδιοκτησία του χωρίς ο πολίτης να δύναται να αντιτάξει στην εξουσία αυτή οτιδήποτε». Και αυτό, ενώ δεν παρέχεται στον Έπαρχο από το Σύνταγμα, «η οποιαδήποτε εξουσιοδότηση ώστε να έχει το δικαίωμα κατά απόλυτο τρόπο να αντιπροσωπεύσει τον ιδιοκτήτη της γης και μάλιστα με τέτοια απόλυτη εξουσία». Επομένως, όπως συνεχίζει η εισήγηση, το θέμα είναι αν, με πρόνοια για τέτοια εικονική αντιπροσώπευση, «ο Έπαρχος νομιμοποιείται κατά το Σύνταγμα να ενεργεί σαν ιδιοκτήτης και να δίδει συγκατάθεση για λογαριασμό του ιδιοκτήτη». Με επακόλουθη συνέπεια και την παραβίαση του Άρθρου 15 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, μέρος της οποίας είναι και η παροχή ή μη τέτοιας συγκατάθεσης.

Ασφαλώς η συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και κατόχου στο πλαίσιο του Άρθρου 31(1) είναι θέμα δικό του. Θεωρούμε, όμως, ότι σφάλλει ο εφεσείων όταν εκλαμβάνει τη συγκατάθεση του Επάρχου ως υποκατάστατη της δικής του, με την ίδια έννοια. Πως, δηλαδή, παράγεται είδος αντιπροσώπευσής του ώστε η συγκατάθεση του Επάρχου να ταξινομείται, κατά το Νόμο, ως δική του. Ο Έπαρχος, εν προκειμένω, λειτουργεί ως κρατικός αξιωματούχος, σαφώς ανεξάρτητα από τη δηλωμένη άρνηση συγκατάθεσης εκ μέρους του ιδιοκτήτη και κατόχου η οποία, μάλιστα, συνιστά και την αιτία που προκαλεί την ανάγκη περαιτέρω ρύθμισης. Ώστε η εκτέλεση έργου κατ’ εκτίμηση δημόσιας ωφέλειας να μην εξαρτάται από την παροχή της συγκατάθεσης των επηρεαζομένων. Το Αρθρο 31(1), ιδωμένο κάτω από το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, στην πραγματικότητα δημιουργεί μηχανισμό διαπίστωσης των παραμέτρων που θα επέτρεπαν την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, ως περιορισμού. Δεν θα αναμενόταν καν να εκτείνεται το Σύνταγμα σε πρόνοιες ως προς τη μέθοδο διακρίβωσης αυτών των παραμέτρων και είναι λανθασμένη και η αντίληψη πως με το Νόμο ανατέθηκε απόλυτη εξουσία στον Έπαρχο, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης και επακόλουθο έλεγχο. Όπως θα δούμε, δεν ήταν καν υπό τέτοια θεώρηση που ο Έπαρχος άσκησε την αρμοδιότητά του και ήδη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και σε άλλες περιπτώσεις προηγουμένως (βλ. Νίκος Τσιάκκας κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού κ.ά., Προσφυγή Aρ. 495/00, ημερομηνίας 18.9.02, Ανδρέας Αριστοτέλους v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 128/01, ημερομηνίας 7.10.03 και Νίκος Τσιάκκας κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά., Προσφυγή Aρ. 107/04, ημερομηνίας 24.5.05), ενόψει προδικαστικής ένστασης, αναγνωρίστηκε πως στο πλαίσιο του ελέγχου της εκτελεστής διοικητικής απόφασης της Αρχής, ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου. Σημειώνουμε, συναφώς, πως το Αρθρο [*238]31(1) αναφέρεται σε δυνατότητα τέτοιας συγκατάθεσης η οποία, μάλιστα, ενόψει της τροποποίησής του με το Ν. 42(Ι)/02, προϋποθέτει και διαβούλευση με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης.

Με την απόρριψη της εισήγησης αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 31(1), θα εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Πρόκειται για τους λόγους έφεσης 2 και 3.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης, σε σχέση με τον ισχυρισμό για μη παροχή δυνατότητας ακρόασης, αποσύρθηκε.

Ο εφεσείων επαναφέρει τις εισηγήσεις πως δεν ερευνήθηκε δεόντως από την Αρχή το ενδεχόμενο της διέλευσης της γραμμής με υπόγεια καλώδια και, περαιτέρω, με τεχνοοικονομική μελέτη, η οικονομική ζημιά του αιτητή, ο επηρεασμός αναφορικά με τη δυνατότητα ανάπτυξης του ακινήτου, η δυνατότητα διέλευσης της γραμμής από άλλο σημείο και ο επηρεασμός της υγείας. Υποστηρίζοντας πως και ο Έπαρχος, χωρίς να αιτιολογήσει την απόφασή του να συγκατατεθεί, υπέκυψε στον εκβιαστικό τρόπο με τον οποίο η Αρχή έθεσε το θέμα, αφού του τόνισε πως από τον ίδιο εξαρτάτο «η υλοποίηση ενός έργου που έχει ήδη καθυστερήσει και από το οποίο εξαρτάται η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε χιλιάδες πολίτες ….». Με αποτέλεσμα να θέσει όρο ο Έπαρχος με αναφορά στο ενδεχόμενο μελλοντικής οικοδομικής ανάπτυξης του ακινήτου του ενώ είχε ήδη, όπως πρέπει να γνώριζε ως έχων και επ' αυτής ενεργό ανάμειξη, από τις 16.01.01, υποβληθεί αίτηση για σχετική πολεοδομική άδεια, που ήταν ο λόγος για τον οποίο στην προσφυγή 495/00 (ανωτέρω) ακυρώθηκε η απόφαση. Πολεοδομική άδεια, εν πάση περιπτώσει, που αφέθηκε να εκκρεμεί, για να απορριφθεί από την Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου ως της Πολεοδομικής Αρχής, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, με αναφορά στην εναέρια γραμμή. Θέματα, τα οποία, όπως παραπονείται, τέθηκαν πρωτοδίκως αλλά απορρίφθηκαν συνοπτικά.

Η πρωτόδικη απόφαση ήταν συνοπτική αλλά παραπέμπει στα έγγραφα του φακέλου τα οποία, βεβαίως, ούτε χρειαζόταν ούτε αναμενόταν να αναπαραχθούν. Η Αρχή επισημαίνει αυτά τα έγγραφα όπως και τις διαδικασίες που προηγήθηκαν πριν από την αναζήτηση της συγκατάθεσης του Επάρχου και μετά από αυτή και σημειώνουμε πως και ενώπιόν μας ο εφεσείων παραγνωρίζει τη σημασία τους. Ο Έπαρχος δεν αρκέστηκε στα περιληφθέντα στο αίτημα για συγκατάθεση που του υποβλήθηκε. Με την επιστολή του ημερομηνίας 3.12.01, μάλιστα με αναφορά και στην υπόθεση Ανδρέας Γεωργίου Συμεού v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά., Προσφυγή Aρ. 18/2000, ημερομηνίας 8.6.01, «διαβίβασε» τις ενστάσεις που εί[*239]χαν υποβληθεί και ζήτησε από την Αρχή «να τοποθετηθείτε τεκμηριωμένα στα επιχειρήματα του κάθε αιτητή ξεχωριστά, μελετώντας όλες τις εναλλακτικές λύσεις που ενδεχόμενα εισηγούνται από τεχνικής/οικονομικής και ασφαλειακής άποψης και να έχω την τελική σας πρόταση για αποδοχή ή μη της ένστασης, η οποία και θα αποτελεί αποδεδειγμένα την καλύτερη υπό τις περιστάσεις επιλογή». Η Αρχή ανταποκρίθηκε με την επιστολή της ημερομηνίας 7.2.02. Τονίζει στο τέλος τη μεγάλη σημασία του έργου και μπορούμε από τώρα να σημειώσουμε πως δεν συμφωνούμε με τον αιτητή πως αυτό συνιστούσε είδος εκβιασμού στον οποίο υπέκυψε ο Έπαρχος. Ήταν ευθύνη της Αρχής να τεκμηριώσει το αίτημά της στο πλαίσιο του Νόμου και ενόψει της σχετικής συνταγματικής διάταξης, την οποία και επικαλείται με αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε τη σχετική παράγραφο από την πιο πάνω επιστολή:

«Κλείνοντας την γενική μου αναφορά στο θέμα των ενστάσεων πρέπει να καταστήσω ξεκάθαρο ότι η ύπαρξη των ενστάσεων αυτών δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι η πορεία της γραμμής που έχει επιλεγεί από την ΑΗΚ και όλες τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες και Αρχές δεν είναι η ενδεδειγμένη. Οι αντιδράσεις πρέπει να θεωρούνται δεδομένες οποιαδήποτε πορεία και αν επιλεγεί. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να αναφέρω ότι όλοι οι πολίτες επιθυμούν να έχουν το αγαθό του ηλεκτρισμού, επιθυμούν όμως παράλληλα όπως οι αναγκαίες εγκαταστάσεις επηρεάζουν την περιουσία οποιουδήποτε άλλου εκτός από τους ιδίους. Είναι γι’αυτό ακριβώς το λόγο που ο Νομοθέτης έχει προνοήσει για την εγκατάσταση των γραμμών σε ιδιωτικές περιουσίες ακόμη και χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Μέρος της διαδικασίας εξασφάλισης των Αδειών Διέλευσης για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ιδιοκτήτες αρνούνται να δώσουν την συγκατάθεση τους, επαφίεται σε εσάς. Ως εκ τούτου από εσάς εξαρτάται και η υλοποίηση ενός έργου που έχει ήδη καθυστερήσει και από το οποίο εξαρτάται η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε χιλιάδες πολίτες που κατοικούν σε περιοχές που εκτείνονται από τα βόρεια προάστια της πόλης της Πάφου μέχρι την Πόλη Χρυσοχούς και τον Πύργο».

Είχε, λοιπόν, προηγηθεί μεγάλη προεργασία, η φύση και η έκταση της οποίας φαίνεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων που προηγήθηκαν και που απέληξε στην εξασφάλιση της συναίνεσης όλων των εμπλεκομένων αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και κυβερνητικών τμημάτων και υπηρεσιών, μέχρι την εξασφάλιση και της πολεοδομικής άδειας για το έργο. Εξηγήθηκε δε στην επιστολή η προσπάθεια, ο αναπόφευκτος επηρεασμός των περιουσιών να εί[*240]ναι όσο το δυνατό μικρότερος και, πάντως, η γραμμή να μην εγκαθίσταται σε οικιστικές ζώνες ή ακόμα και σε περιοχές που γειτνιάζουν με οικιστικές ζώνες. Με ιδιαίτερη αναφορά στις ενστάσεις κατ’ επίκληση ενδεχόμενων προβλημάτων υγείας αλλά και στο ενδεχόμενο τοποθέτησης υπόγειων καλωδίων, αναφορικά με το οποίο επισυνάφθηκε έγγραφο αναλυτικό των σχετικών τεχνικών παραμέτρων που, στην περίπτωση, προφανώς δεν την επέτρεπαν. Σε ιδιαίτερο δε έγγραφο, επισυνημμένο στην ίδια επιστολή, καταγράφονται τα αφορώντα ειδικά στον εφεσείοντα, ως ακολούθως:

«Περίπτωση Αρ. 17: Χαράλαμπος Ιωαννίδης

Τεμ. 150 και 153, Φ/Σχ.45/62 στη Μαραθούντα

Με τη λήψη της σχετικής ένστασης, η ΑΗΚ την εξέτασε από όλες τις πλευρές, πραγματοποιώντας για το σκοπό αυτό νέα επιτόπια επίσκεψη.

Για την πιο πάνω περίπτωση, ισχύουν τα όσα σχετικά αναφέρω:

(α) στις δύο συνημμένες επιστολές μου ημερομηνίας 26 Οκτωβρίου, 2001 και 5 Δεκεμβρίου, 2001 προς τον κ. Ιωαννίδη,

(β) στη συνημμένη επιστολή μου ημερομηνίας 6 Δεκεμβρίου, 2001 προς τον Δρα Χρίστο Κληρίδη, δικηγόρο του κ. Ιωαννίδη και

(γ) στην εισαγωγή της έκθεσής μου.

Επιπρόσθετα θα πρέπει να αναφέρω ότι από προκαταρκτική εξέταση των προοπτικών ανάπτυξης των τεμαχίων του κ. Ιωαννίδη έχει διαπιστωθεί ότι τα τεμάχια αυτά βρίσκονται εκτός του Καθορισμένου Ορίου Ανάπτυξης. Σύμφωνα με τη Δήλωση Πολιτικής σε τέτοιες περιπτώσεις δυνατό να επιτραπεί περιορισμένη οικιστική ανάπτυξη όπως περιγράφεται στην Πολιτική για διάφορους τύπους ανάπτυξης στην ύπαιθρο. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η ύπαρξη της δεν θα στερήσει οτιδήποτε από τους επιτρεπόμενους συντελεστές δόμησης και κάλυψης και δεν θα παρεμποδίσει την επιτρεπόμενη ανάπτυξη των τεμαχίων αυτών για οποιαδήποτε χρήση. Τα πιο πάνω βέβαια δεν είναι τυχαία αλλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ΑΗΚ και τα εμπλεκόμενα Κυβερνητικά Τμήματα και Τοπικές Αρχές, έχουν δώσει ιδιαίτερη σημασία στην ελαχιστοποίηση του επηρεασμού ιδιωτικών περιουσιών όταν καθόριζαν την πορεία της γραμμής.

[*241]Επειδή στην επιστολή του κ. Ιωαννίδη γίνεται αναφορά για απαίτηση αποζημίωσης, σας αναφέρω ότι στην περίπτωση που πράγματι δεν παρεμποδίζεται η ανάπτυξη των τεμαχίων, η ΑΗΚ θεωρεί ότι δεν έχει υποχρέωση καταβολής οποιασδήποτε αποζημίωσης. Η πολιτική αυτή της ΑΗΚ στηρίζεται σε Άρθρα του Συντάγματος, τον «Περί Ηλεκτρισμού Νόμο», σε σχετικές Δικαστικές Αποφάσεις και είναι σύμφωνος με την πολιτική άλλων Ημικρατικών Οργανισμών και Κυβερνητικών Τμημάτων.

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, Η ΑΗΚ θεωρεί ότι δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή η ένσταση του κ. Ιωαννίδη».

Ακολούθησε, στις 11.3.02, η συγκατάθεση του Επάρχου με όρο, ως ακολούθως:

«Αν η επηρεαζόμενη γη μελλοντικά χρειαστεί να αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της Αρχής αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη τούτη ή στην ανέγερση οποιωνδήποτε οικοδομών και ο ιδιοκτήτης παρουσιάσει άδεια οικοδομής/διαχωρισμού στην επηρεαζόμενη γη, η Αρχή αναλαμβάνει με δικές της δαπάνες να μετακινήσει ή διαφοροποιήσει τις εγκαταστάσεις της με τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η νόμιμη αξιοποίησης της γης. Νοείται ότι αν ικανοποιηθώ ότι τούτο είναι για λόγους τεχνικούς ανέφικτο, η Αρχή θα καταβάλει στον ιδιοκτήτη δίκαιη αποζημίωση που θα καθοριστεί από το Κτηματολόγιο και σε περίπτωση διαφωνίας από το αρμόδιο Δικαστήριο:

Νοείται περαιτέρω ότι για τυχόν ζημιές (σε υφιστάμενες φυτείες κλπ.) που θα υποστεί ο ιδιοκτήτης κατά τις εργασίες τοποθέτησης των εγκαταστάσεων της ΑΗΚ, η Αρχή θα καταβάλει σ’ αυτόν αποζημίωση όπως αυτή θα καθοριστεί από τον Επαρχιακό Γεωργικό Λειτουργό, ή σε περίπτωση διαφωνίας μέσω αρμόδιου δικαστηρίου».

Ενώ, παράλληλα, σε σημείωμα ίδιας ημερομηνίας, επεξηγείται το υπόβαθρό της, σαφώς αποκαλυπτικό της αιτιολογίας της.  Το παραθέτουμε και αυτό:

«Η επιστολή της ΑΗΚ με αρ. Φακ. Τ1/245.16 ημερ. 7.2.02, με τα γενικά σχόλια και τις επιμέρους παρατηρήσεις της Αρχής για κάθε μια από τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με την κατασκευή της εναέριας γραμμής 66ΚV «Ανατολικό – Στρουμπί», που στάληκε σε απάντηση της επιστολής μας αρ. Φακ. 42/84/Α ημερ. 3.12.01 (Κ33), μελετήθηκε διεξοδικά σε μα[*242]κρά σύσκεψη στο Γραφείο του Επάρχου Πάφου σήμερα 8/3/02. Παρέστησαν ο κ. Έπαρχος, ο Βοηθός Έπαρχος κ. Μεταξάς, η Επαρχιακός Επόπτης κα. Μ. Λάμπρου και ο Επαρχιακός Επόπτης κ. Π. Παύλου.

2. Εξετάστηκαν ένσταση προς ένσταση λαμβανομένων υπόψη για την κάθε περίπτωση των σχολίων της ΑΗΚ, του βαθμού επηρεασμού κάθε τεμαχίου από τις εγκαταστάσεις της Αρχής και της θέσης του κτήματος σε σχέση με Ζώνες Ανάπτυξης.

3. Τελικά ο κ. Έπαρχος αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα ότι:

(α)   Το έργο είναι απόλυτα αναγκαίο και υψίστης προτεραιότητας για να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και ποιοτική τροφοδοσία ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλο μέρος της Επαρχίας Πάφου.

(β)   Η όδευση της γραμμής συμφωνήθηκε από κοινού με όλες τις εμπλεκόμενες Κυβερνητικές Υπηρεσίες (Πολεοδομία, Υπηρεσία Περιβάλλοντος, Τμήμα Δημοσίων Έργων, Έπαρχος) και Τοπικές Αρχές και εξασφαλίστηκε σχετική Πολεοδομική Άδεια (ΠΑΦ/0545/1998 ημερ. 18.12.2000) και

(γ)   Τα επηρεαζόμενα τεμάχια για τα οποία υποβλήθηκαν ενστάσεις βρίσκονται έξω από Ζώνες Ανάπτυξης.

έδωσε οδηγίες να χορηγηθεί η αιτούμενη από την ΑΗΚ συγκατάθεση του Επάρχου με βάση το Αρθρο 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 με τους όρους που επισυνάπτονται στο Σημείωμα αυτό ως Παράρτημα.

4. Όσον αφορά τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν αρμοδιότητα και ευθύνη να απαντήσει στους αιτητές έχει η ΑΗΚ».

Δεν μπορούμε, στο πλαίσιο των δεδομένων, να συμμεριστούμε την άποψη πως έχουμε εδώ ελλιπή έρευνα και συμφωνούμε συναφώς με την πρωτόδικη κατάληξη. Όπως συμφωνούμε και με την καταληκτική της παράγραφο πως εξετάστηκε και το θέμα της οικιστικής ανάπτυξης του ακινήτου των αιτητών. Προσθέτουμε, όμως, ως προς αυτό, και τα πιο κάτω, σε σχέση με την αίτηση για πολεοδομική άδεια που σαφώς διαφοροποιούν την περίπτωση από εκείνη της προσφυγής 495/00 (ανωτέρω).

Ο αιτητής απηύθυνε σειρά επιστολών – ενστάσεων και ουδέ[*243]ποτε αναφέρθηκε σε τέτοια αίτηση. Αντίθετα, όπως ορθά επισημαίνει η Αρχή, βρισκόταν στο επίκεντρο της αντίδρασής του όχι η πρόθεση για ανάπτυξη του τεμαχίου από τον ίδιο αλλά η ύπαρξη συμβολαίου για πώλησή του σε τρίτο, που θα επηρεαζόταν. Ούτως ή άλλως, όπως είδαμε, εξετάστηκε ειδικά το ζήτημα της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης του ακινήτου του και δεν έχουμε καν αμφισβήτηση πως αυτό, γεωργική γη όπως την περιέγραψε και ο ίδιος, βρισκόταν έξω από τις Ζώνες Ανάπτυξης. Ο χειρισμός εκείνου του θέματος από την πολεοδομική αρχή και η μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απορριπτική απόφασή της, δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Ούτε όμως και να αποτελέσουν λόγο ακύρωσης αφού σαφώς το θέμα της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης ερευνήθηκε, για να τεθεί στο τέλος, εν πάση περιπτώσει, ο σχετικός όρος από τον Έπαρχο, προφανώς για να μπορεί να αντιμετωπιστεί κάθε ενδεχόμενο. Σημειώνουμε δε επ’ αυτού και την πρόσθετη επισήμανση της Αρχής πως, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της πολεοδομικής απόφασης, δεν απέκλειε αυτή καθ’ εαυτή η γραμμή την οικιστική ανάπτυξη. Αυτό το ιδιαίτερο πρόβλημα ανεφύει, όπως εξηγείται, από την επιλογή να τοποθετηθεί η οικοδομή, αντί σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του μεγάλου ακινήτου του εφεσείοντα, σε απόσταση από τον κεντρικό αγωγό της εναέριας γραμμής, μικρότερη των 15.50 μέτρων.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα υπέρ της Αρχής. Ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, που δεν συμμετέσχε στη διαδικασία, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο