Kωνσταντίνου Bάσος και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 267

(2007) 3 ΑΑΔ 267

[*267]1 Ioυνίου, 2007

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

(Υπόθεση Aρ. 1795/2006)

ΒΑΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Aρ. 1705/2006)

ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Yποθέσεις Aρ.1795/2006, 1705/2006)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων ― Δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας ― Εφαρμογή στην κριθείσα περίπτωση των νομολογηθέντων στην Dias United Publishing Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.

Συντάξεις ― Ο περί Συντάξεων Νόμος όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.69(Ι)/2005 ― Κατά πόσο η συγκεκριμένη τροποποίηση που επεκτείνει σταδιακά το όριο ηλικίας αφυπηρέτησης των δημοσίων [*268]υπαλλήλων, αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό δίκαιο.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της γνωστοποίησης της απόφασης για υποχρεωτική αφυπηρέτησή τους λόγω ηλικίας, αμφισβητώντας την συνταγματικότητα του Ν.69(Ι)/05 δυνάμει του οποίου λήφθηκε η εν λόγω απόφαση.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Οι αιτητές επιδιώκουν ουσιαστικά όπως το Ανώτατο Δικαστήριο διαγράψει τις επιφυλάξεις στον επίδικο Νόμο, ώστε να παραμείνει η βασική του πρόνοια για αφυπηρέτηση όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Μάλιστα δε τούτο να ισχύει για όλους από τη δημοσίευση του Νόμου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων, που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία, όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του, (Άρθρο 81 του Συντάγματος).

2. Οι επιφυλάξεις στον επίδικο Νόμο, μολονότι αρχίζουν με τη συνήθη λέξη «νοείται», δεν αποτελούν παρακλάδι του κεντρικού κορμού του, ώστε η διάσπασή τους να αφήνει ακέραιο και ανεξάρτητο το υπόλοιπο μέρος του. Ο Νόμος εν προκειμένω δεν διασπάται, οι επιφυλάξεις αποτελούν μέρος του ενιαίου συνόλου του. Η κήρυξη, επομένως, του Νόμου ως αντισυνταγματικού θα αποδειχθεί αλυσιτελής για το αίτημα των αιτητών.

Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Dias United Publishing Co Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

[*269]Βρούντου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3�A.A.Δ. 78.

Προσφυγές.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές και στις δυο Προσφυγές.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο περί Συντάξεων Νόμος του 1967, Ν.9/67 καθόρισε την ηλικία αναγκαστικής αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων στο 60ο έτος. Ο πιο πάνω Νόμος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ν.97(I)/1997, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τους Ν.3(I)/98, 77(I)/99 και 141(1)/2001. Η ηλικία όμως αναγκαστικής αφυπηρέτησης παρέμεινε η ίδια. Το Αρθρο 53(I)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, έχει ως εξής:

«Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει την αφυπηρέτηση μόνιμου συντάξιμου υπαλλήλου από τη δημόσια υπηρεσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν συμπληρώνεται η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του υπαλλήλου.»

Ενώ το εδάφιο (2), του ιδίου άρθρου, λέει:

«Η Επιτροπή αποφασίζει την αφυπηρέτηση υπαλλήλου μετά από πρόταση της αρμόδιας αρχής η οποία είναι υποχρεωτική γι’ αυτή στις περιπτώσεις των παραγράφων (α) και (στ) του εδαφίου (1).»

Προσφάτως η Βουλή των Αντιπροσώπων προέβη σε νέα τροποποίηση του περί Συντάξεων Νόμου, (Ν.69(I)/2005), με τον οποίο τροποποιείται η ηλικία αναγκαστικής αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων. Το Άρθρο 4 του Νόμου τροποποιεί το 12 του βασικού Νόμου με την προσθήκη νέου εδαφίου, 4(Α), που προβλέπει τα εξής:

«4(Α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης δημόσιου υπαλλήλου περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού [*270]Λογιστή και των Βοηθών τους, που συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 1η Ιουλίου, 2008, είναι η ηλικία των εξήντα τριών ετών:

Νοείται ότι η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης δημόσιου υπαλλήλου περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του μεταξύ της 1ης Ιουλίου, 2005 και της 31ης Δεκεμβρίου, 2006, και των δύο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, είναι η ηλικία των εξήντα ενός ετών:

Νοείται περαιτέρω ότι η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης δημόσιου υπαλλήλου περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου, 2007 και της 30ης Ιουνίου, 2008, και των δύο ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των εξήντα δύο ετών.»

Είναι οι δύο επιφυλάξεις, τις οποίες ενθέτουμε πιο πάνω, που αφορούν τις υποθέσεις που συζητούμε. Οι αιτητές στις δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές εμπίπτουν στις ενδιάμεσες χρονικά ρυθμίσεις αυτών των επιφυλάξεων. Ο αιτητής στην υπόθεση 1795/2006 γεννήθηκε στις 2.1.1946, ενώ η αιτήτρια στην υπόθεση 1705/6 στις 30.12.1945. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας γνωστοποίησε και στους δυο την απόφαση για υποχρεωτική αφυπηρέτηση τους με ισχύ, για μεν τον πρώτο την 1.2.2007, με τη συμπλήρωση του 61ου έτους της ηλικίας του,  και για τη δεύτερη την 1.1.2007 με τη συμπλήρωση επίσης του 61ου έτους της ηλικίας της.

Με τις υπό συζήτηση προσφυγές και οι δύο αιτητές προσβάλλουν την απόφαση για υποχρεωτική αφυπηρέτηση τους. Ο δικηγόρος τους εισηγείται πως και αυτοί δικαιούνται να αφυπηρετήσουν στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Και μολονότι δεν αμφισβητεί τις ρητές διατάξεις του Νόμου πρόβαλε διάφορα επιχειρήματα για στήριξη της εισήγησής του, με τα οποία και θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

Το πρώτο και βασικό επιχείρημα του δικηγόρου των αιτητών είναι πως οι πρόνοιες του Νόμου δημιουργούν δυσμενή διάκριση και άνιση μεταχείριση μεταξύ των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων γιατί τους θέτει σε διαφορετική μοίρα με κριτήριο μόνο το στοιχείο της ηλικίας, δηλαδή την ημερομηνία γέννησης [*271]τους. Παραβιάζεται ως εκ τούτου, λέει, ευθέως το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Ο δικηγόρος των αιτητών αναφέρθηκε επίσης στον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο, του 2004 Ν.42(I)04, ο οποίος είναι εναρμονιστικός με το Κοινοτικό Δίκαιο και σκοπό έχει την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.  Επιπλέον επικαλέστηκε και τον περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και Εργασία Νόμο του 2004, Ν.58(I)/2004, ο οποίος, όπως αναφέρεται στον τίτλο του, θεσπίστηκε για σκοπούς μερικής εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τις Οδηγίες 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27.11.2000, και 2000/4/ΕΚ του Συμβουλίου της 29.6.2000.

Γνώριζε ο δικηγόρος των αιτητών, και πολύ ορθά, πως για να πλήξει τη συνταγματικότητα του Νόμου, τούτο θα ’πρεπε να γίνει μέσω της διαδικασίας προσβολής της διοικητικής πράξης της ΕΔΥ, με την οποία ειδοποίησε τους αιτητές για την υποχρεωτική αφυπηρέτηση τους. Και αυτό έκανε με το αιτητικό στις προσφυγές. Προτείνει όμως ο συνήγορος πως η ΕΔΥ, κατά τη λήψη της απόφασης, όφειλε να εφαρμόσει ορθά το δίκαιο μέσα στα πλαίσια του επίμαχου νομοθετήματος λαμβάνοντας όμως υπόψη τις αρχές της ισότητας και ίσης μεταχείρισης όπως αυτές διασφαλίζονται από το Αρθρο 28 του Συντάγματος. Αν, προτείνει ο συνήγορος, η ΕΔΥ ενεργούσε με αυτή την ορθή σκέψη δεν θα ειδοποιούσε τους αιτητές πως αφυπηρετούν υποχρεωτικά, στο 61ο έτος της ηλικίας τους, αλλά πως παραμένουν στην υπηρεσία μέχρι το 63ο, όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που θα έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους κατά ή μετά την 1.7.2008.

O δικηγόρος της Δημοκρατίας αντικρούει την πιο πάνω επιχειρηματολογία προβάλλοντας τις πιο κάτω θέσεις. Η πρώτη αφορά ακριβώς αυτό που πρόβλεψε ο δικηγόρος των αιτητών ότι δηλαδή, αν η εισήγηση του για αντισυνταγματικότητα του επίμαχου Νόμου γίνει δεκτή δεν θα απέληγε στην αποδοχή του αιτήματος των αιτητών για αφυπηρέτηση στο 63ο. Αντίθετα, θα έχει ως αποτέλεσμα να επανέλθει η ισχύς της πρόνοιας του περί Συντάξεων Νόμου, πριν από την τροποποίηση του, όπου ορίζεται η υποχρεωτική ηλικία αφυπηρέτησης το 60ο. Με δυο λόγια το αίτημα τους θα αποδειχθεί αλυσιτελές. Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω ο δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως ο Νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός γιατί δεν απολήγει σε καμιά δυσμενή διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία δημιουργείται από τη διαφορά στην ηλι[*272]κία αυτών που εμπίπτουν στις δύο επιφυλάξεις του Νόμου. Επί αυτού του θέματος προτείνει πως ο νομοθέτης θα μπορούσε με δυο διαδοχικώς θεσπιζόμενους κατ’ έτος νόμους να θεσμοθετήσει, με την ίδια σειρά, τις πρόνοιες των δύο επιφυλάξεων, οπόταν οι αιτητές, και όσοι δημόσιοι υπάλληλοι εμπίπτουν τώρα στην κατηγορία των δύο επιφυλάξεων, να έχουν στο μεταξύ αφυπηρετήσει χωρίς να αντλούν οποιοδήποτε δικαίωμα από το Νόμο, που δεν θα ίσχυε κατά την αφυπηρέτηση τους. Το ίδιο θα ίσχυε αν ο νομοθέτης  δεν περιλάμβανε στο Νόμο τις δύο επιφυλάξεις, οπόταν και οι πρόνοιες του θα εφαρμόζονταν σ’ αυτούς που θα έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους κατά ή μετά την 1.7.2008. Ο Νόμος δηλαδή θα είχε μελλοντική ισχύ από την πιο πάνω ημερομηνία.

Σε ό,τι αφορά την επίκληση των δύο Οδηγιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 200/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, που ενσωματώθηκαν στο δίκαιο μας με τους Νόμους 42(I)/2004 και 58(I)/2004 αντίστοιχα, υποδεικνύει πως η άμεσα σχετική Οδηγία 2000/18/ΕΚ εξαιρεί ρητά από τις πρόνοιες της (παραγρ.14) τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης, αφήνοντας τη ρύθμιση του θέματος στις εθνικές νομοθεσίες. Και τούτο ανεξάρτητα από τη γενική του τοποθέτηση πως οι επίμαχες διατάξεις του Νόμου, που συζητούμε, είναι σε πλήρη αρμονία με τις πιο πάνω δυο Οδηγίες. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας κατέθεσε επίσης στο φάκελο της δικογραφίας επίσημα έγγραφα, στα οποία καταδεικνύεται η πολυετής προσπάθεια της κυβέρνησης να επιτύχει την παράταση του ορίου αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων, και αυτών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το αρμόδιο υπουργείο, Υπουργείο Οικονομικών, ετοίμασε εμπεριστατωμένη μελέτη στην οποία παρατίθενται οι απόψεις του, περιλαμβανομένων των στοιχείων υπέρ και κατά, ενός τέτοιου σχεδίου με τελική απόκλιση προς την υιοθέτησή του για σοβαρούς δημοσιονομικούς λόγους, που δημιουργούνται από την αυξημένη πίεση στις δημόσιες δαπάνες για την πληρωμή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Στη μελέτη αυτή γίνεται συγκριτική αναφορά, μεταξύ άλλων, στο όριο αφυπηρέτησης και είδος συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, όπως αυτά ισχύουν σε όλες τις χώρες κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τελική εισήγηση του Υπουργείου Οικονομικών εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού προηγουμένως και μετά τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις έτυχε και της αποδοχής από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων. Στα πιο πάνω έγγραφα αιτιολογείται, η θέση της κυβέρνησης και για τη σταδιακή επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης, όπως προβλέπεται στον υπό συζήτηση Νόμο. Στο νομοσχέδιο εκτίθενται συνοπτικά οι σκοποί του Νόμου.

[*273]Ακολουθεί η κρίση και σκέψη μας επί των νομικών ζητημάτων που εγείρονται στις υποθέσεις.

Ο δικηγόρος των αιτητών για να υπερβεί προφανώς τη νομολογιακή αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, η οποία συζητήθηκε και εφαρμόστηκε πρόσφατα και στην υπόθεση Μαρία Βρούντου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 78, όπου μάλιστα το Δικαστήριο εξέτασε και άλλες πτυχές του ζητήματος, εισηγήθηκε πως διασπώνται οι πρόνοιες στις επιφυλάξεις του επίμαχου Νόμου από την κύρια και ουσιαστική του διάταξη, (Άρθρο 4Α) αυτή δηλαδή που καθιερώνει την επέκταση του ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης στο 63ο έτος, διάταξη που, καθώς υποστήριξε, πρέπει να εφαρμοστεί με ισοτιμία σε όλους τους δημόσιους λειτουργούς.

Δεν αμφισβητείται βεβαίως πως η ΕΔΥ εφάρμοσε τις πρόνοιες του επίδικου Νόμου. Να υποδείξουμε, επί του συγκεκριμένου, πως η απόφαση της ΕΔΥ, σύμφωνα με το Άρθρο 53(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ήταν υποχρεωτική, εφόσον η αρμόδια αρχή απέστειλε προς αυτή τη σχετική πρόταση, στην οποία απλώς επιβεβαιωνόταν η ηλικία των αιτητών που τους οδηγούσε, σύμφωνα με το Άρθρο 53(1)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, σε υποχρεωτική αφυπηρέτηση.

Ο δικηγόρος των αιτητών επιδιώκει ουσιαστικά όπως το Ανώτατο Δικαστήριο διαγράψει τις επιφυλάξεις στον επίδικο Νόμο ώστε να παραμείνει η βασική του πρόνοια για αφυπηρέτηση όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Μάλιστα δε τούτο να ισχύει για όλους από τη δημοσίευση του Νόμου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd που αναφέρεται πιο πάνω, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων, που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία, όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του, (Αρθρο 81 του Συντάγματος). Το ίδιο ζήτημα όπως υποδείξαμε, εξετάστηκε και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Μαρία Βρούντου (δες ανωτέρω).

[*274]Οι επιφυλάξεις στο Νόμο, μολονότι αρχίζουν με τη συνήθη λέξη «νοείται», δεν αποτελούν, ούτως ειπείν, παρακλάδι του κεντρικού κορμού του ώστε η διάσπαση τους να αφήνει ακέραιο και ανεξάρτητο το υπόλοιπο μέρος του. Ο Νόμος εν προκειμένω δεν διασπάται, οι επιφυλάξεις αποτελούν μέρος του ενιαίου συνόλου του. Η κήρυξη, επομένως, του Νόμου ως αντισυνταγματικού θα αποδειχθεί αλυσιτελής για το αίτημα των αιτητών.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω οι προσφυγές απορρίπτονται. Δεν θα γίνει οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα εις βάρος των αιτητών, γιατί παρουσίασαν στο Δικαστήριο προς συζήτηση ένα πολύ σοβαρό ζήτημα γενικού δημόσιου ενδιαφέροντος, που αφορά όχι μόνο τους δημόσιους λειτουργούς και τους υπαλλήλους στο δημόσιο τομέα, αλλά και τον κάθε πολίτη.

Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο