(2007) 3 ΑΑΔ 377
[*377]5 Ιουλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΘΑΛΕΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 30/2005)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Γραπτές εξετάσεις ― Κατά πόσο αποσκοπούσαν στην διαπίστωση των προσόντων ή στην συγκριτική αξιολογική κατάταξη των υποψηφίων στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έκδηλη υπεροχή ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται έκδηλη υπεροχή στην εξετασθείσα υπόθεση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προφορική εξέταση ― Αιτιολογία των εντυπώσεων από την διεξαγωγή της και η κατά νόμον βαρύτητα που δύναται να αποδίδεται στα αποτελέσματά της ― Και οι δύο πτυχές κρίθηκαν σύννομες στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις.
Η εφεσείουσα ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Διοικητικού Λειτουργού.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η φύση του Ειδικού Γραπτού Διαγωνισμού, τον οποίο διεξήγαγε η ΣΕ, ήταν αποκλειστικά διαγνωστική (qualifying), για να διαπιστωθεί, δηλαδή, ποιοι από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχοι, και όχι ανταγωνιστική (competitive), για να γίνει, δηλα[*378]δή, σύγκριση μεταξύ των διαγωνισθέντων και να ευρεθεί ποιοί από αυτούς ήταν οι καλύτεροι ή οι καταλληλότεροι.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση υιοθετείται πλήρως.
2. Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης, συναφής με τον προηγούμενο, ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή της έναντι των έξι ενδιαφερομένων μερών, εφόσον η απόδοσή της κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΣΕ ήταν η ψηλότερη, ήλθε πρώτη στον Ειδικό Γραπτό Διαγωνισμό, με βαθμολογία 162 μονάδες, υπερέχοντας έτσι όλων, διέθετε δε και μεταπτυχιακό δίπλωμα (MA in International Conflict Analysis) το οποίο, από τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη, μόνο η Γεωργιάδου και η Ψάλτη επίσης διέθεταν.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η υπεροχή της εφεσείουσας στην αξιολόγηση της ΣΕ, για σκοπούς σύστασης προς την ΕΔΥ, δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αξιολόγησης στην οποία προέβη η ίδια η ΕΔΥ, στη βάση των ενώπιόν της στοιχείων, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.
3. Η ΕΔΥ δεν περιορίστηκε στον απλό χαρακτηρισμό της απόδοσης του κάθε ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση. Παρέθεσε και ειδικά σχόλια, ανάλογα με την περίπτωση, για να εξηγήσει την άποψή της για τον καθένα. Το ίδιο έπραξε και για την εφεσείουσα για την οποία, μάλιστα, κατέγραψε και ορισμένα αρνητικά δεδομένα. Όπως έχει νομολογηθεί, η καταγραφή αρνητικών δεδομένων κατά την προφορική εξέταση παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το Άρθρο 34(10) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων.
4. Περαιτέρω, δεν είναι ορθή η εισήγηση ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Εφόσον η θέση ήταν πρώτου διορισμού, δεν μπορούσε παρά να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ως του κατ’ εξοχήν στοιχείου το οποίο αναδεικνύει, ανεξαρτήτως προσόντων, την πραγματική αξία του κάθε υποψηφίου.
5. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα £250 υπέρ της εφεσίβλητης, £250 υπέρ των ενδιαφερομένων μερών Τούρου και Θεοφάνους, £250 υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους Κατελάρη, £250 υπέρ του ενδια[*379]φερομένου μέρους Κουρτέλλα και £250 υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους Ψάλτη.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374,
Νεοφύτου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2007) 3 A.A.Δ. 8.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ.�Aρ. 778/03), ημερ. 21/2/05.
Μ. Καμπέρης, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για την Εφεσίβλητη.
Γ. Καραπατάκης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Τούρου και Θεοφάνους.
Γ. Σεραφείμ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Κατελάρη.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Κουρτέλλα.
Χρ. Χριστοφίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ψάλτη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 20.10.2001 δημοσιεύθηκαν 28 θέσεις Διοικητικού Λειτουργού στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό (θέσεις πρώτου διορισμού) από τις οποίες 17 ήσαν κενές και 11 προβλεπόταν να κενωθούν μέχρι το τέλος του έτους. Υποβλήθηκαν 906 αιτήσεις, οι οποίες εξετάστηκαν αρχικά από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ), η οποία και διεξήγαγε Ειδικό Γραπτό Διαγωνισμό εφόσον, σύμφωνα με την παράγραφο 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας, η οποία ακολουθούσε την πρόνοια της παραγράφου 3(3) για την απαιτούμενη γνώση της Ελληνικής (πολύ καλή) [*380]και της Αγγλικής (καλή) γλώσσας, οι υποψήφιοι έπρεπε “να επιτύχουν σε ειδικό γραπτό διαγωνισμό για τη θέση αυτή”. Ως θέματα του Ειδικού Γραπτού Διαγωνισμού καθορίστηκαν τα Ελληνικά και τα Αγγλικά με βάση επιτυχίας το 50% στο κάθε θέμα. Από τους 510 διαγωνισθέντες υποψηφίους, 398 πέτυχαν στο γραπτό διαγωνισμό και στα δύο θέματα. Ακολούθως, αφού η ΣΕ κάλεσε 366 υποψηφίους, τους οποίους έκρινε προσοντούχους, σε προφορική εξέταση, και αφού αξιολόγησε την απόδοση των 336, οι οποίοι προσήλθαν στην εξέταση, κατάρτισε κατάλογο 112 υποψηφίων (τετραπλασίων του αριθμού των θέσεων), τους οποίους έκρινε ότι υπερείχαν των άλλων, και διαβίβασε την έκθεσή της, με όλα τα στοιχεία, στην ΕΔΥ.
Η ΕΔΥ επελήφθη του θέματος, αποφασίζοντας εν πρώτοις ότι, εφόσον οι 11 θέσεις δεν εκενώθησαν, όπως αρχικά προβλεπόταν, μέχρι το τέλος του 2001, η διαδικασία θα αφορούσε την πλήρωση των 17 ήδη κενών θέσεων μόνο. Στη συνέχεια, αφού μελέτησε την έκθεση της ΣΕ, η ΕΔΥ κατάρτισε τον τελικό κατάλογο, ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό κατάλογο της ΣΕ, και κάλεσε τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν σε αυτό σε προφορική εξέταση, παρόντος και του Διευθυντή του Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού. Αφού ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, έπραξε το ίδιο και η ΕΔΥ, η οποία, εν τέλει, επέλεξε 17 υποψηφίους ως υπερέχοντες των άλλων. Ένας από αυτούς δεν απεδέχθη το διορισμό, οπότε η ΕΔΥ, σε μεταγενέστερη συνεδρία, επέλεξε για διορισμό μια άλλη υποψήφια.
Εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ καταχωρήθηκε, μεταξύ άλλων προσφυγών, και η υπ΄ αριθμό 778/2003 προσφυγή από τη Θάλεια Ιωαννίδου, η οποία, αφού στην πορεία απεσύρθη έναντι μερικών, παρέμεινε έναντι των ενδιαφερομένων μερών Τούρου, Γεωργιάδου, Θεοφάνους, Κατελάρη, Κουρτέλλα και Ψάλτη, εκδικάστηκε και, τελικά, απορρίφθηκε από συνάδελφό μας Δικαστή.
Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του συναδέλφου μας.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα ο συνάδελφός μας έκρινε ότι η φύση του Ειδικού Γραπτού Διαγωνισμού, τον οποίο διεξήγαγε η ΣΕ, ήταν αποκλειστικά διαγνωστική (qualifying), για να διαπιστωθεί, δηλαδή, ποιοι από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχοι, και όχι ανταγωνιστική (competitive), για να γίνει, δηλαδή, σύγκριση μεταξύ των διαγωνισθέντων και ευρε[*381]θεί ποιοι από αυτούς ήταν οι καλύτεροι ή οι καταλληλότεροι.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του συναδέλφου μας, το οποίο και υιοθετούμε πλήρως:
“Ο γραπτός διαγωνισμός δεν ήταν ανταγωνιστικός αλλά διαγνωστικός ή πρόκρισης. Αυτό είναι σαφές από την αναφορά της ΣΕ, αποφασίζοντας τη διεξαγωγή γραπτού διαγωνισμού, σε “επιτυχία στον οποίο” σύμφωνα με την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας, όπως προνοείται στην παράγραφο 3(4) η οποία και συσχετίζεται προς την παράγραφο 3(3). Εξ ου και τα θέματα του διαγωνισμού περιορίσθησαν στα Ελληνικά και στα Αγγλικά που αναφέρονται στην παράγραφο 3(3) και δεν επεκτάθησαν στο αντικείμενο. Εξ ου επίσης και το ότι όλοι οι υποψήφιοι θα διαγωνίζοντο, περιλαμβανομένων εκείνων που ενδεχομένως να είχαν τεκμήρια της απαιτούμενης γνώσης στην Ελληνική και Αγγλική, ενώ και οι μη έχοντες τέτοια τεκμήρια θα τεκμηρίωναν την απαιτούμενη γνώση τους μέσω του διαγωνισμού. Ρητά μάλιστα η ΣΕ αναφέρει ως στόχο του διαγωνισμού τη διαπίστωση της ικανότητας σύνταξης εγγράφων στην Ελληνική και Αγγλική σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Η περαιτέρω αναφορά, ως επίσης στόχου του γραπτού διαγωνισμού, στη “σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους με βάση ενιαίο μέτρο κρίσης” δεν ανάγει τη φύση του διαγωνισμού από διαγνωστική σε ανταγωνιστική. Η αναφορά αυτή συναρτάται μάλλον προς το χαρακτηρισμό του γραπτού διαγωνισμού ως ενιαίου μέτρου κρίσης των υποψηφίων ως προς την απαιτούμενη γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής, προτιμητέου των ενδεχομένως ποικίλων υφισταμένων τεκμηρίων εκάστου υποψηφίου, αλλά και ως υποχρεωτικού ενιαίου κριτηρίου δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας. Ούτε υπάρχει ένδειξη ότι η ίδια η ΣΕ, αν και όντως κατάρτισε και κατάλογο επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας (πλην δύο άλλων καταλόγων κατά αύξοντα αριθμό αίτησης και επιτυχόντων κατά αύξοντα αριθμό αίτησης) προέβη στην επιλογή της με βάση τη σειρά επιτυχίας στο γραπτό διαγωνισμό. Ούτε βεβαίως και η ΕΔΥ, με αυτά τα δεδομένα, είχε λόγο να αποδώσει σημασία στη σειρά επιτυχίας στο γραπτό διαγωνισμό. Και αν δε ακόμα ο διαγωνισμός αυτός ήταν ενδεικτικός της σχετικής υπεροχής μεταξύ των υποψηφίων στα Ελληνικά και στα Αγγλικά, η σημασία του περιορίζετο σε αυτά και μόνο και δεν επεκτείνετο στο υπόλοιπο φάσμα των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας και δη της γνώσης του αντικειμένου. Είναι για τού[*382]το που η ΕΔΥ αναφέρεται μόνο πληροφοριακά και όχι συγκριτικά στο σύνολο των μονάδων των υποψηφίων που επέλεξε και μάλιστα χωρίς να ξεχωρίζει μεταξύ των μονάδων για τα Ελληνικά και των μονάδων για τα Αγγλικά.
Αφαιρουμένου του γραπτού διαγωνισμού ως ανταγωνιστικού μέτρου κρίσης των υποψηφίων στο σύνολο των προσόντων τους, η ΕΔΥ ορθά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη σειρά επιτυχίας σε αυτό και είχε δικαίωμα να βασισθεί κατά κύριο λόγο στη δική της αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης, αφού μάλιστα επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και έστω και αν δεν επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, ..................”
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης, συναφής με τον προηγούμενο, ότι εσφαλμένα ο συνάδελφός μας έκρινε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή της έναντι των έξι ενδιαφερομένων μερών, εφόσον η απόδοσή της κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΣΕ ήταν η ψηλότερη, ήλθε πρώτη στον Ειδικό Γραπτό Διαγωνισμό, με βαθμολογία 162 μονάδες, υπερέχοντας έτσι όλων, διέθετε δε και μεταπτυχιακό δίπλωμα (MA in International Conflict Analysis) το οποίο, από τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη, μόνο η Γεωργιάδου και η Ψάλτη επίσης διέθεταν.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η υπεροχή της εφεσείουσας στην αξιολόγηση της ΣΕ, για σκοπούς σύστασης προς την ΕΔΥ, δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αξιολόγησης στην οποία προέβη η ίδια η ΕΔΥ, στη βάση των ενώπιόν της στοιχείων, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η φύση του Ειδικού Γραπτού Διαγωνισμού ήταν, όπως προαναφέραμε, διαγνωστική και όχι ανταγωνιστική, περιοριζόμενη, μάλιστα, στη γνώση των Ελληνικών και των Αγγλικών, εφόσον τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη είχαν αξιολογηθεί ως “σχεδόν εξαίρετα” από την ΕΔΥ, σε αντίθεση με την εφεσείουσα η οποία είχε αξιολογηθεί ως “πολύ καλή”, στο δε μόνο άλλο στοιχείο στο οποίο η εφεσείουσα υπερείχε έναντι των τεσσάρων ήταν το μεταπτυχιακό δίπλωμα, (το οποίο δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν), “δεν μπορεί να γίνεται”, όπως ορθά παρατήρησε ο συνάδελφός μας, “λόγος για έκδηλη υπεροχή”.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα ο συνάδελφός μας έκρινε ότι η εκ μέρους της ΕΔΥ αξιολόγηση της απόδοσης των έξι ενδιαφερομένων μερών κατά την προφορική εξέταση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, επιπλέον δε, εσφαλμέ[*383]να έκρινε ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και ότι δεν εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η ΕΔΥ δεν περιορίστηκε στον απλό χαρακτηρισμό της απόδοσης του κάθε ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση. Παρέθεσε και ειδικά σχόλια, ανάλογα με την περίπτωση, για να εξηγήσει την άποψή της για τον καθένα. Το ίδιο έπραξε και για την εφεσείουσα για την οποία, μάλιστα, κατέγραψε και ορισμένα αρνητικά δεδομένα. Ότι, συγκεκριμένα, “δεν τεκμηριώνει τις θέσεις της με τα κατάλληλα επιχειρήματα.” Όπως έχει νομολογηθεί, η καταγραφή αρνητικών δεδομένων κατά την προφορική εξέταση παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 34(10) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374 και Νεοφύτου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2007) 3 A.A.Δ. 8). Περαιτέρω, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Εφόσον η θέση ήταν πρώτου διορισμού, δεν μπορούσε παρά να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ως του κατ’ εξοχήν στοιχείου το οποίο αναδεικνύει, ανεξαρτήτως προσόντων, την πραγματική αξία του κάθε υποψηφίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα £250 υπέρ της εφεσίβλητης, £250 υπέρ των ενδιαφερομένων μερών Τούρου και Θεοφάνους, £250 υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους Κατελάρη, £250 υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους Κουρτέλλα και £250 υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους Ψάλτη.
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο