Χατζημάμας Φίλιππος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 512

(2007) 3 ΑΑΔ 512

[*512]12 Νοεμβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΑΤΖΗΜΑΜΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 131/2005)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Άρθρο 163(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου αρ. 82/67 ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο επανειλημμένες κλοπές από Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης, μπορούν να υπαχθούν ή όχι στην έννοια της απώλειας ή καταστροφής αγαθών «εξ αφεύκτου αιτίας» ― Η ερμηνεία που υιοθέτησε η Διευθύντρια Τελωνείων κρίθηκε εσφαλμένη στην κριθείσα περίπτωση.

Λέξεις και Φράσεις ― Η φράση «εξ αφεύκτου τινός αιτίας» στο Άρθρο 163(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου αρ. 82/67 (όπως τροποποιήθηκε).

Ο εφεσείων ζήτησε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης της Διευθύντριας Τελωνείων, με την οποία του επιβλήθηκαν δασμοί ύψους Λ.Κ. 5.097, για εμπορεύματα τα οποία είχαν κλαπεί από την αποθήκη αποταμίευσης του εφεσείοντα, χωρίς να ανακτηθούν.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η πρωτόδικη απόφαση βασίστηκε στις πρόνοιες του ?ρθρου 163(1) του Νόμου 82/67.

[*513]Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις προεκτάσεις των λέξεων “εξ αφεύκτου τινός αιτίας” και με αναφορά σε διάφορες ερμηνείες των πιο πάνω λέξεων, αποφάνθηκε ότι οι κλοπές δεν συνιστούσαν κάτι το αναπόφευκτο (inevitable or unavoidable) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τρεις διαρρήξεις μέσα σε ένα χρόνο δεν μπορούσαν να ενταχθούν μέσα στα ερμηνευτικά πλαίσια της “άφευκτης αιτίας”.

Το γεγονός όμως, ότι μέσα σε εννέα μήνες είχαν σημειωθεί τρεις διαρρήξεις στην αποθήκη αποταμίευσης, δεν εξυπακούει ότι ο εφεσείων δεν έλαβε εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν την επανάληψη των διαρρήξεων. Δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία στα διάφορα έγγραφα που έχουν κατατεθεί και δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, ότι ο εφεσείων υπήρξε ένοχος αμέλειας λήψης εκείνων των λογικών μέτρων που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης, ούτε και άλλη οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία υποστηρίζει ότι ο κάτοχος της αποθήκης υπήρξε συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων της κλοπής.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπ. Αρ. 417/03), ημερ. 30/9/05.

Α. Γιωρκάτζης, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας είναι κατά πόσο η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων μπορούσε να επιβάλει σε ιδιοκτήτη ή κάτοχο αποθήκης αποταμίευσης φόρους ή δασμούς για αποταμιευμένα εμπορεύματα τα οποία έχουν κλαπεί και δεν έχουν ανευρεθεί.

(α) Τα γεγονότα.

Ο εφεσείων ήταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους της παρούσας [*514]διαδικασίας κάτοχος Γενικής Αποθήκης Αποταμίευσης στη Λεμεσό, μέσα στην οποία υπήρχαν αποθηκευμένα διάφορα εμπορεύματα μεταξύ των οποίων τσιγάρα και οινοπνευματώδη ποτά. Η πιο πάνω αποθήκη υπήρξε στόχος διαρρήξεων στις 3/1/98, 24/6/98 και 29/8-3/9/98. Κλάπηκε αριθμός χάρτινων κιβωτίων μέσα σε κάθε ένα από τα οποία υπήρχαν 10.000 τσιγάρα, όπως επίσης και διάφορα οινοπνευματώδη ποτά. Οι δράστες εντοπίστηκαν και καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις ποινικές υποθέσεις 8575/99, 8576/99, 8577/99 και 8578/99. Μερικά από τα κλαπέντα ανευρέθηκαν. Για τα μη ανευρεθέντα η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων ειδοποίησε εγγράφως τον εφεσείοντα στις 14/2/2003 ότι θα έπρεπε να καταβάλει το συνολικό ποσό των £5.097 υπό τύπο δασμών για τα κλαπέντα και μη ανευρεθέντα εμπορεύματα. Ο εφεσείων αμφισβήτησε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ήταν αποτέλεσμα πλάνης και έλλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων είχε υποχρέωση να καταβάλει τους πιο πάνω δασμούς και απέρριψε την προσφυγή. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.

(β) Η ουσία της έφεσης.

Όπως φαίνεται και από την επίδικη επιστολή της 14/2/2003 οι εφεσίβλητοι βασίστηκαν στις πρόνοιες των Αρθρων 71, 73, 76, 77, 79 και 169(1) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου (αρ. 82/67, όπως έχει τροποποιηθεί) για την αιτιολόγηση της απαίτησης τους για την καταβολή του συνολικού ποσού των £5.097 υπό τύπο δασμών. Οι πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων αναφέρονται γενικά στο δικαίωμα της Διευθύντριας Τελωνείων να εγκρίνει αποθήκες αποταμίευσης (Αρθρο 71), στη διασάφηση και σήμανση εμπορευμάτων προς αποταμίευση (Αρθρο 72), στην ευθύνη για την επίδειξη και ασφαλή φύλαξη των εμπορευμάτων (Αρθρο 73), στην απώλεια εμπορευμάτων που δεν οφείλεται σε φυσική φθορά, μείωση ή άλλη νόμιμη αιτία (Αρθρο 76), στην κατάθεση διασάφησης για τη μεταφορά εμπορευμάτων εκτός αποθήκης (Αρθρο 77), στον καθορισμό των δασμών και φόρων για αποταμιευμένα εμπορεύματα (Αρθρο 79) και στην είσπραξη των δασμών ή φόρων που εισπράττονται ως χρέη οφειλόμενα στη Δημοκρατία (Αρθρο 169).

Η πρωτόδικη απόφαση βασίστηκε στις πρόνοιες του Αρθρου 163(1) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι,

[*515]“(1) Εφ’ όσον αποδειχθή τω Διευθυντή ότι εμπορεύματα υποκείμενα εις τίνα δασμόν ή φόρον απωλέσθησαν ή κατεστράφησαν εξ αφεύκτου τινος αιτίας:

(α) .....................................

(β) .....................................

(γ)          εν όσω είναι αποταμιευμένα εν τίνι δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη ή

(δ) ......................................

(ε) ......................................

ο Διευθυντής απαλλάττει τα εμπορεύματα του φόρου ή δασμού ή επιστρέφει τον καταβληθέντα δασμόν ή φόρον ή παραιτείται πάσης αξιώσεως προς επαναπληρωμήν οιουδήποτε δασμού ή φόρου επιστραφέντος επί τη αποταμιεύσει τούτων.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις προεκτάσεις των λέξεων “εξ αφεύκτου τινός αιτίας” και με αναφορά σε διάφορες ερμηνείες των πιο πάνω λέξεων αποφάνθηκε ότι οι κλοπές δεν συνιστούσαν κάτι το αναπόφευκτο (inevitable or unavoidable) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τρεις διαρρήξεις μέσα σε ένα χρόνο δεν μπορούσαν να ενταχθούν μέσα στα ερμηνευτικά πλαίσια της “άφευκτης αιτίας”.

Το σχετικό σκεπτικό ανέφερε ότι, “ενόψει των πολλών διαρρήξεων και κλοπών από την εν λόγω αποθήκη, μέσα στον ίδιο χρόνο, τα γεγονότα ήταν τέτοια που δείχνουν ότι ο αιτητής δεν έλαβε τα λογικά μέτρα που όφειλε για αποτροπή των διαρρήξεων, με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθούν οι κλοπές ως “άφευκτη αιτία”, ήταν λογικά επιτρεπτός”.

Διαφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Το γεγονός ότι μέσα σε εννέα μήνες είχαν σημειωθεί τρεις διαρρήξεις στην αποθήκη αποταμίευσης δεν εξυπακούει ότι ο εφεσείων δεν έλαβε εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν την επανάληψη των διαρρήξεων. Δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία στα διάφορα έγγραφα που έχουν κατατεθεί και δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ότι ο εφεσείων υπήρξε ένοχος αμέλειας λήψης εκείνων των λογικών μέτρων που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης, ούτε και άλλη οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία υποστηρίζει ότι ο κάτοχος της αποθήκης υπήρξε συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων της κλοπής.

[*516]Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι εφεσίβλητοι καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο