Τσιολή Ανδρέας Ηράκλη και Άλλος ν. Eπάρχου Λευκωσίαςκαι Άλλου (2007) 3 ΑΑΔ 522

(2007) 3 ΑΑΔ 522

[*522]12 Νοεμβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΡΑΚΛΗ ΤΣΙΟΛΗ,

2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΑΒΒΑ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΕΠΑΡΧΟY ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

2. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟY ΣΥΜΒΟΥΛΙΟY ΠΛΑΤΑΝΙΣΤΑΣΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 129/2005)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η υποχρέωση επιστροφής του απαλλοτριωθέντος σε περίπτωση καταστάσεως μη εφικτού του σκοπού της απαλλοτρίωσης (Άρθρο 23.5 του Συντάγματος) ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Κοινότητες ― Έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων των Κοινοτικών Συμβουλίων από τον οικείο Έπαρχο (Άρθρο 42(1) του περί Κοινοτήτων Νόμου αρ. 86(Ι)/99) ― Δεν συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις των Κοινοτικών Συμβουλίων υπόκεινται στην έγκριση του Επάρχου.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεση την ακύρωση της απόφασης μη επιστροφής των απαλλοτριωθέντων δύο τεμαχίων τους η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.   Με δέκα λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. 

Με τον πρώτο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του δικαστηρίου ότι ο σκοπός της επίταξης και της απαλλοτρίωσης υλοποιήθηκε και δεν εγκαταλείφθηκε.   Ο σκοπός όμως της απαλλοτρίωσης πράγματι επιτεύχθηκε με τη διατήρηση και προστασία [*523]του πρασίνου και του φυσικού περιβάλλοντος στα απαλλοτριωθέντα δύο τεμάχια, στα οποία αποκλείεται οποιαδήποτε οικοδομική ανάπτυξη. Με την απαλλοτρίωση των δύο τεμαχίων εξυπηρετούνται οι σκοποί για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση, που ήταν, μεταξύ άλλων, η διατήρηση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στο χωριό Πλατανιστάσα, η δημιουργία χώρου αναψυχής και η προαγωγή της πολεοδομίας.

Η απαλλοτριούσα Αρχή οφείλει, μέσα στα τρία χρόνια που προβλέπονται από το Σύνταγμα, να κάμει τις ευλόγως αναγκαίες ενέργειες προς υλοποίηση του έργου.

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά αποφάσισε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης πραγματοποιήθηκε αυτομάτως, με την απαλλοτρίωση των δύο τεμαχίων και δεν απαιτείτο οποιαδήποτε άλλη ενέργεια εκ μέρους της απαλλοτριούσας Αρχής.

2.   Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ζήτημα της εκμίσθωσης των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων στον πρώτο εφεσείοντα και στην παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να εξετάσει το κατά πόσο με την εκμίσθωση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκαταλείφθηκε.  Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του την εκμίσθωση των δύο τεμαχίων στον πρώτο εφεσείοντα για 99 χρόνια, καθώς και τις υποχρεώσεις που ρητά επιβλήθηκαν στον πρώτο εφεσείοντα, από τους όρους της εκμίσθωσης.  Με την εκμίσθωση όχι μόνον δεν εγκαταλείφθηκαν οι σκοποί της απαλλοτρίωσης αλλά και εξυπηρετήθηκαν.

3.   Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στη μη εξασφάλιση της έγκρισης του εφεσίβλητου 1 για τη λήψη της επίδικης απόφασης από τους εφεσίβλητους 2. Κατά τους εφεσείοντες η προσβληθείσα, με την προσφυγή, απόφαση των εφεσίβλητων 2 πάσχει νομικά γι’ αυτό τον λόγο.  Δεν είναι ορθή η θέση των εφεσειόντων ούτε και σ’ αυτό το θέμα εφόσον το Άρθρο 42(1) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99) προνοεί ότι ο αρμόδιος Έπαρχος έχει την εξουσία να ασκεί έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων των Συμβουλίων, όμως οι αποφάσεις των Συμβουλίων δεν υπόκεινται στην έγκριση του Επάρχου, για να είναι έγκυρες.

4.   Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην περιβαλλοντική μελέτη του ιδιώτη Πολεοδόμου κ. Φαίδωνος και, κατά τους εφεσείοντες, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε την  θέση τους [*524]ότι η έκθεση εκείνη συνιστούσε αλλότρια παρέμβαση. Απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.  Αποφασιστικής σημασίας, για την προσβληθείσα απόφαση των δευτέρων εφεσιβλήτων, ήταν η γνώμη του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και όχι η περιβαλλοντική μελέτη του ιδιώτη Πολεοδόμου.

5.   Με τον πέμπτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το  πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε επειδή δεν έλαβε υπόψη δήλωση των δευτέρων εφεσιβλήτων ότι τα απαλλοτριωθέντα τεμάχια πρέπει να επιστραφούν στους πρώην ιδιοκτήτες τους επειδή δεν τα χρειάζεται πλέον η κοινότητα. Δεν είναι ούτε και αυτός ο λόγος εφέσεως βάσιμος. Το κατά πόσον θα πρέπει να επιστραφεί μια απαλλοτριωθείσα περιουσία κρίνεται από το δικαστήριο με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και με βάση τα ορθά νομικά κριτήρια και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το τί κατά καιρούς λέγει η απαλλοτριούσα Αρχή.

 

6.   Με τους λόγους εφέσεως 6 και 7 επαναλαμβάνονται ουσιαστικά, με διαφορετικό τρόπο, προηγούμενοι λόγοι εφέσεως οι οποίοι ήδη κρίθηκαν ως αβάσιμοι.

7.   Με το λόγο εφέσεως 8 τίθεται το ζήτημα του κατ’ ισχυρισμό σφάλματος του πρωτοδίκου δικαστηρίου το οποίο δεν έλαβε υπόψη ότι η εκμίσθωση των τεμαχίων έγινε μόνο στον πρώτο εφεσείοντα και όχι και στους δύο εφεσείοντες. Ούτε και αυτός ο λόγος εφέσεως είναι βάσιμος εφόσον τα δύο προαναφερόμενα τεμάχια με την απαλλοτρίωσή τους ενοποιήθηκαν και εκμισθώθηκαν στον πρώτο εφεσείοντα, σύζυγο της δεύτερης εφεσείουσας, ο οποίος δεσμεύθηκε με ειδικούς όρους ότι θα υλοποιήσει τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. 

8.   Με τον ένατο λόγο έφεσης εγείρεται θέμα λάθους του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με το ότι θεώρησε ότι η εκμίσθωση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων έγινε μέσα στα πλαίσια συμβιβασμού των προσφυγών που είχαν καταχωρίσει οι εφεσείοντες εναντίον της απαλλοτρίωσης, στην απουσία τους. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ουσία και σ’ αυτό τον λόγο έφεσης. Η απόσυρση των προσφυγών των εφεσειόντων έγινε από τους δικηγόρους τους και είναι θεμελιωμένο ότι οι δικηγόροι ενεργούν ως εντολοδόχοι των πελατών τους και τους δεσμεύουν.

9.   Με το δέκατο λόγο έφεσης εγείρεται θέμα παράλειψης του πρωτοδίκου δικαστηρίου να εξετάσει το κατά πόσον οι σκοποί της απαλλοτρίωσης των τεμαχίων των εφεσειόντων κατέστησαν άνευ [*525]αντικειμένου από τη στιγμή που τα τεμάχια εντάχθηκαν στην Πολεοδομική Ζώνη Ζ2 στην οποίαν ο συντελεστής δόμησης είναι πολύ περιορισμένος. Δεν υπάρχει ουσία ούτε και σ’ αυτό το λόγο έφεσης. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι σκοποί της απαλλοτρίωσης επιτυγχάνονταν με την εγγραφή της κυριότητας των τεμαχίων επ’ ονόματι της απαλλοτριούσας Αρχής και με τη μακροχρόνια μίσθωσή τους στον πρώτο εφεσείοντα και όχι με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπ. Αρ. 400/03), ημερ. 23/9/05.

Χρ. Χριστούδιας, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1.

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Τα τεμάχια με αριθμούς 1593 και 1594 του Φ/Σχ. 38/34, 42, στην Πλατανιστάσα, αποτελούσαν ιδιοκτησία των εφεσειόντων, οι οποίοι είναι σύζυγοι.  

Στις 24.7.81 η Επιτροπή Δημόσιας Υγείας Πλατανιστάσας (που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας-2ος εφεσίβλητος) δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης των προαναφερομένων τεμαχίων. Στην πρώτη παράγραφο της γνωστοποίησης αναγράφονται τα εξής:

«Διά του παρόντος γνωστοποιείται ότι η εν τω παρατιθεμέ[*526]νω Πίνακι περιγραφομένη ακίνητος ιδιοκτησία  είναι αναγκαία δια τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι δια τη δημιουργίαν τόπου αναψυχής (πάρκου), προαγωγήν του τουρισμού και της πολεοδομίας, την διατήρησιν και προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος και η απαλλοτρίωσις αυτής επιβάλλεται δια τους ακολούθους λόγους ήτοι δια την δημιουργίαν χώρου αναψυχής, προαγωγήν του τουρισμού και της πολεοδομίας, την διατήρησιν και προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος εις το χωρίον Πλατανιστάσα.»

Στις 4.12.81 η απαλλοτριούσα Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσίευσε διάταγμα επίταξης και απαλλοτρίωσης των δύο προαναφερομένων τεμαχίων.

Οι εφεσείοντες πρόσβαλαν και τα δύο διατάγματα (επίταξης και απαλλοτρίωσης) με προσφυγές, αλλά στα πλαίσια των προσφυγών εκείνων τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφώνησαν όπως για τα απαλλοτριωθέντα και επιταχθέντα κτήματα των εφεσειόντων καταβληθεί συνολική αποζημίωση ύψους £1.000.-, δηλαδή £500.- για το καθένα. Συμφωνήθηκε επίσης ότι με την εγγραφή των απαλλοτριωθέντων κτημάτων επ’ ονόματι της απαλλοτριούσας Αρχής τα δύο κτήματα θα εκμισθώνονταν στον πρώτο εφεσείοντα για περίοδο 99 χρόνων αντί μισθώματος £50.- για ολόκληρη την περίοδο.  Τα δύο κτήματα περιήλθαν στην κυριότητα της απαλλοτριούσας Αρχής η οποία, στη συνέχεια, με σύμβαση ημερ. 7.3.84, η οποία ενεγράφη δεόντως στο μητρώο εγγραφής του Κτηματολογίου, τα εκμίσθωσε στον πρώτον εφεσείοντα. Στο μισθωτήριο περιλήφθηκε και ο ακόλουθος όρος:

«Μισθωταί, υπομισθωταί, καθολικοί ή ειδικοί αυτών διάδοχοι δικαιούνται και υποχρεούνται εις αγροτικήν καλλιέργειαν οπωροφόρων και άλλων δένδρων, την διατήρησιν του πρασίνου και του φυσικού περιβάλλοντος γενικώς δε εις χρήσιν σύμφωνων προς τους σκοπούς της γενομένης απαλλοτριώσεως, απαγορευομένης οιασδήποτε οικοδομήσεως νομίμου ή μη επί τούτων, υπό τούτων ή υφ’ οιουδήποτε άλλου.»

Με επιστολή τους ημερ. 13.1.2000 προς τον πρώτον εφεσίβλητο οι εφεσείοντες ζήτησαν την επιστροφή των δύο προαναφερομένων κτημάτων σ’ αυτούς καθότι, όπως ισχυρίζονταν, αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Το αίτημα τους, αφού εξετάστηκε, απορρίφθηκε από τους δεύτερους εφεσίβλητους και στη συνέχεια ο πρώτος εφεσίβλητος, με επιστολή του προς τους εφεσείοντες, ημερ. 26.7.2000, τους πληροφόρησε ότι τα [*527]δύο τεμάχια «ενόψει της δικαστικής απόφασης για το πιο πάνω θέμα, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται και του γεγονότος  ότι οι λόγοι για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση εξακολουθούν να υφίστανται, τα τεμάχια δεν μπορούν να σας επιστραφούν».

Στη συνέχεια ο πρώτος εφεσείων υπέβαλε παράπονο προς την Επίτροπο Διοικήσεως, η οποία ζήτησε από τον πρώτο εφεσίβλητο να της υποβάλει τα σχόλια του και από τους δεύτερους εφεσίβλητους να επανεξετάσουν το αίτημα των εφεσειόντων με βάση το Σύνταγμα και το σχετικό Νόμο. Ο πρώτος εφεσίβλητος απάντησε στην Επίτροπο Διοικήσεως  με επιστολή του ημερ. 2.8.2001 και την πληροφόρησε ότι η απαλλοτρίωση των δύο τεμαχίων ουδέποτε εγκαταλείφθηκε ή εξέπεσε των σκοπών της και ως εκ τούτου η απαίτηση των εφεσειόντων για επιστροφή των δύο τεμαχίων δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.

Μετά τη διαβίβαση του αιτήματος της Επιτρόπου Διοικήσεως στους δεύτερους εφεσίβλητους, αυτοί ζήτησαν τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο αρχιτέκτων-πολεοδόμος κ. Γεώργιος Φαίδωνος, στον οποίον ανατέθηκε η διερεύνηση του θέματος, απέστειλε την έκθεση του στο Διευθυντή του Τμήματος αναφορικά με το παρακείμενο φουντουκόδασος και τα δύο προαναφερόμενα τεμάχια καθώς και την κεντρική πλατεία της Πλατανιστάσας. Ακολούθησε επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς τους δεύτερους εφεσίβλητους στην οποία αναφέρονταν οι απόψεις του Τμήματος του. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

«………………………………………………………………

2. Μετά από μελέτη του πιο πάνω θέματος σε συνδυασμό με επιτόπια επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή, διαπιστώθηκε ότι τα τεμάχια 1593 και 1594 του Φ/Σχ. 38/34.42 Χωρίο Κλ. 1:1250, εμπίπτουν στην Πολεδομική Ζώνη Ζ2 με συντελεστή δόμησης και κάλυψης 0.3:1, αντίστοιχα οι οποίοι κρίνονται περιοριστικοί για σκοπούς οικοδομικής ανάπτυξης.

3. Στα αναφερόμενα τεμάχια υπάρχουν φυτείες φουντουκόδεντρων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοιλάδας του φουντουκοδάσους. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση της παρακείμενης πλατείας με τα εν λόγω τεμάχια, τα οποία αποτελούν λειτουργικό και περιβαλλοντικό συμπλήρωμα της. Επιπρόσθετα, και η πιο υποτυπώδης οικοδομική ανάπτυξη επί της κοινοτικής πλατείας ή επί των απαλ[*528]λοτριωθέντων τεμαχίων θα κατέστρεφε ανεπανόρθωτα το χαρακτήρα και την αισθητική του χώρου, που ας σημειωθεί, αποτελεί μοναδική ταυτότητα της κοινότητας. Η Πολεοδομική Ζώνη Ζ2, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αποθαρρύνει και περιορίζει την οικοδομική ανάπτυξη στα εν  λόγω τεμάχια, αλλά δεν την αποκλείει και δεν την απαγορεύει πλήρως. Ως εκ τούτου, έχω την άποψη ότι μόνο το μέτρο της απαλλοτρίωσης  είναι δυνατόν να αποτρέψει ή και να αποκλείσει την οικοδομική ανάπτυξη στα απαλλοτριωθέντα τεμάχια και επομένως να διασφαλίσει την πλήρη προστασία τους.»

Οι δεύτεροι εφεσίβλητοι, αφού μελέτησαν τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, πληροφόρησαν την Επίτροπο Διοικήσεως ότι στη συνεδρία τους ημερ. 11.1.2003 αποφάσισαν, αφού έλαβαν υπόψη τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπως τα δύο τεμάχια παραμείνουν ως έχουν καθότι εντός αυτών υπάρχουν φυτείες φουντουκιών οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του φουντουκόδασους, ενώ παράλληλα υπάρχει συσχέτιση της παρακείμενης πλατείας με τα εν λόγω τεμάχια τα οποία αποτελούν περιβαλλοντικό συμπλήρωμα της.

Με την προσφυγή τους ενώπιον του αδελφού Δικαστή που επιλήφθηκε πρωτόδικα της υποθέσεως, οι εφεσείοντες ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των δευτέρων εφεσιβλήτων, που λήφθηκε στη συνεδρία τους ημερ. 11.1.2003, και με την οποίαν απορριπτόταν η αίτηση τους για επιστροφή των προαναφερομένων τεμαχίων τους, που απαλλοτριώθηκαν από τους δεύτερους εφεσίβλητους το 1981 και δεν χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό που προορίζονταν, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθούσε. Έκρινε επίσης ότι από το όλο ιστορικό της υπόθεσης προέκυπτε ότι η απόρριψη του αιτήματος για επιστροφή των δύο τεμαχίων έγινε νόμιμα, μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και του σχετικού νόμου.  Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο οι εφεσίβλητοι ενήργησαν αφού έλαβαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και ιδιαίτερα τις απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως που ήταν αποφασιστικής σημασίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Αναμφίβολα ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ουδέποτε εγκαταλείφθηκε. Αντίθετα, επιτεύχθηκε και μάλιστα αυτομάτως με τη διατήρηση-προστασία του πρασίνου και φυσικού περιβάλ[*529]λοντος στα απαλλοτριωθέντα δύο τεμάχια, αποκλειόμενης οποιασδήποτε οικοδομικής ανάπτυξής τους. Η προσπάθεια των αιτητών να στηριχθούν στη λέξη ‘πάρκο’ στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, για να προβάλουν το επιχείρημα ότι, εφόσον δεν έχει ‘κατασκευαστεί’ πάρκο, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν επιτεύχθηκε και, άρα, εγκαταλείφθηκε, δεν έχει στέρεη βάση. Η λέξη ‘πάρκο’ σε παρένθεση, στη Γνωστοποίηση, σημαίνει ανοικτό χώρου πρασίνου-αναψυχής. Στη συνέχεια δε απαλείφεται με την καταληκτική πρόταση ‘η απαλλοτρίωσις αυτή επιβάλλεται δια τους ακολούθους λόγους ήτοι δια την δημιουργίαν χώρου αναψυχής, προαγωγήν του τουρισμού και της πολεοδομίας, την διατήρησιν και προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος εις το χωρίον Πλατανιστάσα’.»

Με δέκα λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Με τον πρώτο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του δικαστηρίου ότι ο σκοπός της επίταξης και της απαλλοτρίωσης υλοποιήθηκε και δεν εγκαταλείφθηκε. Δεν συμφωνούμε με τους εφεσείοντες. Οι λόγοι για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση ήταν η δημιουργία χώρου αναψυχής, η προαγωγή του τουρισμού και της πολεοδομίας και η διατήρηση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στο χωριό Πλατανιστάσα. Συμφωνούμε με το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου πως ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επιτεύχθηκε με τη διατήρηση και προστασία του πρασίνου και του φυσικού περιβάλλοντος στα απαλλοτριωθέντα δύο τεμάχια, στα οποία αποκλείεται οποιαδήποτε οικοδομική ανάπτυξη. Συμφωνούμε επίσης με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν θα πρέπει να αποδοθεί οποιαδήποτε ιδιαίτερη βαρύτητα στη λέξη «πάρκο», σε παρένθεση, η οποία απαντάται στη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης δεδομένου ότι στην καταληκτική πρόταση της γνωστοποίησης δεν αναφέρεται οτιδήποτε περί «πάρκου». Είναι προφανές, κατά την κρίση μας, ότι με την απαλλοτρίωση των δύο τεμαχίων εξυπηρετούνται οι σκοποί για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση, που ήταν, μεταξύ άλλων, η διατήρηση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στο χωριό Πλατανιστάσα, η δημιουργία χώρου αναψυχής και η προαγωγή της πολεοδομίας.

Στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, τονίστηκε ότι η ορθή έννοια του συνταγματικού κριτηρίου που συναρτά την εφαρμογή του Αρθρου 23.5 του Συντάγματος προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης [*530]να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, παραπέμπει στο «εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης». Η απαλλοτριούσα Αρχή δηλαδή οφείλει, μέσα στα τρία χρόνια που προβλέπονται από το Σύνταγμα, να κάμει τις ευλόγως αναγκαίες ενέργειες προς υλοποίηση του έργου.

Κρίνουμε ότι στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά αποφάσισε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης πραγματοποιήθηκε αυτομάτως, με την απαλλοτρίωση των δύο προαναφερομένων τεμαχίων και δεν απαιτείτο οποιαδήποτε άλλη ενέργεια εκ μέρους της απαλλοτριούσας Αρχής.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ζήτημα της εκμίσθωσης των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων στον πρώτο εφεσείοντα και στην παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να εξετάσει το κατά πόσο με την εκμίσθωση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκαταλείφθηκε. Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του την εκμίσθωση των δύο τεμαχίων στον πρώτο εφεσείοντα για 99 χρόνια, καθώς και τις υποχρεώσεις που ρητά επιβλήθηκαν στον πρώτο εφεσείοντα, από τους όρους της εκμίσθωσης. Θεωρούμε ότι με την εκμίσθωση όχι μόνον δεν εγκαταλείφθηκαν οι σκοποί της απαλλοτρίωσης αλλά και εξυπηρετήθηκαν.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στη μη εξασφάλιση της έγκρισης του εφεσίβλητου 1 για τη λήψη της επίδικης απόφασης από τους εφεσίβλητους 2. Κατά τους εφεσείοντες η προσβληθείσα, με την προσφυγή, απόφαση των εφεσίβλητων 2 πάσχει νομικά γι’ αυτό τον λόγο.  Δεν συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ούτε και σ’ αυτό το θέμα εφόσον το Αρθρο 42(1) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99) προνοεί ότι ο αρμόδιος Έπαρχος έχει την εξουσία να ασκεί έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων των Συμβουλίων, όμως οι αποφάσεις των Συμβουλίων δεν υπόκεινται στην έγκριση του Επάρχου, για να είναι έγκυρες.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην περιβαλλοντική μελέτη του ιδιώτη Πολεοδόμου κ. Φαίδωνος και, κατά τους εφεσείοντες, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε την θέση τους ότι η έκθεση εκείνη συνιστούσε αλλότρια παρέμβαση. Απορρίπτουμε και αυτό τον λόγο έφεσης και συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αποφασιστικής σημασίας, για την προσβληθείσα απόφαση των δευτέρων εφεσιβλήτων, ήταν η γνώμη του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και όχι η περιβαλλοντική μελέτη του ιδιώτη Πολεοδόμου. Δεν υπάρχει οτιδήπο[*531]τε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι δεύτεροι εφεσίβλητοι αλλά ούτε και οτιδήποτε το λανθασμένο στον τρόπο με τον οποίο εξέτασε το ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το  πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε επειδή δεν έλαβε υπόψη δήλωση των δευτέρων εφεσιβλήτων ότι τα απαλλοτριωθέντα τεμάχια πρέπει να επιστραφούν στους πρώην ιδιοκτήτες τους επειδή δεν τα χρειάζεται πλέον η κοινότητα. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ούτε και αυτό το λόγο εφέσεως ως βάσιμο. Το κατά πόσον θα πρέπει να επιστραφεί μια απαλλοτριωθείσα περιουσία κρίνεται από το δικαστήριο με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και με βάση τα ορθά νομικά κριτήρια που διατυπώθηκαν και στην απόφαση Ευθυμιάδης (ανωτέρω) και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το τί κατά καιρούς λέγει η απαλλοτριούσα Αρχή.

 

Με τους λόγους εφέσεως 6 και 7 επαναλαμβάνονται ουσιαστικά, με διαφορετικό τρόπο, προηγούμενοι λόγοι εφέσεως οι οποίοι ήδη κρίθηκαν ως αβάσιμοι.

Με το λόγο εφέσεως 8 τίθεται το ζήτημα του κατ’ ισχυρισμό σφάλματος του πρωτοδίκου δικαστηρίου το οποίο δεν έλαβε υπόψη ότι η εκμίσθωση των τεμαχίων έγινε μόνο στον πρώτο εφεσείοντα και όχι και στους δύο εφεσείοντες. Ούτε και αυτός ο λόγος εφέσεως είναι βάσιμος εφόσον τα δύο προαναφερόμενα τεμάχια με την απαλλοτρίωση τους ενοποιήθηκαν και εκμισθώθηκαν στον πρώτο εφεσείοντα, σύζυγο της δεύτερης εφεσείουσας, ο οποίος δεσμεύθηκε με ειδικούς όρους ότι θα υλοποιήσει τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε  και το ζήτημα αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο.

Με τον ένατο λόγο έφεσης εγείρεται θέμα λάθους του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με το ότι θεώρησε ότι η εκμίσθωση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων έγινε μέσα στα πλαίσια συμβιβασμού των προσφυγών που είχαν καταχωρίσει οι εφεσείοντες εναντίον της απαλλοτρίωσης, στην απουσία τους. Δεν βρίσκουμε οποιαδήποτε ουσία και σ’ αυτό τον λόγο έφεσης. Η απόσυρση των προσφυγών των εφεσειόντων έγινε από τους δικηγόρους τους και είναι θεμελιωμένο ότι οι δικηγόροι ενεργούν ως εντολοδόχοι των πελατών τους και τους δεσμεύουν.

Με το δέκατο λόγο έφεσης εγείρεται θέμα παράλειψης του πρωτοδίκου δικαστηρίου να εξετάσει το κατά πόσον οι σκοποί της [*532]απαλλοτρίωσης των τεμαχίων των εφεσειόντων κατέστησαν άνευ αντικειμένου από τη στιγμή που τα τεμάχια εντάχθηκαν στην Πολεοδομική Ζώνη Ζ2 στην οποίαν ο συντελεστής δόμησης είναι πολύ περιορισμένος. Δεν υπάρχει ουσία ούτε και σ’ αυτό το λόγο έφεσης. Κατά την  κρίση μας ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι σκοποί της απαλλοτρίωσης επιτυγχάνονταν με την εγγραφή της κυριότητας των τεμαχίων επ’ ονόματι της απαλλοτριούσας Αρχής και με τη μακροχρόνια μίσθωση τους στον πρώτο εφεσείοντα και όχι με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

Για τους λόγους που αναφέρθηκαν θεωρούμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο