Τουραπή Μαρία ν. Οδυσσέα Οδυσσέως και Άλλης (2007) 3 ΑΑΔ 581

(2007) 3 ΑΑΔ 581

[*581]18 Δεκεμβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΤΟΥΡΑΠΗ,

Εφεσείουσα,

v.

ΟΔΥΣΣΕΑ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,

Εφεσιβλήτου,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 106/2005)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Η απαιτούμενη αιτιολόγησή της ― Δεν υπήρχε στην κριθείσα περίπτωση.

Έννομο Συμφέρον ― Υποψηφίου για διορισμό να προσβάλει το κύρος της Έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής,  παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος συστήθηκε από αυτήν.

Η εφεσείουσα ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός της, στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η ρητή απαίτηση για αιτιολόγηση καθιστά την αιτιολόγηση ουσιώδη τύπο της πράξης και πρέπει να περιέχεται σ’ αυτή. Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής εν προκειμένω, άνκαι αναγράφονται αρκετά, δεν περιέχεται ο συλλογισμός τον οποίο ακολούθησε η Συμβουλευτική Επιτροπή για να καταλήξει στην επιλογή της.

2. Η απόφαση της Επιτροπής να προσθέσει τον εφεσίβλητο στον τελικό κατάλογο, δεν θεραπεύει την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτρο[*582]πής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει βάσει του Νόμου αυτόνομη υποχρέωση να αιτιολογήσει την έκθεσή της και η περίληψη του εφεσίβλητου στον τελικό κατάλογο δεν αίρει αυτή την υποχρέωση.

    Δεν είναι ορθό ότι καμιά συνέπεια δεν προέκυψε στον εφεσίβλητο από την έλλειψη αιτιολογίας της έκθεσης της Συμβουλευτικής, επειδή τελικά περιλήφθηκε στον τελικό κατάλογο. Η Επιτροπή έλαβε, κατά την τελική της απόφαση, υπ’ όψιν και την αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298,

Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134,

Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 396/04), ημερ. 21/7/2005.

Α. Ταλιαδώρος, για την Εφεσείουσα.

Α. Μ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο.

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ύστερα από επανεξέταση η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), διόρισε και πάλιν στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά, από 2.10.2001. Η προσφυγή που καταχώρησε ο εφεσίβλητος εναντίον της νέας απόφασης είχε ευτυχή γι’ αυτόν κατάληξη, όταν το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη. Εναντίον της πρωτόδικης [*583]απόφασης τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος, όσο και οι καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν εφέσεις. Κατά την ακρόαση οι καθ’ ων η αίτηση απέσυραν τη δική τους.

Ένας από τους λόγους έφεσης στρέφεται εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη. Σύμφωνα με την εφεσείουσα η έκθεση ήταν πλήρως αιτιολογημένη αφού σ’ αυτή αναγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους συστήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, δηλαδή τα ενώπιον της Συμβουλευτικής στοιχεία και τα προβλεπόμενα από το νόμο κριτήρια περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, των προσόντων και της πείρας των υποψηφίων, αλλά και του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας που ήταν και οι μόνοι μεταξύ των υποψηφίων δημόσιοι υπάλληλοι.

Η θέση είναι πρώτου διορισμού. Σύμφωνα με το Άρθρο 33 (6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, όπως έχει τροποποιηθεί, απαιτείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να καταρτίσει και αποστείλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψήφιους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων.

Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η ρητή απαίτηση για αιτιολόγηση καθιστά την αιτιολόγηση ουσιώδη τύπο της πράξης (Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298). Σε μια τέτοια περίπτωση η αιτιολογία θα πρέπει να περιέχεται ρητά στο σώμα της πράξης, χωρίς να είναι αρκετό να περιέχεται στο φάκελο (Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134).

Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία, αφού απαιτείται από το νόμο, συνιστά ουσιώδη τύπο της πράξης και πρέπει να περιέχεται σ’ αυτή. Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, άνκαι αναγράφονται αρκετά, δεν περιέχεται ο συλλογισμός τον οποίο ακολούθησε η Συμβουλευτική Επιτροπή για να καταλήξει στην επιλογή της. Δεν αναφέρεται γιατί προτάθηκαν αυτοί που συστήθηκαν και γιατί αποκλείστηκε ο εφεσίβλητος, ο οποίος ας σημειωθεί, κατείχε και το πλεονέκτημα. Υπό τις περιστάσεις θα συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι αιτιολογημένη, με αποτέλεσμα, αφού πάσχει η προπαρασκευαστική πράξη, η τελική πράξη να είναι επίσης τρωτή.

Έχοντας καταλήξει ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επι[*584]τροπής είναι αναιτιολόγητη, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα υπόλοιπα επιχειρήματα της εφεσείουσας.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι αφού η Επιτροπή περιέλαβε στον τελικό της κατάλογο, όπως δικαιούται βάσει του Άρθρου 33 (8) και τον αιτητή, από τη μια η όποια τυχόν παρατυπία ή παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής θεραπεύτηκε, ενώ από την άλλη, ο εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείται πλέον να αξιώνει ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, γιατί στερείται του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος.

Η απόφαση της Επιτροπής να προσθέσει τον εφεσίβλητο στον τελικό κατάλογο δεν θεραπεύει την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει βάσει του Νόμου αυτόνομη υποχρέωση να αιτιολογήσει την έκθεσή της και η περίληψη του εφεσίβλητου στον τελικό κατάλογο δεν αίρει αυτή την υποχρεώση.

Στο ίδιο αποτέλεσμα έχουμε αχθεί και όσον αφορά το τελευταίο επιχείρημα ότι ο εφεσίβλητος στερείται εννόμου συμφέροντος ή καλύτερα δεν νομιμοποιείται να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της έκθεσης. Δεν είναι ορθό ότι καμιά συνέπεια δεν προέκυψε στον εφεσίβλητο από την έλλειψη αιτιολογίας της έκθεσης της Συμβουλευτικής, επειδή τελικά περιλήφθηκε στον τελικό κατάλογο. Η Επιτροπή έλαβε, κατά την τελική της απόφαση, υπ’ όψιν και την αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική.

Στην υπόθεση Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385, αποφασίστηκε ότι ούτε το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ένας από τους τέσσερις συστηθέντες μετρίαζε ή άμβλυνε την ανάγκη για αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή. Και η απλή περίληψή του στον κατάλογο των συστηθέντων, δεν του αποστερούσε τη νομιμοποίηση να προσβάλει τη σύσταση εφ’ όσον θεωρούσε ότι αυτή πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Και σ’ αυτή την περίπτωση κρίθηκε ότι η απουσία έγκυρης αιτιολογίας καθιστούσε την πράξη ατελή, αφού η αιτιολόγηση αποτελούσε εκ του νόμου ουσιώδη τύπο, παρέκκλιση από τον οποίο καθιστούσε την πράξη άκυρη.

Η έφεση απορρίπτεται, με £700 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Εν όψει του αποτελέσματος της έφεσης, η αντέφεση καθίσταται άνευ σημασίας και απορρίπτεται, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο