Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου ν. IMCSIntercollege Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 598

(2007) 3 ΑΑΔ 598

[*598]20 Δεκεμβρίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

IMCS INTERCOLLEGE LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 4/2006)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς βεβαιωτική απόφαση ― Περιστάσεις του εκτελεστού χαρακτήρα της επίδικης πράξης στην κριθείσα περίπτωση.

Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου ― Επιχορήγηση προγραμμάτων κατάρτισης ― Απόφαση για μη επιχορήγηση στην κριθείσα περίπτωση ― Ήταν αναιτιολόγητη.

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που ακύρωσε απόφασή της να μην επιχορηγήσει προγράμματα κατάρτισης προσωπικού των εφεσιβλήτων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η Αρχή επαναλαμβάνει, με την έφεση, την ένστασή της ότι τα συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσουν σε νέα έρευνα από την οποία να προέκυπτε εκτελεστή απόφαση, αφού αυτά ήταν από πριν γνωστά στους εφεσίβλητους. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως επιτρέπεται η προσκόμιση στοιχείων που ήταν ήδη γνωστά αλλά ο αιτών δεν γνώριζε ότι η διοίκηση ενδεχομένως να τα χρειαζόταν για τη διεκπεραίωση του θέματος και, εν προκειμένω, τα στοιχεία χρειάστηκαν διότι η Αρχή αμφισβήτησε πτυχή την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν θεωρήσει ως δεδομένη. Ορθά λοιπόν η Αρχή προέβη σε επανεξέταση. Η προσφυγή προσβάλλει εκτελεστή απόφα[*599]ση και όχι βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας.

2.  Ως προς την ουσία, στην προκείμενη περίπτωση το ζήτημα δέουσας έρευνας συναρτάται με το πώς η Αρχή αντίκρυσε τα δεδομένα. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποκαλύπτει, σε σχέση με τα δεδομένα, πτυχές οι οποίες θα έπρεπε να διερευνόνταν περαιτέρω. Όπως όμως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, αποκαλύπτεται, με έντονο μάλιστα τρόπο, η έλλειψη αιτιολογίας. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 949/04), ημερ. 9/12/2005.

Μ. Σπανού, για την Εφεσείουσα.

Μ. Παπαπέτρου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, Αρχή Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού Κύπρου, ενέκρινε τρία Ζωτικής Σημασίας Πολυεπιχειρησιακά Προγράμματα Συνεχούς Κατάρτισης, κατόπιν σχετικών αιτήσεων των εφεσιβλήτων. Επρόκειτο για τα προγράμματα με αριθμούς 131370, 134551 και 13461, τα δύο πρώτα με τίτλο «Designing and Implementing a Strategy for Small Business» και το τρίτο με τίτλο «Special Interest Holidays: Developing the Cyclying and Walking Markets». Μετά τη συμπλήρωση των προγραμμάτων, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από την Αρχή να τους καταβάλει την προβλεπόμενη επιχορήγηση. Η Αρχή με επιστολή, ημερ. 9 Ιανουαρίου 2004, απέρριψε το αίτημα για το λόγο, καθώς ανέφερε, ότι:

«Μετά από αξιολόγηση των υποβληθέντων στοιχείων για καταβολή, διαπιστώθηκε ότι τα προγράμματα εφαρμόσθηκαν με αριθμό δικαιούχων για επιχορήγηση μικρότερο από τον ελάχιστο αριθμό θέσεων που καθορίζει η πολιτική χορηγιών (12 άτομα).»

Οι εφεσίβλητοι με επιστολές, ημερ. 5 και 10 Φεβρουαρίου 2004, υπέβαλαν συμπληρωματικά στοιχεία στη βάση των οποίων κάλεσαν την Αρχή να προβεί σε επανεξέταση.  Εξήγησαν ότι αυ[*600]τά τα στοιχεία, τα οποία αφορούσαν σε διάφορες πτυχές του Συμβουλευτικού Μέρους – δηλαδή του Ενδοϋπηρεσιακού – δεν τα είχαν στείλει πιο πριν γιατί θεώρησαν, έχοντας υπόψη τους προηγούμενες συνεννοήσεις, πως δεν ήταν απαραίτητα.

Με Σημείωμα, ημερ. 16 Φεβρουαρίου, 2004, η λειτουργός που εξέτασε το αίτημα εισηγήθηκε στην Αρχή όπως επιβεβαιώσει την απόφαση της για μη επιχορήγηση των προγραμμάτων, διότι τα «οποιαδήποτε νέα στοιχεία» ήταν εκπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν έρεισμα για επανεξέταση.

Η Αρχή δεν ακολούθησε την εισήγηση. Στις 22 Ιουνίου, 2004 λήφθηκε απόφαση αναφορικά με την κάθε περίπτωση χωριστά, «όπως μη καταβληθεί χορήγημα ενόψει των αντιφάσεων που παρατηρούνται στις συμπληρωματικές σε σχέση με τις αρχικές πληροφορίες που απέστειλε το Ίδρυμα». Το λεκτικό, όπου δεν ήταν πανομοιότυπο, ήταν παρόμοιο. Το αποτέλεσμα, και για τις τρεις περιπτώσεις, γνωστοποιήθηκε στους εφεσίβλητους με επιστολή, ημερ. 13 Αυγούστου, 2004. Παραθέτουμε το ουσιώδες μέρος:

«Μετά από επανεξέταση όλων των στοιχείων επαναβεβαιώνεται η απόφαση της Αρχής για τη μη επιχορήγηση των προγραμμάτων για τους λόγους που σας έχουν ήδη κοινοποιηθεί με επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 9 Ιανουαρίου, 2004, οι οποίοι δεν διαφοροποιούνται από τα νέα στοιχεία σας.

Πρόσθετα τονίζεται ότι οι συμπληρωματικές πληροφορίες, που έχουν σταλεί μετά την καθορισμένη προθεσμία, περιέχουν αντιφατικά στοιχεία σε σχέση με τις αρχικές πληροφορίες που απέστειλε το Ίδρυμα.»

Οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν τις αποφάσεις. Ο συνάδελφος που  εξέτασε πρωτοδίκως την προσφυγή προέβη σε ακύρωση λόγω μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας.

Με την παρούσα έφεση η Αρχή αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση όχι μόνο επί της ουσίας της προσφυγής αλλά και επί των ενστάσεων της που απορρίφθηκαν. Επίσης υποδεικνύει ότι η πρωτόδικη απόφαση περιέχει παρατήρηση που μοιάζει με εύρημα, έξω από το πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου, όπως και απόψεις αναφορικά με πτυχές για τις οποίες η πρωτογενής κρίση ανήκει στην Αρχή. Ως προς αυτό συμφωνούμε με την Αρχή ότι η διοικητική αρμοδιότητα της, η οποία άλλωστε αναγνωρίστηκε σε άλλο μέρος της απόφασης, δεν μπορεί παρά να παραμένει [*601]αδέσμευτη για σκοπούς επανεξέτασης. 

Η Αρχή επαναλαμβάνει, με την έφεση, την ένσταση της ότι τα συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσουν σε νέα έρευνα από την οποία να προέκυπτε εκτελεστή απόφαση, αφού αυτά ήταν από πριν γνωστά στους εφεσίβλητους. Έχουμε την άποψη ότι σε τέτοιες περιπτώσεις επιτρέπεται η προσκόμιση στοιχείων που ήταν ήδη γνωστά αλλά ο αιτών δεν γνώριζε ότι διοίκηση ενδεχομένως να τα χρειαζόταν για τη διεκπεραίωση του θέματος και, εν προκειμένω, τα στοιχεία χρειάστηκαν διότι η Αρχή αμφισβήτησε πτυχή την οποία οι εφεσίβλητοι είχαν θεωρήσει ως δεδομένη. Ορθά λοιπόν η Αρχή προέβη σε επανεξέταση και δεν ακολούθησε την περί του αντιθέτου εισήγηση της λειτουργού. Θεωρούμε, επομένως, ότι η προσφυγή προσβάλλει εκτελεστή απόφαση και όχι βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας.

Η Αρχή επαναλαμβάνει και δεύτερη της ένσταση, ότι η προσφυγή προσβάλλει τρεις αυτοτελείς διοικητικές αποφάσεις μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει συνάφεια. Θεωρούμε, με κάθε εκτίμηση, προφανή τη μεταξύ τους συνάφεια και δεν θα επεκταθούμε.

Ως προς την ουσία, στην προκείμενη περίπτωση το ζήτημα δέουσας έρευνας συναρτάται με το πώς η Αρχή αντίκρυσε τα δεδομένα. Μας φαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποκαλύπτει, σε σχέση με τα δεδομένα, πτυχές οι οποίες θα έπρεπε να διερευνόνταν περαιτέρω. Όπως όμως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, αποκαλύπτεται, με έντονο μάλιστα τρόπο, η έλλειψη αιτιολογίας. 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο