Hellenic Petroleum Cyprus Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 602

(2007) 3 ΑΑΔ 602

[*602]20 Δεκεμβρίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

HELLENIC PETROLEUM CYPRUS LTD.,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

    ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

3. ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 104/2007)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής της επίδικης πράξης ― Προϋποθέσεις επιτυχίας ― Ειδικά το ζήτημα κατά πόσο επρόκειτο στην κριθείσα περίπτωση για αρνητική διοικητική απόφαση, μη επιδεχόμενη αναστολής.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής της επίδικης πράξης ― Προϋποθέσεις επιτυχίας ― Έκδηλη παρανομία και περιστάσεις στοιχειοθέτησής της στην κριθείσα περίπτωση.

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ανάκληση πολεοδομικής άδειας ― Άρθρο 36 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72) ― Ερμηνεία ―Περιστάσεις της παραβίασής του στην κριθείσα περίπτωση.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν την ανατροπή της ενδιάμεσης πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την αίτησή τους για προσωρινό διάταγμα αναστολής της επίδικης ανάκλησης πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*603]1.      Στην προκειμένη περίπτωση σαφώς η πράξη ανάκλησης είναι θετική, αφού με την ανάκληση επηρεάζεται η κατάσταση πραγμάτων που προϋπήρχε της ανάκλησης. Όπως υπέδειξε η Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 στη σελίδα 1209, μια πράξη για να είναι αρνητική θα πρέπει να αφήνει το νομικό καθεστώς ανέπαφο. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν επηρεάζονται τα υφιστάμενα δικαιώματα του Αιτητή. Ο σκοπός έκδοσης προσωρινής θεραπείας, είναι για να διατηρήσει το καθεστώς που υπήρχε πριν την έκδοση της απόφασης. Επομένως, όπου η πράξη μεταβάλλει το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Υπό τις περιστάσεις, η πράξη ανάκλησης, ως θετική, μπορεί να ανασταλεί αν συντρέχει λόγος.

2.  Στην παρούσα υπόθεση δεν συγκεκριμενοποιήθηκε οτιδήποτε που θα μπορούσε να συζητηθεί σε σχέση με την πρόνοια των παραγράφων 3 και 4 του Άρθρου 36 του Νόμου 90/72. Πριν την έκδοση ή επικύρωση διατάγματος όπως το προσβαλλόμενο, απαιτείται η επίδοση ειδοποίησης και στον κάτοχο ο οποίος θα μπορεί να προβεί σε παραστάσεις. Ήταν παραδεκτό πως δεν δόθηκε τέτοια ειδοποίηση σε οποιονδήποτε, ως κάτοχο.

     Με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, οι εφεσείοντες, ως κάτοχοι, έπρεπε να είχαν ειδοποιηθεί και αφού δεν ειδοποιήθηκαν εκδήλως το προσβαλλόμενο διάταγμα ήταν παράνομο. Όπως και η ανάκληση της άδειας οικοδομής αφού αυτή είχε ως μόνο έρεισμά της την ανάκληση της πολεοδομικής άδειας με το προσβαλλόμενο διάταγμα.

     Αυτή η διαπίστωση σφραγίζει οριστικά το ζήτημα της νομιμότητας των προσβαλλόμενων αποφάσεων και η προσφυγή επιτυγχάνει.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Moyo a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,

Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 233,

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 A.A.Δ. 32,

Νικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3959.

[*604]Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 815/07), ημερ. 6/7/2005.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

Θ. Πιπερή, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι ιδιωτική εταιρεία και ασχολούνται με την εμπορία πετρελαιοειδών. Οι ιδιοκτήτριες τεμαχίου γης στο Παλαιομέτοχο, εξασφάλισαν πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής πρατηρίου πετρελαιοειδών στις 7.9.2006 και 22.10.2006 αντίστοιχα. Στη συνέχεια συνομολόγησαν μισθωτήριο συμβόλαιο με τις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου και στις 18.5.2007 σύμβαση για την ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών, οι εργασίες του οποίου έχουν ξεκινήσει.

Στις 30.5.2007 το Υπουργείο Εσωτερικών κοινοποίησε στις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου ότι προωθείτο από την Πολεοδομική Αρχή, διαδικασία ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας. Στις 12.6.2007 στάληκε στις ιδιοκτήτριες η επίδικη απόφαση της ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας και δεύτερη επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, με την οποία ανακαλείτο και η άδεια οικοδομής.

Οι εφεσείοντες στις 14.6.2007 καταχώρησαν προσφυγή ζητώντας δήλωση ότι η ανάκληση της πολεοδομικής άδειας και της άδειας οικοδομής είναι παράνομη και άκυρη. Την ίδια ημέρα καταχώρησαν αίτηση ζητώντας την έκδοση προσωρινής θεραπείας, αναστολής της ισχύος των δύο αποφάσεων της Διοίκησης, μέχρι αποπερατώσεως της προσφυγής. Το παράπονο των εφεσειόντων, είναι ότι οι ίδιοι ως κάτοχοι του επίδικου τεμαχίου δεν ειδοποιήθηκαν για την ανάκληση των δύο αδειών, όπως προβλέπει το Αρθρο 36 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) και γι’ αυτό θεώρησαν τις δύο αποφάσεις ανάκλησης ως έκδηλα παράνομες. Παραθέτουμε το σχετικό άρθρο του Νόμου:-

«36.-(1) Άνευ επηρεασμού της επιφυλάξεως εις το εδάφιον (1) του ?ρθρου 28, εάν η Πολεοδομική Αρχή θεωρή ότι η ανάπτυξις [*605]οιασδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας διά την οπο??ν έχει χορηγηθή άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου θα επηρεάση σοβαρώς την πρέπουσαν πολεοδομικήν ρύθμισιν της περιοχής, τότε η Πολεοδομική Αρχή δύναται, τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, διά Διατάγματος, να ανακαλέση ή τροποποιήση την άδειαν καθ’ ην έκτασιν θεωρεί τούτο σκόπιμον.

(2) Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου υπό αρχής εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες δεν αποκτά κύρος εκτός εάν εγκριθή υπό του Υπουργού και ο Υπουργός δύναται να απορρίψη ή επικυρώση οιονδήποτε τοιούτο Διάταγμα υποβληθέν εις αυτόν, επικυρών δε οιονδήποτε Διάταγμα δύναται να επιφέρη τοιαύτας τροποποιήσεις οίας θεωρεί σκοπίμους.

(3) Οσάκις ο Υπουργός προτίθεται να εκδώση ή επικυρώση Διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου ή αρχή τις εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες υποβάλλη Διάταγμα εις τον Υπουργόν προς επικύρωσιν υπ’ αυτού δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός ή, αναλόγως της περιπτώσεως, η ρηθείσα αρχή επιδίδει ειδοποίησιν εις τον ιδιοκτήτην και εις τον κάτοχον της επηρεαζομένης ακινήτου ιδιοκτησίας, ως και εις παν άλλο πρόσωπον το οποίον κατά την γνώμην του Υπουργού θα επηρεασθή υπό του Διατάγματος, τα δε πρόσωπα ταύτα δύνανται να προβώσιν εις παραστάσεις προς τον Υπουργόν καθ’ ον τρόπον ήθελε καθορισθή.

(4) Οσάκις ο Υπουργός εκδίδη Διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου ή οσάκις Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου επικυρούται υπό του Υπουργού, η Πολεοδομική Αρχή επιδίδει, κατά τον καθωρισμένον τρόπον, αντίγραφον του Διατάγματος εις τον ιδιοκτήτην και εις τον κάτοχον της ακινήτου ιδιοκτησίας εις την οποίαν το Διάταγμα αναφέρεται.»

Ο συνάδελφός μας ο οποίος εκδίκασε την αίτηση, αρνήθηκε να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα. Δέχθηκε την εισήγηση των καθ’ων η αίτηση ότι η έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων ξέφευγε των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού «η αναστολή της Πολεοδομικής Άδειας (και κατά συνέπεια και της Άδειας Οικοδομής) θα συνιστούσε αναστολή αρνητικής διοικητικής πράξης, ισοδυναμώντας έτσι με παραχώρηση Πολεοδομικής Άδειας.». Περαιτέρω θεώρησε ότι ακόμη και αν δεχόταν ότι η πράξη ανάκλησης ήταν θετική και θα μπορούσε να ανασταλεί με προσωρινό διάταγμα, και πάλι θα κατέληγε στο να απορρίψει την αίτηση, αφού κατά [*606]την κρίση του δεν διαπιστωνόταν έκδηλη παρανομία. Αναφορικά με το μέρος της Αίτησης που αφορούσε στην Άδεια Οικοδομής, επισήμανε ότι οι σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 36 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 δεν εφαρμόζονται, με αποτέλεσμα να παραμείνουν χωρίς βάση οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων για παράβαση των προνοιών του συγκεκριμένου άρθρου και για ύπαρξη έκδηλης παρανομίας.

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν τόσο την κατάληξη του δικαστηρίου ότι στην ουσία πρόκειται για αρνητική απόφαση, όσο και τη μη διαπίστωση έκδηλης παρανομίας.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη ανάκλησης, στην ουσία ήταν αρνητική. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσείοντες εισηγήθηκε ότι δεν υπήρχε ούτε τυπικά ούτε κατ’ ουσίαν αρνητική διοικητική πράξη, αλλά ανάκληση εκδοθείσας άδειας, που αποτελεί σαφέστατο παράδειγμα θετικής πράξης.

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Στην προκειμένη περίπτωση σαφώς η πράξη ανάκλησης είναι θετική, αφού με την ανάκληση επηρεάζεται η κατάσταση πραγμάτων που προϋπήρχε της ανάκλησης. Όπως υπέδειξε η Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, στη σελίδα 1209, μια πράξη για να είναι αρνητική θα πρέπει να αφήνει το νομικό καθεστώς ανέπαφο. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν επηρεάζονται τα υφιστάμενα δικαιώματα του Αιτητή. Ο σκοπός έκδοσης προσωρινής θεραπείας, είναι για να διατηρήσει το καθεστώς που υπήρχε πριν την έκδοση της απόφασης. Επομένως, όπου η πράξη μεταβάλλει το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Υπό τις περιστάσεις, η πράξη ανάκλησης, ως θετική, μπορεί να ανασταλεί αν συντρέχει λόγος. 

Με τους λόγους έφεσης 1 και 3 οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε έκδηλη παρανομία.  Το Δικαστήριο στην απόφασή του, είπε χαρακτηριστικά:-

«Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές κατ’ αναλογία στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και στην επιχειρηματολογία που προβλήθηκε ενώπιόν μου, κρίνω πως δεν μπορεί να λεχθεί ότι η παρούσα περίπτωση αφορά πραγματικά έκδηλη παρανομία.  Πολλά είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να σταθμισθούν για να κριθεί αν πράγματι υπήρξε παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου και θα είναι απαραίτητη η έκ[*607]φραση κρίσης εκ μέρους μου αναφορικά και με την ερμηνεία του σχετικού άρθρου αλλά και με τα πραγματικά στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου.»

Στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 (βλ. και απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 Α.Α.Δ. 32) ανασκοπήθηκε η νομολογία και με την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ. προσδιορίστηκε πως «έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης».

Στην παρούσα υπόθεση ούτε ενώπιόν μας συγκεκριμενοποιήθηκε οτιδήποτε που θα μπορούσε να συζητηθεί σε σχέση με την πρόνοια των παραγράφων 3 και 4 του Αρθρου 36 του Νόμου 90/72. Πριν την έκδοση ή επικύρωση διατάγματος όπως το προσβαλλόμενο, απαιτείται η επίδοση ειδοποίησης και στον κάτοχο ο οποίος θα μπορεί να προβεί σε παραστάσεις. Ήταν παραδεκτό πως δεν δόθηκε τέτοια ειδοποίηση σε οποιονδήποτε, ως κάτοχο, και δεν μπορούμε να διακρίνουμε την ύπαρξη θέματος για στάθμιση και κρίση αναφορικά με τις επιπτώσεις όταν, ενώ υπάρχει κάτοχος, άλλος από τον ιδιοκτήτη, αυτός δεν ειδοποιείται σύμφωνα με το Νόμο. Ισχύει το ίδιο και σε σχέση με την ιδιότητα των εφεσειόντων ως κατόχων. Τη σαφή τους θέση, όπως την διατύπωσαν με ένορκη δήλωση και ενοικιαστήριο έγγραφο που επισύναψαν, δεν την αρνήθηκαν οι καθ’ων η αίτηση. Δεν ήταν ποτέ η δική τους θέση ότι δεν ήταν πράγματι κάτοχοι. Ο ισχυρισμός τους είναι πως η διοίκηση δεν είχε, κατά το χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, στοιχεία από τα οποία εύλογα θα μπορούσε τότε να συμπεράνει ότι ήταν κάτοχοι. Ενόψει των πιο πάνω, αυτό δεν θα διαφοροποιούσε την κατάσταση αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι και ορθό. Η ίδια η ειδοποίηση προς τις ιδιοκτήτριες, ημερομηνίας 12.6.07, αναφέρεται σε αναστολή οικοδομικών εργασιών για την ανέγερση πρατηρίου πώλησης πετρελαιοειδών και στο φάκελο, εκτός από τα αρχιτεκτονικά σχέδια, υπήρχαν και μελέτες στο όνομα των εφεσειόντων που τους έδειχναν ως ενδιαφερόμενους, με ορατό το ενδεχόμενο να ήταν κάτοχοι.

Με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, οι εφεσείοντες, ως κάτοχοι, έπρεπε να είχαν ειδοποιηθεί και αφού δεν ειδοποιήθηκαν εκδήλως το προσβαλλόμενο διάταγμα ήταν παράνομο. Όπως και η [*608]ανάκληση της άδειας οικοδομής αφού αυτή είχε ως μόνο έρεισμά της την ανάκληση της πολεοδομικής άδειας με το προσβαλλόμενο διάταγμα.

Αυτή η διαπίστωση μας σφραγίζει οριστικά το ζήτημα της νομιμότητας των προσβαλλόμενων αποφάσεων και η προσφυγή επιτυγχάνει. (Βλ. Πολύβιος Νικολάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3959) και Λοϊζίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, στη σελίδα 246).

Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Επιδικάζονται £800 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο