Khatateav Salaudi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 19

(2008) 3 ΑΑΔ 19

[*19]14 Ιανουαρίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

SALAUDI KHATATEAV,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 149/2005)

 

Αλλοδαποί — Διάταγμα απέλασης — Δεν μπορεί βάσιμα να αμφισβητηθεί με προσφυγή, όταν δεν έχει προσβληθεί το υπόβαθρό του, δηλαδή η ανεξάρτητη και προγενέστερη διοικητική πράξη της άρνησης χορήγησης άδειας παραμονής στον αιτητή.

Ο εφεσείων επεδίωξε την κατ’ έφεση ακύρωση του διατάγματος απέλασης, σε βάρος του, που επικυρώθηκε πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Εφόσον ο εφεσείων δεν προσέβαλε με προσφυγή την άρνηση της Διευθύντριας για παράταση της άδειας παραμονής του στην Κύπρο, η οποία και είχε ως επακόλουθο την κήρυξή του ως ανεπιθύμητου προσώπου από τον Υπουργό Εσωτερικών, βάσει του Αρθρου 6(1)(στ) του Νόμου, (περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, Κεφ. 105) δεν μπορεί, τώρα, προσβάλλοντας αυτοτελώς το διάταγμα απέλασής του το οποίο, αφ’ εαυτού, δεν πάσχει, να επιδιώκει, ουσιαστικά, την ακύρωση των αποφάσεων της Διευθύντριας και του Υπουργού Εσωτερικών, οι οποίες αποτέλεσαν το υπόβαθρό του.

Είναι, περαιτέρω πρόδηλο ότι οι αναφορές στα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης της 9.1.2004 και της 4.6.2004 στην υποπαράγραφο (κ), όπως και η αναφορά στην επιστολή προς τον εφεσείοντα της 9.1.2004 στην υποπαράγραφο (λ) της παραγράφου (1) του Αρθρου [*20]6, οφείλονται σε σφάλμα της διοίκησης από το οποίο δεν μπορεί να αντληθεί οποιοδήποτε ουσιαστικό επιχείρημα το οποίο να βοηθά τον εφεσείοντα. Η πραγματικότητα παραμένει ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να κηρύξει τον εφεσείοντα ως ανεπιθύμητο πρόσωπο στηρίχθηκε, όπως σαφώς προκύπτει από τα σημειώματα 19 και 20 στο διοικητικό φάκελο Τεκμήριο 1, στην υποπαράγραφο (στ) της παραγράφου 6 του Νόμου, τα δε διατάγματα κράτησης και απέλασης του εφεσείοντος που ακολούθησαν, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ίδιου φακέλου, δεν απέβλεπαν παρά μόνο στην εκτέλεση αυτής, και μόνο, της απόφασης. Η οποία, απόφαση, είχε καταστήσει τον εφεσείοντα “απαγορευμένο μετανάστη” σύμφωνα με το Αρθρο 6 του Νόμου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1810/2006, ημερ. 5.11.2007.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.) (Yπ. Aρ. 735/04), ημερ. 22/11/05.

Στ. Κιττής, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, Ρώσος υπήκοος, αφίχθηκε στην Κύπρο το 1992, μαζί με την οικογένειά του, για να εργαστεί ως Διευθυντής στην υπεράκτια εταιρεία Flisvos Trading Ltd. Αφού εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία και ανανεωνόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, εργάστηκε χωρίς διακοπή μέχρι τις 28.8.2003.

Στις 9.9.2003, ο εφεσείων υπέβαλε προς την Αν. Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (η Διευθύντρια) αίτημα για παράταση της άδειας παραμονής του. Την ίδια μέρα, [*21]9.9.2003, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας (η Αστυνομία) ενημέρωσε, με επιστολή της, τη Διευθύντρια για ύποπτες δραστηριότητες του αιτητή, οι οποίες άπτονταν σοβαρών θεμάτων ασφάλειας της Δημοκρατίας. Για το ίδιο ζήτημα η ΚΥΠ, της οποίας η Διευθύντρια ζήτησε τις απόψεις, ανέφερε ότι κατείχε παρόμοιες πληροφορίες, όπως και η Αστυνομία. Ενόψει των πληροφοριών αυτών, η Διευθύντρια, με επιστολή της προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 9.10.2003, τον πληροφόρησε ότι η αίτησή του για παράταση της άδειας παραμονής του απερρίφθη, ταυτόχρονα δε τον κάλεσε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία.

Στις 23.10.2003 ο δικηγόρος του εφεσείοντος, με επιστολή του προς τη Διευθύντρια, ζήτησε όπως επανεξεταστεί το αίτημα του πελάτη του. Έτσι και έγινε. Ζητήθηκε έκθεση από την Αστυνομία, όπως και από την ΚΥΠ, αναφορικά με τις δραστηριότητες του εφεσείοντος. Οι διαπιστώσεις και των δύο ήταν οι ίδιες, όπως και προηγουμένως. Ως εκ τούτου, η Διευθύντρια, με σημείωμά της ημερομηνίας 19.12.2003, εισηγήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών να κηρύξει τον εφεσείοντα ως ανεπιθύμητο πρόσωπο με βάση το Αρθρο 6(1)(στ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος). Ακολούθως, ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού στις 7.1.2004 συναντήθηκε με το διοικητή της ΚΥΠ, ενέκρινε την εισήγηση. Την ίδια μέρα, 7.1.2004, με επιστολή της προς το δικηγόρο του εφεσείοντος, η Διευθύντρια τον πληροφόρησε ότι “για σοβαρούς λόγους που άπτονται θεμάτων ασφάλειας του κράτους και δεν έχουν καμία σχέση με τη θρησκεία ή καταγωγή του αλλοδαπού η απόφασή μας όπως ο πιο πάνω αλλοδαπός αναχωρήσει από την Κύπρο παραμένει η ίδια.”.

Στις 9.1.2004 η Διευθύντρια εξέδωσε, εναντίον του εφεσείοντος, διατάγματα κράτησης και απέλασης. Για την έκδοση των διαταγμάτων αυτών ενημερώθηκε γραπτώς ο εφεσείων με επιστολή της Διευθύντριας, ημερομηνίας και πάλι 9.1.2004. Τα διατάγματα όμως δεν εκτελέστηκαν για το λόγο ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε τη Δημοκρατία στις 19.1.2004.

Στις 27.4.2004 ο εφεσείων αφίχθηκε στη Δημοκρατία ως επισκέπτης και εξασφάλισε άδεια παραμονής μέχρι τις 30.6.2004*. Όταν το γεγονός της άφιξης του εφεσείοντος περιήλθε σε γνώση [*22]της Διευθύντριας, αυτή διαπίστωσε ότι, λόγω σφάλματος της Αστυνομίας, τα στοιχεία του δεν είχαν τοποθετηθεί στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η είσοδος στη Δημοκρατία. (stop-list). Ως εκ τούτου, στις 7.5.2004, η Διευθύντρια έδωσε οδηγίες στην Αστυνομία όπως τα στοιχεία του εφεσείοντος τοποθετηθούν στον εν λόγω κατάλογο. Στις 3.6.2004, η Αστυνομία ενημέρωσε τη Διευθύντρια ότι οι οδηγίες της εκτελέστηκαν. Παράλληλα, η Αστυνομία ζήτησε από τη Διευθύντρια “οδηγίες για τυχόν επανενεργοποίηση των ήδη εκδοθέντων διαταγμάτων”. Την επόμενη μέρα, 4.6.2004, η Διευθύντρια ακύρωσε την άδεια παραμονής του εφεσείοντος ως επισκέπτη και, ταυτόχρονα, εξέδωσε εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Τρεις μέρες αργότερα, στις 7.6.2004, τα διατάγματα εκτελέστηκαν.

Στις 19.7.2004 ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση του διατάγματος απέλασής του της 4.6.2004. Ως λόγους ακυρώσεως πρόβαλε την πλάνη περί τα πράγματα, την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, την παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της οικογενειακής του ζωής και την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Ο συνάδελφός μας, ο οποίος εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, αφού, για τους λόγους που εξήγησε, δεν αποδέχθηκε οποιονδήποτε από τους λόγους ακυρώσεως, την απέρριψε.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί, με τέσσερις λόγους έφεσης, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Κατά την ενώπιόν μας διαδικασία, ηγέρθη προς συζήτηση το ζήτημα, το οποίο άλλωστε θίγει και η δικηγόρος της Δημοκρατίας στο περίγραμμά της, κατά πόσο, δοθέντος ότι το υπόβαθρο του διατάγματος απέλασης της 4.6.2004, όπως και εκείνου της 9.1.2004, ήταν η απόφαση της Διευθύντριας, ημερομηνίας 9.10.2003, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την επιστολή προς το δικηγόρο του εφεσείοντος, ημερομηνίας 7.1.2004, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του της 9.9.2003 για παράταση της άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία, συνακόλουθα της οποίας ο Υπουργός Εσωτερικών, στις 7.1.2004, κήρυξε τον εφεσείοντα ως ανεπιθύμητο πρόσωπο, βάσει του Αρθρου 6(1)(στ) του Νόμου, αποφάσεις που δεν προσβλήθηκαν εμπρόθεσμα με προσφυγή, ο αιτητής μπορούσε, τώρα, με την προσβολή, δηλαδή, του διατάγματος απέλασής του της 4.6.2004, να επιδιώξει, ουσιαστικά, την ακύρωση του υπόβαθρου του, ήτοι την απόρριψη από τη Διευθύντρια, στις 9.10.2003 και στις 7.1.2004, της αίτησής του για παράταση της [*23]άδειας παραμονής του και της συνακόλουθης απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, στις 7.1.2004, για την κήρυξή του ως ανεπιθύμητου προσώπου, βάσει του Αρθρου 6(1)(στ) του Νόμου.

Η απάντησή μας επί του ζητήματος είναι αρνητική. Εφόσον ο εφεσείων δεν προσέβαλε με προσφυγή την άρνηση της Διευθύντριας για παράταση της άδειας παραμονής του στην Κύπρο, η οποία και είχε ως επακόλουθο την κήρυξή του ως ανεπιθύμητου προσώπου από τον Υπουργό Εσωτερικών, βάσει του Αρθρου 6(1)(στ) του Νόμου, δεν μπορεί, τώρα, προσβάλλοντας αυτοτελώς το διάταγμα απέλασής του το οποίο, αφ’ εαυτού, δεν πάσχει, να επιδιώκει, ουσιαστικά, την ακύρωση των αποφάσεων της Διευθύντριας και του Υπουργού Εσωτερικών, οι οποίες αποτέλεσαν το υπόβαθρό του. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ, στην Davinder Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Γενικού Εισαγγελέα και/ή του Λειτουργού Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 1810/2006, ημερ. 5.11.2007:

“Τα διατάγματα εκδόθηκαν δυνάμει του Αρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 αφού ο αιτητής, η άδεια παραμονής του οποίου έληξε, ήταν απαγορευμένος μετανάστης. Ενώ δε, όπως έχει διευκρινιστεί άλλωστε, αυτό το υπόβαθρο δεν τελεί στην πραγματικότητα υπό αμφισβήτηση, προτείνεται ως λόγος ακυρότητας ο τρόπος με τον οποίο, όπως αντιλαμβάνεται ο αιτητής το θέμα, αντιμετωπίστηκε ο γάμος του με την πολωνή πολίτιδα. Θεωρεί, λοιπόν, πως δεν εξετάστηκε αυτή η παράμετρος. Για να προστεθεί όμως στην απαντητική του αγόρευση πως η αίτησή του για άδεια, ενόψει αυτού του γάμου του, αντιμετωπίστηκε ως μη γνήσια, οπότε και το αίτημά του για άδεια παραμονής πάνω σ’ αυτή τη βάση απορρίφθηκε χωρίς επαρκή ή καθόλου αιτιολογία και, πάντως, όπως γενικώς και αορίστως υποστηρίζει, με αναφορά πλέον και στα προσβαλλόμενα διατάγματα, κατά πλάνη, κατάχρηση εξουσίας, παράβαση του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, το δικαίωμα γάμου αλλά και της ελευθερίας του επαγγέλματος.

Τα περί το γάμο του αιτητή, όμως, και τις όποιες συνέπειες από αυτόν, εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αίτησής του για άδεια παραμονής. Αυτή η αίτηση απορρίφθηκε, ήταν βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη και η νομιμότητά της θα ήταν δυνατό να [*24]ελεγχθεί εφόσον εμπροθέσμως ασκείτο προσφυγή, με αυτή ως αντικείμενο. Ως προς το διάταγμα απέλασης, παρέμεινε ως γεγονός το ότι, όπως εξηγήθηκε, ήταν απαγορευμένος μετανάστης και δεν είναι δυνατό στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής να επεκταθούμε σε ζητήματα ασύνδετα προς την αιτιολογική του βάση. Η απόφαση του Κραμβή Δ., στη Maria Slavova v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1272/00, ημερομηνίας 18.4.02, την οποία επικαλούνται οι καθ’ ων η αίτηση, είναι σχετική. Όπως, όμως, και η μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην Pacraz v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 602. Η αιτήτρια επικαλείται τη Mahmood Adil v. Κυπριακής Δημοκρατίας, την περιγράφει ως Α.Ε. 1452/05, ημερομηνίας 13.1.06, αλλά, στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνεται, πρόκειται περί απόφασης του Νικολάου, Δ., σε προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό. Εκείνη η υπόθεση σαφώς διακρίνεται. Δεν είχε παρεμβληθεί διοικητική πράξη, όπως εν προκειμένω, στο πλαίσιο ελέγχου της οποίας θα συζητούνταν τα περί το γάμο που και εκεί προβάλλονταν, γι’ αυτό και η κατάληξη στο τέλος πως «υπήρξε, εν προκειμένω, εσφαλμένη εκτίμηση των δεδομένων, όπως αυτά εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα του γάμου του αιτητή με υπήκοο χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δυνατότητας την οποία αυτή η εξέλιξη επακόλουθα του παρείχε για να ζητήσει από τη χώρα μας άδεια παραμονής και να τύχει απάντησης».

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος προσπάθησε να αντλήσει επιχειρήματα από το γεγονός ότι στα διατάγματα κράτησης και απέλασης του εφεσείοντος της 9.1.2004, όπως και της 4.6.2004, γίνεται αναφορά στην υποπαράγραφο (κ) της παραγράφου (1) του Αρθρου 6 του Νόμου, στη δε επιστολή προς τον εφεσείοντα της 9.1.2004 γίνεται αναφορά στην υποπαράγραφο (λ) της παραγράφου 1 του Αρθρου 6, ενώ η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για την κήρυξη του εφεσείοντος ως ανεπιθύμητου προσώπου λήφθηκε με βάση την υποπαράγραφο (στ) της παραγράφου (1) του Αρθρου 6. Είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο ότι οι αναφορές στα διατάγματα κράτησης και απέλασης της 9.1.2004 και της 4.6.2004 στην υποπαράγραφο (κ), όπως και η αναφορά στην επιστολή προς τον εφεσείοντα της 9.1.2004 στην υποπαράγραφο (λ) της παραγράφου (1) του Αρθρου 6, οφείλονται σε σφάλμα της διοίκησης από το οποίο δεν μπορεί να αντληθεί οποιοδήποτε ουσιαστικό επιχείρημα το οποίο να βοηθά τον εφεσείοντα. Η πραγματικότητα παραμένει ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να κηρύξει τον εφεσείοντα ως ανεπιθύμητο πρόσωπο στηρίχθηκε, όπως σαφώς προκύπτει από [*25]τα σημειώματα 19 και 20 στο διοικητικό φάκελο Τεκμήριο 1, στην υποπαράγραφο (στ) της παραγράφου 6 του Νόμου, τα δε διατάγματα κράτησης και απέλασης του εφεσείοντος που ακολούθησαν, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ίδιου φακέλου, δεν απέβλεπαν παρά μόνο στην εκτέλεση αυτής, και μόνο, της απόφασης. Η οποία, απόφαση, είχε καταστήσει τον εφεσείοντα “απαγορευμένο μετανάστη” σύμφωνα με το Αρθρο 6 του Νόμου.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

*           Ισχυρισμός του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι αυτός αφίχθηκε στην Κύπρο ως επισκέπτης και δύο φορές προηγουμένως, στις 7.3.2004 και στις 27.3.2004, παρέμεινε ατεκμηρίωτος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο