Αβρααμίδου Κορίνα ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 88

(2008) 3 ΑΑΔ 88

[*88]14 Φεβρουαρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΚΟΡΙΝΑ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 53/2005)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Δεν μπορεί να προβληθεί λόγος έφεσης ο οποίος δεν είχε προβληθεί πρωτοδίκως ― Περιστάσεις εφαρμογής του κανόνα στην κριθείσα περίπτωση.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Διορισμοί ― Πτυχές της νομιμότητας της πλήρωσης της θέσης Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης στην κριθείσα περίπτωση.

Η εφεσείουσα αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απάφασης που απέρριψε την προσφυγή της κατά της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για τη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Έχει επανειλημμένα τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν μπορεί να προβληθεί ως λόγος έφεσης, λόγος ο οποίος δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως.

Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η σειρά μαθημάτων που θα παρακολουθούσε η εφεσείουσα θα άρχιζαν στις 24/9/2001 και τα αποτελέσματα θα δημοσιεύονταν το Δεκέμ[*89]βριο του 2002. Εφόσον δε ο ουσιώδης χρόνος υποβολής των πτυχίων ήταν η 2/10/2002, έπεται ότι ορθά κρίθηκε ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.

Η εισήγηση επίσης της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έπρεπε να διεξάγει πλήρη έρευνα για να διαπιστώσει αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα, είναι εξίσου ανεδαφικός.

Τόσο από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί όσο και από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, διαφαίνεται καθαρά ότι είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη.

Έχει επίσης υποβληθεί ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν χρειαζόταν η τήρηση πρακτικών κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις ή/και η τήρηση σημειώσεων. Δεν ήταν αναγκαία η τήρηση σημειώσεων εφόσον δεν επρόκειτο για πρακτικά, ούτε μπορούσε να πληγεί η αξιοπιστία της αξιολόγησης με τη συνάρτησή της σε σημειώσεις.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Χ"Ιωάννου v. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

Κανέλλης κ.ά. v. Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου (2004) 3 Α.Α.Δ. 426,

Αθανασιάδου v. Ρ.Ι.Κ., Υπόθ. Αρ. 304/99, ημερ. 30.5.2000.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Yπ. Aρ. 764/03), ημερ. 20/4/05.

Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Α. Αγγελίδη και Στ. Αγγελίδου, για την Εφεσείουσα.

Π. Πολυβίου με Μ. Ναθαναήλ, για τον Εφεσίβλητο.

[*90]Ι. Τυπογράφος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και οι λόγοι έφεσης.

Η Κόρινα Αβρααμίδου (εφεσείουσα) και ο Σάββας Αριστοδήμου (ενδιαφερόμενο μέρος) ήταν υποψήφιοι για δύο θέσεις “Λειτουργού Προγραμμάτων Τηλεόρασης” που είχαν προκηρυχθεί από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (Ρ.Ι.Κ.). Οι θέσεις ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής αλλά είχαν προκηρυχθεί ως θέσεις πρώτου διορισμού.

Κατόπιν απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ρ.Ι.Κ. η γραπτή εξέταση των υποψηφίων διενεργήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου με θέματα τα Ελληνικά (με κατανομή μονάδων 30%), τα Αγγλικά (με κατανομή μονάδων 20%) και ερωτήσεις επί του Αντικειμένου (με κατανομή μονάδων 50%).

Στην επί μέρους βαθμολογία στα πιο πάνω θέματα το ενδιαφερόμενο μέρος εξασφάλισε,

(α) στα Ελληνικά 11.5 μονάδες και η εφεσείουσα 22.5 μονάδες (επί συνόλου 30 μονάδων),

(β) στα Αγγλικά 9 μονάδες και η εφεσείουσα 14 μονάδες (επί συνόλου 20 μονάδων),  και

(γ) στο Αντικείμενο 30 μονάδες και η εφεσείουσα 21 μονάδες (επί συνόλου 50 μονάδων).

Με βάση τα πιο πάνω η εφεσείουσα εξασφάλισε συνολικά 57.5% και το ενδιαφερόμενο μέρος 50.5%.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, όπως επίσης και την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις (για το ενδιαφερόμενο μέρος “Εξαίρετη” από 7 μέλη του Συμβουλίου και “Πολύ καλή” από 2 μέλη και για την εφεσείουσα “Εξαίρετη” από 5 μέλη και “Πολύ καλή” από 4 μέλη), και [*91]ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο δεν κατείχε η εφεσείουσα, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας, αφού αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ρ.Ι.Κ. ήταν ορθή. Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί για διάφορους λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας και ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έπρεπε να κριθεί προσοντούχος γιατί είχε αποτύχει στο θέμα των Ελληνικών.

(β) Η πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας.

Ένα από τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας για την πλήρωση της επίδικης θέσης ήταν και “η πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας”.

Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει αποτύχει στις γραπτές εξετάσεις στο θέμα των Ελληνικών, αφού πήρε μόνο 11.5 μονάδες από τις 30 καθορισμένες μονάδες, δηλαδή 38.33%. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εφόσον υπάρχει ειδική αναφορά στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος “δεν εξασφάλισε το 40% σε ένα από τα επί μέρους θέματα”, εξυπακούεται ότι είχε ληφθεί απόφαση από το Διοικητικό Συμβούλιο για τον καθορισμό ποσοστού επιτυχίας και το Διοικητικό Συμβούλιο θα έπρεπε να αιτιολογήσει αν το ποσοστό 38.33% ήταν ικανοποιητικό για να κριθεί το ενδιαφερόμενο μέρος ότι κατείχε την “πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας”. Με βάση τα πιο πάνω το Διοικητικό Συμβούλιο θα έπρεπε να προβεί σε περαιτέρω έρευνα για να διαπιστώσει μέχρι ποιου βαθμού έφθανε η γνώση του ενδιαφερόμενου μέρους, σε μια προσπάθεια εξακρίβωσης της κατοχής αυτού του προσόντος.

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού το θέμα δεν ηγέρθη πρωτοδίκως. Είχε προβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας πρωτοδίκως ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποτύχει στις γραπτές εξετάσεις, αφού δεν εξασφάλισε το 40% σε ένα επί μέρους θέμα, που ήταν η βάση επιτυχίας όπως καθορίστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο. Όμως όπως ορθά τονίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν πήρε τέτοια απόφαση. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση,

[*92]“Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν καθόρισε ποσοστό επιτυχίας ούτε ανάγκη επιτυχίας σε κάθε επί μέρους θέμα. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η γραπτή εξέταση είχε διαγνωστικό χαρακτήρα ως προς την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για “πολύ καλή γνώση” της ελληνικής γλώσσας, αφού μάλιστα μια τέτοια εξέταση δεν απαιτείτο εκ του νόμου ....”

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αφού σημείωσε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αντίκρισε συνολικά το θέμα της επιτυχίας της γραπτής εξέτασης, αποφάνθηκε ότι η φύση και η σημασία της γραπτής εξέτασης “ουδόλως απαιτούσε επιτυχία στο κάθε επί μέρους θέμα”. Εκτός από τα πιο πάνω δεν υπήρξε άλλη εισήγηση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το προσόν της “πολύ καλής γνώσης” της ελληνικής γλώσσας.

Έχει επανειλημμένα τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν μπορεί να προβληθεί ως λόγος έφεσης λόγος ο οποίος δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Όπως σημειώθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 607,

“Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης.”

(Βλ. επίσης Χ"Ιωάννου v. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844 και Κανέλλης και Αλλοι v. Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου (2004) 3 Α.Α.Δ. 426).

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(β) Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης.

Η εισήγηση ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακό δίπλωμα είναι ανεδαφική. Το θέμα αν ένας υποψήφιος είναι προσοντούχος ή όχι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου που πρέπει να ασκείται εύλογα (βλ. Χλόη Αθανασιάδου v. Ρ.Ι.Κ., Υπόθ. Αρ. 304/99, ημερ. 30/5/2000). Στην παρούσα περίπτωση το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε δίπλωμα του Frederick [*93]Polytechnic στον κλάδο του Electrical Engineering και επιπρόσθετα πτυχίο του Bachelor in Fine Arts (BFA) in Communication Arts του New York Institute of Technology, τριετούς φοίτησης. Με βάση τα πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε το πλεονέκτημα, είναι αποτέλεσμα πλάνης. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, συνδυασμός του πανεπιστημιακού διπλώματος και μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου σε συγκεκριμένα θέματα θα αποτελούσε πλεονέκτημα. Η πιο πάνω εισήγηση της εφεσείουσας απορρίφθηκε πρωτοδίκως και η πρωτόδικη προσέγγιση υιοθετείται και κατ’ έφεση. Και τούτο γιατί από τα σχετικά έγγραφα που είχε παρουσιάσει η εφεσείουσα, φαίνεται ότι η σειρά μαθημάτων που θα παρακολουθούσε θα άρχιζαν στις 24/9/2001 και τα αποτελέσματα θα δημοσιεύονταν το Δεκέμβριο του 2002. Εφόσο δε ο ουσιώδης χρόνος υποβολής των πτυχίων ήταν η 2/10/2002, έπεται ότι ορθά κρίθηκε ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.

Η εισήγηση επίσης της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έπρεπε να διεξάγει πλήρη έρευνα για να διαπιστώσει αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα, είναι εξίσου ανεδαφικός. Από τα πρακτικά που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είχε εξετάσει αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το σχετικό πλεονέκτημα και είχε καταλήξει σε συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε μαζί με άλλους το πλεονέκτημα, προτού καταλήξει στην επίδικη απόφαση.

Η εισήγηση επίσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Τόσο από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί όσο και από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, διαφαίνεται καθαρά ότι είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη.

Έχει επίσης υποβληθεί ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν χρειαζόταν η τήρηση πρακτικών κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις ή/και η τήρηση σημειώσεων. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι δεν ήταν αναγκαία η τήρηση σημειώσεων εφόσο δεν επρόκειτο για πρακτικά, ούτε μπο[*94]ρούσε να πληγεί η αξιοπιστία της αξιολόγησης με τη συνάρτηση της σε σημειώσεις. Υιοθετώντας την πιο πάνω προσέγγιση κρίνουμε τη σχετική εισήγηση ως ανεδαφική.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο