Γανωματής Μάρκος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 133

(2008) 3 ΑΑΔ 133

[*133]26 Μαρτίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΜΑΡΚΟΣ ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(Α) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΥΔΑΤΩΝ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

(Β) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 159/2006)

 

Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία καταχώρισης — Αυστηρή ερμηνεία ως προς την προθεσμία με βάση τη νομολογία ― Περιστάσεις του εκπροθέσμου της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν. 16 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο αιτητής επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε ως εκπρόθεσμη την προσφυγή του, κατά της απόλυσής του από τη θέση Ωρομίσθιου Συγκολλητή στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Οι αιτιάσεις του εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος. Με δεδομένο ότι η απόλυση είχε περιέλθει στη γνώση του εφεσείοντα στις 23.1.02, η καταχώρηση της προσφυγής στις 2.12.04 [*134]ήταν σαφώς εκπρόθεσμη και όπως ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση καλώς εγνωσμένη νομολογία, η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να καταχωρείται προσφυγή είναι ανατρεπτική, ως ζήτημα δε δημόσιας τάξης, ερμηνεύεται αυστηρά.

Ως προς το συναφές επιχείρημα, το οποίο κατά λογική αλληλουχία προηγείτο σε εξέταση, της χρησιμοποίησης δηλαδή του Καν. 16 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, απλή ανάγνωσή του καθιστά σαφές ότι οι πρόνοιές του καμιά εφαρμογή δεν έχουν στα παρόντα γεγονότα.  Όπως ρητά προνοείται από τον Κανονισμό, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να δεχθεί τη διαβίβαση της υπόθεσης όταν αυτή «άρχεται» ενώπιον άλλου Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια η τυχόν διαβίβαση είναι επιτρεπτή μόνο κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης. Δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στις περιπτώσεις όπου το άλλο Δικαστήριο όχι μόνο ανέλαβε δικαιοδοσία αλλά και την περάτωσε στη γνώση και με τη συγκατάθεση του ιδίου του εφεσείοντα χωρίς, μάλιστα, ποτέ να ζητηθεί σ’ οποιοδήποτε προγενέστερο στάδιο η διαβίβαση της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Yπ. Aρ. 1124/04), ημερ. 16/10/06.

Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Χατζηγεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων απολύθηκε με την κοινοποιηθείσα σ’ αυτόν επιστολή ημερ. 23.1.02 μετά από πειθαρχική δίωξη εναντίον του από τη θέση του Ωρομίσθιου Συγκολλητή στο Τμήμα [*135]Αναπτύξεως Υδάτων με τοποθέτηση στο Υδατικό Έργο Βασιλικού Πεντάσχοινου.

Στις 4.3.02 εκπροσωπούμενος από δικηγόρο, υπέβαλε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδιώκοντας διάταγμα με το οποίο να διατασσόταν η Δημοκρατία μέσω του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος να τον επαναπροσλάβει στην υπηρεσία, διαζευκτικά δε αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση, πληρωμή αντί προειδοποίησης, οφειλόμενα οδοιπορικά, νόμιμο τόκο και έξοδα. Στις 9.2.04 η αίτηση αυτή συμβιβάστηκε στην παρουσία του ιδίου του αιτητή και δικηγόρου εκ μέρους του, με αποτέλεσμα να εκδοθεί εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του για το ποσό των £2.000, πλέον έξοδα σε πλήρη διευθέτηση και ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του. 

Λίγο αργότερα ο εφεσείων, αλλάζοντας προφανώς γνώμη, απέστειλε επιστολή ημερ. 15.3.04 προς το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών μη αποδεχόμενος τον εξώδικο συμβιβασμό προβάλλοντας ταυτόχρονα τον ισχυρισμό ότι δεν είχε εξουσιοδοτήσει τον τότε δικηγόρο του να προβεί στη διευθέτηση αυτή, η οποία κατά την άποψη του έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του και κατόπιν άσκησης ψυχολογικής πίεσης και παραπλάνησης του ως προς τα νόμιμα δικαιώματα του.  Στη συνέχεια ενεργώντας με τον νυν δικηγόρο του, απέστειλε επιστολή ημερ. 5.4.04 στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ζητώντας την επανεξέταση και ανάκληση της απόφασης απόλυσης του ισχυριζόμενος ότι η υπηρεσία του στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων έπρεπε να θεωρείτο ως δημόσια υπηρεσία στην έννοια του Άρθρου 122 του Συντάγματος και ότι η όλη διαδικασία της πειθαρχικής δίωξης εναντίον του, ενέπιπτε στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Το Υπουργείο απάντησε αρνητικά με επιστολή ημερ. 27.4.04, παραπέμποντας στην εκ συμφώνου διευθέτηση και απόφαση που εκδόθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. 

Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση προσφυγής με την οποία ζητείτο δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση για απόλυση ήταν άκυρη και χωρίς οποιαδήποτε νομικά αποτελέσματα, καθώς και δήλωση ότι η προσφυγή θα έπρεπε να θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσα εφόσον αντί να καταχωρηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου ως αποκλειστικά αρμόδιο να εκδικάσει την προκύψασα διαφορά κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος, καταχωρήθηκε λόγω νομικής πλάνης η προαναφερθείσα αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ενώπιον του οποίου αντικανονικά συμβιβά[*136]στηκε η διαφορά. Τα νομικά σημεία που στήριξαν την προσφυγή ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, χωρίς δέουσα έρευνα και με πλάνη περί τα ουσιώδη γεγονότα, καθώς και με παραβίαση των ελαχίστων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε άτομο που παραπέμπεται σε πειθαρχική δίκη. Πρόσθετα, ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο και ελαττωματικά συγκροτημένο διοικητικό όργανο.

Πρωτοδίκως η προσφυγή απερρίφθη λόγω του εκπροθέσμου της, ενώ οι περί πλάνης ισχυρισμοί ως προς την καταχώρηση της αίτησης σε αναρμόδιο Δικαστήριο, δεν θεωρήθηκαν βάσιμοι ώστε να επιδράσουν θετικά σε σχέση με το εμπρόθεσμο της. 

Προβλήθηκαν και ενώπιον της Ολομέλειας παρόμοιοι με την πρωτόδικη διαδικασία λόγοι, με προεξάρχον το στοιχείο ότι λανθασμένα πρωτοδίκως θεωρήθηκε εκπρόθεσμη η προσφυγή. Κατά την εισήγηση του κ. Ευτυχίου από τη στιγμή που εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός του χρονικού περιθωρίου των 75 ημερών, μετά την κοινοποίηση σε αυτόν της απόλυσης του, ο αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η καταχώρηση της προσφυγής έπρεπε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη εφόσον το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ως Δικαστήριο τεταγμένο υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ταυτόχρονα αναρμόδιο να εκδικάσει και να εκδώσει την εκ συμφώνου απόφαση, έπρεπε με βάση τον Καν. 16 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, να διαβιβάσει την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο προς εκδίκαση με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. 

Οι ως άνω αιτιάσεις του εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος. Με δεδομένο ότι η απόλυση είχε περιέλθει στη γνώση του εφεσείοντα στις 23.1.02, η καταχώρηση της προσφυγής στις 2.12.04 ήταν σαφώς εκπρόθεσμη και όπως ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση καλώς εγνωσμένη νομολογία, η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να καταχωρείται προσφυγή είναι  ανατρεπτική ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ερμηνεύεται δε αυστηρά (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260 και Ν. Χαραλάμπους: Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης 2η έκδ. σελ. 162).

Ως προς το συναφές επιχείρημα, το οποίο κατά λογική αλληλουχία προηγείτο σε εξέταση, της χρησιμοποίησης δηλαδή του Καν. 16 κατά τον τρόπο που αναφέρθηκε ανωτέρω, απλή ανάγνωση του καθιστά σαφές ότι οι πρόνοιες του καμιά εφαρμογή δεν [*137]έχουν στα παρόντα γεγονότα. Όπως ρητά προνοείται από τον Κανονισμό, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να δεχθεί τη διαβίβαση της υπόθεσης όταν αυτή «άρχεται» ενώπιον άλλου Δικαστηρίου.  Με άλλα λόγια η τυχόν διαβίβαση είναι επιτρεπτή μόνο κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης. Δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στις περιπτώσεις όπου το άλλο Δικαστήριο όχι μόνο ανέλαβε δικαιοδοσία αλλά και την περάτωσε στη γνώση και με τη συγκατάθεση του ιδίου του εφεσείοντα χωρίς, μάλιστα, ποτέ να ζητηθεί σ’ οποιοδήποτε προγενέστερο στάδιο η διαβίβαση της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται ότι ο εφεσείων δεν ήγειρε την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών μόνος του αλλά είχε και χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες δικηγόρου που τον αντιπροσώπευσε, ενώ στην παρουσία του δικηγόρου του, αλλά και του ιδίου, αποδέχθηκε το συμβιβασμό της υπόθεσης του. Οι εκ των υστέρων προσπάθειες του εφεσείοντα με τις ενέργειες που έχουν προαναφερθεί και με στόχο να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της όλης διαδικασίας στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αλλά και τη δεσμευτικότητα της εκ συμφώνου εκδοθείσας υπέρ του απόφασης, αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις και προφάσεις για να περισωθεί, με ανέλπιδο τρόπο, μια κατάσταση η οποία εκ των πραγμάτων δεν διασώζεται.

Ενόψει των πιο πάνω σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο η προώθηση της υπόθεσης του εφεσείοντα αναχαιτίζεται από τα πρώτα της στάδια, χωρίς να χρειάζονται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο