(2008) 3 ΑΑΔ 149
[*149]4 Απριλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείoυσα-Καθ’ης η αίτηση,
v.
1. ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΜΕΣΙΗΤΗ,
3. ΜΑΡΙΝΑΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 153/2006)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Κριτήρια αξιολόγησης ― Αριθμοποίηση των κριτηρίων ― Προϋποθέσεις νομιμότητάς της ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Η αποτίμηση πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας σε 5 μονάδες, κρίθηκε παράνομη.
Η Δημοκρατία αμφισβήτησε με την έφεση την πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκαν οι διορισμοί των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λογιστή, Γενικό Λογιστήριο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η συμμετοχή του αιτητή στη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους έστω και αν ήταν ενημερωμένος για τη βαρύτητα των κριτηρίων, δεν του αποστερεί τη δυνατότητα να θέτει θέμα παρανομίας στον τρόπο βαθμολόγησης του πλεονεκτήματος ή αξιολόγησης της απόδοσής του στις γραπτές εξετάσεις. Δεν είναι εξάλλου λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στην διαδικασία αξιολόγησής του με [*150]επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως προς τη διαδικασία. Οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης που πρόβαλε ο αιτητής, δεν προσκρούουν με οποιοδήποτε τρόπο στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
2. Έχει αποφασισθεί ότι η αριθμοποίηση κριτηρίων που δεν προβλέπεται θεσμικά είναι επιτρεπτή, αλλά ότι η αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται σε αυτά επιδέχεται έλεγχο, όπως σε κάθε περίπτωση.
Η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μόνο μονάδες εν προκειμένω δεν έχει νομική βάση και επέδρασε ουσιαστικά στον αποκλεισμό αιτητή από τον κατάλογο των συστηθέντων και είχε δυσμενή κατάληξη στη συγκριτική αξιολόγησή του.
Η διαφορά του συγκεκριμένου αιτητή στην τελική κατάταξη από τον τελευταίο υποψήφιο που προτάθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον κατάλογο ήταν μικρή, αφού ο αιτητής συγκέντρωσε βαθμολογία 63,7, ενώ ο 40ος 67, και θα έπρεπε και αυτή να είχε προβληματίσει την ΕΔΥ.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κουντούρη κ.ά. v. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 1436/99 κ.ά., ημερ. 22.5.2001,
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 9/2003, ημερ. 28.3.2005.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.) (Συν. Yπ. Aρ. 697/04, 701/04, 775/04), ημερ. 2/10/06.
Λ. Ουστά με Τ. Ιακωβίδου, για την Εφεσείουσα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Λ. Χριστοδούλου για Κ. Χρυσοστομίδη, για την Εφεσίβλητη 3.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
[*151]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή αφορά στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 697/04, 701/04 και 775/04, οι οποίες πέτυχαν πρωτόδικα, με κατάληξη την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Ο αιτητής και οι αιτήτριες στις προσφυγές προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 5.4.04 με την οποία τα 10 Ε.Μ. διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Λογιστή, Γενικό Λογιστήριο, από την 1.6.04. Σε μεταγενέστερο στάδιο η προσφυγή 701/04 εναντίον των Ε.Μ. 4, 5, 7, 8 και 9 αποσύρθηκε.
Υποβλήθηκαν 364 αιτήσεις και η διαδικασία άρχισε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία σύστησε 40 υποψήφιους για τις υπό πλήρωση θέσεις, που συμπεριλάμβαναν τα Ε.Μ. και όλους τους αιτητές πλην του αιτητή στην προσφυγή 697/04.
Πριν τη σύσταση των 40 υποψηφίων, οι προσοντούχοι υποψήφιοι παρακάθησαν σε γραπτές εξετάσεις στα θέματα γλωσσικής ικανότητας, διαγραμματικής ικανότητας, αναλυτικής σκέψης και αριθμητικής ικανότητας. Προηγουμένως είχε ανακοινωθεί στους υποψηφίους ότι η βαρύτητα που θα διδόταν στην αξιολόγηση των υποψηφίων ήταν 60% για τη γραπτή εξέταση, 35% για την προφορική και 5% για την κατοχή του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας. Ανάμεσα στους υποψηφίους που συγκέντρωσαν τουλάχιστον 65 μονάδες ήταν οι αιτητές και τα Ε.Μ.. Ακολούθησε προφορική εξέταση και η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοσή τους, η οποία αιτιολογήθηκε και της αποδόθηκε η αντίστοιχη βαθμολογία που ανέφερα πιο πάνω. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ακολούθως αξιολόγησε τους υποψηφίους και τους κατέταξε με βάση την συνολική τους βαθμολογία σε πίνακα με σειρά προτεραιότητας.
Ο αιτητής στην 697/04, που κατετάγη 43ος στην συνολική κατάταξη, δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των συστηνομένων προς την ΕΔΥ. Αυτός απέστειλε επιστολή στην ΕΔΥ, η οποία έλαβε γνώση της επιστολής στις 24.3.04, με την οποία ζητούσε να περιληφθεί στους υποψηφίους που θα υποβάλλονταν σε προφορική εξέταση από την ΕΔΥ.
Το αίτημά του απορρίφθηκε με το πιο κάτω αιτιολογικό:
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω καθώς και όλα τας ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ότι το αίτημα του Θεοδώρου Γεωργίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, γιατί η Συμβουλευτική Επιτροπή περιέλαβε στον προκα[*152]ταρκτικό κατάλογο, που στη συνέχεια κλήθηκαν για να προσέλθουν σε προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, 40 υποψηφίους που πληρούσαν τα προκαθορισμένα κριτήρια. Επιπλέον, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι υποψήφιοι, του Θεοδώρου Γεωργίου περιλαμβανομένου, είχαν ενημερωθεί για τη βαρύτητα των κριτηρίων αυτών και προσήλθαν στις διαδικασίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς επιφύλαξη.»
Ο Γενικός Ελεγκτής που αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις της ΕΔΥ, σύστησε τα Ε.Μ. και ακολούθως η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοσή τους. Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα σχετικά κριτήρια των υποψηφίων, επέλεξε τα Ε.Μ., αιτιολογώντας την επιλογή της.
Σε όλες τις προσφυγές αμφισβητήθηκε η διαδικασία στη Συμβουλευτική Επιτροπή και ο τρόπος με τον οποίο η ΕΔΥ αξιολόγησε τα δεδομένα. Σε όλες τις προσφυγές προσβλήθηκε ως εσφαλμένο το χαμηλό ποσοστό μονάδων που καθορίστηκε στο πλεονέκτημα.
Στην προσφυγή 697/04 ο αιτητής πρόβαλε ισχυρισμούς που αφορούσαν το στάδιο πριν τον αποκλεισμό του, αφού δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των προσώπων που συστήθηκαν. Ισχυρίστηκε ότι η ΕΔΥ δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στο αίτημά του να συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο, προβάλλοντας ότι η προφορική συνέντευξη αποτέλεσε αποφασιστικό κριτήριο επιλογής και παραγνώρισε το γεγονός ότι, ενώ κατείχε το πλεονέκτημα και ενώ είχε αποδώσει εξαιρετικά και στα γραπτά, αποκλείστηκε. Επισημαίνει επίσης ότι η ΕΔΥ είχε τη δυνατότητα να δεχθεί πολλαπλό αριθμό υποψηφίων απ’αυτό που πρότεινε η Συμβουλευτική Επιτροπή δυνάμει του Άρθρου 34(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
Το παράπονο του αιτητή αναφορικά με το πλεονέκτημα ήταν ότι η λογική της αριθμοποίησης του κριτηρίου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν νόμιμη, αφού παρέκαμπτε έτσι την ανάγκη της ειδικής αιτιολογίας για παραγνώρισή του. Θεωρήθηκε εσφαλμένα από την ΕΔΥ ότι, εφόσον ο αιτητής είχε ενημερωθεί για τη βαρύτητα των κριτηρίων εκ των προτέρων και έλαβε μέρος στη διαδικασία, ανεπιφύλακτα δεν είχε δικαίωμα να παραπονεθεί για τη μη συμπερίληψή του στον κατάλογο.
Επί του προκειμένου ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, με το σκεπτικό του οποίου και συμφωνούμε, έκρινε τα ακόλουθα:
[*153]«. . . η συμμετοχή του αιτητή στη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους έστω και αν ήταν ενημερωμένος για τη βαρύτητα των κριτηρίων, δεν του αποστερεί τη δυνατότητα να θέτει θέμα παρανομίας στον τρόπο βαθμολόγησης του πλεονεκτήματος ή αξιολόγησης της απόδοσης του στις γραπτές εξετάσεις. Δεν είναι εξάλλου λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στην διαδικασία αξιολόγησης του με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως προς τη διαδικασία. Δεν θεωρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής εδώ προσκρούουν με οποιοδήποτε τρόπο στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.»
Έχει αποφασισθεί ότι η αριθμοποίηση κριτηρίων που δεν προβλέπεται θεσμικά είναι επιτρεπτή (δέστε Κουντούρη κ.ά. v. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 1436/99 κ.ά., ημερ. 22.5.01), αλλά ότι η αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται σε αυτά επιδέχεται έλεγχο, όπως σε κάθε περίπτωση (Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 9/2003, ημερ. 28.3.05).
Το πρόβλημα που δημιουργείται στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επεσήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής, ήταν ότι στην αριθμοποίηση συμπεριλήφθηκε και το πλεονέκτημα, χωρίς επιπλέον να δίδεται αιτιολόγηση για την αποτίμησή του με 5 μόνο μονάδες, ενώ για τη μη επιλογή υποψηφίου, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα, απαιτείται, σύμφωνα με τη νομολογία, να δίδεται ειδική αιτιολογία. Ο σχολιασμός του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή και η κατάληξή του επί του προκειμένου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Παραθέτουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα αυτούσιο:
«Δεν παραγνωρίζω βέβαια το γεγονός ότι το διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά την αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται στα στοιχεία κρίσης. Όμως αυτή η βαρύτητα πρέπει να αντικατοπτρίζει και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας σε συνδυασμό με τη φύση των καθηκόντων της θέσης. Ο πυρήνας της θέσης δεν ήταν τα διοικητικά αλλά τα λογιστικά καθήκοντα, στην άσκηση των οποίων όπως ρητά εξειδικεύει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, η διετής λογιστική/ελεγκτική πείρα ως πλεονέκτημα, είχε βαρύνουσα σημασία. Επίσης οι γραπτές εξετάσεις που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική, αν και αναδεικνύονται από τη νομολογία σε αντικειμενικό μέσο αξιολόγησης κάποιων ικανοτήτων ή γνώσεων των υποψηφίων και παρά το ότι προκαθορίστηκε η βαρύτητα τους [*154]στο 60% της αξιολόγησης, η ΕΔΥ δεν φαίνεται να συνυπολόγισε την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές στο στάδιο του τελικού καταλόγου, ενώ έλαβε σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων που διεξήχθησαν επίσης από τη Συμβουλευτική.
Δεν εξηγείται διαφορετικά πώς ο αιτητής που κατετάγη 45ος στα γραπτά με βαθμολογία 41,7 και κατείχε και το πλεονέκτημα δεν συστήθηκε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 2 που κατετάγη 74η (βαθμολογία 39) και του ενδιαφερόμενου μέρους 10 που κατετάγη 67ος (βαθμολογία 39,5) και δεν διέθεταν το πλεονέκτημα.»
Διαπιστώνουμε και εμείς, όπως ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μόνο μονάδες δεν έχει νομική βάση και επέδρασε ουσιαστικά στον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των συστηθέντων και είχε δυσμενή κατάληξη στη συγκριτική αξιολόγησή του έναντι ιδιαίτερα των δύο συγκεκριμένων Ε.Μ. που συγκέντρωσαν 70 και 72,5 συνολικούς βαθμούς έναντι 63,7 του αιτητή.
Όπως παρατήρησε επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, το ότι η διαφορά του αιτητή στην τελική κατάταξη από τον τελευταίο υποψήφιο που προτάθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον κατάλογο ήταν μικρή, αφού ο αιτητής συγκέντρωσε βαθμολογία 63,7, ενώ ο 40ος 67, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει την ΕΔΥ.
Γι’ αυτούς τους λόγους, στους οποίους βασίστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απόφαση σε όποια έκταση αφορά την προσφυγή 697/04 ήταν, κατά την κρίση μας, ορθή και πρέπει να επικυρωθεί.
Εν όψει της κατάληξής μας και έχοντας υπόψη ότι το αποτέλεσμα της έφεσης σχετικά με την 697/04 ακυρώνει την επίδικη πράξη στην ολότητά της, αφού αφορά όλα τα Ε.Μ., δεν κρίνουμε αναγκαίο να εξετάσουμε περαιτέρω άλλους λόγους και ισχυρισμούς που προβλήθηκαν ενώπιον μας, αναφορικά με τις άλλες δύο συνεκδικασθείσες υποθέσεις.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο