G.P. Iron & Wood Makers Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 155

(2008) 3 ΑΑΔ 155

[*155]14 Απριλίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

G.P. IRON & WOOD MAKERS LTD,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    (ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ),

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 20/2006)

 

Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ― Ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αρχής ― Κατά πόσο έχει δικαίωμα εμφανίσεως στη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής και ο επιτυχών προσφοροδότης ― Ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Ν.101(Ι)/03, σε συνδυασμό και με το Ν.158(Ι)/99.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Το δικαίωμα ακροάσεως του διοικουμένου ― Εμβέλεια του Αρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, σε σχέση με την διαδικασία ιεραρχικών προσφυγών και ειδικά ως προς την ιεραρχική προσφυγή του Αρθρου 56 του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου αρ. 101(Ι)/03.

Προσφορές ― Όροι ― Ουσιώδεις όροι ― Συνέπειες από την παραβίασή τους ― Περιστάσεις της παραβίασης ουσιώδους όρου των προσφορών στην κριθείσα περίπτωση.

Η εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή της κατά της ακύρωσης της υπέρ της κατακύρωσης των επίδικων προσφορών, αλλά και κατά της κατακύρωσής τους στη συνέχεια στο ενδιαφερόμενο μέρος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*156]έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η ιεραρχική  προσφυγή εν προκειμένω ασκήθηκε δυνάμει των σχετικών διατάξεων του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου Αρ. 101(Ι)/03 και ιδιαίτερα δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV που έχει εγκαθιδρύσει την Αναθεωρητική Αρχή και έχει προνοήσει στο Αρθρο 56, την δυνατότητα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής και της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την άσκηση αυτή. 

     Οι προθεσμίες που έχουν τεθεί στο Νόμο συνάδουν με τις πρόνοιες της Κοινοτικής Οδηγίας 89/665/Ε.Ο.Κ. ημερ. 21.12.89, η οποία και είναι η βασική Οδηγία από τις έξι Κοινοτικές Οδηγίες που αναφέρονται στο προοίμιο του Νόμου, ο οποίος και ψηφίστηκε για να εναρμονίσει την ημεδαπή νομοθεσία με το κοινοτικό κεκτημένο. 

     Ο Νόμος ρητά καθορίζει σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής ποια άτομα πρέπει να κληθούν και να ακουστούν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής. Στην υπό κρίση περίπτωση αυτό ακριβώς έπραξε η Αναθεωρητική Αρχή τηρώντας αυστηρά τις χρονικές και άλλες ουσιαστικές διαδικασίες του Νόμου. Το ερώτημα προκύπτει κατά πόσο οι πρόνοιες αυτές είναι αφενός ρητές και εξαντλητικές και αφετέρου αν το δικαίωμα ακρόασης σε άτομα ή εταιρείες, όπως η εφεσείουσα, θα πρέπει να «ενσωματωθεί» ή «διαβαστεί» υπό το πρίσμα του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99 που έχει κωδικοποιήσει, όπως αναφέρεται στον τίτλο του, τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ως προς τη δράση της δημόσιας διοίκησης. 

2.  Ο καθορισμός όμως των προσώπων που η Αναθεωρητική Αρχή οφείλει εκ του Νόμου να καλέσει, έμμεσα αποκλείει οποιοδήποτε άλλο. Αν, πρόθεση του Νομοθέτη, τόσο από πλευράς Ευρωπαϊκής Οδηγίας, όσο και από πλευράς της Βουλής των Αντιπροσώπων, ήταν η παροχή του δικαιώματος ακρόασης και σε προσφοροδότες όπως η εφεσείουσα, θα αναμενόταν η σαφής προς τούτο τοποθέτηση. 

     Ο Νόμος 158(Ι)/99 και ιδιαίτερα το Αρθρο 43(1) αυτού, προβλέπει δικαίωμα ακρόασης, σε εκείνες τις πράξεις της διοίκησης οι οποίες επηρεάζουν πρόσωπο ή συνιστούν μέτρο πειθαρχικής φύσης ή άλλως έχουν το χαρακτήρα της κύρωσης ή θεωρούνται δυσμενούς φύσης.  Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης η διοίκηση δεν έχει λάβει κάποιο δυσμενές μέτρο ή εξέδωσε πράξη [*157]από την οποία επηρεάστηκε η εφεσείουσα με την έννοια του Αρθρου 43(1). Εφόσον η εφεσείουσα δεν θα είχε δικαίωμα ακρόασης ενώπιον της αναθέτουσας αρχής, στο πρώτο δηλαδή διοικητικό βαθμό, τότε δεν μπορεί να έχει δικαίωμα ακρόασης ούτε στο δεύτερο διοικητικό βαθμό, δηλαδή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία και ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της αναθέτουσας αρχής.

3.  Σύμφωνα με πάγιες νομολογημένες αρχές, οι όροι των δημοσίων προσφορών εφόσον είναι ουσιώδεις εφαρμόζονται αυστηρά ως θέμα ευρύτερης δημόσιας τάξης και συνέπειας. Ορθά εν προκειμένω, η Αναθεωρητική Αρχή στη σελ. 10 της απόφασής της, μη αποδεχόμενη ενώπιόν της τις αιτιάσεις της αναθέτουσας αρχής ως προς τη σημασία των όρων 2.1 και 2.2., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε «….. σαφής παραβίαση ουσιώδους όρου των προσφορών και του περιεχόμενου της επιστολής ημερομηνίας 19.12.2003, που βασίστηκε στους όρους αυτούς, από τους δύο οικονομικούς φορείς.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Εταιρεία Medvision Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Υπόθ. Αρ. 1482/2005, ημερ. 15.1.2007,

G.E.D. Metal Industry Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών (1991) 4 Α.Α.Δ. 584,

Maliotis Eng. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2519,

Βασίλης Χαράκης & Υιός Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2327.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Yπ. Aρ. 959/04), ημερ. 17/1/06.

Ξ. Ξενοφώντος, για την Εφεσείουσα.

Μ. Θεοκλήτου, για τους Εφεσίβλητους.

[*158]Καμιά εμφάνιση, για την Ενδιαφερόμενη εταιρεία.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε στις 17.1.06 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που ασκήθηκε από την εφεσείουσα εναντίον της ακύρωσης από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών (εφεξής «η Αναθεωρητική Αρχή») της υπέρ της κατακυρωθείσας προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή  που ήταν οι Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, σε σχέση με την προμήθεια διαφόρων σχολικών επίπλων και εναντίον  της κατακύρωσης υπέρ της Τάκης Χαραλάμπους & Σία Λίμιτεδ (εφεξής «η ενδιαφερόμενη»).

Σε συντομία τα γεγονότα που οδήγησαν στη διαφορά έχουν ως εξής: Μετά την προκήρυξη της προσφοράς υπ’ αρ. 106/2003 στις 8.8.03 που δημοσίευθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας από την αναθέτουσα αρχή, η εφεσείουσα μαζί με άλλους προσφοροδότες υπέβαλαν σχετικές προσφορές για διάφορα είδη σχολικών επίπλων, στη δε εφεσείουσα κατακυρώθηκε στις 21.5.04 η προσφορά για 14 είδη από το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού το οποίο και υιοθέτησε σχετική εισήγηση της συσταθείσας επιτροπής αξιολόγησης. Στις 15.6.04 η ενδιαφερόμενη στην οποία επίσης είχε κατακυρωθεί η προσφορά για 22 άλλα είδη, υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή ιεραρχική προσφυγή η οποία στις 4.8.04 αποφάσισε ομόφωνα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της αναθέτουσας αρχής, λόγω παράβασης των όρων της προσφοράς που σχετίζονται με την παρουσίαση και επιθεώρηση των δειγμάτων, χωρίς να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι της ιεραρχικής προσφυγής (δέστε σελ. 9 παρ. Ε της απόφασης ημερ. 4.8.04). Ακολούθησε επαναξιολόγηση των προσφορών από την τμηματική επιτροπή αξιολόγησης και η ανάθεση εν τέλει στην εταιρεία πρόσθετης προσφοράς για ορισμένα από τα είδη, θέτοντας εκτός διαδικασίας τόσο την εφεσείουσα όσο και μια άλλη προσφοροδότρια εταιρεία. Ακολούθησε προσφυγή και για τις δύο αποφάσεις, δηλαδή, τόσο της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής όσο και της μεταγένεστερης απόφασης της αναθέτουσας αρχής μετά την επαναξιολόγηση των προσφορών. Πρωτοδίκως απερρίφθη το επιχείρημα των εφεσιβλήτων ότι προσβάλλονταν δύο ξέχω[*159]ρες και αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις και η απόφαση αυτή δεν αποτελεί το αντικείμενο αντέφεσης. Η ίδια η έφεση επικεντρώθηκε σε τρεις λόγους που σχετίζονταν με τις περαιτέρω αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά (i) με την έλλειψη αιτιολογημένης απόφασης από την αναθέτουσα αρχή στη γνωστοποίηση της πρόθεσης της εταιρείας να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή, (ii) την αδυναμία της ίδιας της εφεσείουσας να παρουσιάσει δείγματα σε τακτή προθεσμία, αδυναμία που θεωρήθηκε ότι παραβίασε ουσιώδη όρο της προσφοράς, ενώ ταυτόχρονα η αναθέτουσα αρχή της είχε παραχωρήσει παράταση χωρίς να πληροφορήσει τους άλλους προσφοροδότες και (iii) ότι τόσο η αναθέτουσα αρχή όσο και η Αναθεωρητική Αρχή δεν ήταν υποχρεωμένες να δώσουν δικαίωμα ακρόασης στην εφεσείουσα πριν προχωρήσουν στην τελική απόφαση τους.

Κατά την ακρόαση ενώπιον της Ολομέλειας, ο κ. Ξενοφώντος απέσυρε τον πρώτο λόγο έφεσης, επιμένοντας όμως στους επόμενους δύο λόγους εκ των οποίων ανέπτυξε στην ουσία μόνο τον τρίτο λόγο έφεσης, κατά πόσο δηλαδή θα έπρεπε να δοθεί το δικαίωμα ακρόασης από την Αναθεωρητική Αρχή και στην εφεσείουσα κατά το στάδιο που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή της εταιρείας.  Κατά την εισήγηση του συνηγόρου, ο οποίος στην πορεία της συζήτησης διευκρίνισε ότι δεν επέμενε στην εισήγηση ότι τέτοιο δικαίωμα ακρόασης θα έπρεπε να είχε δοθεί και από την αναθέτουσα αρχή, η εφεσείουσα, ως ήδη επιτυχούσα προσφοροδότρια και έχουσα το αναγκαίο έννομο συμφέρον, έπρεπε να κληθεί σε ακρόαση για να ακουστούν οι απόψεις της κατά την εξέταση του θέματος από την Αναθεωρητική Αρχή. Αυτό διότι η εφεσείουσα μετά την κατακύρωση σε αυτήν της προσφοράς από την αναθέτουσα αρχή συγκεκριμενοποιήθηκε πλέον ως επηρεαζόμενη, παρέπεμψε δε στην απόφαση Εταιρεία Medvision Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Yπόθ. Aρ. 1482/2005, ημερ. 15.1.2007, στην οποία ο Χατζηχαμπής, Δ., αποφάσισε, κατ’ ανάλογο προς την εισήγηση του, τρόπο. 

Από την άλλη η κα Θεοκλήτου υιοθετούσα τη δική της αγόρευση κατ’ έφεση, παρέπεμψε σε τρεις άλλες πρωτόδικες και δημοσιευμένες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που οδηγούν, κατά την εισήγηση της, στην αντίθετη κατεύθυνση.  Ταυτόχρονα, τόνισε το σημείο της πρωτόδικης υπό κρίση απόφασης όπου αναφέρεται ότι και αν ακόμη στην εφεσείουσα δινόταν το δικαίωμα ακρόασης, αυτή δεν θα μπορούσε να αναφέρει οτιδήποτε σημαντικό εφόσον ήταν η ίδια σε σαφή παραβίαση ουσιώδους όρου της προσφοράς. Τέλος, παρέπεμψε και στη σχετική [*160]Κοινοτική Οδηγία η οποία, κατά την άποψη της, δεν δίνει τέτοιο δικαίωμα ακρόασης. 

Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα τον τρίτο αυτό λόγο έφεσης που σχετίζεται με το δικαίωμα ακρόασης, ορθό είναι να τεθεί το νομικό πλαίσιο που διέπει την ευρύτερη διαφορά των διαδίκων. Η ιεραρχική προσφυγή  από  την εταιρεία ασκήθηκε δυνάμει των σχετικών διατάξεων του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου Αρ. 101(Ι)/03 (εφεξής «ο Νόμος») και ιδιαίτερα δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV που έχει εγκαθιδρύσει την Αναθεωρητική Αρχή και έχει προνοήσει στο Άρθρο 56, την δυνατότητα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής και της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την άσκηση αυτή.  Ορθό είναι ότι το εδάφιο (7) του Αρθρου 56, δεν προνοεί την από πλευράς της Αναθεωρητικής Αρχής κλήση και του προσώπου που επηρεάζεται από την ιεραρχική προσφυγή. Αντίθετα, προνοείται ότι η Αναθεωρητική Αρχή μέσα σε προθεσμία δύο ημερών από την καταχώριση της ιεραρχικής προσφυγής, κοινοποιεί στην αναθέτουσα αρχή την προσφυγή, ζητά από αυτή την υποβολή εντός δέκα ημερών γραπτής έκθεσης και αφού γίνει τούτο, η Αναθεωρητική Αρχή ορίζει σύντομη ημερομηνία για εξέταση της προσφυγής και εγγράφως «….. καλεί τόσο τον ενδιαφερόμενο ή αντιπρόσωπο του όσο και την αναθέτουσα αρχή ή αντιπρόσωπο της να παρουσιαστούν ενώπιον της και να εκθέσουν τις απόψεις τους αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα που εγείρεται στην εξεταζόμενη από αυτή ιεραρχική προσφυγή.». 

Οι προθεσμίες που έχουν τεθεί στο Νόμο αυτό συνάδουν με τις πρόνοιες της Κοινοτικής Οδηγίας 89/665/Ε.Ο.Κ. ημερ. 21.12.89, η οποία και είναι η βασική Οδηγία από τις έξι Κοινοτικές Οδηγίες που αναφέρονται στο προοίμιο του Νόμου, ο οποίος και ψηφίστηκε για να εναρμονίσει την ημεδαπή νομοθεσία με το κοινοτικό κεκτημένο. Ιδιαίτερα, τονίζεται ότι στο προοίμιο της Οδηγίας αυτής αναγνωρίζεται ότι οι υφιστάμενοι μηχανισμοί για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, δεν ήταν πάντοτε επαρκείς, γι’ αυτό στόχος της Οδηγίας ήταν η διόρθωση των παραβάσεων εκείνων μέσα στα πλαίσια του όλου πλέγματος των συμβάσεων του δημοσίου, απαιτώντας σημαντική αύξηση στις εγγυήσεις διαφάνειας και μη διάκρισης. Το Αρθρο 1 της Οδηγίας προνοεί για τη λήψη μέτρων για την άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατό ταχύτερων προσφυγών και αποφάσεων από τις αναθέτουσες αρχές.

[*161]Ο Νόμος έχει σαφώς καθορίσει πέραν των προαναφερομένων προθεσμιών, μέσα στις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ιδιαιτέρως και η πρόνοια του Αρθρου 56(12) για την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κατά ανώτατο όριο σε τριάντα μέρες από την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής, ρητά και τα πρόσωπα τα οποία θα πρέπει να εμφανιστούν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής που, όπως έχει προαναφερθεί, είναι η αναθέτουσα αρχή και ο προσφεύγων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, που στο σχετικό Αρθρο 56(7), μνημονεύεται ως «ο ενδιαφερόμενος». Στα πλαίσια της ταχείας αυτής εξέτασης από την Αναθεωρητική Αρχή, προνοείται  στην  επιφύλαξη του εδαφίου (7) του Αρθρου 56 ότι η εξέταση μπορεί να γίνει και κατά συνοπτικό τρόπο με αποτέλεσμα την απόρριψη εκείνης της ιεραρχικής προσφυγής που κρίνεται αβάσιμη, χωρίς καν ο ενδιαφερόμενος ή η αναθέτουσα αρχή να καλούνται ενώπιον της. 

Περαιτέρω, καθορίζεται από το εδάφιο (8) του Αρθρου 56 ότι η Αναθεωρητική Αρχή δύναται να εκδώσει μετά από μονομερή αίτηση του ενδιαφερομένου προσωρινό μέτρο αναστέλλοντας τη διαδικασία ανάθεσης ή εκτέλεσης οποιασδήποτε πράξης ή απόφασης της αναθέτουσας αρχής για περίοδο μέχρι δύο ημέρες, οπότε και καλείται ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και η ίδια η αναθέτουσα αρχή για να εκθέσει τις απόψεις της γιατί να μην παραταθεί η ισχύς του διατάγματος μέχρι την έκδοση της τελικής κρίσης επί της ιεραρχικής προσφυγής, που υπενθυμίζεται ότι γίνεται το αργότερο εντός τριάντα ημερών από την άσκηση της.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά και το εδάφιο (9) το οποίο καθιστά επιβεβλημένο να σταθμιστεί η τυχόν βλάβη από την έκδοση προσωρινού μέτρου επί «των συμφερόντων τρίτων», χωρίς όμως να προνοείται ταυτόχρονα και η παροχή δικαιώματος ακροάσεως των τρίτων αυτών προσώπων. Ένα τέτοιο τρίτο πρόσωπο θα ήταν βέβαια και το άτομο ή η εταιρεία προς την οποία κατακυρώθηκε η προσφορά από την αναθέτουσα αρχή, εναντίον της οποίας και ασκείται η ιεραρχική προσφυγή.

Ο εξειδικευμένος λοιπόν αυτός Νόμος ρητά καθορίζει σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής ποια άτομα πρέπει να κληθούν και να ακουστούν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.  Στην υπό κρίση περίπτωση αυτό ακριβώς έπραξε η Αναθεωρητική Αρχή τηρώντας αυστηρά τις προαναφερθείσες χρονικές και άλλες ουσιαστικές διαδικασίες του Νόμου. Το ερώτημα προκύπτει κατά πόσο οι πρόνοιες αυτές είναι αφενός ρητές και εξαντλητικές και αφετέρου αν το δικαίωμα ακρόασης σε άτομα ή εταιρείες, όπως η εφεσείουσα, θα πρέπει να «ενσωματωθεί» ή «διαβαστεί» υπό [*162]το πρίσμα του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99 που έχει κωδικοποιήσει, όπως αναφέρεται στον τίτλο του, τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ως προς τη δράση της δημόσιας διοίκησης. 

Ως προς το πρώτο ερώτημα είναι σαφές από το καθαρό λεκτικό του Νόμου ότι ρητά δεν παρέχεται δικαίωμα ακρόασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής σε εκείνους προς τους οποίους έχουν κατακυρωθεί από την αναθέτουσα αρχή οι προσφορές. Το Αρθρο 43(1) του Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, προνοεί για το δικαίωμα ακροάσεως «…. εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά ….». Ο καθορισμός των προσώπων που η Αναθεωρητική Αρχή οφείλει εκ του Νόμου να καλέσει, έμμεσα αποκλείει οποιοδήποτε άλλο. Αν, πρόθεση του Νομοθέτη, τόσο από πλευράς Ευρωπαϊκής Οδηγίας, όσο και από πλευράς της Βουλής των Αντιπροσώπων, ήταν η παροχή του δικαιώματος ακρόασης και σε προσφοροδότες όπως η εφεσείουσα, θα αναμενόταν η σαφής προς τούτο τοποθέτηση. Αντίθετα, καθορίστηκαν τα συγκεκριμένα άτομα που η Αναθεωρητική Αρχή οφείλει να ακούσει.

Αλλά, κρίνεται ότι και η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.  Ο Νόμος 158(Ι)/99 και ιδιαίτερα το Αρθρο 43(1) αυτού, προβλέπει δικαίωμα ακρόασης, σε εκείνες τις πράξεις της διοίκησης οι οποίες επηρεάζουν πρόσωπο ή συνιστούν μέτρο πειθαρχικής φύσης ή άλλως έχουν το χαρακτήρα της κύρωσης ή θεωρούνται δυσμενούς φύσης. Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης η διοίκηση δεν έχει λάβει κάποιο δυσμενές μέτρο ή εξέδωσε πράξη από την οποία επηρεάστηκε η εφεσείουσα με την έννοια του Αρθρου 43(1). Η εφεσείουσα ως προσφοροδότρια υπέβαλε αίτηση για να της κατακυρωθεί η επίδικη προσφορά και δεν θα είχε δικαίωμα να ακουστεί από την αναθέτουσα αρχή, όπως ρητά αναγνώρισε και ο κ. Ξενοφώντος ενώπιον της Ολομέλειας κατά την ακρόαση της υπόθεσης, εφόσον η απόφαση της αναθέτουσας αρχής αποτελούσε έργο εντός της διακριτικής ευχέρειας της, πάντοτε βεβαίως μετά από δέουσα έρευνα και με ορθή αιτιολογία.  Εφόσον η εφεσείουσα δεν θα είχε δικαίωμα ακρόασης ενώπιον της αναθέτουσας αρχής, στο πρώτο δηλαδή διοικητικό βαθμό, τότε δεν μπορεί να έχει δικαίωμα ακρόασης ούτε στο δεύτερο διοικητικό βαθμό, δηλαδή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία και ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της αναθέτουσας αρχής. Με βάση τις διατάξεις του Αρθρου 56(10), η Αναθεωρητική Αρχή μπορεί να επικυρώσει ή να ακυρώσει την πράξη της αναθέτουσας αρχής ή ακόμη και να τροποποιήσει ή ακυρώσει οποιοδήποτε όρο των προσφορών αν είναι αντίθετος με το Νόμο. Η εφεσείουσα δεν θα ήταν δυνατό να αποκτήσει επομένως τελε[*163]σίδικο δικαίωμα στην κατακύρωση της προσφοράς μέχρις ότου εξεταζόταν και η τυχόν προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής από τον ενδιαφερόμενο, κατά το Αρθρο 56(1) του Νόμου, ή παρερχόταν η προθεσμία για άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής, σύμφωνα με το Αρθρο 56(6).

Από την πιο πάνω θεώρηση των πραγμάτων είναι σαφές ότι το Αρθρο 43(1) του Νόμου 158(Ι)/99 δεν τυγχάνει εφαρμογής.  Αλλά ούτε και το Αρθρο 43(2) έχει εφαρμογή, του οποίου η εμβέλεια πρέπει να θεωρείται ότι περιορίζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου γίνονται ισχυρισμοί εναντίον ενός προσώπου που έχουν σχέση όχι με απλά θέματα διοικητικής ενέργειας, περιλαμβανομένης και της διαδικασίας της ιεραρχικής προσφυγής, αλλά με θέματα προσωποπαγή. Τότε το διοικητικό όργανο «…. οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.».

Τέλος, ούτε το εδάφιο (5) του Αρθρου 43 εφαρμόζεται. Το λεκτικό του εδαφίου αυτού αναγνωρίζει το δικαίωμα ακρόασης «…. και στην περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής ….».   Κατ’ αρχάς η πιο πάνω διατύπωση αφήνει να νοηθεί ότι χωρίς αυτή τη ρητή πρόνοια δεν θα υπήρχε δικαίωμα ακρόασης στην περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής. Εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα ακρόασης που παρέχεται από το Αρθρο 43(5) αφορά στον ασκούντα την ιεραρχική προσφυγή.

Χάριν ολοκλήρωσης, να σημειωθεί ότι οι τρεις πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε η κα Θεοκλήτου (G.E.D. Metal Industry Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών (1991) 4 Α.Α.Δ. 584, Maliotis Eng. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2519 και Βασίλης Χαράκης & Υιος Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2327), παρόλο που διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της υπό κρίση έφεσης, εν τούτοις έχουν στοιχεία βοηθητικά ως προς την ευρύτερη αρχή του δικαιώματος ακροάσεως. Η πρώτη σχετιζόταν με διαδικασία απλής επαναφοράς για επανεξέταση θέματος που δεν ισοδυναμούσε με ανάκληση διοικητικής πράξης, ενώ γενικά στη διαδικασία προσφορών, το Συμβούλιο Προσφορών δεν είναι ανάγκη να ακούει τον προσφοροδότη εφόσον λαμβάνει την απόφαση του εξετάζοντας τα ενώπιον του στοιχεία χωρίς να είναι δικαστική αρχή ή πειθαρχική επιτροπή που διεξάγει έρευνα πριν την λήψη της απόφασης της. Σ’ αυτή την έννοια είναι που αναφέρθηκε η γενικότερη αρχή ότι «οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης δεν έχουν εφαρμογή σε καθαρά διοι[*164]κητικές διαδικασίες». (σελ. 596 της απόφασης G.E.D. Metal Industry Ltd και σελ. 2526 της Maliotis Eng. Ltd).

Έχοντας αποφασίσει ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα ακρόασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, πρέπει τώρα να εξεταστεί κατά πόσο η εφεσείουσα έχει δίκαιο στο άλλο σκέλος της παρούσας έφεσης.  Όσον αφορά το λόγο αυτό, θα πρέπει να λεχθεί ότι, σύμφωνα με πάγιες νομολογημένες αρχές, οι όροι των δημοσίων προσφορών εφόσον είναι ουσιώδεις εφαρμόζονται αυστηρά ως θέμα ευρύτερης δημόσιας τάξης και συνέπειας.  

Ο σχετικός όρος για την διαθεσιμότητα των δειγμάτων είναι ο όρος 2.1 στη σελ. 9 των ειδικών όρων της προσφοράς, όπως προκύπτει από τις «Οδηγίες προς τους Προσφοροδότες», μέρος του Τεκμ. 2 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχει δε ως εξής:

«2.1 Οι προσφοροδότες οφείλουν να έχουν διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή σε δικούς τους διαθέσιμους χώρους τα έπιπλα για τα οποία υπέβαλαν προσφορά για επιθεώρηση από λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας οποτεδήποτε τους ζητηθεί.»

Ακολουθεί ο όρος 2.2, ο οποίος προδιαγράφει ότι:

«2.2. Σε περίπτωση αδυναμίας του προσφοροδότη να εκτελέσει τα πιο πάνω, θα οδηγήσει σε απόρριψη της προσφοράς του.»

Προβάλλει από τα πιο πάνω ότι ο καθορισμός από την Αναθέτουσα Αρχή της ημερομηνίας 13.1.04 με τη σχετική επιστολή της ημερ. 19.12.03 (μέρος του Τεκμ. «2»), ως ημερομηνία για παρουσίαση των δειγμάτων ήταν καταλυτικής σημασίας.  Στην επιστολή αυτή καλούνταν οι προσφοροδότες να παρουσιάσουν στο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου Ακρόπολης, τα δείγματα των σχολικών επίπλων προς επιθεώρηση μέχρι τις 10.00 π.μ. της 13.1.04, και, ακολουθώντας τον όρον 2.2. που καταγράφηκε πριν, σημειώθηκε στο τέλος της επιστολής ότι η αδυναμία του προσφοροδότη να εκτελέσει τα στην επιστολή αναφερόμενα «….. θα οδηγήσει σε απόρριψη της προσφοράς του.». 

Η απόρριψη της προσφοράς στην πιο πάνω περίπτωση δεν τίθεται δυνητικά, αλλά επιτακτικά και από την ώρα που με τον καθορισμό από την Αναθεωρητική Αρχή συγκεκριμένου χρόνου παρουσίασης των δειγμάτων διαπιστώθηκε ότι η εφεσείουσα δεν τα είχε διαθέσιμα, θα έπρεπε να ακολουθήσει η απόρριψη της προσφοράς, αφού δεν τα είχαν διαθέσιμα «ανά πάσα στιγμή» [*165]και «οποτεδήποτε τους ζητηθεί», η δε αναθέτουσα αρχή δεν είχε δικαίωμα παράτασης του χρόνου κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας που δεν προβλέπεται από τους όρους. Ζήτημα παράτασης του χρόνου από την αναθέτουσα αρχή δεν μπορούσε να τίθεται αφού ο χρόνος καθορίζεται από τους όρους. Σε αντίθετη περίπτωση, η δημιουργία ανισότητας μεταξύ των προσφοροδοτών ως προς την εξ υπαρχής υποχρέωση τους να έχουν ανά πάσα στιγμή και οποτεδήποτε τους ζητηθεί, έτοιμα τα δείγματα προς επιθεώρηση, είναι πρόδηλη. Επικουρικά, λοιπόν, είναι που η Αναθεωρητική Αρχή, στη συνέχεια της σελ. 10 της απόφασης της, ανέφερε ότι η παράταση που δόθηκε από την αναθέτουσα αρχή στους προλεχθέντες οικονομικούς φορείς, μεταξύ των οποίων ήταν και η εφεσείουσα, παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Ορθά επομένως η Αναθεωρητική Αρχή στη σελ. 10 της απόφασης της, μη αποδεχόμενη ενώπιον της τις αιτιάσεις της αναθέτουσας αρχής ως προς τη σημασία των όρων 2.1 και 2.2., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε «….. σαφής παραβίαση ουσιώδους όρου των προσφορών και του περιεχόμενου της επιστολής ημερομηνίας 19.12.2003, που βασίστηκε στους όρους αυτούς, από τους δύο οικονομικούς φορείς, αριθμός 1) NORA FURNISHINGS LTD και αριθμός 5) G.P IRON & WOOD MAKERS LTD.». 

Ενόψει των πιο πάνω δεν διαπιστώνεται λάθος στην πρωτόδικη απόφαση. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο