(2008) 3 ΑΑΔ 358
[*358]17 Ιουλίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
MILOS DEJIC,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 107/2005)
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Αιτιολογία ― Τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης κρίθηκαν αιτιολογημένα, προεχόντως διότι επληρούτο αντικειμενικά η απαιτούμενη προϋπόθεση παράνομης διαμονής του αλλοδαπού στη Δημοκρατία ― Περιστάσεις εφαρμογής του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, στην κριθείσα περίπτωση.
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Κατά την εξέταση της νομιμότητας του διατάγματος απέλασης, δεν μπορεί να έχει βαρύτητα η νομιμότητα ή μη προηγηθέντων αποφάσεων επί του καθεστώτος παραμονής του αλλοδαπού, τις οποίες ο ίδιος επέλεξε να μην προσβάλει με προσφυγή.
Αναθεωρητική Έφεση ― Κατάργηση δίκης ― Κατά πόσο καθίσταται άνευ αντικειμένου η έφεση κατά της ακύρωσης διατάγματος απέλασης, εκ του λόγου ότι χορηγήθηκε στο μεταξύ στον αλλοδαπό άδεια παραμονής.
Η Δημοκρατία αξίωσε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που ακύρωσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του εφεσίβλητου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Πρωτοδίκως λανθασμένα θεωρήθηκε ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα, με αναφορά στο ότι η Διευθύντρια θεώρησε ότι ο [*359]εφεσίβλητος ήταν παράνομος μετανάστης από τις 27.4.01. Σημειώνεται ότι τα διατάγματα αυτά εκδόθηκαν χωρίς χρονική σύνδεση με την ημερομηνία 27.4.01.
Όταν η Διευθύντρια εξέδωσε τα προσβαλλόμενα διατάγματα, το έπραξε επί τη βάσει του ότι ο εφεσίβλητος κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, εφόσον παρά τις διάφορες χαριστικές προθεσμίες για περαιτέρω παραμονή του και παρά τη δέσμευσή του να αποχωρήσει από την Κύπρο, δεν το έπραξε. Τα εκδοθέντα διατάγματα είναι επομένως σαφή και έχουν δώσει προς τον εφεσίβλητο πλήρη αιτιολογία.
2. Ο εφεσίβλητος όφειλε σε κάθε στάδιο που οι αιτήσεις του με βάση οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή νομοθετική διάταξη απορρίπτονταν, να προσέφευγε στο Δικαστήριο κάτω από το Άρθρο 146.
Όπως υποδεικνύει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19, δεν μπορεί ο εφεσίβλητος προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασής του, τα οποία αφ’ εαυτών δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ’ ων, που απετέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοσή τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν. Η Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, σελ. 510, έθεσε τον ίδιο κανόνα.
3. Υπό κρίση είναι το διάταγμα κράτησης και απέλασης το οποίο ακυρώθηκε πρωτοδίκως και ασφαλώς η νομιμότητά του συναρτάται προς τα δεδομένα του χρόνου της έκδοσής του. Το γεγονός της χορήγησης προσωρινής άδειας παραμονής στον εφεσίβλητο, εξηγείται με αναφορά στο κενό που προέκυπτε ενόψει της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, ώστε να καλυφθεί η περίοδος παραμονής του εφεσίβλητου στην Κύπρο, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Το ζήτημα της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης και απέλασης διατηρεί αυτοτέλεια και δεν είναι αποδεκτή η θέση πως η έφεση έχασε το αντικείμενό της ώστε αυτής απορριπτομένης να παραμείνει ισχύουσα η ακυρωτική απόφαση, με όλες τις επιπτώσεις από αυτό.
Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση αποτυγχάνει. Εκδίδεται διαταγή όπως τα έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, επιδικασθούν υπέρ των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19,
[*360]Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.), (Yπ. Aρ. 371/05), ημερ. 26/7/05.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με βάση την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των καθ’ ων να εκδώσουν εναντίον του εφεσίβλητου νέα διατάγματα απέλασης και κράτησης του, επί τω ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι η επίδικη απόφαση είχε ληφθεί (i) χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα, (ii) υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και (iii) χωρίς επαρκή και ή καθόλου αιτιολογία.
Το ιστορικό της υπόθεσης είναι αρκετά περίπλοκο συμπλέκεται δε σ’ αυτό όχι μόνο η εν Κύπρω παραμονή του ιδίου του εφεσιβλήτου, αλλά και της οικογένειας του. Ο εφεσίβλητος είχε εισέλθει στην Κύπρο με άδεια επισκέπτη στις 17.1.95 για να συναντήσει την τότε αρραβωνιαστικά του Jelena Spasic, η οποία είχε προαφιχθεί αυτού στις 13.9.94. Άδεια για παράταση της παραμονής του εφεσίβλητου ως επισκέπτη απερρίφθη από τις αρχές την 1.6.95. Παρά ταύτα, κατόπιν δήλωσης του στις 24.3.95 ότι θα νυμφευόταν την προαναφερθείσα (σημείωμα 2 στο Τεκμ. 4 στην ένσταση), του δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτη μέχρι τις 30.8.95. Υπεβλήθη και νέα αίτηση για παράταση η οποία όμως απερρίφθη στις 27.11.95. Επανήλθε, αφού εξασφάλισε εργασία ως πιεστής τυπογράφος, για να του δοθεί αυτή τη φορά άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς εργασίας με ισχύ μέχρι τις 13.9.96 και μετέπειτα κατόπιν ανανέωσης μέχρι τις 24.9.97.
Στη συνέχεια, λόγω του ότι το Τμήμα Εργασίας δεν ενέκρινε την περαιτέρω απασχόληση αλλοδαπού προσωπικού στο τυπογραφείο στο οποίο εξασφάλισε εργασία, ο εφεσίβλητος παρέμεινε [*361]χωρίς άδεια, νέα δε αίτηση του στις 21.7.98 για να συνεχίσει στον ίδιο εργοδότη και αφού προηγουμένως εξασφαλίστηκε τώρα η έγκριση του Τμήματος Εργασίας απορρίφθηκε από τους εφεσείοντες στις 8.3.99, χωρίς όμως ιδιαίτερη εξήγηση (ερυθρό 104Γ). Αυτή η απορριπτική επιστολή, λόγω των τότε επικρατουσών συνθηκών στην πρώην Γιουγκοσλαβία δεν του επεδόθη, (σύμφωνα με το σημείωμα στο ερυθρό 104Β, επεστράφη ανεπίδοτη), αλλά αντίθετα του επετράπη να παραμείνει στην Κύπρο για ανθρωπιστικούς λόγους. Νέα αίτηση μέσω της Αρχιεπισκοπής απερρίφθη στις 8.3.00, ενώ στη συνέχεια αντίστοιχη αίτηση του πρώην εργοδότη του εγκρίθηκε για ένα έτος, εκδόθηκε δε νέα άδεια προσωρινής διαμονής μέχρι 27.4.01 και με την ένδειξη «τελική».
Μεσολάβησε η τέλεση πολιτικού γάμου στις 24.7.00 καθώς και η τέλεση θρησκευτικού τοιούτου στις 20.9.00, από τον οποίο γάμο αποκτήθηκε και ένα παιδί στις 23.11.00. Ενόψει των νέων δεδομένων ο εφεσίβλητος στις 12.12.00 ζήτησε και οι καθ’ ων αποδέχθηκαν, να δοθεί στη σύζυγο του άδεια παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι και τις 27.4.01 με την ένδειξη «τελική», δηλαδή μέχρι τη λήξη και της δικής του αδείας.
Λίγες μέρες πριν την έλευση της πιο πάνω ημερομηνίας και συγκεκριμένα στις 3.4.01, ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για πολιτογράφηση με τη συμπλήρωση δηλαδή έξι ετών στη Δημοκρατία, η οποία όμως απερρίφθη στις 30.5.01. Στις 29.5.02 εκδόθηκαν εναντίον του εφεσιβλήτου διατάγματα κράτησης και απέλασης, αφού αιτήσεις του ζεύγους για ανανέωση της προσωρινής άδειας για σκοπούς εργασίας είχαν απορριφθεί. Η εκτέλεση των διαταγμάτων όμως καθυστέρησε λόγω επιστολογραφίας με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να συλληφθεί για σκοπούς απέλασης μόλις στις 4.9.02. Παραστάσεις του εργοδότη του για να παραμείνει στην απασχόληση του λόγω εξειδίκευσης, οδήγησαν τις αρχές να ζητήσουν από τον εφεσίβλητο να υποβάλει νέα αίτηση αφού εξασφάλιζε συμβόλαιο εργασίας από το Τμήμα Εργασίας, το οποίο όμως δεν ενέκρινε την απασχόληση αυτή, με αποτέλεσμα να μην υποβληθεί από τον εφεσίβλητο η προαναφερθείσα αίτηση. Ο εφεσίβλητος ζήτησε τον Μάρτιο του 2003 να επιτραπεί στο ζεύγος να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι το τέλος του σχολικού έτους, αίτημα που έγινε δεκτό για ανθρωπιστικούς λόγους.
Αιτήσεις για πολιτογράφηση τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του που υποβλήθηκαν στις 22.5.03, απορρίφθηκαν στις 26.6.03 και 2.4.04 αντίστοιχα. Παρά ταύτα, επιτράπηκε εκ νέου η παραμονή της οικογένειας στην Κύπρο μέχρι τις 30.6.04 για [*362]ανθρωπιστικούς λόγους ενόψει της αναμονής της συμπλήρωσης της ετήσιας φοίτησης του παιδιού τους. Νέα αλληλογραφία με επίκληση αυτή τη φορά και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ δεν οδήγησε σε ευνοϊκή μεταχείριση τους, με αποτέλεσμα να εκδοθούν εναντίον και των δύο διατάγματα κράτησης και απέλασης στις 14.2.05. Το διάταγμα κράτησης εναντίον της συζύγου δεν εκτελέστηκε για ανθρωπιστικούς λόγους δεδομένης της ύπαρξης του παιδιού, εκτελέστηκε όμως εκείνο που αφορούσε τον εφεσίβλητο. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 16.2.05, ο εφεσίβλητος και η σύζυγος του υπέβαλαν παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, καταχωρήθηκαν δε και οι προσφυγές υπ’ αρ. 183/05 και 186/05. Η τελευταία αυτή προσφυγή αποσύρθηκε, ενώ η προηγούμενη απορρίφθηκε μετά από σχετικό διακανονισμό, ήτοι, ότι το διάταγμα κράτησης του εφεσίβλητου θα αναστελλόταν μέχρι τις 20.3.05, ημερομηνία κατά την οποία το ζεύγος θα αναχωρούσε από την Κύπρο.
Λίγες μέρες πριν, στις 17.3.05, η Επίτροπος Διοικήσεως με σχετική επιστολή της στους εφεσείοντες ζήτησε την επανεξέταση της περίπτωσης του ζεύγους για να διαφωνήσει όμως η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία έκρινε ότι δεν υπήρχαν νέα στοιχεία που να δικαιολογούσαν επανεξέταση. Εν τέλει, λόγω του ότι το ζεύγος δεν αναχώρησε μέχρι την ημερομηνία που συμφωνήθηκε, εκδόθηκαν στις 24.3.05 νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον αμφοτέρων.
Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι όταν η Διευθύντρια εξέδωσε τα επίδικα διατάγματα δυνάμει του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, το έπραξε χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία. Απλά τα διατάγματα που επεδόθηκαν στον εφεσίβλητο τον πληροφορούσαν με συνοδευτική επιστολή, ότι είχαν εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης λόγω παράνομης διαμονής του με βάση το πιο πάνω άρθρο. Εξ αυτού του λόγου το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη έχοντας υπόψη ότι η Διευθύντρια μόνο εκ των υστέρων προσπάθησε να δώσει αιτιολογία και αυτό μόνο στα πλαίσια της απάντησης της προς την Επίτροπο Διοίκησης, επικαλούμενη τη θέση ότι η εν λόγω Ευρωπαϊκή Οδηγία δεν είχε ακόμη δεσμευτική ισχύ για τη Δημοκρατία, ο δε εφεσίβλητος δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις της Οδηγίας για την παραχώρηση του καθεστώτος του μακρόχρονου μετανάστατη, ενόψει του ότι αυτός ήταν παράνομα στην Κύπρο από τις 27.4.01.
Με την πιο πάνω θέση υπήρξε πρωτοδίκως διαφωνία, ενόψει [*363]του ότι από το ιστορικό της παραμονής του εφεσίβλητου στην Κύπρο κρίθηκε ότι αυτός κατείχε σχετική άδεια μέχρι τις 30.6.04, εφόσον η ίδια η Διευθύντρια εξέδιδε κατά καιρούς σχετικές άδειες επέκτασης του χρόνου παραμονής. Επομένως αντιφατικά θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος ήταν παράνομος μετανάστης. Αυτό αποτέλεσε και το δεύτερο λόγο ακύρωσης, ενόψει πλάνης περί τα πράγματα.
Περαιτέρω, η Διευθύντρια δεν έλαβε υπόψη το Council Resolution ημερ. 4.3.96, το οποίο ήταν απόλυτα δεσμευτικό για τη Δημοκρατία με βάση τον Κυρωτικό Νόμο της Συνθήκης Προσχώρησης αρ. 35(ΙΙΙ)/03, με ισχύ από τις 25.7.03. Η απόφαση αυτή του Συμβουλίου έδινε δικαίωμα σε επί μακρόν διαμονή σε χώρα μέλος, σε άτομα που μπορούσαν να αποδείξουν ότι διέμεναν νόμιμα και χωρίς διακοπή στο έδαφος της χώρας αυτής για την περίοδο που καθορίζεται στην αντίστοιχη νομοθεσία του κάθε κράτους μέλους και εν πάση περιπτώσει μετά από 10ετή νόμιμη παραμονή. Το γεγονός ότι η Διευθύντρια δεν έλαβε υπόψη καθόλου την εν λόγω απόφαση, θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι επηρέαζε την προσβαλλόμενη πράξη εφόσον αυτή λήφθηκε χωρίς να είχε διεξαχθεί δέουσα έρευνα τόσο ως προς τα πραγματικά γεγονότα, όσο και ως προς την ισχύουσα τότε νομική τάξη.
Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις κρίνεται ότι πρωτοδίκως λανθασμένα θεωρήθηκε ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα με αναφορά στο ότι η Διευθύντρια θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος ήταν παράνομος μετανάστης από τις 27.4.01. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν στις 24.3.05, είχαν εκδοθεί ορθά με έρεισμα την παράνομη διαμονή του εφεσίβλητου στην Κύπρο. Σημειώνεται ότι τα διατάγματα αυτά εκδόθηκαν χωρίς χρονική σύνδεση με την ημερομηνία 27.4.01. Όντως, η Διευθύντρια είχε παραχωρήσει σε διάφορα διαστήματα για τους λόγους που έχουν καταγραφεί προηγουμένως, παράταση, είτε για ανθρωπιστικούς, είτε για άλλους λόγους, της άδειας παραμονής του εφεσίβλητου και της οικογένειας του. Έστω όμως και αν ο εφεσίβλητος καλυπτόταν μέχρι και τις 30.6.04 από άδειες, αυτός παρέμεινε στην Κύπρο άνευ αδείας μετά την ημερομηνία αυτή και επομένως όταν εκδόθηκαν τα σχετικά διατάγματα αυτός ήταν χωρίς άδεια νόμιμης παραμονής. Υπενθυμίζεται ότι εξ αιτίας ακριβώς της παράνομης διαμονής του, είχαν εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης και στις 14.2.05, τα οποία όμως είχαν ανασταλεί, όσον αφορούσε τη σύζυγο και εκτελέστηκε μόνο το ένταλμα κράτησης εναντίον του ιδίου. Ο τελευταίος είχε, πρόσθετα, αναλάβει δέσμευση να αναχωρήσει με την οικογένεια του ως αποτέλεσμα της οποίας είχε αποσυρθεί η ασκη[*364]θείσα από αυτόν προσφυγή υπ’ αρ. 183/05. μετά την έκδοση των εναντίον του ενταλμάτων.
Όταν λοιπόν η Διευθύντρια εξέδωσε τα προσβαλλόμενα διατάγματα, το έπραξε επί τη βάσει του ότι ο εφεσίβλητος κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, εφόσον παρά τις διάφορες χαριστικές προθεσμίες για περαιτέρω παραμονή του και παρά τη δέσμευση του να αποχωρήσει από την Κύπρο, δεν το έπραξε. Τα εκδοθέντα διατάγματα είναι επομένως σαφή και έχουν δώσει προς τον εφεσίβλητο πλήρη αιτιολογία επικαλούμενα το Άρθρο 6(1)(κ) της σχετικής νομοθεσίας και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε πρόσθετη αιτιολογία. Τα διατάγματα αυτά με βάση σχετική σημείωση της Διευθύντριας επί της επιστολής που απευθύνετο στον Αρχηγό Αστυνομίας, αναστάληκαν ενόψει τόσο της προσφυγής που ασκήθηκε εναντίον των διαταγμάτων, η απόφαση της οποίας είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, όσο και διότι το Τμήμα έπρεπε να απαντήσει σχετικά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προς το οποίο είχε απευθύνει σχετική αίτηση ο εφεσίβλητος.
Η προς την Επίτροπο Διοίκησης αναφορά της Ευρωπαϊκής Οδηγίας από τη Διευθύντρια, δεν είχε στόχο την αιτιολογία της απόφασης της, ούτε βεβαίως και ήταν σε οποιαδήποτε περίπτωση απαραίτητη ως αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων. Δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι συμπλήρωνε με οποιοδήποτε τρόπο το απλό γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν, στο στάδιο της έκδοσης των διαταγμάτων, απαγορευμένος μετανάστης. Συνεπώς η πρωτόδικη κρίση για αναιτιολογία δεν είναι ορθή, ούτε μπορεί να αντληθεί επιχείρημα εναντίον της Διευθύντριας από την κατ’ ισχυρισμόν δυνατότητα της ότι έπρεπε να είχε λάβει υπόψη προς όφελος του εφεσίβλητου είτε την Ευρωπαϊκή Οδηγία, είτε το Council Resolution, ιδιαίτερα όταν δεν εκκρεμούσε από τον ίδιο τον εφεσίβλητο σ’ εκείνο το στάδιο οποιοδήποτε αίτημα του προς τους εφεσείοντες με αναφορά στην Οδηγία ή το Resolution. Ο εφεσίβλητος όφειλε σε κάθε στάδιο που οι αιτήσεις του με βάση οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή νομοθετική διάταξη απορρίπτονταν, να προσέφευγε στο Δικαστήριο κάτω από το Άρθρο 146.
Όπως υποδεικνύει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19, δεν μπορεί ο εφεσίβλητος προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του, τα οποία αφ’ εαυτών δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ’ ων, που απετέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοση τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν. Η Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. [*365]505, σελ. 510, έθεσε τον ίδιο κανόνα ότι, δηλαδή, η προσβολή του διατάγματος απέλασης ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης διαμονής του εκεί εφεσείοντα στην Κύπρο. Η απόρριψη του προηγουμένου αιτήματος του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Εδώ ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να είχε προσβάλει την απόρριψη του αιτήματος του για πολιτογράφηση, την απόρριψη του αιτήματος του να τύχει του ευεργετήματος του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, ενώ βέβαια ήταν στη δυνατότητα του να μην αποδεχόταν οικειοθελώς να αποχωρήσει από την Κύπρο στα πλαίσια διακανονισμού της προσφυγής αρ. 183/05.
Η Διευθύντρια έχοντας κρίνει αντικειμενικά τον εφεσίβλητο ως απαγορευμένο μετανάστη ορθά εξέδωσε τα προσβαλλόμενα διατάγματα, τα οποία, με βάση καθιερωμένη νομολογία, αποτελούν την έκφραση της κυριαρχίας του κράτους. Τέλος, να προστεθεί ότι κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της έφεσης χορηγήθηκε, όπως αναφέρθηκε από τους εφεσείοντες, στον εφεσίβλητο προσωρινή άδεια εργασίας ως λιθογράφος μέχρι 7.4.08, με εκκρεμούσα αίτηση ανανέωσης, στη δε σύζυγο του άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 30.11.08. Προβλήθηκε ως εκ τούτου ο ισχυρισμός ότι η έφεση απώλεσε το αντικείμενο της. Υπό κρίση είναι το διάταγμα κράτησης και απέλασης το οποίο ακυρώθηκε πρωτοδίκως και ασφαλώς η νομιμότητά του συναρτάται προς τα δεδομένα του χρόνου της έκδοσής του. Το γεγονός της χορήγησης προσωρινής άδειας παραμονής, εξηγήθηκε με αναφορά στο κενό που προέκυπτε ενόψει της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, ώστε να καλυφθεί η περίοδος παραμονής του εφεσίβλητου στην Κύπρο, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Το ζήτημα της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης και απέλασης διατηρεί αυτοτέλεια και δεν είναι αποδεκτή η θέση πως η έφεση έχασε το αντικείμενο της ώστε αυτής απορριπτομένης να παραμείνει ισχύουσα η ακυρωτική απόφαση, με όλες τις επιπτώσεις από αυτό.
Υπό το φως των ανωτέρω, η κατάληξη δεν διαφοροποιείται ως εκ των λόγων αντέφεσης. Η πρωτόδικη κρίση κρίνεται λανθασμένη λόγω των όσων έχουν αναφερθεί και η έφεση θα επιτύγχανε εν πάση περιπτώσει ενώ η απόφαση της Διευθύντριας λήφθηκε δικαιωματικά, με ορθή άσκηση της εξουσίας της, και με πλήρη εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης, στη βάση των πραγματικών δεδομένων και εν γνώσει των θέσεων του εφεσίβλητου. Το γεγονός της παράνομης διαμονής του εφεσίβλητου βρίσκεται στον πυρήνα της απόφασης της Διευθύντριας ούτως ώστε να μην έχουν εφαρμογή [*366]εδώ οι αρχές της αναλογικότητας και του ατομικού δικαιώματος της κατοικίας, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος, όπως εξηγήθηκε και πριν, δεν προσέβαλε οποιαδήποτε προγενέστερη απόφαση απορριπτική αίτησης για την παραχώρηση του επί μακρόν διαμένοντος, ή άλλης αίτησης για άδεια παραμονής.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει, η αντέφεση αποτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, με €1.700 έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση εναντίον του εφεσίβλητου και υπέρ των εφεσειόντων. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώνεται.
Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση αποτυγχάνει. Εκδίδεται διαταγή όπως τα έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, επιδικασθούν υπέρ των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο