Κολοκάσης Ιάκωβος (Γιακουμής) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 373

(2008) 3 ΑΑΔ 373

[*373]17 Ιουλίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΙΑΚΩΒΟΣ (ΓΙΑΚΟΥΜΗΣ) ΚΟΛΟΚΑΣΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

    ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΚΑΙ/΄Η

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

    ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2006)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πράξεις δημοσίου δικαίου ― Η διάκρισή τους από πράξεις αναγόμενες στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση τερματισμού άδειας κατοχής τουρκοκυπριακής (βακουφικής) ιδιοκτησίας από ελληνοκύπριο εκτοπισμένο.

Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Διαχείριση ― Τερματισμός άδειας κατοχής βακουφικής ιδιοκτησίας από ελληνοκύπριο εκτοπισθέντα,  με επίκληση όρου της ίδιας της συμφωνίας παραχώρησης της άδειας ― Κατά πόσο ο τερματισμός επενεργεί στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό δίκαιο.

Ο εφεσείων αξίωσε με την έφεσή του, την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή του κατά του τερματισμού της άδειας κατοχής, που διέθετε από το 1986, σε σχέση με το χαμάμ «Ομεριέ» στη Λευκωσία.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η ταξινόμηση διοικητικών πράξεων στο πεδίο του δημόσιου ή του ιδιωτικού δικαίου, δεν είναι πάντα εύκολη.

[*374]          Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η λειτουργία της δημόσιας αρχής μπορεί να επεκτείνεται τόσο στον τομέα του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού δικαίου. Κριτήριο για το διαχωρισμό των δύο αποτελεί η ουσία, ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση ή η μορφή που λαμβάνει η πράξη και όχι ο τύπος. Δημόσιος σκοπός είναι «εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του έχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων συμφέρον στην ευόδωσή του». Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής, οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, είναι όσες έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση ή το διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.  Στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν και μονομερείς πράξεις κρατικής εξουσίας, που έχουν ως αντικείμενο το διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του αστικού δικαίου, όπως για παράδειγμα οι αποφάσεις κτηματολογικών αρχών.

2. Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχική παραχώρηση της άδειας κατοχής, έγινε μέσω της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Στην αρχική άδεια αναφερόταν χαρακτηριστικά, ότι η επίδικη συμφωνία έγινε «επειδή η Κεντρική Επιτροπή χάριν και προς ικανοποίησιν σκοπών δημοσίας ωφελείας, κρίνει ότι, η κατοχή, χρήσις και κάρπωσις του ως είρηται αντικειμένου, πρέπει να παραμείνει και/ή δοθεί εις τον αδειούχον.» Μετά τη θέσπιση του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου του 1991, η διαχείριση των περιουσιών αυτών, συμπεριλαμβανομένης και της βακούφικης, όπως είναι η παρούσα, περιήλθε στην εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος διορίστηκε Κηδεμόνας των Περιουσιών. Στη συνέχεια υπήρξε ακύρωση της άδειας κατοχής. 

    Η αρχική παραχώρηση της άδειας κατοχής: (α) αφορά πράξη η οποία αποσκοπεί προς ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης (διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών) και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί  ότι  ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και (β) η κατοχή της περιουσίας είναι υποκείμενη στο νομικό καθεστώς που ορίζει ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμος του 1991.

    Ο τερματισμός της άδειας κατοχής, παρά τη στήριξη του στον όρο 2 της συμφωνίας, ως πράξη εξουσίας, δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου.

    Ο τερματισμός της άδειας από τον Κηδεμόνα των Τ/Κ περιουσιών, κρίνεται ως πράξη εξουσίας και ως τέτοια ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

[*375]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882,

Shoham (Cyprus) Ltd. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1 Α.Α.Δ. 404,

Αντωνάκης Χρ. Σολωμονίδης Λτδ. κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 491,

Κιαμίλ v. Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθ. Αρ. 133/2005, ημερ. 24.3.2005,

Σπύρου v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2006) 3 Α.Α.Δ. 87,

Μιχαήλ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 544/97, ημερ. 19.6.1998,

Antoniou a.ο. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623,

Freeshops Ltd. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2081,

Πλάτων κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2042,

Ο΄Νeill v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 535/97, ημερ. 8.9.1998.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Yπ. Aρ. 87/04), ημερ. 3/2/06.

Γ. Σεραφείμ, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Ν. Κέκκος, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την 1.9.1986 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών εκ μέρους της Δημοκρατίας και του Εφεσείοντος με την οποία παραχωρείτο στον τελευταίο, ο οποίος είναι εκτοπισμένος από τη Μια Μηλιά, άδεια κατοχής του γνωστού Οθωμανικού λουτρού «Ομεριέ» στη Λευκωσία, το οποίο είναι βακούφικη περιουσία, [*376]έναντι του ποσού των £30 μηνιαίως. Το δικαίωμα κατοχής του Εφεσείοντα, υπόκειτο σε διάφορους όρους, μεταξύ των οποίων και ο όρος 2 ο οποίος προέβλεπε ότι η Κεντρική Επιτροπή θα έχει δικαίωμα οποτεδήποτε πριν τη λήξη της άδειας, να την ακυρώσει, αφού δώσει στον Αιτητή 4 μήνες γραπτή προειδοποίηση.  Η χρονική διάρκεια της άδειας καθορίστηκε ως η περίοδος ισχύος του διατάγματος επίταξης της πιο πάνω Τουρκοκυπριακής περιουσίας.

Το 1991 θεσπίστηκε ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν. 139/91), με τον οποίο Τουρκοκυπριακές περιουσίες οι οποίες βρίσκονται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, περιλαμβανομένης και βακούφικης, τίθεντο υπό την κηδεμονία του Υπουργού Εσωτερικών ο οποίος διοριζόταν ως Κηδεμόνας των περιουσιών αυτών.

Οι Εφεσίβλητοι μέσω του Επάρχου Λευκωσίας, με επιστολή ημερομηνίας 19.11.2003, ακύρωσαν την προαναφερόμενη άδεια με βάση τον όρο 2. Ο Εφεσείων καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, εναντίον της ακύρωσης της άδειας. Οι Εφεσίβλητοι στην ένσταση τους, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκαν, ότι η προσφυγή θα έπρεπε να αποτύχει επειδή ο Εφεσείων δεν υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή. Όμως στο στάδιο των αγορεύσεων εγκαταλείφθηκε αυτή η ένσταση για να εγερθεί προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και επομένως δεν μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

Επειδή η προδικαστική ένσταση δεν ηγέρθη στη γραπτή ένσταση των Εφεσιβλήτων, ο συνάδελφος μας πρωτοδίκως, θεώρησε ότι μπορούσε και αυτεπάγγελτα να εξετάσει κατά πόσο το σημαντικό θέμα που ηγέρθη, εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ή στη σφαίρα του ιδιωτικού, οπότε και δε θα υπόκειτο στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Αφού αναφέρθηκε στις υποθέσεις Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, Shoham (Cyprus) Ltd. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1 Α.Α.Δ. 404, Αντωνάκης Χρ. Σολωμονίδης Λτδ. κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 491 και Αλή Κιαμίλ v. Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθ. Αρ. 133/2005, ημερομηνίας 24.3.2005, έκρινε ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, με αποτέλεσμα να μην υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε αυτούσια την κατάληξη του συναδέλφου μας:-

[*377]«Η επίδικη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια διαχείρισης της προαναφερόμενης περιουσίας από τον Κηδεμόνα (ο οποίος προφανώς ενήργησε δι’ εκπροσώπου). Ο Κηδεμόνας ενεργώντας, κατά τον ισχυρισμό του, βάσει του νόμου και ασκώντας τις εξουσίες του ιδιοκτήτη της περιουσίας, τερμάτισε άδεια κατοχής της περιουσίας, που είχε παραχωρηθεί πριν χρόνια στον αιτητή, ενεργώντας και πάλι όπως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας που προνοούσε την παραχώρηση της άδειας κατοχής. Η επίδικη απόφαση δεν είχε σαν αντικείμενο την προαγωγή οποιουδήποτε δημόσιου σκοπού αλλά τη ρύθμιση ιδιωτικών δικαιωμάτων μεταξύ ιδιοκτήτη και αδειούχου. Ούτε το κοινό γενικά ούτε και συγκεκριμένο τμήμα του κοινού έχουν συμφέρον ή ενδιαφέρον στο ζήτημα του τερματισμού της άδειας κατοχής του λουτρού και της σχετικής συμφωνίας.

Κατά την κρίση μου τα οποιαδήποτε δικαιώματα του αιτητή που πηγάζουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία τερματίστηκε έγκυρα ή όχι, ορθά ή λανθασμένα η συμφωνία παροχής αδείας κατοχής ενός Τουρκοκυπριακού υποστατικού από το πρόσωπο που, βάσει του νόμου, ασκεί τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη (τον Υπουργόν Εσωτερικών ή εξουσιοδοτημένον εκπρόσωπό του), είναι αστικά δικαιώματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπόκειται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως το παρόν δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της προσφυγής αυτής η οποία κατά συνέπεια απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή.»

Με την παρούσα έφεση, ο Εφεσείων παραπονείται: (α) ότι εσφαλμένα ο συνάδελφός μας πρωτοδίκως απέρριψε την προσφυγή του, κρίνοντας ότι ο τερματισμός της άδειας χρήσης εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και (β) ότι ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής, λανθασμένα το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία της προσφυγής για να εξετάσει τους οκτώ λόγους ακύρωσης που προέβαλε.

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, στην αγόρευσή του υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί όλα τα νομολογημένα κριτήρια τα οποία την κατατάσσουν στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Περαιτέρω ανέφερε ότι οι αρμοδιότητες του Κηδεμόνα δεν ασκούνται απλά και μόνο ως κατά νόμον εντολοδόχος των ιδιωτικών συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών, αλλά ο Κηδεμόνας δεσμεύεται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των προσφύγων, κάτι που [*378]προάγει δημόσιο σκοπό. Γι’ αυτό, πρόσθεσε, και η νομολογία με τις υποθέσεις Σπύρου v. Δημοκρατίας (Aρ. 1) (2006) 3 Α.Α.Δ. 87 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 544/97, ημερ. 19.6.1998, ορθά υιοθετεί τη θέση ότι απόφαση στη βάση του Ν. 139/91 αποτελεί πράξη η οποία ελέγχεται στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού ο Υπουργός ασκεί εξουσία δημόσιου δικαίου. Εξάλλου, ανέφερε, δεν μπορεί η χορήγηση άδειας να είναι στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και ο τερματισμός να είναι στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

Από πλευράς της Δημοκρατίας, ο κ. Κέκκος υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ανέφερε ότι οι δύο αποφάσεις, στις οποίες έκανε αναφορά ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, διακρίνονται από την παρούσα λόγω της διαφορετικότητας των γεγονότων. Ήταν η θέση του ότι στην προκειμένη περίπτωση, αν η αίτηση του Εφεσείοντα για παραχώρηση Τουρκοκυπριακής γης απορριπτόταν, τότε η πράξη θα μπορούσε να προσβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.  Όμως εδώ η πράξη αφορά ακύρωση άδειας βάσει συγκεκριμένου όρου συμφωνίας, με αποτέλεσμα από τη λήξασα σχέση δημοσίου δικαίου να προκύπτει «διάδοχη κατάσταση ιδιωτικού δικαίου βάσει συμφωνίας».

Σύμφωνα με καλά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, πράξεις εξουσίας (imperium) οι οποίες ανάγονται στο δημόσιο δίκαιο, είναι εκείνες που η διοίκηση ασκεί δημόσια εξουσία, δηλαδή εμφανίζεται έναντι των διοικουμένων επί εξουσιαστικής βάσης. Από την άλλη, πράξεις διαχείρισης (fiscus) αφορούν στην προστασία του οικονομικού ή ταμιευτικού συμφέροντος της δημόσιας αρχής. Στην κατηγορία αυτή, η διοίκηση δρα ισότιμα έναντι του διοικουμένου χωρίς να επιβάλλει την εξουσία της σ’ αυτόν. Συνήθης περίπτωση είναι η διαχείριση ή εκμετάλλευση της περιουσίας του κράτους ή άλλες πράξεις οι οποίες μπορεί να συνδέονται με τη λειτουργία δημόσιας αρχής, αλλά έγιναν με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.

Η ταξινόμηση διοικητικών πράξεων στο πεδίο του δημόσιου ή του ιδιωτικού δικαίου, δεν είναι πάντα εύκολη. Όπως επισημάνθηκε στη Antoniou and Others v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 623, στη σελίδα 627:-

«The Supreme Court was alive to the conceptual difficulties inherent in drawing the dividing line between acts of administration in the domain of public law on the one hand and in the domain of private law on the other. In one sense the public is interested in [*379]every decision of the administration. Underlying the above decisions is the appreciation by the Court that the degree of interest on the part of the public in actions of the administration varies in proportion to the extent to which such decisions are likely to affect the public or sections of it. The Supreme Constitutional Court adopted a practical test to chart the line of demarcation between decisions in the domain of public and private law. It revolves round the primary object of the act or decision. If the decision is primarily aimed to promote a public purpose it falls in the domain of public law; otherwise in that of private law. Naturally the public has a livelier interest in public purposes.

A public purpose is one in which the public at large or a noticeable section of it has an interest in the sense that its proper promotion has repercussions extending beyond those immediately affecting the parties directly affected thereby. If the decision intended to promote a public purpose entails adjustment of private rights, it is nonetheless justiciable under Article 146.1 because of the need to ensure proper scrutiny of its legality. Inevitably the public has but limited interest in the precise definition of immovable property rights of its members. It can confidently be predicated that decisions in this area are primarily of interest to them. The interest of the public in such matters is remote. The parties affected thereby can be expected to protect their rights by recourse to the civil Courts and in that manner correct abuses, if any, of due process of the law.»

Πιο εκτεταμένη ανάλυση του θέματος έγινε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882. Η πράξη αφορούσε άδεια χρήσης μιας παλιάς αποθήκης στο χώρο του λιμανιού Πάφου. Η άδεια υπόκειτο σε όρους και πληρωμή ενοικίου. Όταν η Αρχή Λιμένων τερμάτισε την άδεια, ο Ναυτικός Όμιλος αρνήθηκε να εγκαταλείψει τα υποστατικά με αποτέλεσμα να κινηθεί αγωγή εναντίον του με την οποία ζητείτο διάταγμα παράδοσης κατοχής και αποζημιώσεις. Ο Ναυτικός Όμιλος Πάφου έθεσε θέμα δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η παραχώρηση του χώρου συνιστούσε άδεια και όχι εκμίσθωση και ήταν πράξη εξουσίας, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και στην εμβέλεια του Άρθρου 146. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη: (α) ότι πρόκειται για μονομερή απόφαση της Αρχής, (β) προς ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης (προώθηση ναυτοαθλητισμού) και όχι πράξη αναγόμενη στην προστασία του ταμιευτικού συμφέροντος της Αρχής και (γ) ότι η χρήση είναι υποκείμενη [*380]στο νομικό καθεστώς λειτουργίας και επιτήρησης των λιμένων. Συναφώς σημειώθηκε ότι η εκμίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας της Αρχής, επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και εφόσον πρώτα διαπιστωθεί ότι η περιουσία δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς της Αρχής. Επίσης, τονίστηκε ότι η παραχώρηση δεν θα μπορούσε να είναι μίσθωση ενοικίασης, γιατί ελλείπει ολότελα το χαρακτηριστικό στοιχείο της αποκλειστικής χρήσης του ακινήτου. Το νομικό καθεστώς των μερών δε μεταβλήθηκε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά συνέχισε να τελεί υπό τους αρχικούς περιορισμούς.

Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η λειτουργία της δημόσιας αρχής μπορεί να επεκτείνεται τόσο στον τομέα του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού δικαίου. Κριτήριο για το διαχωρισμό των δύο αποτελεί η ουσία, ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση ή η μορφή που λαμβάνει η πράξη και όχι ο τύπος. Δημόσιος σκοπός είναι «εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του έχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων συμφέρον στην ευόδωση του». Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, είναι όσες έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση ή το διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η συνάφεια της πράξης δεν έχει ως έρεισμα τη δημόσια εξουσία αρχής, αλλά τα περιουσιακά της δικαιώματα βάσει του αστικού δικαίου. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης, οπότε και η πράξη παίρνει τη μορφή σύμβασης. Σ’ αυτή την περίπτωση η αρχή όπως τονίστηκε στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου  αποβάλλει τον μανδύα της εξουσίας, οπότε και η πράξη σταματά να επενεργεί στον τομέα του δημοσίου δικαίου.  Στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν και μονομερείς πράξεις κρατικής εξουσίας που έχουν ως αντικείμενο το διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του αστικού δικαίου, όπως για παράδειγμα οι αποφάσεις κτηματολογικών αρχών.

Επίσης αναφέρθηκε ότι στον ίδιο τομέα δικαίου εντάσσεται και ο τερματισμός της άδειας. Το δικαίωμα τερματισμού θεωρήθηκε ότι σκοπούσε στον επαναπροσδιορισμό των δικαιωμάτων των εφεσειόντων στον τομέα του δημοσίου δικαίου και ότι συνιστούσε πράξη εξουσίας. Διακρίθηκε από τη Freeshops Ltd. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2081, επειδή εκεί έρεισμα για την πράξη τερματισμού αποτέλεσαν τα συμβατικά δικαιώματα και όχι η δημόσια εξουσία της Αρχής. Ως αποτέλεσμα κρίθηκε ότι ο τερματισμός της άδειας μπορούσε να αναθεωρηθεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146. Όπως τονίστηκε, μετά τη λήξη της άδειας, ο Ναυτικός Όμιλος Πάφου απώλεσε κάθε δικαίωμα χρήσης των υποστατικών. [*381]Η συνέχιση της κατοχής των υποστατικών συνιστούσε επέμβαση στο ακίνητο και παραβίαση των δικαιωμάτων της Αρχής, όπως αυτά προσδιορίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Προστασία αυτών των δικαιωμάτων παρέχεται από πολιτικό δικαστήριο.

Στην Σπύρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2006) 3 Α.Α.Δ. 87 κατοικία σε κυβερνητικό συνοικισμό αυτοστέγασης που ήταν εγγεγραμμένη στον πατέρα της αιτήτριας, μετά το θάνατό του, μεταβιβάστηκε κατόπιν αιτήματός της, στην ίδια. Για το σκοπό αυτό υπεγράφη σχετική συμφωνία. Στη συνέχεια υπεγράφη και δεύτερη συμφωνία για δανειοδότηση της αιτήτριας για επανοικοδόμηση της κατοικίας. Η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε με τους όρους της δεύτερης συμφωνίας και η διοίκηση αποφάσισε να ακυρώσει την δοθείσα έγκριση για αυτοστέγαση. Η αιτήτρια προσέβαλε τη διοικητική απόφαση. Πρωτοδίκως η προσφυγή απορρίφθηκε. Αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά δεν ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αλλά του ιδιωτικού. Σε έφεση που καταχώρησε η Αιτήτρια, το Ανώτατο Δικαστήριο στηριζόμενο στην Πλάτων κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2042 ακύρωσε την απόφαση θεωρώντας ότι το ουσιαστικό θέμα που ανάγει την υπόθεση στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, είναι η αναληφθείσα υποχρέωση της πολιτείας για τη στέγαση των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, που παρέμειναν άστεγοι λόγω της Τουρκικής Εισβολής. Κρίθηκε ότι η ανάκληση της δοθείσας έγκρισης για αυτοστέγαση της εφεσείουσας, είναι και αυτή πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχική παραχώρηση της άδειας κατοχής έγινε μέσω της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Στην αρχική άδεια αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι η επίδικη συμφωνία έγινε «επειδή η Κεντρική Επιτροπή χάριν και προς ικανοποίησιν σκοπών δημοσίας ωφελείας, κρίνει ότι, η κατοχή, χρήσις και κάρπωσις του ως είρηται αντικειμένου, πρέπει να παραμείνει και/ή δοθεί εις τον αδειούχον.» Μετά τη θέσπιση του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου του 1991, η διαχείριση των περιουσιών αυτών, συμπεριλαμβανομένης και της βακούφικης, όπως είναι η παρούσα, περιήλθε στην εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος διορίστηκε Κηδεμόνας των Περιουσιών. Στη συνέχεια υπήρξε ακύρωση της άδειας κατοχής. Τα γεγονότα έχουν πολλές ομοιότητες με την υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ιδιαίτερα όμως με την Πλάτων κ.ά. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, και την Σπύρου v. Δημοκρατίας (Αρ. 1), ανωτέρω. Οι δύο τελευταίες σχετίζονταν, όπως και η παρούσα, με τη διαχείριση Τουρκοκυπριακών περιουσιών.

[*382]Η αρχική παραχώρηση της άδειας κατοχής σύμφωνα με τις αρχές στις πιο πάνω υποθέσεις: (α) αφορά πράξη η οποία αποσκοπεί προς ικανοποίηση δημόσιας ανάγκης (διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών) και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί  ότι ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και (β) η κατοχή της περιουσίας είναι υποκείμενη στο νομικό καθεστώς που ορίζει ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμος του 1991.

Ο τερματισμός της άδειας κατοχής, παρά τη στήριξη του στον όρο 2 της συμφωνίας, ως πράξη εξουσίας, δεν μπορεί παρά να εντάσσεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου, όπως ακριβώς στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου, ανωτέρω και ιδιαίτερα στη Σπύρου (Αρ. 1), στις οποίες υπήρχε όπως και εδώ, γραπτή συμφωνία με όρους.

Δεν συμφωνούμε με τη διαπίστωση του συναδέλφου μας πρωτοδίκως ότι η απόφαση για τερματισμό της άδειας κατοχής, δεν είχε σαν αντικείμενο την προαγωγή οποιουδήποτε δημοσίου σκοπού, αλλά τη ρύθμιση ιδιωτικών δικαιωμάτων μεταξύ ιδιοκτήτη και αδειούχου. Βέβαια, ο συνάδελφος μας δεν είχε το ευεργέτημα να έχει υπόψη του το δικαστικό λόγο της Σπύρου (Αρ. 1) η οποία εκδόθηκε αργότερα. Υπήρχαν όμως παλαιότερες υποθέσεις, όπως Πλάτων κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, Μιχαήλ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 544/97, ημερ. 19.6.98  και Ο΄Νeill v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 535/97, ημερ. 8.9.98 οι οποίες υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια στη Σπύρου (Αρ. 1).

Με βάση όλα τα πιο πάνω, ο τερματισμός της άδειας από τον Κηδεμόνα των Τ/Κ περιουσιών κρίνεται ως πράξη εξουσίας και ως τέτοια ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με €1500 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου και Φ.Π.Α.. Εφόσον η πράξη κρίνεται ως πράξη δημόσιου δικαίου, καθίσταται αναγκαίο να εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης. Αυτό θα γίνει, μετά που και η υπόθεση θα οριστεί από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο