Gamage Sanka Manjula Kankani ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 463

(2008) 3 ΑΑΔ 463

[*463]11 Νοεμβρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

SANKA MANJULA KANKANI GAMAGE,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ, ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 61/2006)

 

Έννομο Συμφέρον ― Προσώπου στο οποίο αφορά η απορριπτική απόφαση της διοίκησης να καταχωρίσει προσφυγή ― Υπάρχει έννομο συμφέρον, έστω και αν η απορριπτική επιστολή δεν απευθύνεται στον ίδιο.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικής απόφασης ― Προϋποθέσεις ― Έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημία ― Έννοια, σύμφωνα με τη νομολογία.

Αλλοδαποί ― Το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντα αλλοδαπού» ― Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ, Άρθρο 4, δεν παραχωρεί το καθεστώς αυτό πριν την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό πλαίσιο.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικής απόφασης ― Δεν μπορεί να αφορά αρνητικές πράξεις των διοικητικών οργάνων.

Η εφεσείουσα επεδίωξε μετά την καταχώριση της προσφυγής της την αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που είχε υποβάλει η εργοδότρια της για παραμονή της στη Δημοκρατία. Η αίτηση αναστολής απορρίφθηκε πρωτόδικα και καταχωρίστηκε έφεση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*464]1.       Ανεξάρτητα από το ότι η απορριπτική επιστολή δεν απευθυνόταν στην ίδια την εφεσείουσα, η τελευταία είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα της σχετικής απόφασης.

2. Απώτερος σκοπός της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, που βασίζεται στον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, είναι η διατήρηση της κατάστασης που υπήρχε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και αναστολή της απόφασης μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Το προσωρινό αυτό μέτρο συνιστά μια δραστική θεραπεία και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ.  Τούτο γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας να ελέγχει διοικητικές αποφάσεις, δεν ενδείκνυται να παρεμβαίνει σε αυτές προτού ολοκληρωθεί η έρευνα του για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το προσωρινό διάταγμα στο Διοικητικό Δίκαιο δεν σχετίζεται με το συντηρητικό διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60.

    Προτού εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει

(α)            Έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης· ή

(β)            Σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το διάταγμα δεν εκδοθεί, εφόσον δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση.

     Ο καθορισμός της έκδηλης παρανομίας είναι ένα θέμα που απασχόλησε πολλές φορές τα Δικαστήρια. Οι προεκτάσεις της έκδηλης παρανομίας εξετάστηκαν στη υπόθεση Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53.

     Η παρανομία πρέπει να προβάλλει από μόνη της ως “έκδηλη, διαβόητη και σκανδαλώδης” και πρέπει να είναι έκδηλη με την έννοια ότι είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Λοϊζίδη v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, η έκδηλη παρανομία καθορίζεται ως,

“εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παρα[*465]μένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.”

3. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση περιέχει το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας, αφού οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ, το Άρθρο 4 της οποίας προνοεί ότι,

“Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντα στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτεια τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης.”

     Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι υπήρξε έκδηλη παραβίαση του πιο πάνω άρθρου, αφού η εφεσείουσα βρισκόταν “νόμιμα και αδιάλειπτα στο έδαφος της Δημοκρατίας για συνεχή περίοδο 6 ετών και 9 μηνών, ήτοι από τις 5/2/99 μέχρι τις 30/11/2005 που έληγε η προσωρινή άδεια της εργασίας της”. Προς τούτο η εφεσείουσα επικαλέστηκε την απόφαση Nebojsa Micovic v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Aρ. 1012/2005, ημερ. 18/11/2005), σύμφωνα με την οποία οι καθ’ων η αίτηση είχαν την υποχρέωση να εξετάσουν την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ.

     Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων να λάβουν υπόψη τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ συνιστά το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ εκδόθηκε στις 25/11/2003, δημοσιεύθηκε στις 23/1/2004 και για την ενσωμάτωση της στις εθνικές νομοθεσίες δόθηκε προθεσμία δύο χρόνων. Στην Κύπρο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Νόμο 8(Ι)/2007 που δημοσιεύθηκε στις 14/2/2007.

     Η εφαρμογή των προνοιών της πιο πάνω Οδηγίας εξετάστηκε στην υπόθεση Vera Joudine v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, στην οποία τονίστηκαν τα ακόλουθα:

“Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. (Βλ. Graig and de Búrca “EU Law, Text, Cases and Materials”, 2nd Edition, 190). Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό νομικό πλαίσιο και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι [*466]ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας).”

     Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η απλή επίκληση της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ δεν μπορεί να προσδώσει στην εφεσείουσα το καθεστώς της επί μακρόν διαμένουσας και δεν μπορεί να συνιστά έκδηλη παρανομία που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έκδοση του επιζητούμενου προσωρινού διατάγματος. Το θέμα της παροχής του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας συνιστά θέμα ουσίας που θα πρέπει να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της προσφυγής και όχι κατά την εξέταση αιτήματος για προσωρινό διάταγμα.

     Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η σχετική εισήγηση για την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας απορρίπτεται.

4.  Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 16/12/2005 έχει αρνητική μορφή ως προς το αίτημα για την ανανέωση της άδειας παραμονής της εφεσείουσας. Η προτροπή που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή προς την εργοδότρια να συμβουλεύσει την εφεσείουσα να αναχωρήσει, δεν συνιστά απόφαση θετικού χαρακτήρα που περιέχει έννομες συνέπειες, αλλά περιορίζεται σε πληροφόρηση για τις συνέπειες που μπορεί να έχει ενδεχόμενη συνέχιση της παραμονής της στην Κύπρο. Έπεται ότι με βάση την υφιστάμενη νομολογιακή αρχή ότι οι αρνητικές πράξεις των διοικητικών οργάνων δεν μπορούν να ανασταλούν μέσα στα πλαίσια αίτησης για προσωρινό διάταγμα (αφού ένα τέτοιο διάταγμα θα ισοδυναμούσε με έκδοση διοικητικής απόφασης από το Δικαστήριο), δεν είναι δυνατή στην παρούσα περίπτωση η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Ιωσηφίδης v. Ρ.Ι.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 213, η αναστολή και όχι η αναμόρφωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενός προσωρινού διατάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583,

Archer Trading and Services Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 15/2006, ημερ. 19/5/2006,

Clerides a.ο. v. Republic (No.1) (1966) 3 C.L.R. 701,

Moyo a.ο. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976,

[*467]Frangos a.ο. v. Republic (1982)3 C.L.R. 53,

Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837,

Λοϊζίδη v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233,

Κροκίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857,

Micovic v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1012/2005, ημερ. 18.11.2005,

Joudine v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500,

Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345,

Ιωσηφίδης v. Ρ.Ι.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 213,

Artemiou v. Republic (No.2) (1966)3 C.L.R. 562,

Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583,

Tyrokomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403,

Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199,

Sayish v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277,

Radwan v. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 421.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Yπ. Aρ. 489/06), ημερ. 11/5/06.

Γ. Ζ. Γεωργίου με Γ. Χατζηπροδρόμου, για την Εφεσείουσα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

[*468]ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα.

Η εφεσείουσα, η οποία κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ηλικίας 27 χρόνων, έφθασε στην Κύπρο την 1/3/99 και της δόθηκε άδεια για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός για μια υπερήλικη γυναίκα από τη Λάρνακα. Μετά το θάνατο της υπερήλικης η εφεσείουσα εργοδοτήθηκε από κάποιο άλλο υπερήλικο και τελικά από την Ανδρούλλα Σαμψών, θυγατέρα της πρώτης αποθανούσας εργοδότριας της, με άδεια προσωρινής παραμονής η οποία ανανεωνόταν πριν από τη λήξη της. Η Ανδρούλλα Σαμψών ήταν ιδιοκτήτρια του Harry’s Inn στη Λάρνακα και ενοικίαζε οκτώ δωμάτια σε επισκέπτες, με σχετική άδεια που είχε εκδοθεί από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού, ήθελε δε την αιτήτρια για να την βοηθά στην εξυπηρέτηση των πελατών της επιχείρησης.

Ως αποτέλεσμα της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής της 31/3/2005 για τον περιορισμό της ανώτατης περιόδου απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών, εγκρίθηκε στις 6/8/2005 η περαιτέρω παραμονή και εργοδότηση της εφεσείουσας μέχρι τις 30/9/2005 για να παρασχεθεί η ευχέρεια στην εργοδότρια της να την αντικαταστήσει. Στη σχετική άδεια ανανέωσης της παραμονής της, της 6/8/2005, αναφερόταν ότι η άδεια η οποία εχορηγείτο μέχρι τις 30/9/2005 ήταν Τελευταία – Μη ανανεώσιμη (Final – Not renewable). Όμως την 1/8/2005 η Ανδρούλλα Σαμψών ζήτησε την παράταση της παραμονής της αιτήτριας για άλλους έξι μήνες για να συνεχίσει να εργάζεται στην επιχείρηση του πανδοχείου. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το κείμενο της αρνητικής απάντησης των καθ’ων η αίτηση, που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 16/12/2005:

“Κυρία

 Ανδρούλλα Σαμψών

 Θερμοπυλών 2

 6023 Λάρνακα

Κυρία

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 1/8/05 σχετικά με το αίτημα σας για παραχώρηση άδειας παραμονής/εργασίας στην αλλοδαπή Sanka Manjulani Kankani Gamage και σας πληροφορώ ότι δεν κατέστη δυνατό να γίνει αποδεκτό γιατί η αλλοδαπή έχει συμπληρώσει 4 [*469]χρόνια παραμονής στην Κύπρο, που είναι η ανώτατη χρονική περίοδος παραμονής/εργασίας στην Κύπρο υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για θέματα αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών.

Παρακαλείσθε όπως συμβουλεύσετε την αλλοδαπή να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση της.”

Με προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 9/3/2006 η εφεσείουσα ζήτησε την κήρυξη της πιο πάνω απόφασης ως άκυρης και με μονομερή αίτηση που καταχωρήθηκε την ίδια μέρα ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης των καθ’ων η αίτηση της 16/12/2005, με την οποία απορρίφθηκε η τελευταία αίτηση που υπέβαλε για την ανανέωση της άδειας παραμονής της. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, αφού έδωσε οδηγίες για την επίδοση της μονομερούς αίτησης και στους καθ’ων η αίτηση και αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, απέρριψε την αίτηση. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας και σημείωσε ότι η πιο πάνω απάντηση των καθ’ων η αίτηση φαινόταν εκ πρώτης όψεως ότι ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα και ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα επιζητεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι τα πρωτόδικα συμπεράσματα,

 (i)   ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον· και

(ii)   ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε έκδηλη παρανομία,

είναι λανθασμένα.

(i) Το έννομο συμφέρον της εφεσείουσας.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν έχει έννομο συμφέρον στην παρούσα διαδικασία γιατί η επίδικη απόφαση της 16/12/2005 απευθυνόταν στην εργοδότρια της Ανδρούλλα Σαμψών και όχι στην ίδια την εφεσείουσα, είναι λανθασμένη.

[*470]Ανεξάρτητα από το ότι η απορριπτική επιστολή δεν απευθυνόταν στην ίδια την εφεσείουσα, η τελευταία είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα της σχετικής απόφασης. Το ίδιο ακριβώς θέμα ηγέρθη στην υπόθεση Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, στην οποία η εφεσείουσα ζήτησε την έκδοση άδειας προσωρινής εισόδου και παραμονής σε κάποιο Donald Osmond Dacost για την εργοδότηση του εκ μέρους της εφεσείουσας ως καθηγητή του ινδουϊκού συστήματος ασκητισμού. Η αίτηση απορρίφθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε στην έφεση που ασκήθηκε ότι το γεγονός ότι η αίτηση εισόδου και παραμονής υποβλήθηκε από ένα τρίτο πρόσωπο, δεν εμποδίζει το άμεσα ενδιαφερόμενο τρίτο πρόσωπο να αμφισβητήσει την ορθότητα της απορριπτικής απόφασης. (Βλ. επίσης Archer Trading and Services Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 15/2006, ημερ. 19/5/2006).

(ii) Έκδηλη παρανομία – Μη εφαρμογή της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ.

Οι αρχές που καθορίζουν την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος στο Διοικητικό Δίκαιο έχουν καθοριστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απώτερος σκοπός της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, που βασίζεται στον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, είναι η διατήρηση της κατάστασης που υπήρχε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και αναστολή της απόφασης μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Το προσωρινό αυτό μέτρο συνιστά μια δραστική θεραπεία και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ (βλ. Clerides and Others v. The Republic (No.1) (1966) 3 C.L.R. 701). Και τούτο γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας να ελέγχει διοικητικές αποφάσεις, δεν ενδείκνυται να παρεμβαίνει σε αυτές προτού ολοκληρωθεί η έρευνα του για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το προσωρινό διάταγμα στο Διοικητικό Δίκαιο δεν σχετίζεται με το συντηρητικό διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (βλ. Moyo and Another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 976).

Προτού εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει:

(α)   Έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης· ή

(β)   Σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το διάταγμα δεν εκδοθεί, εφόσον δεν δημιουργούνται ανυ[*471]πέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση (βλ. Moyo and Another v. The Republic (πιο πάνω)).

Ο καθορισμός της έκδηλης παρανομίας είναι ένα θέμα που απασχόλησε πολλές φορές τα Δικαστήρια. Οι προεκτάσεις της έκδηλης παρανομίας εξετάστηκαν στη υπόθεση Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53, στην οποία σημειώθηκε ότι,

Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law. The notion does not encompass any defective exercise of discretionary powers vested in an organ of public administration.

Σε μετάφραση,

“Αν και το τι συνιστά έκδηλη παρανομία δεν έχει πουθενά καθοριστεί εξαντλητικά, μου φαίνεται ότι περιλαμβάνει μια καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προνοείται από το νόμο ή αδιαμφισβήτητη παραγνώριση των βασικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Η ιδέα δεν περικλείει οποιαδήποτε λανθασμένη άσκηση των διακριτικών εξουσιών που έχουν εναποτεθεί σε ένα όργανο διοικητικού δικαίου.”

Η παρανομία πρέπει να προβάλλει από μόνη της ως “έκδηλη, διαβόητη και σκανδαλώδης” (βλ. Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837) και πρέπει να είναι έκδηλη με την έννοια ότι είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Λοϊζίδη v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, η έκδηλη παρανομία καθορίζεται ως,

“εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.”

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην υπόθεση Κροκίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, στην οποία αναφορικά με την έννοια της έκδηλης παρανομίας το Δικαστήριο ανέφερε ότι,

“Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της [*472]φράσης “προφανής παρανομία”. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.”

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση περιέχει το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας, αφού οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ, το Άρθρο 4 της οποίας προνοεί ότι,

“Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντα στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτεια τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης.”

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι υπήρξε έκδηλη παραβίαση του πιο πάνω άρθρου, αφού η εφεσείουσα βρισκόταν “νόμιμα και αδιάλειπτα στο έδαφος της Δημοκρατίας για συνεχή περίοδο 6 ετών και 9 μηνών, ήτοι από τις 5/2/99 μέχρι τις 30/11/2005 που έληγε η προσωρινή άδεια της εργασίας της”. Προς τούτο η εφεσείουσα επικαλέστηκε την απόφαση Nebojsa Micovic v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1012/2005, ημερ. 18/11/2005), σύμφωνα με την οποία οι καθ’ων η αίτηση είχαν την υποχρέωση να εξετάσουν την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων να λάβουν υπόψη τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ συνιστά το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ εκδόθηκε στις 25/11/2003, δημοσιεύθηκε στις 23/1/2004 και για την ενσωμάτωση της στις εθνικές νομοθεσίες δόθηκε προθεσμία δύο χρόνων. Στην Κύπρο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Νόμο 8(Ι)/2007 που δημοσιεύθηκε στις 14/2/2007.

Η εφαρμογή των προνοιών της πιο πάνω Οδηγίας εξετάστηκε στην υπόθεση Vera Joudine v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, στην οποία τονίστηκαν τα ακόλουθα:

“Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. (Βλ. Graig and de Búrca “EU Law, Text, Cases and Materials”, 2nd Edition, 190). Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό νομικό πλαίσιο [*473]και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας).”

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η απλή επίκληση της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ δεν μπορεί να προσδώσει στην εφεσείουσα το καθεστώς της επί μακρόν διαμένουσας και δεν μπορεί να συνιστά έκδηλη παρανομία που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έκδοση του επιζητούμενου προσωρινού διατάγματος. Το θέμα της παροχής του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας συνιστά θέμα ουσίας που θα πρέπει να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια της προσφυγής και όχι κατά την εξέταση αιτήματος για προσωρινό διάταγμα. Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Λοΐζου στην υπόθεση Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345,

“It may, therefore be said with certainty that when an administrative act is flagrantly illegal a provisional order may be granted. It is, however, a ground to be approached with the utmost caution, as it may be tantamount to disposing the case on its merits, something discouraged by Rule 13 of the Supreme Constitutional Court Rules, though this rule cannot be held as divesting this Court from being the watchdog of legality.”

Σε μετάφραση,

“Δύναται λοιπόν να λεχθεί με βεβαιότητα ότι όταν μια διοικητική πράξη είναι έκδηλα παράνομη, μπορεί να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα. Όμως είναι ένα θέμα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη μεγαλύτερη προσοχή γιατί μπορεί να εξισωθεί με την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, κάτι το οποίο δεν ενθαρρύνεται από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αν και ο Κανονισμός αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποστερεί αυτό το Δικαστήριο να είναι ο φύλακας της νομιμότητας.”

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η σχετική εισήγηση για την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας απορρίπτεται.

Η επίκληση του σκεπτικού της απόφασης Micovic (πιο πάνω) δεν μπορεί να ενισχύσει την προώθηση των ισχυρισμών της εφεσείουσας. Όπως ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση Micovic αφορούσε την εξέταση της ουσίας της προσφυγής (και όχι αίτηση για προσωρινό διάταγμα) και η επίδικη απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

[*474](γ) Η αρνητική μορφή του αιτούμενου διατάγματος.

Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 16/12/2005 έχει αρνητική μορφή ως προς το αίτημα για την ανανέωση της άδειας παραμονής της εφεσείουσας. Η προτροπή που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή προς την εργοδότρια να συμβουλεύσει την εφεσείουσα να αναχωρήσει, δεν συνιστά απόφαση θετικού χαρακτήρα που περιέχει έννομες συνέπειες, αλλά περιορίζεται σε πληροφόρηση για τις συνέπειες που μπορεί να έχει ενδεχόμενη συνέχιση της παραμονής της στην Κύπρο. Έπεται ότι με βάση την υφιστάμενη νομολογιακή αρχή ότι οι αρνητικές πράξεις των διοικητικών οργάνων δεν μπορούν να ανασταλούν μέσα στα πλαίσια αίτησης για προσωρινό διάταγμα (αφού ένα τέτοιο διάταγμα θα ισοδυναμούσε με έκδοση διοικητικής απόφασης από το Δικαστήριο), δεν είναι δυνατή στην παρούσα περίπτωση η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Ιωσηφίδης v. Ρ.Ι.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 213, η αναστολή και όχι η αναμόρφωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενός προσωρινού διατάγματος. (Βλ. επίσης Artemiou v. Republic (No.2) (1966) 3 C.L.R. 562, Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583, Tyrokomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403, Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199, Sayish v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277 και Radwan v. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 421).

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €700 έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο