Kυπριακή Δημοκρατία ν. Bellfoods Ltd (2008) 3 ΑΑΔ 517

(2008) 3 ΑΑΔ 517

[*517]16 Δεκεμβρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

    ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΩΝΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,

Εφεσείοντες-Καθ’ων η αίτηση,

v.

BELLFOODS LTD,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 43/2006)

 

Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Δεν χρειάζεται απαραιτήτως να περιέχεται στο κείμενο της απόφασης ― Εμπεριστατωμένη αιτιολογία δυνατόν να περιέχεται σε σχετικές εκθέσεις, που λήφθηκαν υπόψη και βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της χρηστής διοίκησης ― Δεν παραβιάστηκε στην υπόθεση αυτή, όπου αναστάληκαν οι εργασίες αλλαντοποιείου λόγω αποκλίσεων από τη σχετική νομοθεσία, που για πρώτη φορά διαπιστώθηκαν σε δεύτερο έλεγχο επιθεωρητών ― Οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν είχαν σημειωθεί εξ αρχής.

Διοικητικό όργανο ― Σύσταση τριμελών Επιτροπών για επαναεπιθεώρηση υποστατικών αλλαντοποιείας ― Στην απουσία νομοθετικής διάταξης που να επιβάλλει την διεξαγωγή του ελέγχου και από τα τρία μέλη της Επιτροπής, νόμιμα διεξήχθη ο έλεγχος από τον Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και ένα μέλος της Επιτροπής ― Αντίθετη πρωτόδικη δικαστική απόφαση ανατράπηκε κατ’ έφεση.

Η Δημοκρατία επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η απόφαση των εφεσειόντων να αναστείλουν τις εργασίες του αλλαντοποιείου της εφεσίβλητης, είχε ακυρωθεί.

[*518]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας παρατηρείται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραγνωρίζει την έκθεση της 27/3/2004, στην οποία περιέχονται όλα τα στοιχεία που εξετάστηκαν από τους δύο Επιθεωρητές του Υπουργείου Γεωργίας και στην οποία έχουν καταγραφεί οι συγκεκριμένες ελλείψεις του εργοστασίου της εφεσίβλητης. Μπορεί η επίδικη απόφαση της αναστολής της λειτουργίας του εργαστηρίου να μην αναφέρει ποιες είναι οι σοβαρές αποκλίσεις από τις προβλεπόμενες παραμέτρους, αλλά οι σχετικές λεπτομέρειες, που συνιστούν την απαραίτητη αιτιολογία, περιέχονται στα διάφορα έγγραφα του φακέλου.

2. Η μετέπειτα διαφοροποίηση της στάσης των εφεσειόντων δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Είναι ορθό ότι το Δεκέμβριο του 2003 οι εφεσείοντες κατόπιν εξέτασης των υποστατικών από κρατικούς λειτουργούς, αποφάνθηκαν ότι οι εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, ενώ τέσσερις μήνες αργότερα οι ίδιες εγκαταστάσεις κρίθηκαν ότι παρουσίαζαν σοβαρές αποκλίσεις που οδήγησαν στην αναστολή των εργασιών της εφεσίβλητης. Οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά τη δεύτερη αξιολόγηση έδειχναν ότι η κατάσταση δεν είχε χειροτερεύσει, αλλά ότι οι αναγκαίες προϋποθέσεις δεν υπήρχαν εξ αρχής.

3. Η επιτροπή που θα προέβαινε στην επαναεπιθεώρηση των εγκαταστάσεων της εφεσίβλητης αποτελείτο από τους Δρα Κλείτο Ανδρέου (Πρώτο Κτηνιατρικό Λειτουργό), Δρα Γιώργο Κυριακίδη (Κτηνιατρικό Λειτουργό Α΄) και Δρα Ραμών Παπαδόπουλο (Κτηνιατρικό Λειτουργό). Η επαναεπιθεώρηση των εγκαταστάσεων της εφεσίβλητης έγινε από το Δρα Κλείτο Ανδρέου και η σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε υπογράφεται από το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών Δρα Φειδία Λουκαΐδη και τον Πρώτο Κτηνιατρικό Λειτουργό Κλείτο Ανδρέου (μέλος της επιτροπής). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι εφόσον η έκθεση είχε υπογραφεί από μόνο ένα μέλος της επιτροπής και δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η έρευνα που είχε γίνει είχε υπογραφεί από όλα τα μέλη της επιτροπής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε παραβιασθεί ένας ουσιώδης τύπος που κλόνισε το θεμέλιο της έρευνας.

    Η πιο πάνω προσέγγιση δεν είναι ορθή. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά στους όρους εντολής των επιτροπών, ότι οι έρευνες θα διεξάγονταν από τριμελείς Επιτροπές και ότι οι εκθέσεις θα ετοι[*519]μάζονταν από όλα τα μέλη της επιτροπής ή από την πλειοψηφία των μελών. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η έρευνα για την επαναεπιθεώρηση είχε γίνει από τον ίδιο το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και ένα από τα μέλη μιας από τις τριμελείς Επιτροπές και η σχετική έκθεση υπεγράφη από τον ίδιο το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και ένα από τα μέλη μίας εκ των δύο Επιτροπών. Δεν υπήρξε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη είχε επηρεασθεί δυσμενώς από την πιο πάνω διαδικασία και χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε νομοθετικής ή κανονιστικής πρόνοιας που θα υποστήριζε τη θέση της εφεσίβλητης, η Ολομέλεια έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη προσέγγιση είναι λανθασμένη.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση.

Έφεση.

Έφεση από τoυς εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Yπ. Aρ. 685/04), ημερ. 27/2/06.

Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Αμερικάνου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα.

Η Bellfoods Ltd (εφεσίβλητη) λειτουργούσε αλλαντοποιείο – εργαστήριο κρεατοπαρασκευασμάτων στη νεκρή ζώνη Γερολάκκου, κατασκευάζοντας 650.000 κιλά διαφόρων ειδών αλλαντικών κάθε χρόνο.

Λόγω της ένταξης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Κύπρος έπρεπε να συμμορφωθεί προς τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες 77/99/ΕΟΚ και 95/65/ΕΟΚ, που αφορούσαν την κατασκευή αλλαντικών και κρεατοπαρασκευασμάτων. Οι πιο πάνω Οδηγίες υιοθετήθηκαν στην Κύπρο με κανονισμούς που έχουν δημοσιευ[*520]θεί στην Κ.Δ.Π. 362/2003 και Κ.Δ.Π. 548/2003. Προς τούτο το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (εφεσείοντες) απέστειλαν επιστολές προς όλους τους ενδιαφερομένους να αποταθούν για να εγγραφούν στον κατάλογο που θα αποστελλόταν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπως επίσης και ειδικά έντυπα για δηλώσεις για όσους επιθυμούσαν να αναβαθμιστούν μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Η εφεσίβλητη απέστειλε τα δικά της έντυπα, δηλώνοντας ότι πληρούσε όλα τα κριτήρια. Οι εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης εξετάστηκαν σε διαφορετικές ημερομηνίες από αρμόδιους των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, οι οποίοι αφού σημείωναν την ύπαρξη διαφόρων ελλείψεων έδιναν την ευχέρεια στην εφεσίβλητη να προβεί στη λήψη μέτρων για την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων της, ούτως ώστε αυτές να συνάδουν με τις σχετικές νομοθετικές απαιτήσεις.

Την 31/12/2003 ο Διευθυντής των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών πληροφόρησε εγγράφως την εφεσίβλητη ότι οι εγκαταστάσεις της κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, σημειώνοντας ότι,

“Οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες υλοποιώντας την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 58.394 και ημερομηνίας 27/8/2003, αφού επιθεώρησαν την εγκατάσταση σας, σας πληροφορούν ότι αυτή έχει κριθεί ότι ικανοποιεί τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας και θεωρείται ως αναβαθμισμένη.”

Όμως μερικούς μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 14/4/2004, ως αποτέλεσμα επαναξιολόγησης των εγκαταστάσεων της εφεσίβλητης από αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπιστώθηκαν σοβαρές αποκλίσεις που αφορούσαν λειτουργικές και κτιριακές ελλείψεις σε αντίθεση με τις προβλεπόμενες νομοθετικές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να αποφασίσουν την αναστολή των εργασιών της εφεσίβλητης αφού,

“… η επιτροπή που διενήργησε την επαναξιολόγηση της εγκατάστασης σας στις 27.3.2004 διαπίστωσε σοβαρές αποκλίσεις από τις προβλεπόμενες παραμέτρους που καθορίζονται στη σχετική νομοθεσία.”

Η εφεσίβλητη αμφισβήτησε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης της 14/4/2004 και η προσφυγή της έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως αφού κρίθηκε ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν για την αναστολή των εργασιών της ήταν γενικοί και αόριστοι και δεν ικανοποιούσαν τις αρχές για ειδική αιτιολογία. Το Ανώτατο [*521]Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι,

“Οι λόγοι που αναφέρθηκαν είναι γενικοί και αόριστοι και δεν ικανοποιούν τις αρχές για ειδική αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν εξειδικεύονται οι “σοβαρές αποκλίσεις” ούτε αναφέρονται διαφοροποιήσεις στην εκτίμηση που ενδεχομένως προέκυψαν μετά την προηγούμενη επιθεώρηση ώστε να δικαιολογείται η άμεση αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησης.”

(β) Έλλειψη αιτιολογίας.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν για την αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου δεν ήταν γενικοί και αόριστοι, αλλά βασίζονταν στο περιεχόμενο των εκθέσεων των δύο Επιθεωρητών του Υπουργείου Γεωργίας, στις οποίες οι δύο Επιθεωρητές ανέφεραν τις ελλείψεις που παρατηρήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα στην έκθεση της επιθεώρησης που έλαβε χώρα στις 27/3/2004 σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι υπήρχαν σοβαρές διασταυρώσεις για όλα τα προϊόντα, σοβαρή διασταύρωση διάδρομου αποδυτηρίων και αίθουσας παραγωγής, λανθασμένη τοποθέτηση του δωματίου συσκευασιών, ο χώρος παραλαβής των κρεάτων δεν είχε ακόμα ετοιμασθεί και δεν υπήρχε κλιματισμός στο χώρο επεξεργασίας.

Η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της πιο πάνω έκθεσης είναι ορθή. Μια εξέταση των πορισμάτων της Επιτροπής δείχνει ότι οι εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης παρουσίαζαν ουσιώδεις αποκλίσεις από τον κατάλογο των απαιτήσεων που είχαν καθοριστεί από τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας παρατηρούμε ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραγνωρίζει την έκθεση της 27/3/2004, στην οποία περιέχονται όλα τα στοιχεία που εξετάστηκαν από τους δύο Επιθεωρητές του Υπουργείου Γεωργίας και στην οποία έχουν καταγραφεί οι συγκεκριμένες ελλείψεις του εργοστασίου της εφεσίβλητης. Μπορεί η επίδικη απόφαση της αναστολής της λειτουργίας του εργαστηρίου να μην αναφέρει ποιες είναι οι σοβαρές αποκλίσεις από τις προβλεπόμενες παραμέτρους, αλλά οι σχετικές λεπτομέρειες που συνιστούν την απαραίτητη αιτιολογία περιέχονται στα διάφορα έγγραφα του φακέλου.

Η μετέπειτα διαφοροποίηση της στάσης των εφεσειόντων δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Είναι ορθό ότι το Δεκέμβριο του 2003 οι εφεσείοντες κατόπιν εξέ[*522]τασης των υποστατικών από κρατικούς λειτουργούς, αποφάνθηκαν ότι οι εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ τέσσερις μήνες αργότερα οι ίδιες εγκαταστάσεις κρίθηκαν ότι παρουσίαζαν σοβαρές αποκλίσεις που οδήγησαν στην αναστολή των εργασιών της εφεσίβλητης. Δεν θέλουμε να σχολιάσουμε πως κατά την επιθεώρηση των υποστατικών το Δεκέμβριο του 2003 οι κρατικοί λειτουργοί έκριναν ότι η εφεσίβλητη ικανοποιούσε τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας. Οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά τη δεύτερη αξιολόγηση έδειχναν ότι η κατάσταση δεν είχε χειροτερεύσει, αλλά ότι οι αναγκαίες προϋποθέσεις δεν υπήρχαν εξ αρχής.

(γ) Σύνθεση επιτροπής.

Το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος μετά τις επιθεωρήσεις κυπριακών αλλαντοποιείων και εργαστηρίων κοπής κόκκινου κρέατος από Επιθεωρητές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τις οποίες διαπιστώθηκαν αδυναμίες που δεν είχαν καταγραφεί από τους λειτουργούς του Υπουργείου, αποφάσισε τη δημιουργία επιτροπών για την επαναεπιθεώρηση όλων των υποστατικών τροφίμων ζωϊκής προέλευσης. Προς τούτο δημιουργήθηκαν δύο τριμελείς επιτροπές. Η επιτροπή που θα προέβαινε στην επαναεπιθεώρηση των εγκαταστάσεων της εφεσίβλητης αποτελείτο από τους Δρα Κλείτο Ανδρέου (Πρώτο Κτηνιατρικό Λειτουργό), Δρα Γιώργο Κυριακίδη (Κτηνιατρικό Λειτουργό Α΄) και Δρα Ραμών Παπαδόπουλο (Κτηνιατρικό Λειτουργό). Η επαναεπιθεώρηση των εγκαταστάσεων της εφεσίβλητης έγινε από το Δρα Κλείτο Ανδρέου και η σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε υπογράφεται από το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών Δρα Φειδία Λουκαΐδη και τον Πρώτο Κτηνιατρικό Λειτουργό Κλείτο Ανδρέου (μέλος της επιτροπής). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι εφόσον η έκθεση είχε υπογραφεί από μόνο ένα μέλος της επιτροπής και δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η έρευνα που είχε γίνει είχε υπογραφεί από όλα τα μέλη της επιτροπής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε παραβιασθεί ένας ουσιώδης τύπος που κλόνισε το θεμέλιο της έρευνας.

Η πιο πάνω προσέγγιση δεν είναι ορθή. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά στους όρους εντολής των επιτροπών ότι οι έρευνες θα διεξάγονταν από τριμελείς Επιτροπές και ότι οι εκθέσεις θα ετοιμάζονταν από όλα τα μέλη της επιτροπής ή από την πλειοψηφία των μελών. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η έρευνα για την επαναεπιθεώρηση είχε γίνει από τον ίδιο το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και ένα από τα μέλη [*523]μιας από τις τριμελείς Επιτροπές και η σχετική έκθεση υπεγράφη από τον ίδιο το Διευθυντή των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών και ένα από τα μέλη μίας εκ των δύο Επιτροπών. Δεν υπήρξε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη είχε επηρεασθεί δυσμενώς από την πιο πάνω διαδικασία και χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε νομοθετικής ή κανονιστικής πρόνοιας που θα υποστήριζε τη θέση της εφεσίβλητης έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη προσέγγιση είναι λανθασμένη.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται όπως καταβάλει €2.000 για έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο