Sigma Radio TV Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 3 ΑΑΔ 30

(2009) 3 ΑΑΔ 30

[*30]22 Ιανουαρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

SIGMA RADIO TV LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2006)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Ειδικά η απαίτηση για εμπρόθεσμη και νομότυπη πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου στην εκάστοτε συνεδρία του ― Η ευθυγραμμισμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Σύνθεση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η σύνθεση της Αρχής κρίθηκε πάσχουσα στην εξετασθείσα υπόθεση, λόγω μη νομότυπης πρόσκλησης των απόντων μελών.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της σε βάρος τους επιβολής διοικητικού προστίμου ύψους Λ.Κ. 38.000 από την εφεσίβλητη Αρχή.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η θέση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, η οποία εκφράστηκε τόσο στην ενδιάμεση απόφασή του, όσο και στην τελική του απόφαση, δεν είναι ορθή.  Η θέση του ήταν ότι, εφόσον οι προσκλήσεις προς τα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής βρίσκονταν στο σχετικό διοικητικό φάκελο, τόσο η αποστολή τους όσο και η λήψη τους από τα μέλη τεκμαίρεται στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας και ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη απόδειξη της αποστολής τους, ή της λήψης τους, από πλευράς της εφεσίβλητης Αρχής.  Η προαναφερόμενη θέση έρχεται σε αντίθεση με σειρά αποφάσεων του [*31]Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

     Στις αποφάσεις αυτές η κατάληξη ήταν πως έπασχε η σύνθεση της εφεσίβλητης Αρχής, επειδή δεν βεβαιωνόταν η αποστολή της πρόσκλησης, προς τα απόντα μέλη, για τις επίδικες συνεδρίες. 

2.  Στην παρούσα υπόθεση τα μόνα στοιχεία που υπήρχαν στους σχετικούς φακέλους ήταν οι αντίστοιχες προσκλήσεις προς τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, χωρίς οποιαδήποτε σημείωση ή βεβαίωση ότι οι προσκλήσεις εκείνες απεστάλησαν στα δύο απόντα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, καθ’ οιονδήποτε χρόνο. 

     Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη σε σχέση με το ζήτημα της ορθής σύνθεσης της εφεσίβλητης Αρχής κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν αποδείχθηκε, με βάση τα στοιχεία του σχετικού φακέλου, ότι οι προσκλήσεις προς τα απόντα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής στάληκαν νομότυπα, όπως επιβαλλόταν και επομένως η σύνθεσή της δεν ήταν ορθή.   

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αναστασίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616,

A. J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 224,

Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 258,

Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 629/03,  ημερ. 29.9.2006,

Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1140/03, ημερ. 10.2.2006,

Lella Kentonis Investments Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1571/06, ημερ. 6.2.2008

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 878/02), ημερομ. 14.4.2006.

[*32]Ξ. Ευγενίου για Α.Σ. Αγγελίδη, για  τους Εφεσείοντες.

Μ. Καλλιγέρου με Ε. Κληρίδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Με την παράγραφο Α του αιτητικού της προσφυγής τους, υπ’ αρ. 878/02, οι αιτητές-εφεσείοντες ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητης, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 6.9.2002 και με την οποία η καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητη έκρινε πως υπήρξε παράβαση εκ μέρους του τηλεοπτικού σταθμού των αιτητών, των Άρθρων 33(2) (η) και 33(2)(ι) του Ν. 7(Ι)/98 (όπως αυτός τροποποιήθηκε) και της παραγράφου ΣΤ.3 του Παραρτήματος ΙΧ της Κ.Δ.Π. 10/2000 και τους επέβαλε ως διοικητικό πρόστιμο το ποσό των Λ.Κ.38.000.-, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, στις 13.10.05, με ενδιάμεση απόφασή του, απέρριψε αίτηση της καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητης με την οποίαν επιδιωκόταν η προσαγωγή μαρτυρίας για να αποδειχθεί, ότι οι προσκλήσεις προς τα μέλη της καθ’ ης η αίτηση για να συμμετάσχουν στις επίδικες συνεδρίες, στις οποίες επιβλήθηκε το προαναφερόμενο διοικητικό πρόστιμο, και οι οποίες περιέχονταν στο σχετικό διοικητικό φάκελο, πράγματι αποστάληκαν στα μέλη.  Αφού ο ευπαίδευτος Δικαστής, αναφέρθηκε στο Άρθρο 21(3) του Ν. 158(Ι)/99 σύμφωνα με το οποίο, για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει  να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον οι προσκλήσεις προς τα μέλη της καθ’ ης η αίτηση-εφεσίβλητης υπήρχαν στο σχετικό διοικητικό φάκελο, τόσο η αποστολή τους όσο και η λήψη τους τεκμαίρεται στη βάση του  τεκμηρίου της κανονικότητας και επομένως ότι οποιαδήποτε εκ μέρους της απόδειξη, είτε ότι αυτές αποστάληκαν, είτε ότι λήφθηκαν από τα μέλη που απουσίαζαν κατά τις επίδικες συνεδρίες, ήταν αχρείαστη.  Το βάρος της απόδειξης, εφόσον η αποστολή ή η λήψη των προσκλήσεων αμφισβητείται, βαρύνει τον αμφισβητούντα, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*33]Με την τελική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ημερ. 14.4.06, η οποία προσβάλλεται με την υπό εξέταση  έφεση με τρείς λόγους έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της αιτήτριας-εφεσείουσας, με έξοδα εις βάρος της.  Αναφορικά με το ισχυρισμό για κακή σύνθεση της καθ΄ ης η αίτηση-εφεσίβλητης το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στη σχετική επί του θέματος ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 13.10.2005 και επανατόνισε ότι:  «Εφόσον οι προσκλήσεις προς τα μέλη της Αρχής βρίσκονται στο σχετικό διοικητικό φάκελο, τόσο η αποστολή τους όσο και η λήψη τους από τα μέλη τεκμαίρεται στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας.  Δε χρειάζεται απόδειξη της αποστολής τους από πλευράς της Αρχής, πολύ δε περισσότερο, απόδειξη ότι αυτές λήφθηκαν από όλα τα μέλη και, ειδικότερα, από τα μέλη που απουσίαζαν κατά τις συνεδρίες που κατέληξαν στην επίδικη απόφαση.»

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι δεν έπασχε η σύνθεση της εφεσίβλητης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατ’ επίκληση μάλιστα της προαναφερόμενης ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου που είχε προηγηθεί και με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της εφεσίβλητης για προσαγωγή σχετικής μαρτυρίας, επειδή συνέτρεχε τεκμήριο κανονικότητας.  

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι ακύρωσης της προσβληθείσας απόφασης της εφεσίβλητης, οι οποίοι προβλήθηκαν στην προσφυγή.  Μεταξύ των λόγων ακύρωσης περιλαμβάνονται λόγοι όπως ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάστηκαν τα Άρθρα 12, 19, 26 και 28 του Συντάγματος, ότι παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης πως κανένας δεν μπορεί να είναι Δικαστής της δικής του υπόθεσης, ότι η εφεσίβλητη Αρχή ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το Ν. 7(Ι)/98, όπως τροποποιήθηκε, ότι η ποινή που επιβλήθηκε στην εφεσείουσα είναι εκτός της εξουσιοδότησης του Νόμου, ότι η απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και ότι η ποινή διοικητικού προστίμου που επιβλήθηκε δεν ήταν νόμιμη. 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής ότι δεν είναι ορθή η σωρευτική επιβολή βαρύτατων ποινικών προστίμων για πολλές και συναφείς παραβιάσεις του Νόμου και επομένως ότι η επιβληθείσα ποινή-διοικητικό  πρόστιμο δεν είναι υπέρμετρα αυστηρή και δυσανάλογη.

[*34]Θεωρούμε ότι είναι αρκετό να εξετάσουμε μόνο τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος κρίνει και το αποτέλεσμα της έφεσης.  Αφού μελετήσαμε όλα τα ενώπιον μας στοιχεία καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η  θέση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, η οποία εκφράστηκε τόσο στην προαναφερόμενη ενδιάμεση απόφαση του, όσο και στην προαναφερόμενη τελική του απόφαση, δεν είναι ορθή.  Η θέση του ήταν ότι, εφόσον οι προσκλήσεις προς τα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής βρίσκονταν στο σχετικό διοικητικό φάκελο, τόσο η αποστολή τους όσο και η λήψη τους από τα μέλη τεκμαίρεται στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας και ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη απόδειξη της αποστολής τους, ή της λήψης τους, από πλευράς της εφεσίβλητης Αρχής.  Η προαναφερόμενη θέση έρχεται σε αντίθεση με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η ορθή νομική θέση γι’ αυτό το θέμα εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αναστασίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616 στην οποία τονίστηκε ότι για να συνεδριάσει νομότυπα ένα συλλογικό όργανο χρειάζεται η εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήση στη συνεδρία του, κάθε μέλους του συλλογικού  οργάνου.  Η πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου πρέπει να προκύπτει είτε από αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής πρόσκλησης, είτε από βεβαίωση του μέλους, είτε από άλλα έγγραφα, όχι μεταγενέστερα της συνεδριάσεως του οργάνου.   Στην Αναστασίου (ανωτέρω) γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στην A. J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 224 και σε σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Η.Γ. Κυριακόπουλου, «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Β΄ Γενικό Μέρος, 4η έκδοση, σελ. 23, το οποίον και ακολουθείται.  

Στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 258 εξετάστηκε ζήτημα παράβασης του Άρθρου 21(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 σε σχέση με την νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση των μελών της εφεσίβλητης Αρχής.  Στην υπόθεση εκείνη η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η σχετική πρόσκληση δεν έφερε ένδειξη ότι στάληκε αλλά ούτε και άλλη σύγχρονη καταγραφή υπήρχε που να τεκμηριώνει την αποστολή της. 

Στην Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 629/03, ημερ. 29.9.06 ο Αρτέμης, Δ. (όπως ήταν τότε) έκαμε αναφορά σε άλλες προηγούμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τόνισε ότι τα αναγκαία στοιχεία τα οποία δεικνύουν αν ικανοποιείται η απαίτηση για πρόσκληση πρέπει να προκύπτουν από σαφή γραπτά στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί κατά το χρόνο της πρόσκλησης. Η εκ των υστέ[*35]ρων βεβαίωση με ένορκη δήλωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αφού ο διοικητικός φάκελος πρέπει να αποτελεί τη μόνη πηγή πληροφόρησης του δικαστηρίου. 

Ο Κωνσταντινίδης, Δ. στη  Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1140/03, ημερ. 10.2.06 τόνισε, για το ίδιο θέμα της πρόσκλησης των μελών διοικητικού οργάνου, ότι χρειάζονται σύγχρονα γραπτά στοιχεία. Η απαίτηση του Άρθρου 21(3) του Ν. 158(Ι)/99 να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου σε συνεδρία, δεν ικανοποιείται με μόνη την ύπαρξη πρόσκλησης στο φάκελο, χωρίς γραπτό στοιχείο, με τη  μορφή κάποιας βεβαίωσης ή έστω σημείωσης αρμοδίως πως πράγματι στάληκε η πρόσκληση.  Η προαναφερόμενη βεβαίωση ή σημείωση είναι απαραίτητη τόσο αναφορικά με την απόδειξη της αποστολής της πρόσκλησης όσο και αναφορικά με το χρόνο της αποστολής της.  

Στην ίδια γραμμή είναι και η πρόσφατη απόφαση του Φωτίου, Δ. στη Lella Kentonis Investments Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Aρ. 1571/06, ημερ. 6.2.2008

Στις προαναφερόμενες υποθέσεις η κατάληξη ήταν πως έπασχε η σύνθεση της εφεσίβλητης Αρχής επειδή δεν βεβαιωνόταν η αποστολή της πρόσκλησης, προς τα απόντα μέλη, για τις επίδικες συνεδρίες. 

Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές, από την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 13.10.2005 αλλά και την τελική απόφαση ημερ. 14.4.06, ότι μέλη της εφεσίβλητης Αρχής απουσίαζαν κατά τις συνεδρίες που κατέληξαν στην επίδικη απόφαση.  Από το σχετικό φάκελο της εφεσίβλητης, που κατατέθηκε ως τεκμήριο στην προσφυγή, φαίνεται πως στις 6.8.2002, όταν δηλαδή λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, απουσίαζαν δύο μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, δηλαδή ο κ. Αγάπιος Κακογιάννης και η κα. Φρ. Ηγουμενίδου-Ριζοπούλου. Για να τηρηθεί η ίδια σύνθεση της Αρχής που ίσχυε κατά την κρίσιμη συνεδρία της  με αρ. 32/2002, ημερ. 6.8.2002, στην οποίαν εξετάστηκε και η επίδικη υπόθεση με αρ. 76/2002(3), τα πραναφερόμενα δύο μέλη αποχώρησαν και κατά τη συζήτηση της προαναφερόμενης υπόθεσης (αρ. 76/2002(3)), κατά την επόμενη συνεδρία της εφεσίβλητης Αρχής (με αρ. 33/2002, ημερ. 28.8.2002).  Επίσης είναι προφανές, ότι τα μόνα στοιχεία που υπήρχαν στους σχετικούς φακέλους ήταν οι αντίστοιχες προσκλήσεις προς τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, ημερομηνιών 29.7.2002 και 21.8.2002, χωρίς οποιαδήποτε σημείωση ή βεβαίωση [*36]ότι οι προσκλήσεις εκείνες απεστάλησαν στα δύο προαναφερόμενα απόντα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, καθ’ οιονδήποτε χρόνο. Συναφώς παρατηρούμε ότι από το σχετικό φάκελο φαίνεται πως, για άλλες περιπτώσεις, υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία αποστολής των προσκλήσεων, ενώ για την προκείμενη περίπτωση, ούτε στην ίδια την πρόσκληση αλλά ούτε και πουθενά αλλού υπάρχει στοιχείο αποστολής των προσκλήσεων, με οποιονδήποτε τρόπο.

Ενόψει των προαναφερομένων κρίνουμε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη σε σχέση με το ζήτημα της ορθής σύνθεσης της εφεσίβλητης Αρχής κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν αποδείχθηκε, με βάση τα στοιχεία του σχετικού φακέλου, ότι οι προσκλήσεις προς τα απόντα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής στάληκαν νομότυπα, όπως επιβαλλόταν, από την αυστηρή νομολογία μας, και επομένως η σύνθεσή της δεν ήταν ορθή.   

Η έφεση επιτυγχάνει γι’ αυτό το λόγο και δεν είναι απαραίτητο, υπό τις περιστάσεις, να εξεταστούν και οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης.  Ένεκα της μη ορθής σύνθεσης της εφεσίβλητης Αρχής, κατά το χρόνο της προσβαλλόμενης, με την  Προσφυγή 878/02, απόφασης, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται δηλωτική απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού της προσφυγής.  Έξοδα €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο