Περικλέους Μαρία ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 ΑΑΔ 37

(2009) 3 ΑΑΔ 37

[*37]27 Ιανουαρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείουσα,

v.

ΔΗΜΟΥ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 37/2006)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έγερση ζητήματος  αντισυνταγματικότητας νόμου ― Απαιτείται η ορθή δικογράφησή του στο δικόγραφο της Αίτησης Ακυρώσεως ― Η ανάπτυξή του στη γραπτή αγόρευση δεν αρκεί.

Έννομο ΣυμφέρονΑιτητή, να αμφισβητήσει την συνταγματικότητα του Άρθρου 8Α του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.126(Ι)/2000 ― Κρίθηκε ότι δεν ήταν άμεσο.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Η απαίτηση εξειδίκευσής τους στο δικόγραφο της Αιτήσεως Ακυρώσεως ― Δεν επληρούτο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Οδοί και Οικοδομές ― Αίτηση έκδοσης άδειας οικοδομής ― Μη παραλαβή και έμμεση απόρριψή της κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 8Α του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.126(Ι)/2000.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή της κατά της απόρριψης της αίτησής της για άδεια οικοδομής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Δεν δικαιολογείτο εν προκειμένω η εξέταση της συνταγματικότητας για δύο λόγους.  Πρώτον, επειδή το ζήτημα της συνταγματικότητας δεν καθοριζόταν με ακρίβεια στην ίδια την προσφυγή, όπως απαιτεί [*38]η νομολογία, και δεύτερο, διότι ακόμα και αν το ζήτημα ετίθετο δεόντως δεν προβλήθηκε «μετ’ εννόμου συμφέροντος».

2.  Το ζήτημα που αναφύεται στην προκείμενη περίπτωση, δεν άπτεται άμεσου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας-εφεσείουσας, αλλά των συμφερόντων ορισμένης τάξης πολιτικών μηχανικών.

3.  Αναφορικά με το θέμα της χρηστής διοίκησης δεν συγκεκριμενοποιήθηκε οτιδήποτε στην προσφυγή, δηλαδή στα νομικά σημεία και την έκθεση γεγονότων, αναφορικά και με αυτό το θέμα. 

     Δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε θέση πως η προτεινόμενη οικοδομή δεν περιλάμβανε αρχιτεκτονική εργασία, ή ότι μεταξύ των διαδίκων προέκυπτε οποιαδήποτε διαφορά ως προς τον καθορισμό της έκτασης της αρχιτεκτονικής εργασίας. Στην απουσία νομοθετικών ορισμών, το διοικητικό όργανο, δηλαδή ο εφεσίβλητος Δήμος, διατηρούσε διακριτική ευχέρεια να προβεί το ίδιο σε καθορισμό του τι συνιστούσε αρχιτεκτονική εργασία και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. China Wanbao Engin. Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406,

Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339,

Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910,

Κούρτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 407.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 6/04), ημερομ. 22.2.2006.

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα.

Κ. Κακουλλή, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*39]ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια-εφεσείουσα ζητούσε δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση-εφεσίβλητου, ημερ. 12.12.2003, με την οποία ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να παραλάβει και/ή έμμεσα απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας για έκδοση οικοδομικής άδειας στο τεμάχιο 1257, Φυλ./Σχ. LIV/57, επειδή δεν συνυπέβαλε και τα έγγραφα για εκπόνηση αρχιτεκτονικής εργασίας, στα σχέδια 1-7 και 20-23, σύμφωνα με το Ν.126(Ι)/2000, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

Το Άρθρο 8Α του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, (όπως τροποποιήθηκε, το οποίο εισήχθη με το Ν.126(Ι)/2000, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες, συγγραφές, υπολογισμοί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο υποβάλλεται, δυνάμει του νόμου εκείνου, στην αρμόδια Αρχή, για την έκδοση άδειας οικοδομής θα φέρει την υπογραφή και τον τίτλο του  προσώπου που το ετοίμασε, το οποίο θα πρέπει να έχει και μια από τις άδειες άσκησης επαγγέλματος που χορηγούνται από το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ) δυνάμει των διατάξεων των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμων του 1990 έως 1997. Οποιονδήποτε από τα προαναφερόμενα έγγραφα, το οποίο αφορά σε οικοδομή, μετατροπή, προσθήκη, επισκευή κλπ., το οποίο υποβάλλεται στην αρμόδια Αρχή για έκδοση άδειας, υποβάλλεται και υπογράφεται από αρχιτέκτονα μελετητή, όταν η εργασία που εκπονείται είναι αρχιτεκτονική εργασία και υπογράφεται από πολιτικό μηχανικό μελετητή, όταν η εργασία που εκπονείται είναι εργασία πολιτικού μηχανικού (Άρθρο 8Α(1) και 2). Το Άρθρο 8Α(3) προνοεί ότι η προαναφερόμενη διάταξη για υπογραφή της αρχιτεκτονικής εργασίας από αρχιτέκτονα και της εργασίας  πολιτικού μηχανικού από πολιτικό μηχανικό, δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα τα οποία ήταν εγγεγραμμένα κατά την 4.11.1993 στα μητρώα του καταργηθέντος περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου, τα οποία συνεχίζουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα υπογραφής που είχαν και δυνάμει του καταργηθέντος νόμου.  Το Άρθρο 8Α (5) προνοεί ότι οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα έγγραφα υποβάλλεται, δυνάμει του προαναφερόμενου νόμου, στην αρμόδια Αρχή, συνοδεύεται με έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ, ότι το πρόσωπο που ετοίμασε το έγγραφο έχει σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος (Αρχιτέκτονα ή Πολιτικού Μηχανικού) δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου.

[*40]Η αιτήτρια-εφεσείουσα, την 31.11.2003, υπέβαλε προς τον καθ΄ ου η αίτηση - εφεσίβλητο, ως την αρμόδια Αρχή, αίτηση για την έκδοση άδειας ανέγερσης οικοδομής.  Η αίτηση συνοδευόταν από αρχιτεκτονικά σχέδια και σχετικές μελέτες και επισυνάπτετο βεβαίωση του ΕΤΕΚ αναφορικά με το δικαίωμα του, ονομασθέντος στην αίτηση ως μελετητή του έργου, να εκπονεί εργασία πολιτικού μηχανικού. Όμως δεν υπήρχε ανάλογη βεβαίωση και για την αρχιτεκτονική εργασία. Ένεκα αυτής της έλλειψης ο εφεσίβλητος αποφάσισε πως η αίτηση δεν μπορούσε να προχωρήσει και πληροφόρησε σχετικά την εφεσείουσα με επιστολή ημερ. 12.12.2003 στην οποία περιλαμβάνεται η προσβαλλόμενη, με την προσφυγή, απόφαση.

Στα νομικά σημεία που αναγράφονται στην προσφυγή και τα οποία ,σύμφωνα με την εφεσείουσα, καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωτέα, περιλαμβάνονται και τα εξής:

1.  Η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα.

2.  Η  προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση καταστρατηγεί την αρχή της χρηστής διοίκησης και παραβιάζει την αρχή της ισότητας.

3.  Η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης.

Στην έκθεση γεγονότων, στην προσφυγή, η αιτήτρια-εφεσείουσα πρόβαλε και τις εξής θέσεις:  Η αίτησή της, για έκδοση οικοδομικής άδειας, υποβλήθηκε δια του μελετητή, πολιτικού μηχανικού της, και μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την υποβολή αιτήσεων για άδεια οικοδομής, όπου δεν απαιτείτο και πολεοδομική άδεια, δεν απαιτείτο ούτε και έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ για αρχιτεκτονική εργασία. Ο εφεσίβλητος με την προσβαλλόμενη απόφασή του, η οποία βασίζεται σε αντισυνταγματικό νόμο, αποφάσισε ότι σε αίτηση για άδεια οικοδομής, όπου δεν απαιτείται και πολεοδομική άδεια πρέπει να υπάρχει και έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ για αρχιτεκτονική εργασία.  Είναι ισχυρισμός της αιτήτριας-εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνο στηρίζεται σε αντισυνταγματικό νόμο αλλά παραβιάζει και κεκτημένα δικαιώματά της και είναι αντίθετη προς την αρχή της εμπιστοσύνης του  πολίτη προς τη διοίκηση. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι, τελικά, ο ευπαίδευ[*41]τος συνήγορος της αιτήτριας-εφεσείουσας προώθησε, με την αγόρευσή του, μόνο δύο ζητήματα.  Το ένα αφορούσε στη θέση ότι ο υπό αναφορά νόμος είναι αντισυνταγματικός και το άλλο, ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

Ο εφεσίβλητος είχε αρχικά εγείρει θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος από την αιτήτρια, το οποίο όμως στη συνέχεια απέσυρε.  Το εξέτασε όμως, από άλλη  σκοπιά, αυτεπάγγελτα, το πρωτόδικο δικαστήριο.

Αναφορικά με το θέμα της αντισυνταγματικότητας, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ούτε συγκεκριμενοποιήθηκε, στα νομικά σημεία της προσφυγής, αλλά ούτε και υποστηρίχθηκε από οτιδήποτε, το σχετικό, στην έκθεση γεγονότων. Το ζήτημα αυτό αναπτύχθηκε μόνο στη γραπτή αγόρευση εκ μέρους της εφεσείουσας όπου έγινε λεπτομερής αναφορά στη θέση ότι το Άρθρο 8Α του προαναφερόμενου νόμου αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας.  Κατά την εφεσείουσα, το Άρθρο 8Α(3) προβαίνει σε ένα άνισο διαχωρισμό και διάκριση, χωρίς κανένα αιτιολογικό έρεισμα, μεταξύ των πολιτικών μηχανικών που ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα δυνάμει του καταργηθέντος σχετικού νόμου, κατά την 4.11.1993 και εκείνων που δεν ήσαν εγγεγραμμένοι στα μητρώα κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία. 

Ο ευπαίδευτος Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής αποφάνθηκε, πολύ ορθά κατά την κρίση μας, πως δεν δικαιολογείτο η εξέταση της συνταγματικότητας για δύο λόγους.  Πρώτον, επειδή το ζήτημα της συνταγματικότητας δεν καθοριζόταν με ακρίβεια στην ίδια την προσφυγή, όπως απαιτεί η νομολογία, και δεύτερο, διότι ακόμα και αν το ζήτημα ετίθετο δεόντως δεν προβλήθηκε «μετ’ εννόμου συμφέροντος», όπως υποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. China Wanbao Engin. Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ 406 και Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339.  Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ότι το ζήτημα που αναφύεται στην προκείμενη περίπτωση, δεν άπτεται άμεσου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας-εφεσείουσας, αλλά των συμφερόντων ορισμένης τάξης πολιτικών μηχανικών και επίσης συμφωνούμε με τη θέση του για μη ορθή δικογράφηση του θέματος της αντισυνταγματικότητας. 

Ως προς το ζήτημα της χρηστής διοίκησης η εφεσείουσα παραπονέθηκε ότι δεν υπήρχε νομοθετική ή κανονιστική ερμηνεία των όρων «αρχιτεκτονική εργασία» και «εργασία πολιτικού μηχανικού» και ότι επομένως καθίστατο ανέφικτη η εφαρμογή του νό[*42]μου.  Με τη γραπτή αγόρευση της ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου η εφεσείουσα αναφέρθηκε και στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 85/384/ΕΟΚ, ημερ. 10.6.1985 και υποστήριξε ότι οι δραστηριότητες στον τομέα της Αρχιτεκτονικής δεν αποτελούν μονοπωλιακό δικαίωμα και είναι δυνατό να ασκηθούν και από άλλους επαγγελματίες, ιδίως Μηχανικούς, οι οποίοι έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση στον τομέα της κατασκευής ή της οικοδομικής τέχνης. 

Αναφορικά με το θέμα της χρηστής διοίκησης ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, επίσης πολύ ορθά, παρατήρησε ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε οτιδήποτε στην προσφυγή, δηλαδή στα νομικά σημεία και την έκθεση γεγονότων, αναφορικά και με αυτό το θέμα.  Υπογράμμισε πως, στην προσφυγή, δεν διατυπώθηκε θέση ότι η προτεινόμενη οικοδομή δεν περιλάμβανε αρχιτεκτονική εργασία ή ότι, με δεδομένο ότι περιλάμβανε τέτοια εργασία, προέκυπτε, μεταξύ της αιτήτριας-εφεσείουσας και του εφεσίβλητου Δήμου, οποιαδήποτε διαφορά ως προς τον καθορισμό της έκτασης αυτής της εργασίας. Ακόμα παρατήρησε πως, η εφεσείουσα δεν πρόβαλε ισχυρισμό ότι, στην απουσία νομοθετικών ορισμών, το διοικητικό όργανο (εφεσίβλητος) δεν διατηρούσε διακριτική ευχέρεια να προβεί το ίδιο σε τέτοιο ορισμό, να καθορίσει δηλαδή τι συνιστούσε «αρχιτεκτονική εργασία».

Με την υπό εξέταση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ότι η αίτηση της εφεσείουσας θα έπρεπε να συνοδεύεται από βεβαίωση του ΕΤΕΚ για την «αρχιτεκτονική εργασία» που περιλαμβανόταν στα αρχιτεκτονικά σχέδια και τις σχετικές μελέτες που συνόδευαν την αίτηση για άδεια οικοδομής (πρώτος λόγος έφεσης), ως προς τη μη συγκεκριμενοποίηση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας (δεύτερος  λόγος έφεσης), και ως προς τη μη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης (τρίτος λόγος έφεσης).  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα αποστερήθηκε του δικαιώματος της δίκαιης δίκης.   

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και απορρίπτουμε όλους τους λόγους έφεσης.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του προαναφερόμενου νόμου δεν συγκεκριμενοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο στην προσφυγή και επομένως ορθά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Είναι θεμελιωμένο ότι ζητήματα αντισυνταγματικότητας νομοθετικών προνοιών ή νόμων πρέπει να εγείρονται ρητά και να συγκεκριμενοποιούνται και ακόμα να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το διάδικο που τα εγείρει (Δέ[*43]στε: Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910 και Κούρτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 407).  Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα απέτυχε να συγκεκριμενοποιήσει και να αποδείξει τους ισχυρισμούς της περί αντισυνταγματικότητας. 

Αναφορικά με το ζήτημα της μη ύπαρξης βεβαίωσης του ΕΤΕΚ για την αρχιτεκτονική εργασία που περιλάμβαναν τα αρχιτεκτονικά σχέδια και οι σχετικές μελέτες, που συνόδευαν την αίτηση της εφεσείουσας για άδεια οικοδομής, και πάλι συμφωνούμε με τις παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι και αυτό το ζήτημα δεν συγκεκριμενοποιήθηκε στην προσφυγή, εφόσον δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε θέση πως η προτεινόμενη οικοδομή δεν περιλάμβανε αρχιτεκτονική εργασία, ή ότι μεταξύ των διαδίκων προέκυπτε οποιαδήποτε διαφορά ως προς τον καθορισμό της έκτασης της αρχιτεκτονικής εργασίας.  Συμφωνούμε ακόμα με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, στην απουσία νομοθετικών ορισμών, το διοικητικό όργανο, δηλαδή ο εφεσίβλητος Δήμος, διατηρούσε διακριτική ευχέρεια να προβεί το ίδιο σε καθορισμό του τι συνιστούσε αρχιτεκτονική εργασία και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. 

Το ζήτημα της παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης είναι συνυφασμένο με το ζήτημα του τι συνιστούσε «αρχιτεκτονική εργασία» και «εργασία πολιτικού μηχανικού».  Εφόσον, το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά  έκρινε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να συγκεκριμενοποιήσει τους σχετικούς ισχυρισμούς της, στην προσφυγή της, αναφορικά με αυτά τα θέματα, και στη συνέχεια απέτυχε να προβάλει και να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης. 

Εντελώς αβάσιμο θεωρούμε και τον τέταρτο λόγο έφεσης περί παραβίασης του δικαιώματος της εφεσείουσας σε δίκαιη δίκη.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παρείχε πλήρες δικαίωμα στην εφεσείουσα να προβάλει τους ισχυρισμούς της, οι οποίοι εξετάστηκαν  και ορθά απορρίφθηκαν.

Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της προαναφερόμενης Ευρωπαϊκής Οδηγίας.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο