Λάμπρου Λάμπρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2009) 3 ΑΑΔ 79

(2009) 3 ΑΑΔ 79

[*79]11 Φεβρουαρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

1.    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ               ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/ Ή ΥΠΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    ΚΑΙ/ Ή ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.    ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ                                ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ/ Ή ΑΡΜΟΔΙΑΣ                      ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ/ Ή ΤΜΗΜΑΤΟΣ                             ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3866)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η σύνθεση Υπουργικής Επιτροπής στην εξετασθείσα υπόθεση κατ’ εφαρμογή και του Άρθρου 21(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Πολεοδομική άδεια υπό όρους ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε έγκυρη, στην εξετασθείσα υπόθεση, η επιβολή όρου σχετικού με οδικό δίκτυο, παρά την ανυπαρξία σχετικού δημοσιευμένου ρυμοτομικού σχεδίου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσαγωγή μαρτυρίας ― Συνέπειες, στην κριθείσα περίπτωση, από την μη υποβολή αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Θέματα τεχνικής φύσεως ― Δεν ελέγχονται κατ’ αρχήν ως αναγόμενα στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης.

[*80]Οι λόγοι ακυρώσεως που είχε προβάλει πρωτοδίκως ο εφεσείων εξετάστηκαν το πρώτον από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά την επιτυχία της έφεσης εναντίον της πρωτόδικης προδικαστικής απόρριψης της προσφυγής (για έλλειψη εννόμου συμφέροντος).  Αντικείμενο της διαδικασίας ήταν η απόφαση απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής του εφεσείοντα-αιτητή κατά της υπό όρους έκδοσης πολεοδομικής άδειας σε σχέση με ακίνητό του.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Εντελώς αόριστα προβλήθηκε ο ισχυρισμός για κακή σύνθεση και μη νόμιμη συγκρότηση της Υπουργικής Επιτροπής εν προκειμένω, καθώς και ο πρόσθετος ισχυρισμός ότι κατά τις διαβουλεύσεις της Υπουργικής Επιτροπής, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής ήταν παρόντα και άτομα τα οποία δεν ήταν  μέλη της.  Το σχετικό πρακτικό εν πάση περιπτώσει ρητά αναφέρει ότι στην αρχή της διαδικασίας είχαν παρευρεθεί διάφοροι υπηρεσιακοί παράγοντες, οι οποίοι και έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής τα σχετικά έγγραφα δίνοντας σχετικές επεξηγήσεις και διευκρινίσεις, στη συνέχεια δε απεχώρησαν.  Σχετικό και βέβαια απόλυτα εφαρμόσιμο στο ζήτημα εδώ είναι και το Άρθρο 21(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.

2.  Η επίδικη απόφαση των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε στη βάση της επιφύλαξης της παρ. 1(β) της Πολιτικής 3(Α) Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής, Κεφ. 3, της Δήλωσης Πολιτικής.  Η υποβολή νέου χωροταξικού εν προκειμένω, προσυπογραμμένου και από τον εφεσείοντα-αιτητή, κρίθηκε αρμοδίως ότι διασφάλιζε τις απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής, μέσα στην έννοια της παρ. 1(β) και της επιφύλαξής της, περιλαμβανομένου και του απαραίτητου οδικού δικτύου.  Η πιο πάνω πρόνοια είναι αρκούντως σαφής και ενόψει της υφιστάμενης ύπαρξης αγροτικού δρόμου, που ο εφεσείων-αιτητής δεν αρνήθηκε, αλλά αντίθετα αποτύπωσε στο χωροταξικό σχέδιο με λεπτομέρεια, δεν χρειαζόταν η εμπλοκή άλλων νομοθετικών διατάξεων, όπως αυτών των Άρθρων 12 και 13 του Κεφ. 96 ή του Άρθρου 21 του Νόμου 90/72.  Ούτε και υπήρχε ζήτημα εκπόνησης ή τροποποίησης Τοπικού Σχεδίου ή Σχεδίου Περιοχής με βάση το Άρθρο 18 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ώστε να τίθεται θέμα ένστασης εντός της οκτάμηνης προθεσμίας που προσδιορίζεται στο εδάφιο (5) αυτού. 

3.  Η επίδικη απόφαση προσβάλλεται και ως αναιτιολόγητη και ως προϊόν ελλιπούς έρευνας.  Διαπιστώνεται όμως το αντίθετο από τα [*81]πρακτικά.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη θεωρώντας ότι ο επιβληθείς όρος για την παραχώρηση μέρους του κτήματος για την εγγραφή δρόμου ήταν αναγκαίος για τη διασφάλιση των συνθηκών ανάπτυξης της περιοχής.  Η αιτιολογία είναι ενσωματωμένη στην απόφαση και το γεγονός ότι η Υπουργική Επιτροπή δέχθηκε τις απόψεις των αρμοδίων οργάνων, δεν σημαίνει και μη αυτόνομη λήψη απόφασης επί της ουσίας.  Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των θέσεων της διοίκησης, ούτε το Δικαστήριο ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά η διαπίστωση της επάρκειας αυτής ταύτης της έρευνας.

4.  Παραπονείται πρόσθετα ο εφεσείων-αιτητής ως προς τη θέση του επίδικου δρόμου. Απαραδέκτως τέθηκαν όμως τέτοια ζητήματα με την αίτηση και την αγόρευση του εφεσείοντος-αιτητή, καθότι δεν ζητήθηκε ποτέ άδεια για υποβολή μαρτυρίας που ενδεχομένως να ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα, και επί της οποίας θα αποφάσιζε ανάλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

5.  Κατά μείζονα λόγο, όμως, τα ζητήματα αυτά αφορούν τεχνικής φύσεως θέματα που κατά πάγια νομολογία εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου θεωρούμενα ως, κατά κανόνα, ανέλεγκτα, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας ή κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.  Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση του κατά πόσον οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν ή όχι την πρέπουσα έρευνα στρέφοντας την προσοχή τους στο κάθε τι που θα ήταν δυνατόν να ήταν σχετικό. Αντικείμενο της αίτησης ακυρώσεως  δεν είναι η αναθεώρηση των εκτιμήσεων ή της διαπίστωσης των πρωτογενών γεγονότων, αλλά η επάρκεια της έρευνας. 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345,

Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 368,

Παιδικό Κανάλι το Ένα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 609,

Αυγουστή ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 384,

[*82]Ζακχαίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 4 Α.Α.Δ. 1987,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103,

Χ”Θεμιστοκλέους ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 4 Α.Α.Δ. 3930,

Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 842/04, ημερ. 26.5.2006,

Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725,

Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835, 

Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113

Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,

Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475.

Έφεση.

Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 68/03), ημερ. 19.7.04.

Χρ. Χατζηστερκώτης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η Ολομέλεια με απόφαση της ημερ. 18.10.07, ανέτρεψε την πρωτόδικη θέση που είχε εκφραστεί με την απόφαση ημερ. 19.7.04, ότι ο εφεσείων-αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής που υπέβαλε εναντίον της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής για την υπό όρους χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση οικίας εντός ιδιόκτητου τεμαχίου του στον Αγρό.  Κρίθηκε ότι η υποβολή εκ μέρους του χωροταξικού σχεδίου κατόπιν αναζήτησης του από τους εφεσίβλητους - καθ’ ων η αίτηση 2, στο οποίο αποτυπωνόταν αγροτικός δρόμος που αποτέλεσε και το αντικείμενο ενός από τους όρους που έθεσε η Πολεοδομική Αρχή και συγκεκριμένα του όρου [*83]500, δεν σήμαινε και αποδοχή της παραχώρησης του δρόμου αυτού ως δημόσιου, αλλά και ότι δεν αποστερείτο του εννόμου συμφέροντος του επειδή υπέβαλε αίτηση για άδεια οικοδομής, ως αποτέλεσμα της πολεοδομικής, αλλά υπό όρους, χορηγηθείσης αδείας.  Διέκρινε επίσης τα γεγονότα της υπόθεσης από τα γεγονότα των υποθέσεων Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 368.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αποφασίσει επί της ουσίας των λόγων της προσφυγής και εναποτίθεται πλέον στους ώμους της παρούσας Ολομέλειας να προχωρήσει στην εξέταση τους κατά πάγια πρακτική (δέστε την απόφαση Παιδικό Κανάλι το Ένα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 609).

Όπως απορρέει από τα ανωτέρω, ο εφεσείων - αιτητής (συνιδιοκτήτης του τεμαχίου με άλλο πρόσωπο), είχε υποβάλει αίτηση για πολεοδομική άδεια η οποία και χορηγήθηκε αλλά υπό συγκεκριμένους όρους μεταξύ των οποίων και ο όρος 500, ο οποίος επέβαλλε σ’ αυτόν όπως τμήμα του τεμαχίου του παραχωρηθεί και εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος προς συνέχιση του οδικού δικτύου της περιοχής. Ο όρος αυτός τέθηκε μετά που η Πολεοδομική Αρχή διαπίστωσε ότι σε νέο χωροταξικό σχέδιο που υπέβαλε ο εφεσείων-αιτητής, μετά από υπόδειξη του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, αποτυπωνόταν η θέση υφιστάμενου μη εγγεγραμμένου αγροτικού δρόμου ο οποίος σύμφωνα με την έρευνα της Πολεοδομικής Αρχής χρησιμοποιόταν για πάρα πολλά χρόνια από τους ιδιοκτήτες γειτονικών τεμαχίων για σκοπούς πρόσβασης σε αυτά.  Ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή εναντίον αυτού του όρου με επιστολή του ημερ. 21.8.01, θεωρώντας την επιβολή του ως αυθαίρετη, παράνομη, καταχρηστική και ενάντια στις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.  Δεν υπήρχε, σύμφωνα με τη θέση του, δημοσιευμένο ρυμοτομικό-πολεοδομικό σχέδιο που προέβλεπε εγγραφή δρόμου, ενώ με την αφαίρεση ουσιαστικά μέρους του τεμαχίου για την εγγραφή του δρόμου επηρεαζόταν και η ανέγερση της κατοικίας.  Ακόμη δίνονταν και δικαιώματα σε ιδιοκτήτες γειτονικών τεμαχίων που παράνομα  και  αυθαίρετα  χρησιμοποιούσαν  μέρος του τεμαχίου του αιτητή. Οι εφεσίβλητοι-καθ΄ ων η αίτηση με την προσβαλλόμενη απόφαση τους ημερ. 12.11.02, απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή με το σκεπτικό ότι:

«….ο επιβληθείς όρος για την παραχώρηση μέρους του κτήματος για τη δημιουργία/εγγραφή δρόμου είναι αναγκαίος για την διασφάλιση των συνθηκών ανάπτυξης της περιοχής σύμφωνα [*84]με την επιφύλαξη της παρ. 1(β) της Πολιτικής 3(Α) Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής, Κεφ. 3 της Δήλωσης Πολιτικής.».

Στην προσφυγή προσβάλλεται η ως άνω απόφαση ως αναιτιολόγητη, ως προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, ως ληφθείσα χωρίς τη δέουσα έρευνα, ως απόρροια κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας και ως συγκρουόμενη με τις νομοθετικές πρόνοιες περί πολεοδομίας και χωροταξίας, ιδιαίτερα γιατί δεν υπήρχε δημοσιευμένο και ή έγκυρο ρυμοτομικό ή πολεοδομικό σχέδιο που καλύπτει την ιδιοκτησία του εφεσείοντος-αιτητή προβλέποντας την κατασκευή οδικού δικτύου. Τέθηκε επίσης ζήτημα κακής σύνθεσης της Υπουργικής Επιτροπής που έλαβε την απόφαση και μη τήρησης πρακτικών κατά τη διαδικασία.  Λόγω του ότι διαπιστώθηκε πρόβλημα με το ακριβές κείμενο της γραπτής αγόρευσης εκ μέρους του εφεσείοντος-αιτητή και επειδή επίσης η γραπτή αγόρευση εκ μέρους των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκε μόνο στο ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, δόθηκαν στις 16.5.08, οδηγίες για περαιτέρω γραπτή αγόρευση εκ μέρους των για να απαντηθούν τα θέματα ουσίας, με δικαίωμα καταχώρησης απαντητικής αγόρευσης εκ μέρους του εφεσείοντος-αιτητή.  Είναι στη βάση επομένως και των πιο πάνω γραπτών αγορεύσεων που θα εξεταστούν τα διάφορα σημεία που θέτει ο εφεσείων-αιτητής. 

Όσον αφορά το θέμα της σύνθεσης, το οποίο ως θεμελιακό ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, ορθά διαπιστώνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσιβλήτων στη δική της αγόρευση, ότι εντελώς αόριστα προβλήθηκε ο ισχυρισμός για κακή σύνθεση και μη νόμιμη συγκρότηση, καθώς και ο πρόσθετος ισχυρισμός ότι κατά τις διαβουλεύσεις της Υπουργικής Επιτροπής, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής ήταν παρόντα και άτομα τα οποία δεν ήταν μέλη της.  Στο συμπληρωματικό περίγραμμα των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η αίτηση επισυνάφθηκαν δύο παραρτήματα που επιλύουν τα αορίστως τεθέντα αυτά ζητήματα.  Κατ’ αρχήν δείχνουν ότι η Υπουργική Επιτροπή για την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του εφεσείοντος-αιτητή, μεταξύ άλλων, βρισκόταν σε πλήρη σύνθεση. Αυτό προκύπτει από την Κ.Δ.Π. 196/93, η οποία εκδόθηκε στις 30.7.93 δυνάμει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου αρ. 23/62, στη βάση της οποίας η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να εξετάζει ιεραρχικές προσφυγές επί πολεοδομικών θεμάτων με βάση τον Καν. 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, είχε ανατεθεί σε τετραμελή Επιτροπή Υπουργών.  Αργότερα, με πρόταση στο Υπουργικό Συμβού[*85]λιο  (που δεν επηρεάζει χρονικά την παρούσα διαδικασία και συγκεκριμένα στις 9.12.03),  λήφθηκε απόφαση στις 17.12.03 με αριθμό 59.158, με αποτέλεσμα η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής για εξέταση ιεραρχικών προσφυγών να αποτελείτο πλέον από τρεις Υπουργούς. Μετέπειτα, το επισυναφθέν πρακτικό ρητά αναφέρει ότι στην αρχή της διαδικασίας είχαν παρευρεθεί διάφοροι υπηρεσιακοί παράγοντες, οι οποίοι και έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής τα σχετικά έγγραφα δίνοντας σχετικές επεξηγήσεις και διευκρινίσεις, στη συνέχεια δε απεχώρησαν. Η παρουσία λοιπόν των υπηρεσιακών παραγόντων, απόλυτα θεμιτή, περιορίστηκε στο προκαταρκτικό στάδιο της συνεδρίας, είναι δε φανερό από το πρακτικό που τηρήθηκε για τη μετέπειτα διαδικασία, ότι η απόφαση λήφθηκε στην παρουσία μόνο των μελών της Υπουργικής Επιτροπής, αφού στην παρ. 1.1, σαφώς αναφέρεται ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες είχαν αποχωρήσει πριν την εξέταση των διαφόρων ιεραρχικών προσφυγών. Σχετικό και βέβαια απόλυτα εφαρμόσιμο στο ζήτημα εδώ είναι και το Άρθρο 21(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Έπεται ότι η πιο πάνω εισήγηση πρέπει να απορριφθεί.

Το επόμενο θέμα το οποίο χρήζει εξέτασης που αποτελεί και  την ουσία της προσφυγής, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος είναι η κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση της νομοθεσίας περί πολεοδομίας και χωροταξίας, καθώς και αυτή περί της ρύθμισης οδών και οικοδομών.  Η εισήγηση είναι ότι δεν υπήρχε έγκυρο ρυμοτομικό σχέδιο που επηρέαζε το ακίνητο του εφεσείοντος-αιτητή και δεν ήταν δυνατή η επιβολή όρου χωρίς την προηγούμενη τήρηση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων.  Έγινε επίκληση των Άρθρων 12 και 13 του Κεφ. 96 και του Άρθρου 21 του Νόμου αρ. 90/72, όπως οι νομοθεσίες αυτές τροποποιήθηκαν.  Δυστυχώς, οι εφεσίβλητοι - καθ’ ων η αίτηση επέλεξαν να μην τοποθετηθούν επί των ανωτέρω στο συμπληρωματικό περίγραμμα τους παρά την ανυπαρξία, όπως λέχθηκε, σχετικής αναφοράς και στην αρχική τους αγόρευση.  Δεν αντιτάσσεται οτιδήποτε σε σχέση με την εφαρμογή ή μη των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων, ούτε και σε συνάρτηση με την εμβέλεια της Δήλωσης Πολιτικής, επί της οποίας βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι - καθ’ ων η αίτηση και η οποία, κατά το συνήγορο του αιτητή, δεν είχε εφαρμογή στα γεγονότα.  Το μόνο που απαντάται σε σχέση με τα πιο πάνω είναι η παραδοχή στην αρχική αγόρευση τους ότι όντως δεν είχε δημοσιευθεί ρυμοτομικό σχέδιο.  Ανεφέρθη μόνο ότι ο εφεσείων-αιτητής είχε υπαχθεί οικειοθελώς στο μη δεσμευτικό χωροταξικό σχέδιο.

Η απόφαση των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε, όπως [*86]προαναφέρθηκε, στη βάση της επιφύλαξης της παρ. 1(β) της Πολιτικής 3(Α) Γενικές Πρόνοιες Πολιτικής, Κεφ. 3, της Δήλωσης Πολιτικής.  Η σχετική πρόνοια της παρ. 1(β), μέρος των βασικών αρχών που διέπουν την ανάπτυξη, έχει ως εξής:

«Ανάπτυξη θα επιτρέπεται εφόσον:

(α)   ………………...................…………………………..…………

(β)   Εκτελείται σε τεμάχιο διαμέσου του οποίου έχουν διασφαλισθεί οι απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής στην οποία αυτό ευρίσκεται (το απαραίτητο οδικό δίκτυο, χώροι πρασίνου και άλλοι αναγκαίοι χώροι).  Για τη διασφάλιση των συνθηκών αυτών, η Πολεοδομική Αρχή θα απαιτεί την οικοπεδοποίηση του τεμαχίου πριν από τη  χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την περαιτέρω ανάπτυξη του.

Νοείται ότι η Πολεοδομική Αρχή δύναται να μην απαιτεί την ανωτέρω οικοπεδοποίηση του προς ανάπτυξη τεμαχίου όταν οι ανωτέρω συνθήκες έχουν ήδη διασφαλισθεί ή όταν στην αίτηση που υποβάλλεται για χορήγηση πολεοδομικής άδειας προνοούνται τα στοιχεία που θεωρούνται αναγκαία για τη διασφάλιση των συνθηκών ανάπτυξης της περιοχής ή όπου οι πολεοδομικές παράμετροι σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής δεν το απαιτούν ή σε ειδικές περιπτώσεις όπου υπάρχει εξ’ αντικειμένου δυσκολία.»

Από το σχετικό διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε πρωτοδίκως, προκύπτουν τα ακόλουθα:  Στο αρχικό χωροταξικό που υπέβαλε ο εφεσείων-αιτητής τον Ιανουάριο 2001, δεν αποτυπώνονταν τα πραγματικά υψόμετρα του τεμαχίου, ούτε και η θέση του υφισταμένου αγροτικού δρόμου.  Στο νέο χωροταξικό του Απριλίου 2001, αποτυπώθηκαν με λεπτομέρεια τα θέματα αυτά, διαπιστώθηκε δε ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη υπό τύπο οικοδομής, επενέβαινε στον αγροτικό δρόμο, την ύπαρξη του οποίου γνώριζε η Πολεοδομία, η οποία όμως δεν γνώριζε ούτε τα ακριβή σύνορα του τεμαχίου, ούτε κατά πόσον η προτεινόμενη οικοδομή θα επηρέαζε τον αγροτικό δρόμο.  Το χωροταξικό του Απριλίου 2001, αποτέλεσε τη βάση για το τελικό εγκεκριμένο χωροταξικό σχέδιο του Μαΐου 2001, το οποίο και υπογράφηκε από τον εφεσείοντα-αιτητή και υποβλήθηκε στην Πολεοδομική Αρχή για την έκδοση της πολεοδομικής άδειας.  Στο τελικό χωροταξικό, που ο εφεσείων-αιτητής απέστειλε, μετατοπίστηκε η προς ανάπτυξη οικοδομή, ώστε να [*87]μην επεμβαίνει στον αγροτικό δρόμο και μάλιστα αποτυπώθηκαν και δύο τοίχοι αντιστήριξης, παράλληλοι με το δρόμο, ενόψει του ότι η οικοδομή τοποθετείτο σε υψόμετρο χαμηλότερο αυτού.  Να σημειωθεί ότι πράγματι οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση είχαν ζητήσει από τον αιτητή να αποστείλει νέο σχέδιο, αλλά αυτό ενόψει του γεγονότος ότι το τεμάχιο εφαπτόταν του κυρίου δρόμου Λεμεσού-Αγρού, ο δε τρόπος αποτύπωσης της ράμπας που ένωνε την προτεινόμενη οικοδομή με τον κύριο αυτό δρόμο, δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Επαρχιακού Μηχανικού.  (δέστε επιστολή του Επαρχιακού Μηχανικού προς την Πολεοδομία ημερ. 27.2.01 και την ανάλογη επιστολή προς τον αιτητή ημερ. 7.3.01).

Η υποβολή του νέου χωροταξικού, προσυπογραμμένου και από τον εφεσείοντα-αιτητή, κρίθηκε αρμοδίως ότι διασφάλιζε τις απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής, μέσα στην έννοια της παρ. 1(β) και της επιφύλαξης του, περιλαμβανομένου και του απαραίτητου οδικού δικτύου.  Η πιο πάνω πρόνοια είναι αρκούντως σαφής και ενόψει της υφιστάμενης ύπαρξης αγροτικού δρόμου, που ο εφεσείων-αιτητής δεν αρνήθηκε, αλλά αντίθετα αποτύπωσε στο χωροταξικό σχέδιο με λεπτομέρεια, δεν χρειαζόταν η εμπλοκή άλλων νομοθετικών διατάξεων, όπως αυτών των Άρθρων 12 και 13 του Κεφ. 96 ή του Άρθρου 21 του Νόμου 90/72.  Οι πρόνοιες αυτές μιλούν για νέες ρυθμίσεις ή διεύρυνση ή ευθυγράμμιση οδών, που δεν είναι βέβαια εδώ η περίπτωση.  Ούτε και υπήρχε ζήτημα εκπόνησης ή τροποποίησης Τοπικού Σχεδίου ή Σχεδίου Περιοχής με βάση το Άρθρο 18 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ώστε να τίθεται θέμα ένστασης εντός της οκτάμηνης προθεσμίας που προσδιορίζεται στο εδάφιο (5) αυτού.  Ούτε το Άρθρο 21 είναι σχετικό, αφού αυτό απλώς προνοεί ότι ουδεμία ανάπτυξη ακίνητης ιδιοκτησίας επιτρέπεται εκτός αν χορηγηθεί προηγούμενη πολεοδομική άδεια.  Άλλωστε ήταν σαφές ότι οι εφεσίβλητοι-καθ΄ ων η αίτηση δεν θα χορηγούσαν την άδεια αυτή αν ο αιτητής δεν «φαινόταν» να συγκατατίθετο στο προβλεπόμενο οδικό δίκτυο, το οποίο, υπενθυμίζεται, υφίστατο κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.  Όπως αποφασίστηκε και στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) σελ. 372, οι όροι που επιβάλλονται για χορήγηση πολεοδομικής άδειας δεν είναι διαιρετοί ώστε να προσβληθούν αυτοτελώς.  Οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος και ιδιαίτερα η Χριστίνα Παντελή Αυγουστή ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 384, από την οποία και αντλήθηκαν επιχειρήματα, δεν έχουν εδώ εφαρμογή.  Αφορούσαν τοπικά σχέδια με άλλες πρόνοιες και σίγουρα διαφορετικά γεγονότα είτε για επιβολή όρων για προσθήκες και μετατροπές χωρίς την ύπαρξη ρυμοτομικής γραμμής, είτε για διαπλάτυνση και βελτίωση δρόμων εν αναμονή έγκρισης ή δη[*88]μοσίευσης προτεινόμενου οδικού σχεδίου (Ζακχαίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 4 Α.Α.Δ. 1987), είτε για παραχώρηση μεγάλου μέρους οικοδομής για διαπλάτυνση δημοσίου δρόμου χωρίς τη δημοσίευση ρυμοτομικού σχεδίου (Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103), είτε για την επιβολή όρου για κατασκευή δρόμου κατ’ αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 του Κεφ. 96, με βάση τις οποίες με τη χορήγηση άδειας οικοδομής παραχωρείται χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου στο δημόσιο δρόμο. (Χ”Θεμιστοκλέους ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 4 Α.Α.Δ. 3930).  Έπεται ότι η εισήγηση για την παραβίαση της σχετικής πολεοδομικής νομοθεσίας όπως και εκείνη για τη ρύθμιση οδών και οικοδομών είναι ανεδαφική.

 

Η απόφαση προσβάλλεται και ως αναιτιολόγητη και ως προϊόν ελλιπούς έρευνας. Διαπιστώνεται όμως το αντίθετο από τα προαναφερθέντα πρακτικά, τα οποία επιβεβαιώνουν εκτός από το νομότυπο της διαδικασίας που η Υπουργική Επιτροπή ακολούθησε, και την ουσιαστική εξέταση και απόφαση της ιεραρχικής προσφυγής επί όλων των δεδομένων της.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά ενσωματώνει τις θέσεις των υπηρεσιακών παραγόντων, όπως αυτές διεξοδικά αναφέρονται στα διάφορα σημειώματα, επιστολές και εκθέσεις που αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου και ιδιαίτερα το σημείωμα ημερ. 15.3.02 από το Υπουργείο Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή (Παράρτημα Στ στην ένσταση).  Στο σημείωμα αυτό, το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε στις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, η οποία με σχετική επιστολή – σημείωμα – ημερ. 23.10.01 (Παράρτημα Γ στην ένσταση), επίσης εισηγήθηκε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, εξηγήθηκε ότι η Πολεοδομική Αρχή είχε δεχθεί τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας στη βάση της υποβολής νέου χωροταξικού σχεδίου από τον εφεσείοντα-αιτητή διασφαλίζοντας τις απαραίτητες συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής και κατοχυρώνοντας το απαραίτητο οδικό δίκτυο.  Ο εφεσείων-αιτητής σε κανένα στάδιο δεν είχε εναντιωθεί στη χορήγηση του υφισταμένου αγροτικού δρόμου ως δημόσιου, διαφορετικά, η Πολεοδομική Αρχή δεν θα χορηγούσε τη σχετική άδεια.  Αντίθετα, όπως προκύπτει από την έκθεση της Πολεοδομίας ημερ. 5.6.08, ο ίδιος ο εφεσείων-αιτητής αυτοβούλως μετακίνησε την προτεινόμενη οικοδομή ώστε να μην επηρεάζεται ο αγροτικός δρόμος, θέτοντας και τοίχους αντιστήριξης, χωρίς καμιά προς τούτο εισήγηση των εφεσιβλήτων- καθ’ ων η αίτηση.

Όλα αυτά εντάσσονταν, όπως αναφέρθηκαν στα σημειώματα, στα πλαίσια της Δήλωσης Πολιτικής για τη διασφάλιση της ανάπτυξης της περιοχής.  Έπεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εί[*89]ναι πλήρως αιτιολογημένη θεωρώντας ότι ο επιβληθείς όρος για την παραχώρηση μέρους του κτήματος για την εγγραφή δρόμου ήταν αναγκαίος για τη διασφάλιση των συνθηκών ανάπτυξης της περιοχής. 

Η αιτιολογία, επομένως, είναι ενσωματωμένη στην απόφαση και το γεγονός ότι η Υπουργική Επιτροπή δέχθηκε τις απόψεις των αρμοδίων οργάνων, δεν σημαίνει και μη αυτόνομη λήψη απόφασης επί της ουσίας.  Θα ήταν άτοπη και δεν επιβάλλεται κάτι τέτοιο από τη νομολογία, η απλή ανάπλαση των τεχνικών και νομικών λόγων που υφίσταντο για να θεωρηθεί αιτιολογημένη η απόφαση.  Δεν ισχύουν εδώ τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του εφεσείοντος-αιτητή, ότι η Υπουργική Επιτροπή ενήργησε ως απλή «σφραγίδα επικύρωσης» περιοριζόμενη στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης των υφιστάμενων της οργάνων.  (Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 842/04, ημερ. 26.5.06).  Οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση αιτιολόγησαν πλήρως την απόφαση τους, δεχόμενοι και  επαναλαμβάνοντας στην ουσία τους λόγους πού οδήγησαν στη χορήγηση της άδειας και υπό τον όρο 500.  Εκείνο που έχει σημασία, όπως έχει κατ’ επανάληψη διακηρυχθεί, δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των θέσεων της διοίκησης, ούτε το Δικαστήριο ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά η διαπίστωση της επάρκειας αυτής ταύτης της έρευνας. (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).  Στην υπό κρίση περίπτωση και δέουσα έρευνα έγινε και σαφής αιτιολογία δόθηκε.  Η μελέτη του διοικητικού φακέλου το καθιστά αυτό σαφέστατο.

Παραπονείται πρόσθετα ο εφεσείων-αιτητής ως προς τη θέση του δρόμου ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συγκεκριμένη μελέτη επί του θέματος από την Πολεοδομική Αρχή, σε αντίθεση με μελέτη που αυτός παρουσίασε από ιδιωτικό γραφείο αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων.  Σύμφωνα με τη θέση που παρουσιάζεται εκεί κατά την εισήγηση του εφεσείοντος-αιτητή, ο όρος 500 που τέθηκε στην πολεοδομική άδεια δεν ήταν πραγματοποιήσιμος, αλλά αντίθετα ήταν και επικίνδυνος, λόγω των έντονων υψομετρικών διαφορών και των γεωμετρικών χαρακτηριστικών της οδικής συμβολής του αγροτικού δρόμου  με τον κύριο δρόμο Λεμεσού-Αγρού.  Επικαλέσθηκε προς τούτο και το περιεχόμενο επιστολής λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (Παράρτημα Δ στην ένσταση).  Ορθά, όμως,  παρατηρεί η κα Γαβριήλ, ότι απαραδέκτως τέθηκαν τέτοια ζητήματα με την αίτηση και την αγόρευση του εφεσείοντος-αιτητή, καθότι δεν ζητήθηκε ποτέ άδεια για υποβολή μαρ[*90]τυρίας που ενδεχομένως να ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα, και επί της οποίας θα αποφάσιζε ανάλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 Κατά μείζονα λόγο, όμως, τα ζητήματα αυτά αφορούν τεχνικής φύσεως θέματα που κατά πάγια νομολογία εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου θεωρούμενα ως, κατά κανόνα, ανέλεγκτα, εκτός αν άλλως συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας ή κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά θέματα, ούτε σκοπός του αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι η διαπίστωση, αξιολόγηση και επίλυση πρωτογενώς τέτοιων θεμάτων, τα οποία κατ’ εξοχήν αφορούν τη διοίκηση.  Ενασχόληση με τεχνικά θέματα, όπως εδώ, αν και κατά πόσο και σε  ποιο βαθμό έπρεπε να δημιουργηθεί ράμπα και με ποια κλίση, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση στο τεμάχιο του εφεσείοντος - αιτητή από το δρόμο Λεμεσού - Αγρού, αλλά και σε ποιο ακριβώς σημείο του τεμαχίου θα έπρεπε να τοποθετηθεί ο αγροτικός μη εγγεγραμμένος δρόμος, ανατολικότερα δηλαδή της υφιστάμενης θέσης του, αλλά εντός του τεμαχίου ως συνάγεται από την επιστολή του Επάρχου Λεμεσού της 10.7.01, αποτελούν θέματα που κατ’ εξοχήν ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, με δεδομένο ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα μιας πράξης, απέχοντας από τον έλεγχο της ουσιαστικής της κρίσης.  (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 227, και Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113). Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση του κατά πόσον οι εφεσίβλητοι - καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν ή όχι την πρέπουσα έρευνα στρέφοντας την προσοχή τους στο κάθε τι που θα ήταν δυνατόν να ήταν σχετικό. Αντικείμενο της αίτησης ακυρώσεως  δεν είναι η αναθεώρηση των εκτιμήσεων ή της διαπίστωσης των πρωτογενών γεγονότων, αλλά η επάρκεια της έρευνας.  (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).  Δέστε περαιτέρω τις υποθέσεις Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475.

Προστίθεται ότι εν πάση περιπτώσει, η προαναφερθείσα επιστολή ημερ. 4.12.01, την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος, ουδόλως έχει την έννοια που της αποδίδεται, στην πρώτη παράγραφο της οποίας, άλλωστε, η αρμόδια λειτουργός συμφωνεί με την έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής, εισηγούμενη και η ίδια την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.  Ούτε και η ανατολικότερη τοποθέτηση του προς εγγραφή δρόμου, ως εισηγήθηκε ο Έπαρχος Λεμεσού, συμφωνούντος και του Κοινοτικού Συμβουλίου (επιστολή ημερ. 10.7.01, μέρος του Παραρτήματος «Γ» στην ένσταση), αποτε[*91]λεί αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου.  Εν πάση περιπτώσει η εισήγηση αυτή λήφθηκε υπόψη από την Πολεοδομική Αρχή.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή είναι αβάσιμη και απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος-αιτητή και υπέρ των εφεσιβλήτων-καθ΄ ων η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο