Κυθραιώτης Πάτροκλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 99

(2009) 3 ΑΑΔ 99

[*99]12 Φεβρουαρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΚΥΘΡΑΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 41/2006)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσαγωγή μαρτυρίας ― Επιτρέπεται μόνον εφόσον κατατείνει στην απόδειξη λόγου ακυρώσεως.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Διερεύνηση από την Ε.Δ.Υ. της κατοχής από τους υποψηφίους των απαιτούμενων στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντων ― Κατά πόσο η προφορική εξέταση δύναται να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτής της διερεύνησης.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Η εξαίρεση των περιπτώσεων πλήρωσης θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων από τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Άρθρο 32(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Η ερμηνεία τους ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ― Όροι επέμβασης του Δικαστηρίου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και έλλειψη αμεροληψίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Ειδικά η σημασία και η βαρύτητα της γραπτής εξέτασης προς το σκοπό διακρίβωσης της κατοχής προσόντος γνώσεως γλώσσας.

Ο εφεσείων ζήτησε με την έφεση την ανατροπή της πρωτόδικης [*100]απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής).

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Από το περιεχόμενο των φακέλων που έχουν κατατεθεί διαφαίνεται ότι η επίδικη θέση του Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών δεν είναι τόσο πολύ εξειδικευμένη όσο εκείνη του Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας.  Η εισήγηση του εφεσείοντος ότι θα έπρεπε πρώτα το πρωτόδικο Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία σε σχέση με το βαθμό εξειδίκευσης της θέσης, προτού καταλήξει στο σχετικό συμπέρασμα, είναι ανεδαφική, γιατί όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακά προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα και μόνον, δηλαδή όταν η απόδειξη των σχετικών γεγονότων δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Εφόσον το ζήτημα της στάθμισης εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. του βαθμού εξειδίκευσης της επίδικης θέσης δεν έχει συμπεριληφθεί στα νομικά σημεία της αίτησης, δεν είναι δυνατό να εγερθεί θέμα μαρτυρίας κατά την έφεση.

2.  Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει επισημάνει συγκεκριμένα στοιχεία του προσωπικού φακέλου του ενδιαφερόμενου μέρους, τα οποία τεκμαίρεται ότι λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ. και έτειναν να αποδείξουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την άριστη γνώση των θεμάτων της παραγράφου (3) των απαιτούμενων προσόντων. Επομένως η προφορική εξέταση που διενεργήθηκε, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ενισχυμένη και από το περιεχόμενο των φακέλων συνιστούσε επαρκή διερεύνηση.

3.  Το Άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90 όπως έχει τροποποιηθεί) εξαιρεί τις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων από τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής και γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν δυνατή στην παρούσα περίπτωση η σύσταση Τμηματικής Επιτροπής από λειτουργούς με εξειδικευμένες γνώσεις, όπως εισηγείται ο εφεσείων.

4.  Αναφορικά με την επάρκεια της προφορικής εξέτασης και τις εκτι[*101]μήσεις της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τα διάφορα έγγραφα του φακέλου του ενδιαφερόμενου μέρους σχετικά με τις γνώσεις του στα θέματα της παραγράφου (3) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, είναι πάγια νομολογημένο ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε θέματα τεχνικής φύσης παρά μόνο όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

5.  Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Στην παρούσα υπόθεση η προφορική εξέταση, σε συνδυασμό με τα στοιχεία των φακέλων, πληρούσαν τις προϋποθέσεις μιας πλήρους έρευνας.

6.  Η υποβολή ενός αριθμού υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου του ενδιαφερόμενου μέρους, σε γραπτή εξέταση για τη διαπίστωση του επιπέδου στην ελληνική γλώσσα με την επισήμανση ότι επιτυχία στις εξετάσεις θα αποτελεί τεκμήριο κατοχής του απαραίτητου προσόντος, όχι μόνο δεν βρίσκεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε διάταξη του Ν. 1/90, αλλά αντίθετα έχει τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας.  Η Ε.Δ.Υ. ήταν υποχρεωμένη να προβεί στη διεξαγωγή έρευνας για τη διερεύνηση της κατοχής από συγκεκριμένους υποψηφίους του προβλεπόμενου προσόντος, εφόσον τα ενώπιόν της στοιχεία δεν αποκάλυπταν την επάρκεια της απαιτούμενης γνώσης.  Αναφορικά δε με την εγκύκλιο που επικαλείται ο εφεσείων, όπως έχει ήδη κριθεί νομολογιακώς το περιεχόμενό της δεν είναι νομικά δεσμευτικό για τρίτα πρόσωπα και δεν δεσμεύει τα Δικαστήρια.

7.  Σε σχέση με τις αιχμές για μεροληπτική στάση και προειλημμένη απόφαση της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, οι σχετικοί ισχυρισμοί παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921,

Sportsman Betting Company Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591,

Ράφτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335,

[*102]Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,

Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311,

Μεττή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 157,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,

Ε.Ε.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,

Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181,

Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581.

Έφεση.

Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1211/04), ημερ. 28.2.06.

Α. Τσιάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδη, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Κ. Ουστά, ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Για τη θέση του Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών (θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής), η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) αφού αξιολόγησε τους πέντε υποψήφιους που κρίθηκαν ως προσοντούχοι, αποφάσισε την προαγωγή του Ανδρέα Ακκελίδη (το ενδιαφερόμενο μέρος). Ο Πάτροκλος Κυθραιώτης (εφεσείων) αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Το σχέδιο υπηρεσίας της πιο πάνω θέσης προέβλεπε μεταξύ άλλων ως απαιτούμενα προσόντα,

- Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, όπως π.χ. Οικονομικά, Νομικά, Δημόσια Διοίκηση και Μηχανολογία,

- Δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση, από την οποία [*103]πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα,

- Άριστη γνώση των τοπικών μεταφορικών συνθηκών και θεμάτων χερσαίων συγκοινωνιών και μεταφορών και

- Άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντος. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης γιατί,

(α)  το συμπέρασμα ότι η επίδικη θέση δεν ήταν τόσο πολύ εξειδικευμένη είναι λανθασμένο,

(β)  η διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης με την απόφαση Αντωνίου είναι λανθασμένη,

(γ)  η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε άριστη γνώση για τις μεταφορικές συνθήκες είναι λανθασμένη και

(δ)  η διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας είναι λανθασμένη.

(α) Το πρωτόδικο εύρημα ότι η επίδικη θέση δεν ήταν τόσο πολύ εξειδικευμένη είναι λανθασμένο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι η επίδικη θέση δεν είναι τόσο πολύ εξειδικευμένη όπως στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921. Σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Αντωνίου που αφορούσε τη θέση του Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας, απαιτείτο πολύ καλή γνώση των θεμάτων πολιτικής αεροπορίας. Ο εφεσείων εισηγείται ότι το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο γιατί δεν έχει τεθεί πρωτοδίκως μαρτυρία η οποία υπεστήριζε την πιο πάνω θέση.

Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Από το περιεχόμενο των φακέλων που έχουν κατατεθεί διαφαίνεται ότι η επίδικη θέση του Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών δεν είναι τόσο πολύ εξειδικευμένη όσο εκείνη του Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας. [*104]Επιπρόσθετα η εισήγηση του εφεσείοντος ότι θα έπρεπε πρώτα το πρωτόδικο Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία σε σχέση με το βαθμό εξειδίκευσης της θέσης προτού καταλήξει στο σχετικό συμπέρασμα, είναι ανεδαφική γιατί όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακά προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα και μόνον, δηλαδή όταν η απόδειξη των σχετικών γεγονότων δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Sportsman Betting Company Limited ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Ράφτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Σημειώνεται ότι εφόσον το ζήτημα της στάθμισης εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. του βαθμού εξειδίκευσης της επίδικης θέσης δεν έχει συμπεριληφθεί στα νομικά σημεία της αίτησης, δεν είναι δυνατό να εγερθεί θέμα μαρτυρίας κατά την έφεση.

(β) Η διαφοροποίηση της παρούσας έφεσης με την απόφαση Δημοκρατία ν. Αντωνίου, είναι λανθασμένη.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι είναι λανθασμένη η πρωτόδικη κρίση για τη διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης με τα γεγονότα της απόφασης Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (πιο πάνω) και ότι, όπως και στην Αντωνίου, η απόφαση για διαπίστωση των απαιτούμενων προσόντων της παραγράφου (3) του σχεδίου υπηρεσίας, με τη διεξαγωγή μόνο προφορικής εξέτασης δεν συνιστούσε επαρκή τρόπο έρευνας σε εξειδικευμένο τομέα.

Ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Στην πρωτόδικη απόφαση εξηγείται με σαφήνεια ότι η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την απόφαση στην Αντωνίου, γιατί στην Αντωνίου η προφορική εξέταση για τη συνδρομή των προσόντων της θέσης του Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία κρίθηκε ως “εξόχως εξειδικευμένη”, συνιστούσε ανεπαρκή μέθοδο έρευνας δεδομένου ότι στο φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους δεν υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία για οποιαδήποτε γνώση θεμάτων πολιτικής αεροπορίας. Αντίθετα στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει επισημάνει συγκεκριμένα στοιχεία του προσωπικού φακέλου του ενδιαφερόμενου μέρους, τα οποία τεκμαίρεται ότι λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ. και έτειναν να αποδείξουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την άριστη γνώση των θεμάτων της παραγράφου (3) των απαιτούμενων προσόντων. Επομένως η προφορική εξέταση που διενεργήθηκε, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ενισχυμένη και από το περιε[*105]χόμενο των φακέλων συνιστούσε επαρκή διερεύνηση και ορθά κρίθηκε ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την απόφαση Αντωνίου, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η παντελής έλλειψη στοιχείων στο φάκελο για τη γνώση θεμάτων πολιτικής αεροπορίας.

(γ) Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε άριστη γνώση για τις μεταφορικές συνθήκες είναι λανθασμένη.

Ο εφεσείων με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν εύλογη η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του προσόντος της άριστης γνώσης των μεταφορικών συνθηκών και ότι η σχετική έρευνα που διεξήχθη προς την κατεύθυνση αυτή ήταν επαρκής. Ο εφεσείων επικαλείται εκ νέου για ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του απόσπασμα από την απόφαση Αντωνίου, ισχυριζόμενος ότι και ο τομέας των οδικών μεταφορών ήταν “εξόχως εξειδικευμένος”, με αποτέλεσμα η προφορική εξέταση να συνιστά αναποτελεσματικό μέσο διερεύνησης και ότι η σχετική κατάληξη της Ε.Δ.Υ. είναι αναιτιολόγητη. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε επίσης ότι τα μέλη της Ε.Δ.Υ. στερούνταν των εξειδικευμένων γνώσεων που θα τους επέτρεπαν να προβούν σε εκτιμήσεις για το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης των συγκεκριμένων θεμάτων και προχωρεί σε σχολιασμό των διαφόρων στοιχείων του φακέλου του ενδιαφερόμενου μέρους για να αμφισβητήσει το εύλογο της κρίσης της Ε.Δ.Υ.

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του εφεσείοντος δεν ευσταθούν. Το Άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90 όπως έχει τροποποιηθεί) εξαιρεί τις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων από τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής και γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν δυνατή στην παρούσα περίπτωση η σύσταση Τμηματικής Επιτροπής από λειτουργούς με εξειδικευμένες γνώσεις, όπως εισηγείται ο εφεσείων.

Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Αντωνίου για τους λόγους που σημείωσε ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο και οι οποίοι έχουν επισημανθεί πιο πάνω. Αναφορικά με την επάρκεια της προφορικής εξέτασης και τις εκτιμήσεις της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τα διάφορα έγγραφα του φακέλου του ενδιαφερόμενου μέρους σχετικά με τις γνώσεις του στα θέματα της παραγράφου (3) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, είναι πάγια νομολογημένο ότι η ερμηνεία των σχεδίων [*106]υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε θέματα τεχνικής φύσης παρά μόνο όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311, Μεττή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 157 κ.λ.π.).

Όπως έχει επίσης νομολογηθεί η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα υιοθετηθεί ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Ε.Ε.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270). Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Στην παρούσα υπόθεση η προφορική εξέταση, σε συνδυασμό με τα στοιχεία των φακέλων, πληρούσαν τις πιο πάνω προϋποθέσεις μιας πλήρους έρευνας και εφόσον δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε πλάνη ή υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. η πρωτόδικη κρίση, σε σχέση με το εύλογο των συμπερασμάτων της για το επίμαχο προσόν, κρίνεται ως ορθή.

(δ) Η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά τις διαπιστώσεις της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του προσόντος της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας, οι οποίες κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εύλογες και αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας (με τη διενέργεια γραπτής εξέτασης), απηλλαγμένης από οποιαδήποτε νομική πλάνη.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των πιο πάνω κρίσεων και επαναλαμβάνει την επιχειρηματολογία που έθεσε πρωτοδίκως, ότι δηλαδή υπήρξε πλάνη της Ε.Δ.Υ. και παραβίαση του Άρθρου 34(15)(α) του Ν. 1/90 και ότι η γραπτή εξέταση στην οποία υπεβλήθη το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλοι υποψήφιοι για διαπίστωση της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας, δεν συμπεριλαμβάνεται στα προκαθορισμένα από σχετική εγκύκλιο της Ε.Δ.Υ. τεκμήρια γνώσης.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34(15)(α) του Ν. 1/90,

“(15) Κανένας δε διορίζεται ή προάγεται σε θέση Πρώτου [*107]Διορισμού και Προαγωγής, εκτός αν –

(α) Κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση αυτή κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση.”

Ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Η υποβολή ενός αριθμού υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου του ενδιαφερόμενου μέρους, σε γραπτή εξέταση για τη διαπίστωση του επιπέδου στην ελληνική γλώσσα με την επισήμανση ότι επιτυχία στις εξετάσεις θα αποτελεί τεκμήριο κατοχής του απαραίτητου προσόντος, όχι μόνο δεν βρίσκεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε διάταξη του Ν. 1/90, αλλά αντίθετα έχει τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας (Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181, 186-187). Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. ήταν υποχρεωμένη να προβεί στη διεξαγωγή έρευνας για τη διερεύνηση της κατοχής από συγκεκριμένους υποψηφίους του προβλεπόμενου προσόντος, εφόσον τα ενώπιόν της στοιχεία δεν αποκάλυπταν την επάρκεια της απαιτούμενης γνώσης. Η απόφασή της για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης εξέτασης και η αποδοχή της επιτυχίας ως αποδεικτικού της γνώσης είναι ορθή.  Αναφορικά δε με την εγκύκλιο που επικαλείται ο εφεσείων, όπως έχει ήδη κριθεί στην υπόθεση Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581, 586, 587, το περιεχόμενο της δεν είναι νομικά δεσμευτικό για τρίτα πρόσωπα και δεν δεσμεύει τα Δικαστήρια.

(ε) Η επάρκεια της γραπτής εξέτασης.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ο ίδιος με τον τέταρτο. Στηρίζεται στην ίδια επιχειρηματολογία με την οποία ο εφεσείων αμφισβητεί την επάρκεια της γραπτής εξέτασης ως μέσου για τη διαπίστωση του προσόντος της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας, με αναφορά σε σχετική εγκύκλιο της Ε.Δ.Υ. για καθορισμό τεκμηρίων γνώσης, στα οποία δεν είχε συμπεριληφθεί η γραπτή εξέταση και γι’ αυτό προβάλλεται ισχυρισμός για αντιφατική συμπεριφορά, κατάχρηση εξουσίας από την Ε.Δ.Υ. και επιδίωξη αλλότριου ιδιωτικού συμφέροντος. Τα πιο πάνω επιχειρήματα έχουν ήδη εξεταστεί στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης και επομένως απορρίπτονται. Όσο για τις αιχμές για μεροληπτική στάση και προειλημμένη απόφαση της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, οι σχετικοί ισχυρισμοί παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.

[*108]Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα συν Φ.Π.Α. σε βάρος του εφεσείοντος. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο