(2009) 3 ΑΑΔ 116
[*116]12 Μαρτίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΠΑΝΙΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΥΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 143/2006)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Η απαίτηση προαγωγής του καλύτερου υποψηφίου ― Ο ρόλος της αρχαιότητας και της προσωπικής συνέντευξης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η επίδικη απόφαση προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης κρίθηκε λανθασμένη.
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ― Το αριθμοποιημένο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών λειτουργών ― Οφείλει να αναδεικνύει τον καταλληλότερο με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον, έστω και αν τα αριθμητικά δεδομένα πλασματικά κατατείνουν προς την επιλογή του αρχαιότερου.
Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Μουσική.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή την επιχειρηματολογία αμφοτέρων των μερών, αλλά και όλα τα δεδομένα όπως αυτά προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους, κρίνεται ότι ο εφεσείων έχει δίκαιο στο ότι η διαδικασία τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον των εφεσιβλήτων, που τελικό στόχο είχε την ανάδειξη του καλύτερου προς προαγωγή υποψηφίου, απέληξε, με μοναδικό γνώμονα την αριθμητική προσέγγιση, σε λανθασμένη απόφαση.
[*117]Τη διαφορά στην τελική βαθμολογία εν προκειμένω δημιουργούσε η αριθμητική ανισοσκέλεια που προερχόταν μόνο από το στοιχείο της αρχαιότητας. Αφαιρουμένων των μονάδων που αντιστοιχούν στην αρχαιότητα, τα ενδιαφερόμενα μέρη καταγράφονται να έχουν 178 και 182 μονάδες αντίστοιχα, έναντι 184.50 του εφεσείοντος.
Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι σαφές ότι οι εφεσίβλητοι προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη με κριτήριο μόνο την αριθμητική αποτίμηση, παραγνωρίζοντας έτσι την υπέρμετρη υπεροχή σε αξία και προσόντα του εφεσείοντος, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε εν τέλει βαρύτητα στα αριθμητικά αποτελέσματα, προερχόμενα εκ του συνόλου του συστήματος αξιολόγησης των υποψηφίων.
Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αναδεικνύει τον καταλληλότερο υποψήφιο, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον, έστω και αν τα αριθμητικά δεδομένα πλασματικά κατατείνουν προς την προαγωγή του αρχαιοτέρου. Η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι σε αξία. Στην προκείμενη περίπτωση, παρά τη σαφή αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών, ο εφεσείων αντικειμενικά υπερτερούσε σε προσόντα και αξία.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921,
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56,
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97,
Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161,
Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 55/05), ημερ. 20.9.06.
Μ. Χριστοφίδης, για τον Εφεσείοντα.
[*118]Λ. Λάμπρου - Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή που καταχώρησε εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων ημερ. 5.11.04, με την οποία προήχθησαν στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Μουσική τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση γιατί αυτή λήφθηκε ενάντια στην καθιερωμένη αρχή της αξιοκρατίας.
Συνοπτικά τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως: Ο εφεσείων και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη ήταν, μαζί με άλλα άτομα, συνυποψήφιοι για τις δύο θέσεις προαγωγής σε Βοηθό Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Μουσική, που προκηρύχθηκαν στις 28.5.04. Από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ο εφεσείων και τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτιμήθηκαν ως προς την αρχαιότητα, την αξία και τα προσόντα τους με 198,67 μονάδες (εφεσείων), 205,67 μονάδες (ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μασούρα) και 204,67 μονάδες (ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μέση). Με την ανάρτηση του καταλόγου των προτεινομένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ο εφεσείων υπέβαλε ένσταση σε σχέση με την αξιολόγηση του για το σχολικό έτος 2002-2003, όταν εκκρεμούσε ακόμη προηγούμενη ένσταση του σχετικά με την περίοδο αυτή. Οι εφεσίβλητοι εξετάζοντας τις υποψηφιότητες στο σύνολο τους και κατόπιν διερεύνησης της αξιολόγησης του εφεσείοντος κατά την προαναφερομένη περίοδο, όταν αυτός εργαζόταν με παραχώρηση υπηρεσιών στο γραφείο του Προεδρικού Επιτρόπου, αφού απέρριψαν την ένσταση εναντίον του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προχώρησαν σε καταρτισμό τελικού καταλόγου, ορίζοντας και ημερομηνία για τη διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων. Σε αυτές, στις οποίες οι εφεσίβλητοι απηύθυναν ερωτήσεις με στόχο τη διάγνωση της ενημέρωσης των υποψηφίων σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα, την κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης, την κριτική ανάλυση των διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων, την αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια της τεκμηρίωσης θέσεων και απόψεων, την προσωπικότητα, αλλά και τη γλωσσική επάρκεια τους, πρώτος αναδείχθη ο εφεσείων με συνο[*119]λική βαθμολογία 2,5 μονάδων, έναντι 1 μονάδας για κάθε ενδιαφερόμενο μέρος. Η τελική βαθμολογία διαμορφώθηκε έτσι για μεν τον εφεσείοντα σε 201,17 μονάδες, σε 203,67 για το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μέση (είχε στο μεταξύ διαπιστωθεί λάθος στον υπολογισμό των μονάδων αξίας της με αποτέλεσμα τη διόρθωση τους σε 202,67) και σε 206,67 για το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μασούρα. Το αποτέλεσμα ήταν να προσφερθεί προαγωγή στα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Πρωτοδίκως, διά της προσφυγής, προβλήθηκαν ως λόγοι ακύρωσης η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η σύνθεση των ίδιων των εφεσιβλήτων, η πλημμελής διαδικασία ενώπιον των τελευταίων σε σχέση με την ένσταση του εφεσείοντος, αλλά και η πλημμέλεια στην αξιολόγηση και τον υπολογισμό στην αξία των υποψηφίων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες τις αιτιάσεις του εφεσείοντος, με συνακόλουθο την αποτυχία της προσφυγής την οποία και απέρριψε με έξοδα.
Ο εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης βάλλει τελικά κατά της πρωτόδικης απόφασης μόνο όσον αφορά το ζήτημα της αξιολόγησης και τον τρόπο υπολογισμού της αξίας των υποψηφίων. Οι τρεις λόγοι έφεσης, τους οποίους με επιμέλεια ο κ. Χριστοφίδης ανέπτυξε ενώπιον της Ολομέλειας, μπορούν να συνοψιστούν στην ουσία στο ότι η τελική επιλογή των εφεσιβλήτων ήταν αναξιοκρατική, σε παραγνώριση του εφεσείοντος, ο οποίος υπερείχε έκδηλα στα προσόντα, αλλά και στην προφορική συνέντευξη. Ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, απορρίπτοντας την προσφυγή, δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη, θεωρώντας ότι ο εφεσείων τόνισε υπέρμετρα ένα μόνο μέρος του συστήματος, δηλαδή, την προσωπική συνέντευξη παραγνωρίζοντας, όπως ανέφερε, ότι «…..η επιλογή γίνεται με βάση τα αριθμητικά αποτελέσματα τα οποία το σύστημα αποδίδει ως σύνολο.». Κατά τη θέση του συνηγόρου, η τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «με βάση το σύνολο η προσβαλλόμενη απόφαση καθίστατο αναπόφευκτη», ήταν σαφώς λανθασμένη, διότι ούτε οι εφεσίβλητοι, αλλά ούτε το Δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσουν τους εαυτούς τους δέσμιους των αριθμητικών δεδομένων που προέκυψαν από το σύνολο των ενώπιον τους στοιχείων, εφόσον ούτε το σύστημα, ούτε τα αριθμητικά αποτελέσματα θα μπορούσαν να παραμερίσουν την οδηγούσα αρχή της αξιοκρατίας. Από την άλλη η συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι η απόφαση για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογα επιτρεπτή, πλήρως αιτιολογημένη, η δε απόδοση των υποψηφίων [*120]στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο εφόσον το αξιολογούν όργανο ασκεί υποκειμενική κρίση.
Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή την επιχειρηματολογία αμφοτέρων των μερών, αλλά και όλα τα δεδομένα όπως αυτά προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους, κρίνεται ότι ο εφεσείων έχει δίκαιο στο ότι η διαδικασία τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον των εφεσιβλήτων, που τελικό στόχο είχε την ανάδειξη του καλύτερου προς προαγωγή υποψηφίου, απέληξε, με μοναδικό γνώμονα την αριθμητική προσέγγιση, σε λανθασμένη απόφαση. Συγκεκριμένα, η ενώπιον των εφεσιβλήτων προφορική συνέντευξη έγινε στην παρουσία του αρμοδίου Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, ο οποίος σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β(9) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/69, ως τροποποιήθηκε, εξέφρασε τις κρίσεις του σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων, αποδίδοντας στον εφεσείοντα ένα σύνολο 2,50 μονάδων, στα δε ενδιαφερόμενα μέρη ένα σύνολο 1,50 μονάδων έκαστο. Μετά την αποχώρηση όμως του Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε δική τους αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων με βάση τα κριτήρια που καθορίζει το Άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν άκρως αρνητικό για τα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον οι εφεσίβλητοι υποβίβασαν και στα έξι στοιχεία τη βαθμολογία που είχε προηγουμένως δοθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μέση και σε πέντε στοιχεία στο ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μασούρα.
Το αποτέλεσμα ήταν το σύνολο μονάδων που αποδόθηκαν στα ενδιαφερόμενα μέρη από τις προφορικές συνεντεύξεις να ήταν μόνο μια μονάδα για έκαστο, ενώ για τον εφεσείοντα η συνολική βαθμολογία των 2,50 μονάδων παρέμεινε, γιατί η βαθμολογία του ανυψώθηκε σε δύο στοιχεία, υποβιβάστηκε σε άλλα δύο, ενώ στα υπόλοιπα παρέμεινε η ίδια, χωρίς εν τέλει να διαφοροποιηθεί το σύνολο. Σημασία έχει ότι οι εφεσίβλητοι υποβίβασαν τη βαθμολογία των 0.25 μονάδων που έλαβε έκαστο των ενδιαφερομένων μερών στα επί μέρους στοιχεία, για μεν την Ε. Μασούρα σε 0,10 σε ό,τι αφορούσε την ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα, την κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων και την προσωπικότητα, ενώ υποβίβασαν σε 0,20 και τη βαθμολογία της ως προς την κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης και ως προς την αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης θέσεων και απόψεων. Ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μέση, η βαθμολογία της υποβιβάστηκε στις 0,10 μονάδες από τις 0,25, στα στοιχεία της αποτελεσματικότητας επικοινωνίας και της προσωπικότητας και στις 0,20 στα υπόλοιπα τέσσερα [*121]στοιχεία που ήταν παρόμοια με αυτά που αναφέρθησαν για την Ε. Μασούρα, με επιπλέον το στοιχείο της γλωσσικής επάρκειας.
Σημασία επίσης αποκτούν και οι χαρακτηρισμοί που δόθηκαν από τους εφεσίβλητους μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης των ενδιαφερομένων μερών όπου αυτά χαρακτηρίστηκαν γενικώς ως μέτρια. Ιδιαίτερα, για την Ε. Μασούρα καταγράφηκε ότι δεν είχε σαφή ενημέρωση γύρω από την αποστολή του σχολείου, δεν είχε σαφή αντίληψη των καθηκόντων της θέσης του Βοηθού Διευθυντή, ότι οι απαντήσεις της ξέφευγαν από το κύριο ζητούμενο της ερώτησης, είχε αδυναμία στην έκφραση του λόγου, η δε προσέγγιση των προβλημάτων των σχολικών εκδηλώσεων ήταν αποσπασματική και νεφελώδης. Όσον αφορά την Ε. Μέση, αυτή θεωρήθηκε ότι είχε «σχεδόν καλή» παιδαγωγική ενημέρωση γύρω από την αποστολή του σχολείου, «σχεδόν καλή» κατανόηση του ρόλου των ευθυνών της θέσης, περιορισμένο βαθμό επικοινωνίας με ατεκμηρίωτες και μη ολοκληρωμένες απαντήσεις, ενώ δεν ήταν βέβαιη για τις απόψεις που εξέφραζε. Αυτά όλα, σε αντίθεση με τα αναμενόμενα να κατέχονται σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, όπως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος του εφεσείοντος ως προς τα καθήκοντα και ευθύνες ενός Βοηθού Διευθυντή Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης.
Ο συνήγορος υπέδειξε επίσης ενώπιον της Ολομέλειας και συμφώνησε προς τούτο και η συνήγορος των εφεσιβλήτων ότι τη διαφορά στην τελική βαθμολογία δημιουργούσε η αριθμητική ανισοσκέλεια που προερχόταν μόνο από το στοιχείο της αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, τα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Μασούρα και Ε. Μέση είχαν λάβει 24.67 και 25.67 μονάδες για την υπέρτερη αρχαιότητα τους, έναντι 16.67 του εφεσείοντος. Αφαιρουμένων των μονάδων που αντιστοιχούν στην αρχαιότητα, τα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Μέση και Ε. Μασούρα καταγράφονται να έχουν 178 και 182 μονάδες αντίστοιχα, έναντι 184.50 του εφεσείοντος.
Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι σαφές ότι οι εφεσίβλητοι προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη με κριτήριο μόνο την αριθμητική αποτίμηση παραγνωρίζοντας έτσι την υπέρμετρη υπεροχή σε αξία και προσόντα του εφεσείοντος, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε εν τέλει βαρύτητα στα αριθμητικά αποτελέσματα, προερχομένα εκ του συνόλου του συστήματος αξιολόγησης των υποψηφίων. Όπως ορθά ο συνήγορος του εφεσείοντος τόνισε και πρωτοδίκως και ενώπιον της Ολομέλειας, το σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αναδεικνύει τον καταλληλότερο υποψήφιο, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον, έστω και αν τα αριθμητικά δεδομένα πλασματικά κατατεί[*122]νουν προς την προαγωγή του αρχαιοτέρου.
Η πιο πάνω θεώρηση είναι ορθή και συνάδει με την ευρύτερη νομολογιακή συνισταμένη ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι σε αξία. (Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 και Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56). Όπως έχει κατ’ επανάληψη αναγνωριστεί (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), για την ανεύρεση του καταλληλοτέρου ατόμου για την πλήρωση θέσης συνυπολογίζονται όλα τα σχετικά κριτήρια, η δε αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγων, εκτός αν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403).
Ακριβώς στην προκείμενη περίπτωση, παρά τη σαφή αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών, ο εφεσείων αντικειμενικά υπερτερούσε σε προσόντα και αξία. Όσον αφορά τα προσόντα ο κατάλογος των κατεχομένων υπό αυτού πτυχίων και πιστοποιητικών είναι εντυπωσιακός, ενώ παράλληλα είναι συγγραφέας βιβλίων και άρθρων, τόσο εντύπων όσο και ηλεκτρονικών, σε σχέση με το γνωσιολογικό αντικείμενο του. Γι’ αυτά τα προσόντα ορθά οι εφεσίβλητοι έδωσαν το ανώτατο όριο των πέντε μονάδων στον εφεσείοντα ως κάτοχο διδακτορικού και μηδέν μονάδες στα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ η αξιολόγηση της αξίας μέσα από την προσωπική συνέντευξη ανέδειξε την προδήλως υπέρτερη γνώση του εφεσείοντος, έναντι των ενδιαφερομένων μερών σε όλα τα αξιολογηθέντα στοιχεία και ορθά τονίστηκε από το συνήγορο ότι η προσωπική συνέντευξη των ενδιαφερομένων μερών έφερε στην επιφάνεια τις σοβαρότατες ελλείψεις τους που δεν επέτρεπαν την προαγωγή τους στην επίμαχη θέση. Ιδιαίτερα, όταν, παρά τα τόσα χρόνια υπηρεσίας (24,67 χρόνια η Ε. Μασούρα και 25,67 χρόνια η Ε. Μέση), τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν σαφέστατα ελλείμματα επάρκειας, ως η ίδια η αξιολόγηση των εφεσιβλήτων έδειξε.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με €3.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο