Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164

(2009) 3 ΑΑΔ 164

[*164]3 Απριλίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 862/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Το γεγονός ότι επιτρέπεται από το νόμο να είναι αναιτιολόγητη, δεν μπορεί να οδηγεί σε υποβάθμιση της βαρύτητάς της ― Για να παραγνωριστεί απαιτείται ειδική προς τούτο αιτιολόγηση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η αιτιολόγηση παραγνώρισης της σύστασης κρίθηκε ελλιπής και/ή παράνομη στην εξετασθείσα υπόθεση ― Ειδικά ο ρόλος που διαδραματίζει η επίδοση στην προφορική εξέταση.

Η αιτήτρια αξίωσε με την προσφυγή της, την ακύρωση της κατ’ επανεξέταση αναδρομικής επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, κατά πλειοψηφία αποφάσισε ότι:

(Ο Φωτίου, Δ. εξέδωσε διϊστάμενη απόφαση μειοψηφίας, με την οποία συμφώνησαν οι Κωνσταντινίδης, Χατζηχαμπής και Νικολάτος, Δ.Δ.)

Ο λόγος μη υιοθέτησης της σύστασης του προϊσταμένου εν προκειμένω ανάγεται στην αξιολόγηση των δύο υποψηφίων στην προφορική ενώπιον της Ε.Δ.Υ. εξέταση, γιατί μόνο στο στοιχείο αυτό [*165]υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος. 

Το γεγονός ότι η σύσταση η οποία δίδεται σύμφωνα με το Άρθρο 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, είναι αναιτιολόγητη, δεν επιδρά στο κύρος της.  Το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να διαγράψει από το Νόμο τη σύσταση του διευθυντή ως αξιολογικό κριτήριο, χαρακτηρίζοντας την, σε δεδομένη υπόθεση, ως μηδενικής αξίας, εφ’ όσον δεν απαιτείται αιτιολόγησή της.

Η διαφορά στην αξιολόγηση της συνέντευξης είναι οριακή, αφού το μεν ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη», ενώ η αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή».

Αν όλα τα στοιχεία συνυπολογιστούν, ουσιαστικά η οριακή αλλά, κατά τα φαινόμενα, καθοριστικής σημασίας υπεροχή στη συνέντευξη, αντικειμενικά δεν είναι πλέον μετρήσιμη.  Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση παραγνωρίστηκε με μόνη αναφορά στην οριακή υπεροχή στην προφορική εξέταση και παρά την υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα και αρχαιότητα.

Είναι αλήθεια ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή, όταν ιδίως είναι οριακής σημασίας, αλλά και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπ’ όψιν.

Παραγνωρίστηκε εν προκειμένω η σύσταση του προϊσταμένου χωρίς επαρκή, ειδική και πειστική αιτιολογία, ενώ δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, έστω κι’ αν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία.  Η Επιτροπή δεν έλαβε υπ’ όψιν την αντίθετη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύσταση του προϊσταμένου, την οριακή, έστω, υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, αλλά και την κατοχή από αυτή πρόσθετου προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κουρσάρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 293,

[*166]Δημοκρατία κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 52,

Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96,

Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

Παπασάββα ν. Κούλουμου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 235,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,

Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1,

Tourpeki ν. Republic (1973) 3 C.L.R. 592,

Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540,

Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια με την οποία αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 7.5.2007, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη μόνιμη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία, αναδρομικά από 15.12.2005.

Α. Μ. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Ο αδόκητος θάνατος του αδελφού μας Ράλλη Γαβριηλίδη ο οποίος μετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου που άκουσε την υπόθεση και επιφύλαξε την απόφασή του, κα[*167]τά τα εξηγηθέντα στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 857 και Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, δεν επηρεάζει το άρτιο της συγκρότησης της Ολομέλειας.  Επομένως, θα προχωρήσουμε με την έκδοση της απόφασής μας.

Με την απόφαση της πλειοψηφίας που θα δώσει ο δικαστής Νικολαΐδης, συμφωνούν οι δικαστές Ηλιάδης, Κραμβής, Παπαδοπούλου, Ερωτοκρίτου, Ναθαναήλ και Παμπαλλής.

Την απόφαση της μειοψηφίας με την οποία, μαζί με τους δικαστές Χατζηχαμπή και Νικολάτο συμφωνώ, θα δώσει ο δικαστής Φωτίου.

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερομηνίας 7.5.2007, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη μόνιμη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία, αναδρομικά από 15.12.2005.

Η προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε ύστερα από επανεξέταση η οποία κατέστη αναγκαία μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε επιτυχή προσφυγή, την οποία επίσης καταχώρησε η αιτήτρια εναντίον προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής, ημερομηνίας 2.12.2005, με την οποία επίσης διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση.

Η Επιτροπή στις 7.5.2007, αφού διαπίστωσε ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά και τρίτος υποψήφιος κατείχαν τα προσόντα και αφού έλαβε υπ’ όψιν τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε, τελικά, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και την επέλεξε για διορισμό αναδρομικά.

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε δίδοντας βαρύνουσα σημασία στην προφορική εξέταση, αλλά και ότι παραγνώρισε τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία.

Τόσο οι καθ’ ων η αίτηση, όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρι[*168]σμούς υποστηρίζοντας ουσιαστικά ότι η σύσταση του προϊσταμένου είναι αναιτιολόγητη και συνεπώς έχει περιορισμένη έως μηδενική βαρύτητα. Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, έδωσε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης.  Τονίζουν, τέλος, τη μεγάλη σημασία που έχει η αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση ειδικά σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία, όπως είναι η παρούσα περίπτωση.

Θα ασχοληθούμε, κατ’ αρχάς, με την παραγνώριση της σύστασης. Ουσιαστικά, αφού η Επιτροπή κατέληξε ότι σε αξία οι δύο υποψήφιες είναι ίσες, ενώ στα άλλα δύο κριτήρια, αρχαιότητα και προσόντα, υπερέχει η αιτήτρια, έστω και σε μικρό βαθμό, συνάγεται μάλλον, παρά αναφέρεται ρητά στο πρακτικό, ότι ο λόγος μη υιοθέτησης της σύστασης του προϊσταμένου ανάγεται στην αξιολόγηση των δύο υποψηφίων στην προφορική ενώπιον της Επιτροπής εξέταση, γιατί μόνο στο στοιχείο αυτό υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος.  Κι’ αυτό χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ψηλότερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους στη συνέντευξη αποτελεί, σύμφωνα πάντα με το τηρηθέν πρακτικό και το αντιστάθμισμα στην υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα.

Το γεγονός ότι η σύσταση η οποία δίδεται σύμφωνα με το Άρθρο 34(Α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, είναι αναιτιολόγητη, δεν επιδρά στο κύρος της, μια και όπως έχει νομολογηθεί (Κουρσάρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 293, 298) από τη στιγμή που δεν απαιτείται η σύσταση του προϊστάμενου ως αξιολογικό κριτήριο να είναι αιτιολογημένη, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μηδενικής αξίας.  Η ίδια θέση είχε προηγουμένως τεθεί και στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 52, 56, όπου επισημάνθηκε ότι το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να διαγράψει από το Νόμο τη σύσταση του διευθυντή ως αξιολογικό κριτήριο, χαρακτηρίζοντας την, σε δεδομένη υπόθεση, ως μηδενικής αξίας, εφ΄όσον δεν απαιτείται αιτιολόγησή της (βλέπε ακόμα Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96, 106).

Στην πραγματικότητα, στο πρακτικό που τηρήθηκε δεν αναφέρεται ειδικά ο λόγος της παραγνώρισης της σύστασης. Απαριθμούνται όλα τα στοιχεία των δύο υποψηφίων και ύστερα από αναφορά στη διαφορά υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την αξιολόγηση της συνέντευξης, επιλέγεται.  Με άλλα λόγια η μόνη διαφορά υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης του [*169]προϊσταμένου είναι η κατά την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης διαφορά της από την αιτήτρια.

Η διαφορά στην αξιολόγηση της συνέντευξης είναι οριακή, αφού το μεν ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη», ενώ η αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή». Έχει αποφασιστεί, (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, 440, 441), ότι σε περίπτωση όπου η Επιτροπή προτίμησε για προαγωγή υποψήφιο, παρά την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και την υπέρ του σύσταση του προϊσταμένου, με μόνη την εντύπωσή της κατά τη συνέντευξη, στην οποία ο αιτητής κρίθηκε ως πολύ καλός και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετος, η διαφορά αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση.  Κρίθηκε ότι η απόκλιση από τη σύσταση δεν είχε, σε μια τέτοια περίπτωση, ειδικά και επαρκώς αιτιολογηθεί, όπως απαιτείται από τη νομολογία.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη Σπανός ν. Δημοκρατίας, επίσης επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία και η ΕΔΥ έκρινε ότι ο συστηθείς απέδωσε πολύ χαμηλά στην προφορική συνέντευξη σε σύγκριση με τον υποψήφιο που προτιμήθηκε.  Σημειώθηκε επίσης ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μετά τη συνέντευξη, ήταν ισότιμη και για τους δυο, ενώ κρίθηκαν ισάξιοι στη συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ από τον προϊστάμενο.  Τέλος ο αιτητής ήταν αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους.

Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια δεν απέδωσε πολύ χαμηλά στη συνέντευξη, αλλά ισάξια με το ενδιαφερόμενο μέρος, οριακή χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή η διαφορά τους, ενώ προηγείτο επίσης σε αρχαιότητα και είχε εξασφαλίσει τη σύσταση του προϊσταμένου, αλλά και την προτίμησή του κατά την αξιολόγηση από αυτόν της απόδοσης στη συνέντευξη.  Τέλος η αιτήτρια συστήνεται και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως καλύτερη στην προφορική εξέταση, ενώ κατέχει και πρόσθετο προσόν.

Ειδικότερα, πριν την αξιολόγηση της Επιτροπής ο Αρχιπρωτοκολλητής αξιολόγησε την απόδοση στη συνέντευξη του ενδιαφερόμενου μέρους ως «πολύ καλή» και της αιτήτριας ως «πάρα πολύ καλή».  Η Επιτροπή, όπως είχε βέβαια το δικαίωμα, έκρινε διαφορετικά, αφού η διαφορετική κρίση του προϊσταμένου δεν την δεσμεύει.  Ακόμα, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τον Αρχιπρωτοκολλητή, το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τη Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων, το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και το Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, η αιτήτρια [*170]αξιολογήθηκε ως «σχεδόν εξαίρετη», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «πάρα πολύ καλή».  Αν όλα τα στοιχεία συνυπολογιστούν, δηλαδή αν σκεφτεί κάποιος ότι η διαφορά μεταξύ των δύο μερών στην αξιολόγηση από την Επιτροπή της συνέντευξης ήταν οριακή, ότι ο προϊστάμενος του τμήματος είχε διαφορετική εκτίμηση για την απόδοση των υποψηφίων κατά την εξέταση, ενώ την ίδια αντίθετη άποψη είχε και η Συμβουλευτική Επιτροπή, τότε καταλήγουμε στο ότι ουσιαστικά η οριακή αλλά, κατά τα φαινόμενα, καθοριστικής σημασίας υπεροχή στη συνέντευξη, αντικειμενικά δεν είναι πλέον μετρήσιμη.

Τα γεγονότα της υπόθεσης Παπασάββα ν. Κούλουμου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 235, στην οποία παρέπεμψαν οι καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος για να στηρίξουν τη θέση τους ότι η προφορική εξέταση μπορεί να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου διαφοροποιούνται πλήρως από την παρούσα υπόθεση, γιατί εκεί η μη συστηθείσα  υπερείχε όχι μόνο κατά την προφορική εξέταση, αλλά και σε αρχαιότητα, ενώ διέθετε προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι θα έπρεπε να παραγνωρίσει τη σύσταση του προϊσταμένου.  Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση παραγνωρίστηκε με μόνη αναφορά στην οριακή υπεροχή στην προφορική εξέταση και παρά την υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα και αρχαιότητα.

Το γεγονός  ότι κατ’ ανάλογο τρόπο με την υπόθεση Σπανού, ανωτέρω,  αντιμετωπίστηκε και το θέμα της διαφοράς της απόδοσης των υποψηφίων σε προφορική εξέταση και στην περίπτωση παραγνώρισης προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος δείχνει, κατά την άποψή μας, την αποφασιστικότητα της νομολογίας να περιορίσει τη σημασία της συνέντευξης έναντι, λίγο πολύ, αντικειμενικών κριτηρίων όπως η κατοχή του πλεονεκτήματος ή η σύσταση του προϊσταμένου. Θυμίζουμε ότι προς παραγνώριση τόσο της σύστασης, όσο και του πλεονεκτήματος απαιτείται ειδική, επαρκής αιτιολογία.  Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 104, 105, η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος.

Είναι αλήθεια ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή, όταν ιδίως είναι οριακής σημασίας, αλλά και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμ[*171]βουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπ’ όψιν.

Όσον αφορά το επιπρόσθετο προσόν, δηλαδή την κατοχή μεταπτυχιακού Master of Public Sector Management του C.I.I.M., θα πρέπει παρεμπιπτόντως να επισημάνουμε ότι η λεκτική απλώς αναγνώριση ότι το προσόν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και γι’ αυτό λήφθηκε κατάλληλα υπ’ όψιν, δεν συνιστά ουσιαστικά οποιαδήποτε αξιολόγηση, μια και δεν αφήνονται περιθώρια για να αντιληφθούμε σε ποιο βαθμό ελήφθη υπ’ όψιν και πόσο το προσόν επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής.

Στην Επιτροπή αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι η απόκλιση αιτιολογείται επαρκώς (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267).  Ειδική αιτιολογία συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, η παράθεση πειστικών λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση (Σπανός ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Όπως επισημαίνεται και στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, η σταθερή και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζει τη δυνατότητα παραγνώρισης όταν παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία.  Δηλαδή, θα πρέπει να δίδονται πειστικοί ή ειδικοί λόγοι για την επιλογή συγκεκριμένου υποψήφιου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα ή τη σύσταση του προϊσταμένου.  Οι λόγοι δε αυτοί θα πρέπει να φαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης και δεν μπορούν να συνάγονται από τα πρακτικά.  Στην απόφαση Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 τονίστηκε ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλέπε ακόμα Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Tourpeki ν. Republic (1973) 3 C.L.R. 592, Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540 και Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417).

Αφού όπως είδαμε στη Σπανός ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία, η παραγνώριση της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή παραμένει χωρίς στήριξη.

Καταλήγοντας κρίνουμε ότι παραγνωρίστηκε η σύσταση του προϊσταμένου χωρίς επαρκή, ειδική και πειστική αιτιολογία, ενώ δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, έστω κι΄ αν πρό[*172]κειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία.  Η Επιτροπή δεν έλαβε υπ’ όψιν την αντίθετη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύσταση του προϊσταμένου, την οριακή, έστω, υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, αλλά και την κατοχή από αυτή πρόσθετου προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Mε την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Επιτροπή ή Ε.Δ.Υ.) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 1/6/07 με την οποία διόρισε την Αρτέμιδα Αντωνίου, ενδιαφερόμενο μέρος, στη μόνιμη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία αναδρομικά από 15/12/05 αντί της ιδίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η επίδικη θέση προκηρύχθηκε αρχικά με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11/2/05.  Αίτηση για διορισμό υπέβαλαν τόσο η αιτήτρια  όσο και η Άρτεμις Αντωνίου, ενδιαφερόμενο μέρος, όπως και ακόμα ένα πρόσωπο ο Σάββας Κυριάκου.  Στις 23/12/05 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 4060 η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση με την οποία διόρισαν στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος από 15/12/05.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η αιτήτρια καταχώρησε τότε την προσφυγή αρ. 1677/05 στην οποία, στις 15/3/07 εκδόθηκε απόφαση με την οποία ακυρώθηκε ο εν λόγω διορισμός για το λόγο ότι το Δικαστήριο έκρινε πως δεν δόθηκε καθόλου αιτιολογία γιατί κρίθηκε ότι οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν τις υποπαραγράφους (2)(3) και (4) της παραγράφου 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η επανεξέταση της πλήρωσης θέσης Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή.  Υποψήφιοι θεωρήθηκαν η αιτήτρια, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ακόμα ένα άτομο, ο Σάββας Κυριάκου. Κατείχαν όλοι τότε τη θέση του Πρωτοκολλητή Α΄.  Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της ημερ. 7/5/07 και για τους λόγους που εξηγεί, αποφάσισε ξανά το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.  Έτσι την 1/6/07 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4193 η νέα απόφαση της καθ’ ης η αίτηση με την οποία διόρισε ξανά το ενδιαφερόμενο μέρος, αναδρομικά από τις 15/12/05, με αποτέλεσμα την παρούσα προσφυγή.

Διευκρινίζουμε ότι κατά της ακυρωτικής απόφασης στην προ[*173]σφυγή 1677/05 είχε καταχωρηθεί η Α.Ε. 47/07 η οποία όμως τελικά αποσύρθηκε στις 8/12/08 εφόσον το αντικείμενο της θα εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση, η οποία λόγω της φύσης της, κρίθηκε ορθό όπως εκδικαστεί από την Πλήρη Ολομέλεια.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί φαίνονται με λεπτομέρεια στις γραπτές αγορεύσεις και στα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανάφεραν κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.  Οι ισχυρισμοί τους μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

Από πλευράς της αιτήτριας υποστηρίχθηκε ότι αυτή υπερέχει και στα τρία κριτήρια επιλογής (αξία, προσόντα και αρχαιότητα).  Η μόνη υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, και αυτή πολύ οριακή, είναι στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η οποία όμως, σύμφωνα με το συνήγορο, εξουδετερώνεται από το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε και αυτή οριακή υπεροχή στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην υπέρ της σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, οριακή υπεροχή σε αρχαιότητα και κάποια υπεροχή, πέραν της οριακής, λόγω κατοχής πρόσθετου προσόντος που κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Επομένως, εισηγήθηκε, η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. ότι οι δυο διάδικοι ήταν περίπου ισοδύναμοι είναι εσφαλμένη και πεπλανημένη.

Τόνισε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας την πολύ μικρή διαφορά που υπάρχει υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, στην αξιολόγηση της απόδοσης τους κατά την προφορική εξέταση, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως «Εξαίρετη» ενώ η αιτήτρια ως «Πάρα πολύ καλή».  Με το να δώσει η Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετη» ενήργησε με νομική πλάνη και ενάντια της νομολογίας.  Αναφέρθηκε σε αυθεντίες σύμφωνα με τις οποίες τέτοια διαφορά είναι μόνο οριακή και επομένως μικρής σημασίας.  Εισηγήθηκε περαιτέρω ο συνήγορος της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ.  παραγνώρισε τη νόμιμη και έγκυρη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία και/ή έδωσε πεπλανημένη αιτιολογία.  Ισχυρίστηκε ακόμα ο συνήγορος ότι η συμπεριφορά της Ε.Δ.Υ. είναι αντιφατική και πεπλανημένη αφού σε ένα σημείο της απόφασής της περιέγραψε το ενδιαφερόμενο μέρος ότι «υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων» και σε άλλο μέρος ότι «είναι περίπου ισοδύναμη μ’ αυτήν» δηλαδή την αιτήτρια.

Από πλευράς της καθ’ ης η αίτηση υποστηρίζεται η νομιμότητα [*174]του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους.  Ισχυρίζεται η δικηγόρος τους ότι δεν είναι αρκετό να δείξει η αιτήτρια οριακή υπεροχή, όπως προσπάθησε ο συνήγορος της να πράξει, αλλά πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή.  Επικαλέσθηκε την Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318.

Ως προς την αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις, ανάφερε ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος ισοβαθμούν.  Αναφορικά με το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε καλύτερη αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (χαρακτηρίσθηκε ως «Σχεδόν Εξαίρετη» η αιτήτρια και «Πάρα πολύ καλή» το ενδιαφερόμενο μέρος), εισηγήθηκε ότι αυτό δεν έχει βαρύτητα αφού ο ρόλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι μόνο συμβουλευτικός και η τελική απόφαση είναι της Ε.Δ.Υ.  Δέχθηκε ότι η αιτήτρια υπερέχει σε προσόντα αφού κατέχει πτυχίο, το οποίο όμως δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας και αφού κρίθηκε συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, δόθηκε σ’ αυτό η δέουσα βαρύτητα.  Αναφορικά με την αρχαιότητα, έγινε δεκτό ότι υπερέχει η αιτήτρια κατά 11 μήνες, αλλά στην προηγούμενη θέση ώστε η σημασία της είναι πολύ περιορισμένη.  Το ίδιο ισχυρίστηκε ότι περιορισμένη σημασία έχει και η σύσταση του Διευθυντή.  Διαφωνεί ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως «εξαίρετη» ενώ η αιτήτρια ως «Πάρα πολύ καλή».

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία ή ότι η δοθείσα αιτιολογία είναι πεπλανημένη, η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση βασιζόμενη στο Άρθρο 34(Α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 ως έχει τροποποιηθεί) που σύμφωνα με το οποίο οι συστάσεις του Διευθυντή δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες και εφόσον εδώ η σύσταση δεν ήταν αιτιολογημένη, εισηγήθηκε ότι αυτή είχε «περιορισμένη έως μηδενική βαρύτητα».  Ήταν δε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. να μην την υιοθετήσει και έδωσε για την ενέργεια της αυτή ειδική αιτιολογία.  Υποστηρίζει ότι εφόσον πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, σύμφωνα με τη νομολογία, η απόδοση στις συνεντεύξεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ.,  έχει μεγαλύτερη σημασία.

Οι πιο πάνω θέσεις της δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση υιοθετήθηκαν και προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του ενδιαφερόμενου μέρους στη δική του αγόρευση και διευκρινίσεις.  Τόνισε το ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος [*175]διεκδίκησαν τη θέση ως θέση πρώτου διορισμού, όπως αποφάσισε και ο αδελφός δικαστής Νικολάου στην προσφυγή αρ. 1677/05 ως αποτέλεσμα της οποίας έγινε η επανεξέταση, και επομένως, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, η κατά 11 μήνες αρχαιότητα της αιτήτριας στην προηγούμενη θέση δεν είχε σημασία.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας για αντιφατικότητα της Ε.Δ.Υ. στο αν υπερέχει ή είναι ισοδύναμο το ενδιαφερόμενο μέρος με την αιτήτρια, ο συνήγορος παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται για πρώτη φορά με την αγόρευση και δεν πρέπει να εξεταστεί.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Το κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε τα απαιτούμενα από το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προσόντα των διαδίκων και ουσιαστικό μέρος από την απόφαση της Ε.Δ.Υ., διότι αυτό θα καταστήσει πιο εύκολη την απόφαση μας.

 

«Απαιτούμενα προσόντα:

―   (α)  Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), παρέχον το δικαίωμα στον κάτοχο να εγγραφεί ως δικηγόρος με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο και δεκαετής τουλάχιστον άσκηση καθηκόντων νομικής φύσεως, από την οποία επταετής τουλάχιστον άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος,

ή

       (β) πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) αναγνωρισμένο σύμφωνα με την περί Δικηγόρων νομοθεσία και δεκαετής τουλάχιστο πείρα στη λειτουργία Πρωτοκολλητείων των Δικαστηρίων.

―   Πολύ καλή γνώση της πρακτικής και διαδικασίας των Δικαστηρίων σε Πολιτικές και Ποινικές υποθέσεις, των Διαδικαστικών Κανονισμών, ειδικά όμως των Νόμων εκείνων που αφορούν την εργασία που εκτελείται από τους Πρωτοκολλητές ή με την εποπτεία τους.

―   Καλή γνώση του διοικητικού μηχανισμού των Δικαστηρίων και γενική διοικητική πείρα.

―   Καλή γνώση των Δημοσιονομικών Κανονισμών και του Κυβερνητικού συστήματος λογιστικής.

[*176]―     Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα, ευθυκρισία και υπομονετικότητα.

―   Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας σε περίπτωση Έλληνα υποψηφίου, ή πολύ καλή γνώση της τουρκικής και της αγγλικής γλώσσας σε περίπτωση Τούρκου υποψηφίου.

       Σημ. Για την πρώτη πλήρωση της θέσης μετά την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, μπορούν να ληφθούν υπόψη και Ανώτεροι Πρωτοκολλητές και Πρωτοκολλητές Α΄ οι οποίοι δεν κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν όπως απαιτείται στην πείρα στη λειτουργία Πρωτοκολλητείων των Δικαστηρίων και νοουμένου ότι κατά τη 31.12.1986 κατείχαν τουλάχιστο τη θέση Βοηθού Πρωτοκολλητή.

Η Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση, έκρινε ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσαν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και η κρίση της αυτή δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους.  Είχε επίσης υπόψη ότι η αιτήτρια είχε κάπου 11 μήνες αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, πρόσθετο προσόν (Master of Public Sector Management του CIIM) μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά συναφές με τα καθήκοντα της θέσης και τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή.  Παρά τα πιο πάνω, προτίμησε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους διότι κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση αυτή αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη» ενώ η αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή».

Η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. γιατί να μην ακολουθήσει την υπέρ της αιτήτριας σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, καθώς επίσης και γιατί, παρά την προαναφερθείσα αρχαιότητα και κατοχή του πρόσθετου προσόντος από την αιτήτρια, προτίμησε το ενδιαφερόμενο μέρος έχει ως ακολούθως:

«Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει την υπέρ της Χριστοδούλου σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή και αντ’ αυτής επέλεξε την Αντωνίου Αρτέμιδα, η οποία συγκρινόμενη με την υποψήφια Χριστοδούλου Ειρήνη, κρίθηκε ότι είναι περίπου ισοδύναμη με αυτήν, δεδομένου ότι, σ’ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου έτη στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, οι δύο υποψήφιες [*177]είναι ίσες, αξιολογηθείσες ως καθόλα εξαίρετες.  Επιπλέον, σ’ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, οι δύο υποψήφιες είναι ίσες στην παρούσα τους θέση.  Η Επιτροπή σημείωσε ότι η Χριστοδούλου υπερέχει σε αρχαιότητα κατά 11 περίπου μήνες στην προηγούμενή τους θέση, που είναι και η θέση πρώτου διορισμού τους, διαφορά, όμως, που κρίθηκε οριακής σημασίας.

Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έκρινε ότι η υπεροχή της Χριστοδούλου σε αρχαιότητα αντισταθμίζεται από την υψηλότερη αξιολόγηση της Αντωνίου, η οποία αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, ενώ η Χριστοδούλου αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή.

Η Επιτροπή σημείωσε συναφώς ότι, σύμφωνα και με την ισχύουσα νομολογία, η αρχαιότητα σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος, όπως είναι η υπό πλήρωση θέση, είναι στοιχείο περιορισμένης σημασίας (βλ. σχετικά Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2879, ημερ. 19.10.00).

Η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της, σημειώνοντας επίσης ότι η αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση για θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία, όπως η υπό πλήρωση θέση, έχει βαρύνουσα σημασία, όπως αυτό προκύπτει και από την ισχύουσα νομολογία (Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 69, σελ. 73, Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643, σελ. 646, Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, σελ. 763).

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη της ότι ο Αρχιπρωτοκολλητής, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στην αρχική διαδικασία, αξιολόγησε την απόδοση της Αντωνίου Αρτέμιδος ως Πολύ καλή ενώ της Χριστοδούλου Ειρήνης ως Πάρα πολύ καλή.  Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η διαφορετική κρίση του Διευθυντή (στην παρούσα περίπτωση του Αρχιπρωτοκολλητή) δε δεσμεύει την Επιτροπή, ούτε δημιουργεί την υποχρέωση αιτιολογίας για διαφορετική εκτίμηση εκ μέρους της, για το λόγο ότι ο ρόλος του είναι μόνο συμβουλευτικός (Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057).  Εξ’ άλλου, η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος (Αρχιπρωτοκολλητή) για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, αλλά είναι [*178]ένας παράγοντας για τη διαμόρφωση κρίσης από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Μ. Δρουσιώτης ν. ΕΔΥ, Προσφυγή Αρ. 701/86, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 755/90, ημερ. 21.10.92).

Στην παρούσα διαδικασία η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μέσα από τις ερωτήσεις που η ίδια υπέβαλε στους υποψηφίους, είχε την ευκαιρία να σχηματίσει ιδίαν αντίληψη των ιδιοτήτων και ικανοτήτων τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, η οποία είναι εποπτική και για την οποία η κρίση της για την απόδοση και το χαρακτήρα/προσωπικότητα των υποψηφίων είχε αυξημένη σημασία.

Σ’ ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η Χριστοδούλου κατέχει Master of Public Sector Management του C.I.I.M. το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτείται όμως από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.

………………………………………………................…………»

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε μεγάλη βαρύτητα στο γεγονός ότι η ίδια, κατά την προφορική εξέταση αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Εξαίρετη» ενώ την αιτήτρια ως «Πάρα πολύ καλή», με αποτέλεσμα η βαρύτητα αυτή να εξουδετερώσει,

(α)  την κατά 11 μήνες αρχαιότητα της αιτήτριας, όπως περιγράφηκε πιο πάνω,

(β)  το προαναφερθέν πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, και

(γ)  την υπέρ της σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή.

Αν η βαρύτητα που έδωσε η Ε.Δ.Υ. στην αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους είναι νόμιμη, τότε με βάση τα πιο κάτω κριτήρια που έθεσε η νομολογία ότι πρέπει να ικανοποιούνται για επιτυχία μιας προσφυγής, η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί αφού η αιτήτρια ούτε ισχυρίστηκε, ούτε και απέδειξε ότι έχει έκδηλη υπεροχή από το ενδιαφερόμενο μέρος.  Ότι δεν επικαλείται έκδηλη υπεροχή, το δήλωσε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της.

Στην Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 σελ. 1336, λέχθηκε ότι:

[*179]«1.  Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή.

2.  Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου, για προαγωγή ή διορισμό, με την κρίση του αρμοδίου οργάνου.

(βλ. μεταξύ άλλων, Alexandros Christou and Others v. The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 1, σελ. 6, Charalambos Georghiades and Another v. Republic (Public Service Commision) (1970) 3 C.L.R. 257, στη σελ. 268, Odysseas Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74, σελ. 82, Piperi and Others v. Republic (ανωτέρω), Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852).

Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός εάν αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που διορίστηκε ή προάχθηκε – (Niki Michael (No.1) v. Republic (Public Service Commission) (1975) 3 C.L.R. 136, Evgeniou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 239, HadjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041).”

Από την άλλη αν η απόφασή μας θα είναι ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., αφού και η βαθμολογία/αξιολόγηση της αιτήτριας ως «Πάρα πολύ καλή» δεν απέχει πολύ από το «Εξαίρετη» του ενδιαφερόμενου μέρους, τότε δεν είναι περίπτωση που θα χρειαζόταν να αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή από την αιτήτρια, αλλά μόνο ότι υπήρξε παρανομία στη διαδικασία λήψης της απόφασης αφού στη διαφορά αυτή αναφορικά με την αξιολογηση, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα. Η υπέρμετρη βαρύτητα, αποτελεί και την μόνη ειδική αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. γιατί να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή.  Επομένως, ενώ έχει δώσει ειδική αιτιολογία, τίθεται το ερώτημα αν η αιτιολογία μπορεί να κριθεί ως πεπλανημένη ή και ανεπαρκής, όπως είναι ο διαζευκτικός ισχυρισμός της αιτήτριας.

Εξετάσαμε την υπόθεση με αρκετή προσοχή και προβληματισμό, διότι πράγματι έχουμε μια περίπτωση όπου και οι δυο υποψήφιοι είναι κατάλληλοι για την επίδικη θέση.  Αυτός όμως που αποφασίζει το θέμα είναι η Ε.Δ.Υ. και όχι το Δικαστήριο.  Είναι σαφώς νομολογημένο ότι αν η απόφαση της Ε.Δ.Υ. εμπίπτει, έστω, [*180]στα ακραία όρια, της διακριτικής της ευχέρειας, το Δικαστήριο τούτο δεν επεμβαίνει για να υποκαταστήσει την απόφαση της Ε.Δ.Υ. με δική του, ανεξάρτητα από το ότι αν αποφάσιζε το ίδιο το θέμα, θα κατέληγε σε διορισμό της αιτήτριας. Πολύ σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329 σελ. 338, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι για να δικαιολογήσει την επιλογή του το διορίζον όργανο δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων.  Από την άλλη, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί.  Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85 – απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», σελ. 729).  Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια.  Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou a.o. v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ”Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).»

Το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. με το οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως «Εξαίρετη» ενώ η αιτήτρια ως «Πάρα πολύ καλή» έχει ως ακολούθως:

«1.  ΑΝΤΩΝΙΟΥ Άρτεμις: Εξαίρετη. Με σεμνότητα και αυτοπεποίθηση ικανοποίησε απόλυτα για το εξαίρετο επίπεδο των γνώσεών της στο όλο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Έδωσε ορθές, σαφείς και ολοκληρωμένες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν περιλαμβανομένων ερωτήσεων Νομοθεσίας και Κανονισμών ως αναφέρονται στις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας (καθήκοντα και ευθύνες 2(ε)).  Χειρίζεται το λόγο με απόλυτη ευχέρεια, προβάλλει δε και στη[*181]ρίζει τις απόψεις της με πειστικά επιχειρήματα.  Μέσα από τις απαντήσεις της διεκρίθη για τις γνώσεις, τις εμπειρίες και το υψηλό επίπεδο κρίσης της.  Ουδόλως υστερεί και σε διοικητικές ικανότητες, τούτου διαπιστωθέντος από ειδικές προς τούτο ερωτήσεις.  Είναι άτομο σοβαρό, συγκροτημένο, ώριμο και με προσωπικότητα.

2. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ειρήνη:  Πάρα πολύ καλή.  Πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων. Έδωσε ορθές, σαφείς και κατά κανόνα ολοκληρωμένες απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, όμως τα ελλείμματα που παρουσίασε αφορούσαν θέματα που άπτονταν βασικών απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας (καθήκοντα και ευθύνες).  Χειρίζεται το λόγο με πολλή άνεση, διαθέτει ψυχραιμία και όλες σχεδόν οι απαντήσεις της πέραν από την ορθότητα τους, οσάκις απαιτείτο, συνοδεύονταν και με τα ανάλογα επιχειρήματα.  Μέσα από τις απαντήσεις διεφάνη ότι διαθέτει ικανοποιητική κριτική ικανότητα.  Κάποια ασάφεια επέδειξε στις εισηγήσεις της σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης.  Είναι ειλικρινής, ευγενική, συμπαθέστατη.»

Αυτό που μένει για απόφαση είναι αν η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν, υπό το φως της νομολογίας, εύλογα επιτρεπτή.  Έδωσε η Ε.Δ.Υ. έμφαση στο ότι πρόκειται περί θέσης ψηλά στην ιεραρχία και μάλιστα εποπτική, όπου σύμφωνα με τη νομολογία η διακριτική της ευχέρεια είναι αρκετά ευρεία.

Αναφορικά με το θέμα αυτό είναι πολύ σχετικό το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 σελ. 396-397:

«Επανερχόμαστε, τέλος, στη βαρύτητα που η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης.  Είναι προφανές ότι αυτά ήταν που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του Π. Πούρου και του Λ. Παιονίδη.  Για τέτοιου είδους θέσεις δεν είναι όμως άτοπο να δίδεται σ’ αυτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Στην Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673 η οποία αφορούσε σε διαδικασία βάσει του Ν. 1/90 – η Ολομέλεια εξέφρασε απόλυτη συμφωνία με το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του Α.Ν. Λοϊζου, Π:

«Σ’ ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι η εντύπωση από τη συνέντευξη διαδραμάτισε αποκλειστικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει [*182]να υποδειχθεί ότι η θέση Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας είναι η ανώτατη θέση στο Τμήμα και όπως προκύπτει από τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση με ευρείες διοικητικές ευθύνες.  Σε τέτοιες θέσεις η προσωπικότητα του κατόχου της αποτελεί σημαντικό στοιχείο, σ’ ό,τι αφορά την καταλληλότητά του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

Ενόψει της πιο πάνω φύσης της θέσης, η Επιτροπή κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση είχε ευρεία διακριτική εξουσία.  Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους.  (Βλέπε The Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856 και The Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088).

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητα του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση.»

Έχοντας υπόψη μας το ισοζύγιο που προέκυπτε από τα υπόλοιπα αντίστοιχα δεδομένα των υποψηφίων, όπως και το κριτήριο της βαρύτητας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, δεν μας είναι δυνατό να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη άποψη του συναδέλφου μας ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα εν λόγω αποτελέσματα υπέρμετρη βαρύτητα ή σημασία, ώστε να θεωρηθεί ότι ενήργησε έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζεται.  Θεωρούμε χρήσιμη την ακόλουθη υπόμνηση από τη Georghiou v. Republic (ανωτέρω) (στη σελ. 82): ………………………»

Το ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ. έχει δικαίωμα να δίνει έμφαση στο στοιχείο της προσωπικότητας ενός υποψηφίου υποστηρίζεται και από τις υποθέσεις Andronikou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1237, Public Service Commission v. Potoudes (1987) 3 C.L.R. 1591 και Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3(ΣΤ) Α.Α.Δ. 4316.

Για την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία σχετικές είναι και οι υποθέσεις Μουζούρης κ.ά. ν. [*183]Δημοκρατίας (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 4076 σελ. 4089-4090, Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, 25 και Ιωσηφίδης  ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96, 106.

Στη σελ. 25 της υπόθεσης Κωνσταντίνου ν. Νικολάου, πιο πάνω, διαβάζουμε τα εξής:

«Εξετάζοντας το τελευταίο παράπονο των εφεσειόντων, βρίσκουμε και αυτό να είναι δικαιολογημένο.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας.  Η υπεροχή τους στην προφορική εξέταση ενώπιόν της ήταν στοιχείο που ανάγεται στην αξία, η οποία αποτελεί βασικό κριτήριο.  Συμφωνούμε ότι οι θέσεις δεν ήταν από τις ψηλές στην ιεραρχία, αυτό όμως δε μείωνε τη σημασία των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., ενόψει των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης στην κρινόμενη υπόθεση.  Κατά την άποψή μας, δεν υπήρξε πλημμέλεια.  Η Ε.Δ.Υ. αντίκρισε τα δεδομένα μέσα στα όρια της πλατιάς διακριτικής εξουσίας την οποία έχει και, επομένως, δε δικαιολογείται δικαστική επέμβαση.»

Στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (πιο πάνω) σελ. 106   επαναλαμβάνονται τα εξής:

«….Πάντως, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως συμβαίνει εδώ, η βαρύτητα των εντυπώσεων της συνέντευξης είναι αυξημένη – (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).  Έχοντας κατά νουν ότι η υπόθεση αφορούσε την πλήρωση θέσης ψηλά στην ιεραρχία, όπου το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Εσφαλμένα είναι που ο εφεσείων προβάλλει ότι είχε έκδηλη υπεροχή.»

Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδης κ.ά., πιο πάνω, σελ. 4328 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Η απόδοση των υποψηφίων έχει αυξημένη βαρύτητα στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και στις περιπτώσεις που η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των  καθηκόντων της θέσης – διευθυντικές θέσεις – (βλ. μεταξύ άλλων, Milia Panayiotou and Another v. Republic (Public Service Commission) (1968) 3 C.L.R. 639, 642, Eleni Eliadou Duncan v. Republic (Public [*184]Service Commission) (1977) 3 C.L.R. 153, 163, Stylianou and Another v. P.S.C. (1980) 3 C.L.R. 11, 17, Stylianou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 776, 787, Loizidou-Papaphoti v. Republic (1984) 3 C.L.R. 933, 941, Νίκος Ζαβρός και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1836 και Γεώργιος Γιωργή και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3336).»

Αναφορικά με την αρχαιότητα υπάρχει αρκετή και σαφής νομολογία ότι στην περίπτωση πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής που είναι ψηλά στην ιεραρχία, ιδιαίτερα διευθυντικές, η αρχαιότητα αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας (βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 54, Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (πιο πάνω). 

Στην τελευταία αυτή υπόθεση σελ. 391 η Ολομέλεια αναφερόμενη στην αναφορά της Ε.Δ.Υ. ότι «η αρχαιότητα, παρόλο που λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν είναι ουσιαστικής σημασίας δεδομένου του επιπέδου της θέσης, που είναι η ανώτατη στη δημόσια υπηρεσία, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής» κατέληξε ότι «δεν μπορεί να επικριθεί αυτή η προσέγγιση».

Στο ίδιο πάντοτε θέμα, δηλαδή για προαγωγές και/ή διορισμούς σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, σειρά και άλλων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου διατυπώνουν την άποψη ότι η αρχαιότητα, ακόμα και σημαντική σε μερικές περιπτώσεις, έχει πολύ περιορισμένη σημασία (βλ. μεταξύ άλλων, Ανδρέου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 4019 σελ. 4032, Μουζούρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 4076).  Στη σελ. 4032 της Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, λέχθηκαν τα εξής:

«Εξάλλου, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Ectorides v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 2198, στη σελίδα 2202, στις περιπτώσεις πλήρωσης διευθυντικών ή πολύ υψηλών θέσεων, πρώτου διορισμού και προαγωγής στη Δημόσια Υπηρεσία, όπως η παρούσα, η αρχαιότητα είναι ένα στοιχείο πολύ περιορισμένης σημασίας. Επίσης, βλέπε Paschalis v. The Republic (1988) 3(C) C.L.R. 1897.».

Στρεφόμαστε στο θέμα του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας. Η προαναφερθείσα υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά., είναι διαφωτιστική. Η Ολομέλεια, αφού προβαίνει σε μια ανασκόπηση της προηγούμενης νομολογίας, που σημειώνει ότι [*185]ήταν και κάπως αντιφατική, στη σελίδα 395 ανέφερε τα εξής:

«Πάντως, η ασυμφωνία της Θρασυβούλου και της Κουκκουρή (ανωτέρω) με την καθιερωθείσα νομολογιακή επί του ζητήματος γραμμή, δεν εξασθενίζει το λόγο των προηγούμενων αποφάσεων αλλά ούτε και μας φαίνεται να απέβλεπε σε αυτό.  Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής (και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και στην πρόσφατη υπόθεση Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406.

Αναφορικά με τη βαρύτητα που μπορεί να έχει ένα πρόσθετο προσόν που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, σχετική είναι και η υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341 στη σελ. 344, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«….Εν πάση δε περιπτώσει, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και πως, ως θέμα κάποιας γενικής αρχής, είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων η όποια βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης.  Αυτή δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (βλ. συναφώς την απόφαση στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275) η οποία, προερχόμενη από τη διοίκηση, ελέγχεται ως προς το εύλογο της και όχι με γνώμονα το κατά πόσο ορισμένη υπεροχή, σε ορισμένο τομέα, θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή του επιλεγομένου.»

Με βάση όλα τα πιο πάνω έχουμε από τη μια τη νομική αρχή ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία και ιδιαίτερα σε διευθυντικές θέσεις, η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. είναι πολύ ευρεία και ότι η ενώπιον της προφορική εξέταση μπορεί να έχει αυξημένη σημασία.  Από την άλλη είναι επίσης σαφώς νομολογημένο ότι πρόσθετα [*186]προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά συναφή με τα καθήκοντα της θέσης έχουν κάποια σημασία, οριακή, η δε αρχαιότητα, είναι στοιχείο πολύ περιορισμένης σημασίας.  Το ίδιο προκύπτει από τη νομολογία  ότι και η σύσταση του Διευθυντή μπορεί να μην ακολουθηθεί από την Ε.Δ.Υ. νοουμένου ότι δίνει ειδική αιτιολογία.  Εδώ ανάφερε ρητά η Ε.Δ.Υ. γιατί δεν ακολούθησε τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή και αυτό ικανοποιεί την απαίτηση της νομολογίας για ειδική αιτιολογία.  Αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων ότι η επίδικη θέση, είναι θέση αρκετά ψηλά στην ιεραρχία της δημόσιας υπηρεσίας.

Στην παρούσα περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχαιότητα της αιτήτριας ήταν πολύ μικρή και σε προηγούμενη θέση, το πρόσθετο προσόν της επίσης περιορισμένης σημασίας και το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησε ειδικά γιατί δεν ακολούθησε τη σύσταση του Διευθυντή, υπογραμμίζοντας ότι η αιτήτρια είχε κάποιες αδυναμίες σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, και προφανώς υστερούσε σε θέματα κριτικής ικανότητας και προσωπικότητας έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, καταλήγουμε ότι ενήργησε μέσα στη διακριτική της ευχέρεια, έστω και στα ακραία όρια αυτής.  Επομένως κρίνουμε ότι η απόφαση της για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Μόνο αν η αιτήτρια αποδείκνυε έκδηλη υπεροχή θα δικαιολογείτο η επέμβαση μας, κάτι όμως που δεν είναι η περίπτωση εδώ.

Η υπόθεση Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, διαφοροποιείται από την παρούσα για τους εξής λόγους:

(α) η θέση δεν ήταν το ίδιο ψηλά στην ιεραρχία, εποπτική, όπως η παρούσα, όπου η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. είναι πολύ ευρεία.  Άλλωστε η υπόθεση δεν αποφασίστηκε με βάση τη νομολογία που αφορά τέτοιες θέσεις.

(β) οι λόγοι που έδωσε η Ε.Δ.Υ. γιατί να μην ακολουθήσει τη σύσταση της Διευθύντριας (Πρώτης Ιατρικής Λειτουργού) δεν περιορίστηκε μόνο στο ότι ο αιτητής απέδωσε πολύ χαμηλά στην ενώπιον της προφορική εξέταση (χαρακτηρίστηκε «Πολύ καλός») σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο μέρος (που χαρακτηρίστηκε «Εξαίρετος»), αλλά προχώρησε να πει ότι ο αιτητής δεν έχει επιδείξει κάτι το ουσιαστικό σε μια μακράς διάρκειας υπηρεσία που θα επέτρεπε στην Ε.Δ.Υ. να κρίνει ότι πρόκειται για λειτουργό που διακρίνεται από ενδιαφέρον για ανάπτυξη.  Αντίθετα πρόσθεσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος επέδειξε ενδιαφέρον για σειρά πρόσθετων μαθημάτων και μετείχε ενεργά στο διεθνές πεδίο σε συνέδρια, σε αντίθεση με τον αιτητή που δεν επέδειξε τέτοιο ενδιαφέ[*187]ρον.  Όμως από ότι φάνηκε από τα στοιχεία των φακέλων αυτή η διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. ήταν εσφαλμένη αφού και ο αιτητής είχε συνολικά τριετείς σπουδές στο εξωτερικό ως υπότροφος και παρακολούθησε και άλλη σειρά μαθημάτων σχετικά με την ειδικότητα του και συμμετείχε και σε αριθμό συνεδρίων.  Διαφάνηκε επίσης ότι η παρατήρηση της Ε.Δ.Υ. ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, ήταν εσφαλμένη.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η υπόθεση Σπανός, πιο πάνω, δεν έχει αποφασίσει ότι ουδέποτε η απόδοση στην προφορική συνέντευξη δεν μπορεί να αποτελέσει ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή.

Το ίδιο διαφοροποιείται και η υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93 για το λόγο ότι εκεί αυτό που αποφασίστηκε ήταν ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος.  Όμως η βαρύτητα κατοχής του πλεονεκτήματος είναι πολύ διαφορετική από την βαρύτητα που έχει το πρόσθετο, συναφές με τη θέση, αλλά μη απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν.  Περαιτέρω η εν λόγω υπόθεση δεν έχει κριθεί με βάση τη νομολογία που διέπει θέσεις ψηλά στην ιεραρχία και μάλιστα εποπτικής φύσης. 

Ενόψει των πιο πάνω θα απορρίπταμε την προσφυγή και θα επικυρώναμε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.

                                          

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο