Χαραλάμπους Ανδρέας και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 192

(2009) 3 ΑΑΔ 192

[*192]13 Απριλίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

2.  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 114/2006)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Κατά πόσο το εδάφιο (2) του Άρθρου 23 του Ν.167(Ι)/2003 αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος ― Κατά πόσο το εδάφιο (2) του Άρθρου 23 του Ν.167(Ι)/2003 αντίκειται στο Άρθρο 25 του Συντάγματος.

Εταιρείες ― Άδεια άσκησης του επαγγέλματος του ελεγκτή εταιρειών, για σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου ― Τα απαιτούμενα προσόντα για απόκτηση της άδειας όπως καθορίστηκαν με τον τροποποιητικό Νόμο αρ.167(Ι)/2003 ― Περιεχόμενο της ρύθμισης και έλεγχος της συνταγματικότητάς της.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η απόρριψη του αιτήματός τους για απόκτηση άδειας ελεγκτή εταιρειών επικυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 28 του Συντάγματος προσδίδει έρεισμα στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και ιδιαιτέρως καθεστώς ισονομίας σ’ όλους τους πολίτες της χώρας.  H συνταγματικότητα ενός νόμου είναι [*193]δεδομένη, αφού ισχύει απόλυτα η ανάλογη αρχή μέχρι να αποφασιστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το αντίθετο. 

     Στην υπό εξέταση ρύθμιση των προσόντων για απόκτηση άδειας ελεγκτή εταιρειών δεν διαπιστώνεται καμιά δυσμενής διάκριση.  Οι αυτοτελώς εργαζόμενοι λογιστές με βάση τις πρόνοιες του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, στον οποίο στην προκείμενη περίπτωση εδράζεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης, έχουν εντελώς διαφορετική ευθύνη, που είναι προσωπική, έναντι της παρεχόμενης από άλλους, εξηρτημένης εργασίας.

     Το εδάφιο (2) του Άρθρου 23 του Ν.167(Ι)/2003 κρίνεται συνταγματικό και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε αποδεκτή την εισήγηση των εφεσειόντων.

2.  Πουθενά, βασίμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σχετική πρόνοια, για αναγκαιότητα άσκησης τους επαγγέλματος του λογιστή «αυτοτελώς» θίγει το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος.  Τίθεται ένας εύλογος περιορισμός που έχει άμεση σχέση με την εργασία που επιτελεί ένας ανεξάρτητος λογιστής.  

     Το εδάφιο (2) του Άρθρου 23 του Νόμου 167(Ι)/2003, επί του οποίου εδράζεται το επιχείρημα των εφεσειόντων, δεν απαγορεύει την άσκηση του επαγγέλματος του λογιστή.  Αποκλείει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για απόκτηση πιστοποιητικού ενός προσώπου, για το διορισμό του ως ελεγκτή, για σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου, εφόσον δεν είναι αυτοτελώς εργαζόμενος.  Η φιλοσοφία του περιορισμού είναι έκδηλη λόγω της φύσης των προσφερομένων υπηρεσιών που ενέχουν το στοιχείο της προσωπικής ευθύνης, όπως γίνεται αναφορά και στο Άρθρο 46 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.

     Με γνώμονα τα πιο πάνω, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,

Vassiliades and Vakis (1971) 2 C.L.R. 279,

[*194]Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441,

Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 8,

Γεωργίου ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 616,

The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

Χριστοδουλίδης ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (1992) 4 Α.Α.Δ. 3431.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υποθέσεις Aρ. 805/04, 806/04), ημερ. 11.8.06.

Κ. Κακουλλή, για τους Εφεσείοντες.

Β. Χριστοφόρου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της εκδοθείσας απόφασης στα πλαίσια των παρόμοιων προσφυγών 805/2004 και 806/2004, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι η απόρριψη του υποβληθέντος από τους εφεσείοντες αιτήματος για απόκτηση αδείας ελεγκτή εταιρειών, για σκοπούς του περί Eταιρειών Nόμου, ήταν έγκυρη. 

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν τόσο πρωτοδίκως όσο και κατά το στάδιο της έφεσης ότι η αίτηση τους ικανοποιούσε τα κριτήρια που τέθηκαν από το Άρθρο 3(2) του Νόμου 76(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 23 του Νόμου 167(Ι)/2003, συνεπώς, έπρεπε να γίνει αποδεκτή.  Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας των γεγονότων θεωρούμε απαραίτητο να συμπεριλάβουμε ότι το υπηρεσιακό σημείωμα που υποβλήθηκε στον αρμόδιο υπουργό Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού, επί του οποίου στηρίχτηκε για να καταλήξει στην αμφισβητούμενη απόφαση του ημερ.27.5.2004, ήταν ότι έκαστος των αιτητών «δεν ασκούσε το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή ως αυτοτελώς εργαζόμενος κατά την [*195]4.5.2001». 

Το κύριο επιχείρημα της ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων είχε ως επίκεντρο τη δημιουργηθείσα, σε βάρος των πελατών της, αδικία, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 167(Ι)/2003.  Αυτή εδράζεται, όπως υποστήριξε, στην παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Η αντισυνταγματικότητα του συγκεκριμένου άρθρου είναι, όπως είπε, έκδηλη και η καθιερωθείσα διάκριση μεταξύ αυτοτελώς εργαζομένων και εργοδοτουμένων λογιστών δεν είναι αιτιολογημένη αλλά αυθαίρετη. Δεν έχει, κατέληξε επί του προκειμένου, καταδειχθεί ποιο ήταν το έρεισμα που επέβαλλε την αδικαιολόγητη αυτή διάκριση. 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσίβλητων υποστήριξε ότι η διάκριση μεταξύ αυτοτελώς εργαζομένων και εργοδοτουμένων λογιστών προϋπήρχε της υπό κρίση νομοθεσίας. Τα απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος του ελεγκτή εταιρειών δεν καθορίζονται με βάση τις πρόνοιες του Ν.167(Ι)/2003 αλλά στα πλαίσια του Άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 76(Ι)/2001.

Στη συνέχεια, οι εφεσείοντες πρόβαλαν το επιχείρημα ότι οι συγκεκριμένες πρόνοιες του υπό αμφισβήτηση νομοθετήματος θα πρέπει να εξεταστούν κάτω από το πρίσμα της ελευθερίας άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος που προστατεύει το Άρθρο 25 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνέχισε η κα. Κακουλλή, δεν αναζήτησε το νομικό έρεισμα της ύπαρξης του περιορισμού που τέθηκε με την μεταβατική διάταξη για τους αυτοτελώς εργαζομένους.  Δεν συγκεκριμενοποιούνται, πρόσθεσε, με οποιοδήποτε τρόπο οι λόγοι που δικαιολογούν τις επίμαχες δεσμεύσεις ούτε τίθενται γεγονότα που να δικαιολογούν την ύπαρξη της συγκεκριμένης διάταξης.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας αντιπρότεινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να καταδειχθεί οποιοδήποτε νομικό έρεισμα επί του οποίου στηρίχτηκε ο νομοθέτης για να θεσπίσει τις διατάξεις σε σχέση με τους ανεξάρτητους λογιστές.

Νομοθεσία:

Μια προσεκτική μελέτη των προνοιών της σχετικής τροποποίησης του Άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113, είναι  απαραίτητη ώστε να καταδειχθεί το βάσιμο ή όχι του παραπόνου των εφεσειόντων.

[*196]Το Άρθρο 155 του βασικού νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τις 4.5.2001 (ημερομηνία θέσπισης του Ν.76(Ι)/2001), προκαθόριζε τα πρόσωπα που μπορούσαν να διοριστούν ως ελεγκτές με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο, ήτοι (α) Μέλη Σώματος Ελεγκτών του Ηνωμένου Βασιλείου και (β) πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από το Υπουργικό Συμβούλιο που κατείχαν προσόντα που αποκτήθηκαν εκτός Ηνωμένου Βασιλείου και πρόσωπα που κατείχαν προσόντα λόγω πείρας.  Με την τροποποίηση του Άρθρου 155 που επέφερε ο Νόμος 76(Ι)/2001, αφού κατήργησε τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, πρόβλεψε με τα Άρθρα 155 μέχρι 155ΣΤ τα προσόντα για διορισμό προσώπου ως ελεγκτή,  παράλληλα είχε ρυθμιστεί η αναγνώριση προσόντων των λογιστών, των εταιρειών λογιστών, του σώματος λογιστών, της διαδικασίας ακύρωσης της αναγνώρισης και της υποχρέωσης του Εφόρου να τηρεί Μητρώο Ελεγκτών.

Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3(2), του Νόμου 76(Ι)/2001, ρυθμίζεται προσωρινώς και για περίοδο ενός έτους η δυνατότητα διατήρησης του δικαιώματος διορισμού προσώπου ως ελεγκτή σύμφωνα με το καταργηθέν με το Νόμο 76(Ι)/2001, εδάφιο (1) του Άρθρου 155. 

Το εδάφιο (4) του Άρθρου 3 του Νόμου 76(Ι)/2001  προβλέπει το εξής:

«(4) Κάθε πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον υπουργό Οικονομικών, δυνάμει του Άρθρου 46 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, να ενεργεί ως ανεξάρτητος λογιστής για τους σκοπούς του εν λόγω νόμου, θα εξακολουθήσει να έχει τα ίδια δικαιώματα όπως προβλέπεται από τον εν λόγω νόμο»

Στις 31.10.2003 με τη θέσπιση του Νόμου 167(Ι)/2003 τροποποιήθηκε το πιο πάνω Άρθρο 3 του Ν.76(Ι)/2001 και ουσιαστικά αντικαταστάθηκε το πιο πάνω εδάφιο (4) με το νέο εδάφιο (2).

«(2) Κάθε πρόσωπο το οποίο κατά την 4η Μαΐου 2001 ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Οικονομικών να ενεργεί ως ανεξάρτητος λογιστής για τους σκοπούς των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων και αποδεδειγμένα ασκούσε το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή ως αυτοτελώς εργαζόμενος κατά την 4η Μαΐου 2001, κατόπιν αίτησης προς τον Υπουργό Εμπορίου, βιομηχανίας και Τουρισμού και παρά τις διατάξεις του Άρθρου 155 του βασικού νόμου δικαιούται [*197]εις άδεια με την οποία θεωρείται ότι κατέχει τα προσόντα για να διοριστεί ως ελεγκτής εταιρειών, για τους σκοπούς του βασικού νόμου:

Νοείται ότι η σχετική αίτηση υποβάλλεται εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου του 2003»

Παρατηρούμε λοιπόν ότι και στα δύο νομοθετήματα υπάρχουν οι λέξεις «να ενεργεί ως ανεξάρτητος λογιστής» (εδάφιο (4) του Άρθρου 3 του Νόμου 76(Ι)/2001 και η ίδια φράση απαντάται στο (εδάφιο (2) του Άρθρου 23 του Νόμου 167(Ι)/2003).  Η μόνη προσθήκη είναι ο τεθείς προσδιορισμός της ημερομηνίας 4.5.2001, (που όπως σημειώσαμε πιο πάνω είναι ημερομηνία θέσπισης του Νόμου 76(Ι)/2001) και η πιο κάτω επεξήγηση «και αποδεδειγμένα ασκούσε το επάγγελμα του ανεξάρτητου λογιστή και αυτοτελώς εργαζόμενου κατά την 4.5.2001».  Διαπιστώνουμε συνεπώς ότι η αναγκαιότητα εργασίας του προσώπου, ως «ανεξάρτητου λογιστή» προϋπήρχε.  Η αντίδραση των εφεσειόντων προήλθε από τη συμπερίληψη των λέξεων «ως αυτοτελώς εργαζομένων». 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε μια μικρή παρένθεση σημειώνοντας ότι η συγκεκριμένη πρόνοια συναρτά τη δυνατότητα υποβολής αίτησης σε πρόσωπα που ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένα από τον Υπουργό Οικονομικών δυνάμει του Άρθρου 46 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.  Με βάση τις πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 (Ν.58/61), όπως ίσχυε τότε, επαναλαμβάνεται η αναγκαιότητα άσκησης του επαγγέλματος από «ανεξάρτητο λογιστή». 

Άρθρο 28 του Συντάγματος

Το πρώτιστο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι η δημιουργηθείσα διάκριση που επιφέρει η σχετική πρόνοια, κατηγοριοποιώντας τους λογιστές σε δικαιούμενους για εγγραφή ή όχι, βασιζόμενη στο εργασιακό τους καθεστώς.  Αυτό εισηγήθηκε η κα. Κακουλλή είναι αντίθετο με την αρχή της ισότητας που προστατεύει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. 

Το Άρθρο 28 του Συντάγματος προσδίδει έρεισμα στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και ιδιαιτέρως καθεστώς ισονομίας σ’ όλους τους πολίτες της χώρας (Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884).  Η αρχή της ισότητας και η αποφυγή οποιασδήποτε μορφής δυσμενούς διάκρισης, αποτελεί το κριτήριο αντίκρισης [*198]μιας νομοθετικής πρόνοιας.  (In the matter of application by advocates Vassiliades and Vakis (1971) 2 C.L.R. 279).

H συνταγματικότητα ενός νόμου είναι δεδομένη, αφού ισχύει απόλυτα η ανάλογη αρχή μέχρι να αποφασιστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το αντίθετο.  Στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441, αναφέρθηκαν τα εξής στη σελίδα 446. 

«Στην υπόθεση Republic v. Maria Christoudia and Another (1988) 3 C.L.R. 2622, τονίστηκε ότι το Άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ισότητας, ενσωματώνει δε την αρχή της μη δυσμενούς διάκρισης.  Δεν απαγορεύει όμως διακρίσεις στη μεταχείριση που θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον. Η αρχή της ισότητας του Άρθρου 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δε βασίζεται σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση (Melis Kyriakides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 390). Η ύπαρξη μιας τέτοιας αιτιολόγησης θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το σκοπό του υπό εξέταση μέτρου, έχοντας πάντα κατά νου τις αρχές που συνήθως ισχύουν σε δημοκρατικές κοινωνίες. Το Άρθρο 28 παραβιάζεται όταν αποδεικνύεται καθαρά ότι δεν υπάρχει εύλογη αναλογία μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί. Επισημαίνεται επίσης ότι μόνη η ισότητα στην αντιμετώπιση, χωρίς να λαμβάνεται υπ΄όψη η ανισότητα των πραγματικοτήτων, δε συνιαστά ούτε δικαιοσύνη, ούτε σεβασμό της συνταγματικής αρχής. Όπου σκοποί, πρόσωπα ή καταστάσεις, ουσιαστικά ανόμοιες, τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης, τότε δυνατόν να δημιουργείται δυσμενής διάκριση.»

Και επίσης στη σελίδα 447 της ίδιας απόφασης, αναφέρεται:

«Το Άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις που βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών αντικειμένων και οι οποίες εδράζονται στο δημόσιο συμφέρον, φέρουν δε ισοζύγιο μεταξύ του γενικού συμφέροντος της πολιτείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο αν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη (Παύλος Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και Άλλου (1987) 1 C.L.R. 252).  Στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι το Άρθρο 28 συναρτά την ισότητα με την ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων και καταστάσεων, σε αντίθεση με τη φαινομενική ή αριθμητική εξίσωσή τους.  Η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη είναι πολύ ευρεία (βλέπε μεταξύ άλλων Χαρ. Ι. [*199]Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378 και Ανδρέας Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119).

Το Δικαστήριο εξετάζοντας τη συνταγματικότητα ενός νόμου επικεντρώνει την προσοχή του στην εξεύρεση της ενδεχόμενης πρόσκρουσης προς τη συνταγματική αρχή που εξετάζεται χωρίς να υπεισέρχεται στα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία του εξεταζόμενου νόμου.  (Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 8). 

Στην υπό εξέταση ρύθμιση δεν διαπιστώνουμε να υφίστανται καμιά δυσμενή διάκριση οι εφεσείοντες.  Οι αυτοτελώς εργαζόμενοι λογιστές με βάση τις πρόνοιες του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, που όπως σημειώσαμε στην προκείμενη περίπτωση εδράζεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης, έχουν εντελώς διαφορετική ευθύνη, που είναι προσωπική, έναντι της παρεχόμενης από άλλους, εξηρτημένης εργασίας.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω βρίσκουμε πως το εδάφιο (2) του Άρθρου 23 του Ν.167(Ι)/2003 είναι συνταγματικό και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε αποδεχτή την εισήγηση των εφεσειόντων.

Άρθρο 25 του Συντάγματος

Το επόμενο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι αν υπάρχει, με την εισαγωγή της κατηγοριοποίησης των «ανεξαρτήτων λογιστών», περιορισμός του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος ή απασχόλησης, όπως καθορίζεται από το Άρθρο 25 του Συντάγματος.

Οποιοσδήποτε τιθέμενος περιορισμός, που απολήγει σε στέρηση της δυνατότητας άσκησης θεμελιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος, κρίνεται αυστηρά (Γεωργίου ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 616).  Ταυτοχρόνως, η όποια στέρηση δεν εξετάζεται θεωρητικά αλλά σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο, από τη συγκεκριμένη νομοθεσία, σκοπό.

Παραβίαση του δικαιώματος διαπιστώνεται να υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις όπου τα τεθέντα περιοριστικά όρια άσκησης του δικαιώματος εργασίας, είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα. Επιβολή ρυθμίσεων που έχουν άμεση σχέση με το κοινωνικό ή οικονομικό περιβάλλον, που κατά καιρούς ισχύει, δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος.  (βλ. The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640).  Περαιτέρω στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (1992) 4 Α.Α.Δ. 3431, το[*200]νίστηκε ότι το δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος μπορεί να υπάγεται σε όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις που είναι συνήθως απαραίτητοι για τη ρύθμιση των προσώπων κάθε επαγγέλματος.

Το Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας» η πιο πάνω δυνατότητα επιβολής περιορισμών αναγνωρίζεται ως πηγάζουσα από τις πρόνοιες του εδαφίου 2 του Άρθρου 25 του Συντάγματος.  Αναφέρεται δε ιδιαιτέρως στη σελίδα 165 του ιδίου συγγράμματος, ότι η αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξετάζεται όταν γίνεται προσπάθεια ερμηνείας των περιορισμών που τίθενται με βάση την παράγραφο 2 του Άρθρου 25.  Στην υπόθεση In the matter of application by advocates Vassiliades and Vakis (1971) 2 C.L.R. 279 καθορίστηκε ο τρόπος αντίκρισης θεμάτων αυτής της υφής, αναφέροντας περαιτέρω ότι καθίσταται απαραίτητο να εξεταστεί ο σκοπός επιβολής του συγκεκριμένου υπό εξέταση περιορισμού. 

Πουθενά, βασίμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σχετική πρόνοια, για αναγκαιότητα άσκησης τους επαγγέλματος του λογιστή «αυτοτελώς» θίγει το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος.  Τίθεται ένας εύλογος περιορισμός που έχει άμεση σχέση με την εργασία που επιτελεί ένας ανεξάρτητος λογιστής.  Η αντιδιαστολή ενός αυτοτελώς εργαζόμενου με ένα πρόσωπο που παρέχει εξηρτημένη εργασία είναι, όπως πιστεύουμε, δικαίωμα του κράτους να επιβάλει ως όρο αφού ευλόγως και σαφώς στοχεύει στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος στην κατηγορία του επαγγέλματος που προστατεύει η εν λόγω διάταξη. 

Το εδάφιο (2) του Άρθρου 23 του Νόμου 167(Ι)/2003, επί του οποίου εδράζεται το επιχείρημα των εφεσειόντων, δεν απαγορεύει την άσκηση του επαγγέλματος του λογιστή.  Αποκλείει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για απόκτηση πιστοποιητικού ενός προσώπου, για το διορισμό του ως ελεγκτή, για σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου, εφόσον δεν είναι αυτοτελώς εργαζόμενος.  Η φιλοσοφία του περιορισμού είναι έκδηλη λόγω της φύσης των προσφερομένων υπηρεσιών που ενέχουν το στοιχείο της προσωπικής ευθύνης, όπως γίνεται αναφορά και στο Άρθρο 46 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, στο οποίο αναφερθήκαμε προγενέστερα.

Με γνώμονα τα πιο πάνω είναι η άποψη μας ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος.

[*201]Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο