Fitzgerald Daryl ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 263

(2009) 3 ΑΑΔ 263

[*263]25 Μαΐου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

DARYL FITZGERALD,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 46/2006)

 

Κτηματομεσίτες ― Εγγραφή στο μητρώο Κτηματομεσιτών ― Κατά πόσο η απαιτούμενη πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία, μπορεί να έχει αποκτηθεί με παράνομο τρόπο.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Η έκταση της υποχρέωσης του αναθεωρητικού δικαστηρίου να εξετάσει όλους τους προβαλλόμενους σε προσφυγή λόγους ακυρώσεως.

Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της άρνησης εγγραφής του στο Μητρώο Κτηματομεσιτών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο εφεσείων απέκτησε την όποια πείρα του κατά τη διάρκεια παραμονής του στην Κύπρο ως επισκέπτης, χωρίς δικαίωμα εργασίας.  Συνεπώς η αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης στην ιεραρχική του προσφυγή, ότι τυχόν πείρα που απέκτησε περί τη κτηματομεσιτική εργασία αποκτήθηκε παράνομα, ευσταθεί. Πράγματι παράνομη πράξη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί  για αποκόμιση οφέλους.

2.  Το νομικό καθεστώς της προσωρινής παραμονής του εφεσείοντα ως επισκέπτη δεν μπορούσε να είχε μεταβληθεί από το γεγονός της [*264]υποβολής φορολογικών δηλώσεων που αφορούσαν στα συγκεκριμένα φορολογικά έτη.  Δεν είναι απαραίτητο για την υποβολή φορολογικής δήλωσης να υπάρχει άδεια εργασίας. 

3.  Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο εν προκειμένω είχε καταλήξει ότι ο εφεσείων δεν διέθετε ένα τουλάχιστον από τα απαιτούμενα από το Νόμο προσόντα, δεν είχε έννοια η θεωρητική πλέον εξέταση άλλων λόγων ακύρωσης, μια και ουσιαστικά ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να αξιώνει περαιτέρω την ακύρωση της απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1026/04), ημερ. 17.3.06.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων πολιτογραφήθηκε το Νιόβρη του 2000 και στις 8.4.2002 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στο μητρώο κτηματομεσιτών, σύμφωνα με το Άρθρο 6 των περί Κτηματομεσιτών Νόμων του 1987 μέχρι 2003. Ισχυρίστηκε ότι διέθετε δεκαετή πείρα σε κτηματομεσιτικές εργασίες την οποία απέκτησε απασχολούμενος σε κυπριακή εταιρεία από το 1991 μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Σε συνέντευξή του προς το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών υποστήριξε ότι από το 1991 μέχρι το 1997 ενεργούσε ως πωλητής της πιο πάνω εταιρείας στο εξωτερικό, προσεγγίζοντας πιθανούς αγοραστές ακινήτων στην Κύπρο, αμοιβόμενος τελικά με προμήθεια από την εταιρεία.  Τα τελευταία πέντε χρόνια εργοδοτήθηκε από την ίδια εταιρεία πάνω σε μόνιμη βάση, με μισθό και προμήθεια.

Η αίτησή του απορρίφθηκε, ενώ την ίδια τύχη είχε και ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε προς τον Υπουργό Εσωτερικών, βάσει του Άρθρου 16Α του Νόμου.

[*265]Η απορριπτική απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή προσβλήθηκε με προσφυγή η οποία επίσης απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 17.3.2006.

Η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε αφού ο Υπουργός Εσωτερικών άκουσε τα επιχειρήματα του εφεσείοντα σε συνάντηση που είχε μαζί του στο γραφείο του στις 15.3.2004 και ύστερα από ενδελεχή, όπως σημειώνεται στην απόφαση, έλεγχο όλων των σχετικών με την παραμονή του εφεσείοντα στην Κύπρο στοιχείων.  Διαπιστώθηκε ότι από το έτος 1992 μέχρι το 2000 ο εφεσείων διέμενε στην Κύπρο με προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτης, χωρίς δικαίωμα εργασίας και επειδή η τυχόν πείρα που απέκτησε περί την κτηματομεσιτική εργασία αποκτήθηκε παράνομα, η παράνομη αυτή πράξη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αυτόν για αποκόμιση οφέλους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή γιατί κατέληξε ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογα επιτρεπτή, ενώ το νομικό καθεστώς της προσωρινής παραμονής του ως επισκέπτη δεν μεταβαλλόταν από το γεγονός της υποβολής φορολογικών δηλώσεων.  Το θέμα παρέμενε ότι ο εφεσείων είχε εργαστεί στην Κύπρο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς να έχει δικαίωμα εργασίας και συνεπώς η πείρα που τυχόν απέκτησε δεν μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ του.

Με την παρούσα έφεση υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η πείρα που απέκτησε δεν μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ του για σκοπούς εγγραφής του στο μητρώο κτηματομεσιτών γιατί η προϋπόθεση του Άρθρου 6(1)(στ) του Νόμου είναι η κατοχή δεκαετούς πείρας περί την κτηματομεσιτική εργασία.  Η πείρα ως πραγματικό γεγονός ή εμπειρικό στοιχείο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, δεν μπορεί να αναιρεθεί αναλόγως του τρόπου που αποκτήθηκε.  Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι η πείρα δεν αποκτήθηκε παράνομα, ενώ, ακόμα κι΄ αν αποκτήθηκε παράνομα, δεν ήταν αρμοδιότητα του Υπουργού να το κρίνει, χωρίς μάλιστα να καλέσει τον εφεσείοντα σε ακρόαση, αλλά ούτε και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να το κρίνει πρωτογενώς.  Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων δεν διέθετε άδεια εργασίας για τα έτη 1992-2000, αφού υπέβαλλε φορολογικές δηλώσεις για τα χρόνια αυτά. Τέλος, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκαν οι υπόλοιποι λόγοι ακυρότητας που έθεσε, αφού το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα καταφυγής στο δικαστήριο εξαντλείται μόνο με την εξέταση όλων των λόγων ακύρωσης που εγείρονται κατά το Άρθρο 146 του [*266]Συντάγματος ενώπιον του δικαστηρίου.

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Είναι γεγονός ότι ο εφεσείων απέκτησε την όποια πείρα κατά τη διάρκεια παραμονής του στην Κύπρο ως επισκέπτης, χωρίς δικαίωμα εργασίας.  Μάλιστα, σε έγγραφο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, που ο ίδιος κατέθεσε κατά τη διαδικασία, ημερομηνίας 17.6.2008, όπου αναφέρονται οι περίοδοι που κατείχε έγκυρες άδειες παραμονής (χωρίς να αναφέρεται δικαίωμα εργασίας) πιστοποιείται ότι για την περίοδο από 4.3.1996 μέχρι 21.10.1996, καθώς και για την περίοδο 13.11.1996 μέχρι 20.6.1997, παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα.  Συνεπώς η αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης στην ιεραρχική του προσφυγή ότι τυχόν πείρα που απέκτησε περί τη κτηματομεσιτική εργασία αποκτήθηκε παράνομα, ευσταθεί. Πράγματι παράνομη πράξη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί  για αποκόμιση οφέλους.

Δεν συμφωνούμε ότι η πείρα ως πραγματικό γεγονός δεν μπορεί να αναιρεθεί ανάλογα με τον τρόπο που αποκτήθηκε.  Η πείρα για να μπορεί να προσμετρήσει ως προσόν για την έκδοση άδειας κτηματομεσίτη θα πρέπει να έχει αποκτηθεί με νόμιμο τρόπο.

Το επιχείρημα ότι δεν ήταν αρμοδιότητα του Υπουργού να κρίνει αν η άδεια αποκτήθηκε παράνομα δεν αντέχει σε πολλή κριτική, αφού σκοπός της ιεραρχικής προσφυγής ήταν η εξακρίβωση του κατά πόσο ο εφεσείων  κατείχε ή όχι τα απαιτούμενα προσόντα. Κι΄ αν πείρα αποκτήθηκε δεόντως ή νομίμως, ασφαλώς εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Υπουργού.

Το επιχείρημα ότι εσφαλμένα τέθηκε πρωτοδίκως ότι ο αιτητής δεν είχε άδεια εργασίας αφού υπέβαλλε φορολογικές δηλώσεις απαντάται από το πρωτόδικο δικαστήριο εύστοχα.  Το νομικό καθεστώς της προσωρινής παραμονής του ως επισκέπτη δεν μπορούσε να είχε μεταβληθεί από το γεγονός της υποβολής φορολογικών δηλώσεων που αφορούσαν στα συγκεκριμένα φορολογικά έτη.  Δεν είναι απαραίτητο για την υποβολή φορολογικής δήλωσης να υπάρχει άδεια εργασίας.  Εξ άλλου, πρόσωπο μπορεί να διαθέτει εισοδήματα όχι μόνο από την άσκηση εργασίας στην Κύπρο, αλλά και από άλλες πηγές.

Ως προς το τελευταίο επιχείρημα του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας, αφού το συνταγματικό του δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο εξαντλείται μόνο με την εξέταση όλων των λόγων ακύ[*267]ρωσης, αρκεί να λεχθεί ότι η δικαστική απόφαση σκοπό έχει την επίλυση των επίδικων θεμάτων.  Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καταλήξει ότι ο εφεσείων δεν διέθετε ένα τουλάχιστον από τα απαιτούμενα από το Νόμο προσόντα, δεν είχε έννοια η θεωρητική πλέον εξέταση άλλων λόγων ακύρωσης, μια και ουσιαστικά ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να αξιώνει περαιτέρω την ακύρωση της απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα €1.800 εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο