Moda Encando Ltd ν. Διευθυντή Τελωνείων (2009) 3 ΑΑΔ 384

(2009) 3 ΑΑΔ 384

[*384]2 Ιουλίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

MODA ENCANDO LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,

Eφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 6/2007)

____________________

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Προσδιορισμός της τελωνειακής αξίας εμπορευμάτων, σύμφωνα και με τη Συμφωνία για την Εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, η οποία περιλήφθηκε στον περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουραγουάης (Κυρωτικό) Νόμο του 1995 (Ν.16(ΙΙΙ)/95) ― Περιστάσεις της ορθής, στα πλαίσια του Νόμου, ενέργειας του Διευθυντή Τελωνείων στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι Ακυρώσεως ― Η απαίτηση της συμπερίληψης όλων των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως στα νομικά σημεία του δικογράφου της Αιτήσεως Ακυρώσεως ― Συνέπειες από την μη τήρησή της στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ― Προϋποθέσεις έγκρισής της ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Καθορισμός της τελωνειακής αξίας εμπορευμάτων από τον Διευθυντή Τελωνείων ― Επί τεχνικών φορολογικών θεμάτων η διακριτική ευχέρεια των φορολογικών αρχών είναι ευρεία και ο δικαστικός έλεγχος περιορισμένος ― Στις περιπτώσεις που τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον των φορολογικών αρχών από τον φορολογούμενο, δεν είναι επαρκή, οι φορολογικές αρχές έχουν την εξουσία να πράττουν το καλύτερο υπό τις περιστάσεις.

[*385]Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόφασης του εφεσίβλητου με την οποία καθορίστηκε το ύψος των αποφευχθέντων δασμών και Φ.Π.Α., αναφορικά με εμπορεύματα υπό την εμπορική επωνυμία «ZARA», τα οποία εισήγαγαν οι εφεσείοντες κατά την περίοδο 1998-2000.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης  προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 30.11.2005 με την οποίαν το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας για προσαγωγή μαρτυρίας.

     Ο λόγος αυτός δεν αποτέλεσε νομικό σημείο στο οποίο βασίστηκε η αιτήτρια-εφεσείουσα στην προσφυγή της και επομένως η εφεσείουσα δεν δικαιούται να θέτει αυτό το ζήτημα, για πρώτη φορά, ενώπιον του Εφετείου.  Εν πάση περιπτώσει, η γενική και αόριστη επίκληση κατάχρησης εξουσίας, χωρίς να εγείρεται καν ζήτημα χρηστής διοίκησης και χωρίς την παράθεση των αναγκαίων γεγονότων, δεν επαρκούν για την έγκριση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας σε προσφυγή.

2.  Είναι προφανές εν προκειμένω ότι το ποσοστό 5% που οφείλει να καταβάλλει η εφεσείουσα (franchisee), προς τους προμηθευτές, δηλαδή την εταιρεία INDITEX S.A., ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία του ιδίου ομίλου στην οποίαν ανήκουν τα σήματα, καταβάλλεται και για το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος ΖΑRA και άλλων διακριτικών σημάτων, όπως ορθά αποφάνθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο.

3.  Υπήρχαν αντικειμενικά δεδομένα ενώπιον του εφεσίβλητου, τα οποία μπορούσαν να αποτιμηθούν, αποτιμήθηκαν από τον εφεσίβλητο, όσον αφορά τα στοιχεία που έπρεπε να συνυπολογιστούν, και ο εφεσίβλητος έκαμε, υπό τις περιστάσεις, το καλύτερο δυνατό.  Επί τεχνικών φορολογικών θεμάτων, η διακριτική ευχέρεια των φορολογικών αρχών είναι ευρεία και ο δικαστικός έλεγχος περιορισμένος.  Επιπρόσθετα, στις περιπτώσεις που τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον των φορολογικών αρχών, από το φορολογούμενο, δεν είναι επαρκή, οι φορολογικές αρχές έχουν την εξουσία να πράττουν το καλύτερο, υπό τις περιστάσεις, όπως συνέβηκε και στην προκείμενη περίπτωση. 

[*386]4.      Από το σύνολο της πρωτόδικης απόφασης, είναι προφανές ότι το δικαστήριο έκρινε πως τα δικαιώματα καταβάλλονται για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και για το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος και της εμπορικής επωνυμίας ZARA και ως εκ τούτου ένα ποσοστό των καταβαλλομένων δικαιωμάτων είναι ορθό να αποτελέσει διαμορφωτικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας των εμπορευμάτων.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό ή το λανθασμένο στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία και στο σημείο αυτό είναι σαφής και ορθή. 

5.  Στη βασική συμφωνία προνοείται ότι οι υπηρεσίες για τις οποίες η εφεσείουσα οφείλει να καταβάλλει το 5% θα παρέχονται από την εταιρεία INDITEX S.A. ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία του ιδίου ομίλου στην οποία ανήκουν τα σήματα. Δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς την κατάσταση αν οι υπηρεσίες προσφέρονται από τη μία ή την άλλη εταιρεία του ιδίου ομίλου εταιρειών.  Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η εφεσείουσα οφείλει να καταβάλλει το προαναφερόμενο ποσοστό, στην εταιρεία που της προσφέρει τις υπηρεσίες εκείνες, εις αντάλλαγμα, μεταξύ άλλων, και του δικαιώματος χρήσης του εμπορικού σήματος και της εμπορικής επωνυμίας ZARA. 

6.  Ο εφεσίβλητος προέβη σε δέουσα  έρευνα και είχε ενώπιόν του επαρκή στοιχεία με βάση τα οποία μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στα πλαίσια του νόμου.  Η σχετική νομοθεσία ορθά εφαρμόστηκε από τον εφεσίβλητο, λήφθηκαν υπόψη από αυτόν τα στοιχεία που, σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και αποτιμήθηκαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, υπό τις περιστάσεις. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 437/01), ημερ. 4.12.06.

Αλ. Μαρκίδης, για την Εφεσείουσα.

Λ. Χριστοδουλίδου - Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*387]ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια-εφεσείουσα ζητούσε όπως η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση - εφεσίβλητου, με την οποίαν καθορίστηκε το ύψος των αποφευχθέντων δασμών και Φ.Π.Α., αναφορικά με εμπορεύματα υπό την εμπορική επωνυμία “ZARA”, τα οποία εισήγαγε η εφεσείουσα κατά την περίοδο 1998 μέχρι 2000, κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα. 

Το ιστορικό της υπόθεσης έχει σε συντομία ως εξής: 

Η εφεσείουσα είναι αδειούχος χρήσεως (franchisee) του ονόματος και του εμπορικού σήματος “ZARA” (το εμπορικό σήμα) και εισάγει και πωλεί στην Κύπρο εμπορεύματα φέροντα το εμπορικό σήμα. Μετά από επίσκεψη στο γραφείο της εφεσείουσας εταιρείας, λειτουργών του τομέα αξιών του Αρχιτελωνείου, εκπρόσωπος της εφεσείουσας παρέδωσε στους λειτουργούς αντίγραφο επιστολής ημερ. 1.8.1997 προς την εταιρεία INDITEX S.A. (Ισπανική εταιρεία-προμηθευτές) σχετικά με τιμολόγια για εμπορεύματα από προμηθευτές της εφεσείουσας, στην οποία επιστολή αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι το τιμολόγιο της ZARA MERKEN B.V. (θυγατρικής εταιρείας των προμηθευτών) για δικαιώματα χρήσης (royalties), αξίας Λ.Κ. 46.624,00, μείον φόρους Λ.Κ.4.757,35, είχε πληρωθεί. Στη συνέχεια η Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων (η Διευθύντρια) πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι ο προσδιορισμός της ορθής τελωνειακής αξίας των εμπορευμάτων που φέρουν το εμπορικό σήμα και που η εφεσείουσα εισάγει από διάφορους προμηθευτές, είναι υπό αναθεώρηση, επειδή, όπως φάνηκε στη Διευθύντρια, η εφεσείουσα, πέραν των τιμολογιακών τιμών, κατέβαλλε και δικαιώματα χρήσης (royalties) και ζήτησε, από την εφεσείουσα, την παρουσίαση στοιχείων και εγγράφων. Η εφεσείουσα παρέλειψε να συμμορφωθεί, με αποτέλεσμα την επιβολή χρηματικής παρακαταθήκης ύψους 30% επί των τιμολογιακών τιμών για όλα τα εμπορεύματα που φέρουν το εμπορικό σήμα, μέχρι την ολοκλήρωση των ερευνών για τον ορθό προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας των εμπορευμάτων αυτών, σύμφωνα με το Άρθρο 156 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67). 

Η εφεσείουσα, στις 9.2.2001, παρέδωσε σε λειτουργούς του τομέα αξιών του Αρχιτελωνείου επιστολή των προμηθευτών της ημερ. 29.10.1996 και τη συμφωνία μεταξύ της εφεσείουσας και των προμηθευτών, ημερ. 7.8.1996 (η συμφωνία). Στην παράγραφο XVII της συμφωνίας αναφέρεται ότι η εφεσείουσα υποχρεούται [*388]στην καταβολή δικαιωμάτων, επί του συνολικού ποσού των πωλήσεων, ανά εξαμηνία, ύψους 5%.  Επειδή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 της ερμηνευτικής σημείωσης για το Άρθρο 1 της συμφωνίας για την εφαρμογή του Άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (Ν.16(ΙΙΙ)/95) (η συμφωνία για την εφαρμογή), τα έξοδα που γίνονται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων δεν αποτελούν διαμορφωτικό στοιχείο της τελωνειακής αξίας τους αλλά το μέρος των δικαιωμάτων που συνιστά χρήση εμπορικού σήματος ή εμπορικής επωνυμίας, αποτελεί τέτοιο διαμορφωτικό στοιχείο, ο εφεσίβλητος ζήτησε από την εφεσείουσα διευκρινίσεις ώστε να διαφανεί τι ποσοστό των προαναφερομένων δικαιωμάτων (ύψους 5%) αποτελεί δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος.  

Με επιστολή ημερ. 16.2.2001 η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος που φέρουν τα εισαγόμενα προϊόντα συμπεριλαμβάνεται στην τιμολογιακή τιμή των εμπορευμάτων.

Επειδή στην παράγραφο XVII της συμφωνίας των δύο  μερών αναγράφεται ότι το προαναφερόμενο δικαίωμα χρήσης (royalty) καταβάλλεται και σχετικά με το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος και της εμπορικής επωνυμίας “ZARA”, ο εφεσίβλητος έκρινε ότι, με βάση το Άρθρο 8 της συμφωνίας για την εφαρμογή, ένα ποσοστό από το ποσό που καταβάλλεται ως δικαίωμα (royalty) πρέπει να αποτελέσει διαμορφωτικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας, εφόσον αυτό εμβάζεται στους προμηθευτές, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο όρο της συμφωνίας των δύο μερών.  Κατόπιν ανάλυσης των στοιχείων που στάληκαν από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο, σχετικά με τη συνολική αξία των εισαγωγών της εφεσείουσας για τα έτη 1998 και 2000, που ήταν Λ.Κ.2.566,183 για το 1998 και Λ.Κ.3.493,707 για το 2000, για τα οποία πληρώθηκαν δικαιώματα Λ.Κ. 215.216,00 και Λ.Κ.295.686,00 αντίστοιχα, τα οποία ποσά αποτελούν το 8.5% επί των πωλήσεων, η τελωνειακή αξία των εμπορευμάτων με το προαναφερόμενο εμπορικό σήμα, αποφασίστηκε από τον εφεσίβλητο, να προσδιοριστεί με βάση την μέθοδο εκτίμησης αρ. 1 της συμφωνίας για την εφαρμογή, σύμφωνα με την οποία η τελωνειακή αξία υπολογίζεται με βάση τις τελωνειακές τιμές, πλέον 2%, πλέον τα σχετικά δασμολογητέα έξοδα.  Η απόφαση εκείνη του εφεσίβλητου κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή  ημερ. 7.5.2001 και αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής.  

Η ευπαίδευτη αδελφή Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής [*389]εξέτασε ένα προς ένα τα νομικά σημεία στα οποία στηριζόταν η προσφυγή και τα απέρριψε.  Απέρριψε συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, τις θέσεις της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση υπό συνθήκες πραγματικής και νομικής πλάνης, ότι δεν προέβηκε σε δέουσα έρευνα και ότι παραγνώρισε ουσιώδη στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του.  

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με 11 λόγους έφεσης. 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης  προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 30.11.2005 με την οποίαν το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας για προσαγωγή μαρτυρίας, με την οποία η αιτήτρια-εφεσείουσα επεδίωκε να δείξει ότι, εξαιτίας παραστάσεων και ανταλλαγών που έγιναν μεταξύ του τότε Διευθυντή Τελωνείων Λευκωσίας και του Διευθυντή της εφεσείουσας, ο καθ’ ου η αίτηση-εφεσίβλητος κωλύεται ή εμποδίζεται από του να ισχυριστεί ότι τα προαναφερόμενα δικαιώματα (royalties) δεν ήταν ενσωματωμένα στην τιμή των εισαγομένων εμπορευμάτων. 

Ο λόγος αυτός δεν αποτέλεσε νομικό σημείο στο οποίο βασίστηκε η αιτήτρια-εφεσείουσα στην προσφυγή της και επομένως η εφεσείουσα δεν δικαιούται να θέτει αυτό το ζήτημα, για πρώτη φορά, ενώπιον του Εφετείου.  Εν πάση περιπτώσει, η γενική και αόριστη επίκληση κατάχρησης εξουσίας, χωρίς να εγείρεται καν ζήτημα χρηστής διοίκησης και χωρίς την παράθεση των αναγκαίων γεγονότων δεν επαρκούν για την έγκριση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας σε προσφυγή.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το 5% επί των πωλήσεων, το οποίον απαιτούν από την εφεσείουσα οι προμηθευτές της, είναι σε αντιστάθμισμα της παραχώρησης του δικαιώματος να χρησιμοποιεί η εφεσείουσα την εμπορική επωνυμία “ZARA”.  Η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας συνίσταται στο ότι, από το λεκτικό της παραγράφου XVII της μεταξύ της εφεσείουσας και των προμηθευτών της συμφωνίας, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το ποσοστό 5% που οφείλει να καταβάλλει η εφεσείουσα είναι δικαίωμα χρήσης για την παροχή υπηρεσιών σε σχέση με την ίδρυση καταστημάτων, τον τρόπο διάθεσης των εμπορευμάτων στα καταστήματα καθώς και τον τρόπο οργάνωσης των καταστημάτων και του όλου συστήματος εξυπηρέτησης της εφεσείουσας και των πελατών της.  Στις υπηρεσίες αυτές, είναι η θέση της εφεσείουσας, [*390]ότι απλά περιλαμβάνεται και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί η εφεσείουσα όλα τα σήματα “ZARA”, στο εξωτερικό και το εσωτερικό των καταστημάτων της, πράγμα εντελώς διαφορετικό από το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος, επί των προϊόντων που εισάγει και πωλεί η εφεσείουσα.  Η πληρωμή δικαιωμάτων (royalties) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την πληρωμή δικαιωμάτων για τη χρήση του εμπορικού σήματος. 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εφεσείουσα, για αυτό το λόγο έφεσης.  Στη σχετική πρόνοια της μεταξύ της εφεσείουσας και των προμηθευτών της συμφωνίας αναγράφονται και τα ακόλουθα: “In return for the right to use the ZARA trademark and other distinguishing signs, ….. for the preparation and design work for the shop, for the right to use the software …. and also as reimbursement for the training courses …. and for all the services described in this contract, the franchisee will pay INDITEX S.A. – or whichever other company in the same group owns these signs at a given moment or gives the aforementioned services – a half-yearly royalty, equivalent to 5% of the sum of the franchisee´s  business during the previous six-month period net of Income Tax for foreign companies (at present 10%)».

Από τα προαναφερόμενα είναι προφανές, κατά την κρίση μας, ότι το ποσοστό 5% που οφείλει να καταβάλλει η εφεσείουσα (franchisee), προς τους προμηθευτές, δηλαδή την εταιρεία INDITEX S.A., ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία του ιδίου ομίλου στην οποίαν ανήκουν τα σήματα, καταβάλλεται και για το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος ΖΑRA και άλλων διακριτικών σημάτων, όπως ορθά αποφάνθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο (δέστε τη σελ. 14 της πρωτόδικης απόφασης, στην οποία διευκρινίζεται ουσιαστικά το τι αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 10 της απόφασης του, όπου λέγει ότι το 5% επί των πωλήσεων καταβάλλεται σε αντιστάθμισμα της παραχώρησης του δικαιώματος χρήσης της εμπορικής επωνυμίας ZARA, από την εφεσείουσα).

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται και πάλιν η ορθότητα του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι τα δικαιώματα (royalties) καταβάλλονται και για το δικαίωμα χρήσης της εμπορικής επωνυμίας ZARA και κατά συνέπεια ότι ορθά ο εφεσίβλητος έκρινε, στη βάση του Άρθρου 8 της συμφωνίας για την εφαρμογή, ότι από το ποσό που καταβάλλεται ως δικαιώματα, ένα ποσοστό πρέπει να αποτελέσει διαμορφωτικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας των εμπορευμάτων.  

[*391]Το Άρθρο 1 της Συμφωνίας για την Εφαρμογή, η οποία περιλαμβάνεται στον περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουραγουάης (Κυρωτικό) Νόμο του 1995 (Ν. 16(ΙΙΙ)/95), προβλέπει ότι η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή ….. μετά από προσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το Άρθρο 8.  Το Άρθρο 8(1)(γ) της Συμφωνίας για την Εφαρμογή, προνοεί ότι, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 1, στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα, για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, τιμή, προστίθενται «τα πάσης φύσεως δικαιώματα τα οποία υποχρεούται να καταβάλει ο αγοραστής, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, στο μέτρο που αυτά τα δικαιώματα δεν έχουν περιληφθεί στην πράγματι πληρωθείσα τιμή».  Στις ερμηνευτικές σημειώσεις, Παράρτημα 1, της Συμφωνίας για την Εφαρμογή, προνοείται ότι τα πάσης φύσεως δικαιώματα που προβλέπονται στο Άρθρο 8(1)(γ) μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πληρωμές  που πραγματοποιούνται βάσει, μεταξύ άλλων, εμπορικών σημάτων.  Στις ίδιες ερμηνευτικές σημειώσεις προνοείται επίσης ότι πληρωμές που γίνονται από τον αγοραστή σε αντιπαροχή του δικαιώματος διανομής ή μεταπώλησης εισαγομένων εμπορευμάτων, δεν προστίθενται, στην πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή.  Επίσης, στις ερμηνευτικές σημειώσεις, προνοείται ότι, όταν δεν υφίστανται αντικειμενικά δεδομένα, δυνάμενα να αποτιμηθούν, όσον αφορά στοιχεία που πρέπει να προστεθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8, η συναλλακτική αξία (των στοιχείων αυτών) δεν είναι δυνατό να καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 1. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των πλαισίων του νόμου, καθότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι, με βάση τα στοιχεία που η ίδια η εφεσείουσα έδωσε, η αναλογία των καταβληθέντων δικαιωμάτων, επί του συνόλου των τιμολογιακών τιμών, ανερχόταν σε 8.5%, για τον ουσιώδη χρόνο, και ο εφεσίβλητος, αφού έλαβε υπόψη του ότι στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνονται και δικαιώματα που αφορούν σε άλλες προσφερόμενες υπηρεσίες που κατονομάζονται στη συμφωνία των μερών, έκανε επιμερισμό και θεώρησε ότι μόνο το 25% από τα καταβληθέντα δικαιώματα αντιπροσωπεύει την αξία των δικαιωμάτων για τη χρήση του εμπορικού σήματος ή άλλων διακριτικών σημάτων.  Κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος είχε ευχέρεια υπολογισμού, με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του, [*392]και η διακριτική του ευχέρεια δεν ασκήθηκε κατά τρόπο που να δικαιολογεί επέμβαση του δικαστηρίου. 

Κατά την εκτίμησή μας η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και στο σημείο αυτό και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.  Υπήρχαν αντικειμενικά δεδομένα ενώπιον του εφεσίβλητου, τα οποία μπορούσαν να αποτιμηθούν, αποτιμήθηκαν από τον εφεσίβλητο, όσον αφορά τα στοιχεία που έπρεπε να συνυπολογιστούν,  σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8, και ο εφεσίβλητος έκαμε, υπό τις περιστάσεις, το καλύτερο δυνατό. 

Συναφώς υπογραμμίζουμε ότι, επί τεχνικών φορολογικών θεμάτων, η διακριτική ευχέρεια των φορολογικών αρχών είναι ευρεία και ο δικαστικός έλεγχος περιορισμένος.  Επιπρόσθετα, στις περιπτώσεις που τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον των φορολογικών αρχών, από το φορολογούμενο, δεν είναι επαρκή, οι φορολογικές αρχές έχουν την εξουσία να πράττουν το καλύτερο, υπό τις περιστάσεις, όπως συνέβηκε και στην προκείμενη περίπτωση. 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Ήδη αναφερθήκαμε σ’ αυτό το θέμα και ενόψει των όσων ήδη παρατηρήσαμε, κρίνουμε και αυτό το λόγο ως αβάσιμο.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη καθότι επί του ιδίου θέματος δίνει δύο διαφορετικές εκδοχές οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, αμφισβητούνται.  Με το λόγο αυτό η εφεσείουσα αναφέρεται στις σελ. 10 και 14 της πρωτόδικης απόφασης όπου το πρωτόδικο δικαστήριο λέγει:  (α) ότι το 5% των πωλήσεων είναι «σε αντιστάθμισμα» της παραχώρησης του δικαιώματος να χρησιμοποιούν οι αιτητές την εμπορική επωνυμία ZARA και (β) ότι τα δικαιώματα (royalties) καταβάλλονται «και» για το δικαίωμα χρήσης της εμπορικής επωνυμίας ZARA.  Από το σύνολο της πρωτόδικης απόφασης είναι προφανές ότι το δικαστήριο έκρινε πως τα προαναφερόμενα δικαιώματα καταβάλλονται για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και για το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος και της εμπορικής επωνυμίας ZARA και ως εκ τούτου ένα ποσοστό των καταβαλλομένων δικαιωμάτων είναι ορθό να αποτελέσει διαμορφωτικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας των εμπορευμάτων.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό ή το λανθασμένο στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία και στο σημείο αυτό είναι σαφής και ορθή. 

[*393]Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η εταιρεία ZARA MERKEN B.V. είναι που παρέχει και/ή προσφέρει τις υπηρεσίες για τις οποίες πληρώνεται το royalty και ως εκ τούτου προσβάλλεται και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα δικαιώματα (royalties) εισπράττονται από την  προμηθεύτρια εταιρεία, INDITEX S.A., σε  σχέση με τα εισαγόμενα εμπορεύματα, και καλύπτουν και τη χρήση του εμπορικού σήματος (που συνιστά διαμορφωτικό στοιχείο για τον καθορισμό της τελωνειακής αξίας των εμπορευμάτων).  Δεν θεωρούμε ούτε αυτό το λόγο έφεσης βάσιμο.  Στη βασική συμφωνία προνοείται ότι οι υπηρεσίες για τις οποίες η εφεσείουσα οφείλει να καταβάλλει το 5% θα παρέχονται από την εταιρεία INDITEX S.A. ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία του ιδίου ομίλου στην οποία ανήκουν τα σήματα. Δεν θεωρούμε ότι διαφοροποιεί ουσιωδώς την κατάσταση αν οι υπηρεσίες προσφέρονται από τη μια ή την άλλη εταιρεία του ιδίου ομίλου εταιρειών.  Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η εφεσείουσα οφείλει να καταβάλλει το προαναφερόμενο ποσοστό, στην εταιρεία που της προσφέρει τις υπηρεσίες εκείνες, εις αντάλλαγμα, μεταξύ άλλων, και του δικαιώματος χρήσης του εμπορικού σήματος και της εμπορικής επωνυμίας ZARA. 

Ο έβδομος λόγος έφεσης αναφέρεται στην κατ’ ισχυρισμό έλλειψη εξηγήσεως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον τρόπο υπολογισμού του 2% για την αξία χρήσης του εμπορικού σήματος. Όπως ήδη αναφέρθηκε θεωρούμε ότι ο εφεσίβλητος έπραξε το καλύτερο δυνατό υπό τις περιστάσεις και με βάση τα στοιχεία που η εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του.  Είχε ενώπιον του, ο εφεσίβλητος, ότι η εφεσείουσα υποχρεούται να καταβάλλει δικαιώματα 5% εις αντάλλαγμα κάποιων υπηρεσιών και δικαιωμάτων που της παρέχονταν.  Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών ήταν και το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος και της εμπορικής επωνυμίας.  Ο εφεσίβλητος είχε επίσης ενώπιον του στοιχεία ότι το 5% επί του συνολικού ποσού των πωλήσεων του αδειούχου χρήσεως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ανερχόταν σε 8.5% επί του συνόλου των τιμολογιακών τιμών των εμπορευμάτων.  Έκαμε αποτίμηση και επιμερισμό, υπολογίζοντας ότι μόνο το 25% από τα καταβληθέντα δικαιώματα αντιπροσωπεύει την αξία των δικαιωμάτων για τη χρήση του εμπορικού σήματος ή άλλων διακριτικών σημάτων.  Συμφωνούμε  με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια υπολογισμού, με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του και τα οποία μπορούσαν να αποτιμηθούν, και υιοθετούμε τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν συντρέχει λόγος για επέμβαση του δικαστηρίου στην [*394]άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του εφεσίβλητου.

Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν κατάχρηση εξουσίας λόγω παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και συνδέεται με τον πρώτο λόγο έφεσης για τον οποίο ήδη αποφανθήκαμε ότι, εφόσον τα θέματα αυτά δεν ηγέρθησαν σαφώς στην προσφυγή, δεν μπορούν να εγείρονται στο στάδιο της έφεσης.

Με τον ένατο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας από τον εφεσίβλητο, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Δεν συμφωνούμε ούτε και  με αυτό το λόγο έφεσης καθότι θεωρούμε πως ο εφεσίβλητος προέβη σε δέουσα  έρευνα και είχε ενώπιον του επαρκή στοιχεία με βάση τα οποία μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στα πλαίσια του νόμου.

Με το δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν  έγινε εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.  Δεν θεωρούμε ούτε αυτό το λόγο βάσιμο.  Κατά την εκτίμησή μας η σχετική νομοθεσία ορθά εφαρμόστηκε από τον εφεσίβλητο, λήφθηκαν υπόψη από αυτόν τα στοιχεία που, σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και αποτιμήθηκαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, υπό τις περιστάσεις. 

Ο ενδέκατος λόγος έφεσης αφορά την κατ’ ισχυρισμό έλλειψη επαρκούς και/ή σαφούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Σύμφωνα με την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος αγνόησε διαβεβαιώσεις της, χωρίς να δώσει επαρκή και σαφή αιτιολογία.  Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτή τη θέση της εφεσείουσας.  Δεν ήταν αυθαίρετος ο υπολογισμός του εφεσίβλητου ως προς το ποσοστό 8.5% επί των συνολικών εισαγωγών της εφεσείουσας, στο οποίο αναλογούσαν τα δικαιώματα που κατέβαλλε η εφεσείουσα.  Αυτός ο υπολογισμός έγινε στη βάση των στοιχείων που η ίδια η εφεσείουσα έδωσε και τα οποία αφορούσαν στον ουσιώδη χρόνο.  Ούτε και το ποσοστό του 2%, το οποίο υπολόγισε ο εφεσίβλητος, ήταν αυθαίρετο και αναιτιολόγητο.  Ο εφεσίβλητος είχε ενώπιον του το ποσοστό 5% επί του συνόλου των πωλήσεων της εφεσείουσας, το οποίο αντιστοιχούσε σε ποσοστό 8.5% επί των εισαγωγών της εφεσείουσας και είχε ενώπιον του ότι το ποσοστό αυτό όφειλε να το καταβάλλει η εφεσείουσα στους παρέχοντες τις συγκεκριμένες υπηρεσίες, υπηρεσίες δηλαδή που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων και το δικαίωμα χρήσης του εμπορικού σήματος και της εμπορικής επωνυμίας, στοιχεία που ήταν σχετικά με τον αναπροσδιορι[*395]σμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων.  Με αυτά τα δεδομένα ήταν εύλογα επιτρεπτό για τον εφεσίβλητο να πράξει όπως έπραξε και να επιβάλει στην εφεσείουσα την απόφαση που προσβλήθηκε με την προσφυγή, η οποία συνάδει και με την μέθοδο εκτίμησης αρ. 1, της συμφωνίας για την εφαρμογή.

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την έφεση ως αβάσιμη και την απορρίπτουμε. Έξοδα €2.000.- εις βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο