Polyancon Estates Co. Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 411

(2009) 3 ΑΑΔ 411

[*411]2 Ιουλίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

POLYANCON ESTATES CO. LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Eφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 52/2007)

____________________

Κοινωνικές Ασφαλίσεις ― Σύμβαση εργασίας, σε αντιδιαστολή προς σύμβαση παροχής υπηρεσιών ― Κριτήρια της διάκρισης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η σχετική απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία λήφθηκε μετά από ενώπιόν του ιεραρχική προσφυγή, κρίθηκε ορθή, νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή στην κριθείσα περίπτωση.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της πράξης του εφεσίβλητου που απέρριψε την ενώπιόν του ιεραρχική προσφυγή των εφεσειόντων αναφορικά με την επιβολή καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων από τους τελευταίους, σε σχέση με εργοδοτουμένους τους, των οποίων αμφισβητήθηκε το καθεστώς εργασίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ορθά καθοδηγήθηκε από κυπριακή και αγγλική νομολογία, παρατήρησε ότι μεταξύ των θεμάτων που εγείρονταν ήταν αυτά των νομοθετικών ορισμών ως προς «το μισθωτό» και «την ασφαλιστέα απασχόληση».  Για τον καθορισμό αυτών των όρων, σύμφωνα με τη νομολογία, αναζητούνται κριτήρια στη βάση των οποίων εξετάζεται το ζήτημα, χωρίς δέσμευση από τη φραστική αναφορά των μερών, σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών. 

[*412]         Το κατά πόσο μια σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας (contract of service) ή σύμβαση παροχής υπηρεσιών (contract for services) εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων πρωταρχικός παράγοντας είναι ο βαθμός ελέγχου που ασκεί ο εργοδότης επί του εργοδοτουμένου του.  

     Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές, από την απόφαση του Διευθυντή, ημερ. 11.11.05, ότι ο Διευθυντής, αφού διεξήγαγε έρευνα και άκουσε και πήρε και καταθέσεις από τις δύο πλευρές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ορθή εκδοχή ήταν εκείνη των δύο οικοδόμων και όχι η εκδοχή του Διευθυντή της εφεσείουσας.  Ο Διευθυντής έκρινε ότι υπήρχαν τέσσερα στοιχεία, δηλαδή το καθορισμένο ωράριο εργασίας, ο καθορισμένος μισθός, ο έλεγχος του εργοδότη για την εκτέλεση της εργασίας του εργοδοτούμενου και η χρήση των μηχανημάτων και εργαλείων του εργοδότη από τον εργοδοτούμενο τα οποία καθιστούσαν τη σχέση, σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου. Ο Διευθυντής επέλεξε μεταξύ των δύο αντικρουόμενων εκδοχών απορρίπτοντας την εκδοχή της εφεσείουσας και δεχόμενος την εκδοχή των δύο οικοδόμων και η κρίση του αυτή έγινε δεκτή, ως εύλογη, πρωτοδίκως. 

2.  Ο Υπουργός, σύμφωνα με το Άρθρο 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80), όπως τροποποιήθηκε, εξετάζει την ενώπιόν του ιεραρχική προσφυγή, χωρίς βραδύτητα, και αποφασίζει.  Ο Υπουργός έχει διακριτική ευχέρεια, κατά την κρίση του, να ακούσει ή να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του.  

     Ο Υπουργός, ο οποίος, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή τής εφεσείουσας κρίνοντας ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι ορθή για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση του Διευθυντή και ουσιαστικά αρνούμενος να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με το Άρθρο 78 (ανωτέρω), δίνοντας την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να παρουσιάσει περαιτέρω μαρτυρία (την οποία όμως ο προσφεύγων είχε την ευκαιρία από προηγουμένως να παρουσιάσει ενώπιον του Διευθυντή αλλά δεν το έπραξε) άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεμπτός ή νομικά τρωτός και επομένως δεν τίθεται θέμα ανατροπής της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και κατ’ επέκταση της πρωτόδικης απόφασης.  

     Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα  επαρκούς έρευνας, είναι δεόντως αιτιολογημένη (εφόσον με την απόφαση του Υπουργού υιοθετείται η επαρκής αιτιολογία της απόφασης του Διευθυ[*413]ντή) και λήφθηκε κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, μέσα στα ορθά νομικά πλαίσια, και αφού συνυπολογίστηκαν όλοι οι σχετικοί παράγοντες, στους οποίους αποδόθηκε και η αρμόζουσα βαρύτητα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ferguson v. Dawson [1976] 3 All E.R. 817,

Massey v. Crown Life Insurance Co [1978] 2 All E.R. 576,

Δημοκρατία ν. Φρίνικς Λτδ (2002) 3 Α.Α.Δ. 192,

Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 433,

Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Kωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 613/06), ημερ. 7.3.07.

Δ. Καλλής, για την Εφεσείουσα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έκρινε, με απόφαση του ημερ. 11.11.05, ότι ο κ. Γ. Παχουλίδης ήταν μισθωτός της αιτήτριας-εφεσείουσας κατά την περίοδο 20.6.01-16.6.05 και πως συνεπώς η εφεσείουσα  είχε υποχρέωση καταβολής εισφορών, γι’ αυτόν. Η εφεσείουσα άσκησε ιεραρχική προσφυγή και ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την προσφυγή  με την απόφαση του ημερ. 15.2.06.  Η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού ήταν το αντικείμενο της προσφυγής 613/06. 

[*414]Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, αφού εξέτασε τους λόγους για τους οποίους κατά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας η απόφαση του Υπουργού έπασχε και συγκεκριμένα την κατ’ ισχυρισμόν έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και την παράλειψη διεξαγωγής της οφειλόμενης έρευνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και επαρκής έρευνα είχε γίνει και δεόντως αιτιολογημένη ήταν η προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η παρούσα έφεση.

Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση επειδή:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση ως επαρκώς αιτιολογημένη.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρχε ελλιπής έρευνα.

3.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι δύο αποδείξεις, ημερ. 17.6.02 και 16.6.05, στις οποίες αναγραφόταν ότι ο κ. Παχουλίδης και ένα άλλο άτομο, ανέλαβαν εργολαβικά, συγκεκριμένες εργασίες, συνυπολογίστηκαν στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας, και πως ενυπάρχει στην κρίση του Διευθυντή και μετέπειτα του Υπουργού πως οι δύο αποδείξεις δεν αλλοίωναν τη δύναμη των υπόλοιπων δεδομένων της υπόθεσης, και

4.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και πως δεν παρεχόταν περιθώριο για παρέμβαση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απόφασή του, κάμνει αναφορά στους ισχυρισμούς των κ.κ. Γ. Παχουλίδη και Κ. Κολιανδρή, σύμφωνα με τους οποίους κατά την προαναφερόμενη περίοδο, αυτοί εργάζονταν ως οικοδόμοι στην υπηρεσία της εφεσείουσας για την εκτέλεση διαφόρων εργασιών, σε ξενοδοχείο που ανήγειρε η εφεσείουσα.  Κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, οι δύο οικοδόμοι εργάζονταν πέντε μέρες εβδομαδιαίως με τακτικό ωράριο από τις 8.00 π.μ. μέχρι τις 4.00 μ.μ., υπό τον έλεγχο του Διευθυντή της εφεσείουσας, ο οποίος τους καθόριζε την καθημερινή τους εργασία, έναντι σταθερού μισθού £200.- εβδομαδιαίως.  Οι δύο οικοδόμοι βοηθούνταν και από άλλους αλλοδαπούς εργάτες που επίσης εργοδοτούνταν από την εφεσείουσα και χρησιμοποιούσαν τα μηχανήματα και τα εργαλεία της εφεσείουσας.  Οι προαναφερόμενοι ισχυρι[*415]σμοί έγιναν υπό μορφή καταθέσεων, που λήφθησαν κατά την εξέταση της καταγγελίας του κ. Παχουλίδη εναντίον της εφεσείουσας, από τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Κατά την ίδια εξέταση λήφθηκε κατάθεση και από τον Διευθυντή της εφεσείουσας κ. Ε.  Πολυκάρπου, ο οποίος, παρόλο που δεν αρνήθηκε το γεγονός του συνεχούς της απασχόλησης των δύο οικοδόμων, υποστήριξε πως οι δύο ήταν συνεταίροι μεταξύ τους, οι οποίοι, κατά τη διευθέτηση που έκαμαν με την εφεσείουσα εταιρεία, θα αναλάμβαναν εργολαβικά την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών.  Ως εκ τούτου, η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση καταβολής εισφορών γι’ αυτούς αλλά τέτοια υποχρέωση είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, ως αυτοεργοδοτούμενοι, όπως έμπρακτα αναγνώρισε ο ένας απ’ αυτούς, ο κ. Κολιανδρής.  Αναφορικά με τις απολαβές των δύο οικοδόμων ο Διευθυντής της εφεσείουσας είπε ότι τους κατέβαλλε το σταθερό ποσό των £200.- εβδομαδιαίως, «για να έχουν πάντα λεφτά», στο  τέλος όμως κάθε εργασίας που τους ανέθετε τους κατέβαλλε και το υπόλοιπο.  Στα πλαίσια της διερεύνησης της καταγγελίας ο κ. Πολυκάρπου παρουσίασε και δύο αποδείξεις είσπραξης χρημάτων που υπέγραψαν οι δύο οικοδόμοι, σύμφωνα με τις οποίες η πρώτη απόδειξη δόθηκε, «για υπεργολαβία πέτρινου τοίχου», και η δεύτερη «δια μεταφορά διάφορων πτηνών, κουνελιών, περιστεριών, κατεδάφιση υποστατικού και κατασκευή άλλων δέκα υποστατικών τα οποία ανελάβαμε εργολαβικά».  Σε σχέση με τους όρους εργασίας των δύο ο Διευθυντής της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ότι αυτοί δεν είχαν σταθερό ωράριο, δεν ελέγχονταν από τον ίδιο ως προς το ωράριο, κάποιες μέρες έλειπαν καθότι πήγαιναν κυνήγι και τον ίδιο τον ενδιέφερε μόνον η συμπλήρωση της δουλειάς που ανελάμβαναν. 

Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται επίσης αναφορά τόσο στην απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 11.11.05, όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού στην ιεραρχική προσφυγή.  Σύμφωνα με την απόφαση του Διευθυντή ο κ. Γ. Παχουλίδης ήταν μισθωτός της εφεσείουσας, η οποία, ως εκ τούτου, ήταν υπόχρεη να καταβάλλει εισφορές γι΄ αυτόν, ενόψει των εξής εξειδικευμένων δεδομένων:

(α)          Υπήρχε καθορισμένο ωράριο εργασίας.

(β)          Υπήρχε καθορισμένος μισθός.

(γ)          Υπήρχε έλεγχος για εκτέλεση της εργασίας του, και

(δ) Τα μηχανήματα και εργαλεία που χρησιμοποιούσε ανήκαν στην [*416](εφεσείουσα) εταιρεία.

Με την ιεραρχική προσφυγή που άσκησε η εφεσείουσα, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο, αυτή  επανέφερε ουσιαστικά τους ισχυρισμούς του Διευθυντή της με την προσθήκη πως υπήρχε πρόσωπο, το οποίο κατονόμασε, που μπορούσε να βεβαιώσει ότι οι δύο οικοδόμοι «ανέλαβαν υπεργολαβία κατά την άνω περίοδο» και υπήρχε και άλλο πρόσωπο, το οποίο επίσης κατονόμασε, που μπορούσε να βεβαιώσει ότι «είχαμε συμφωνία να εργάζονται και οι δύο ως υπεργολάβοι».  Ο Υπουργός, με παραπομπή στα σχετικά στοιχεία και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή «είναι ορθή για τους λόγους που επεξηγούνται στην επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 11.11.05».

Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, αναφερόμενος στους δύο βασικούς λόγους ακύρωσης που πρότεινε η αιτήτρια-εφεσείουσα, δηλαδή την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και έρευνας, σημείωσε ότι, σύμφωνα με την εφεσείουσα, ήταν απαραίτητη η εξειδίκευση των «σχετικών στοιχείων» στα οποία αναφέρθηκε ο Υπουργός και ήταν απαραίτητος και ο προσδιορισμός των διατάξεων του νόμου που είχε υπόψη του ο Υπουργός, ώστε η απόφαση του να είναι σαφής και να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά.   Ως προς την έρευνα το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι η αιτήτρια-εφεσείουσα θεωρούσε πως θα έπρεπε να είχαν κληθεί για να δώσουν μαρτυρία τα δύο πρόσωπα που η εφεσείουσα πρότεινε, εφόσον η μαρτυρία τους θα ήταν σχετική με τα  επίδικα θέματα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε εκτενή αναφορά σε κυπριακή και αγγλική νομολογία αναφορικά με το εξεταζόμενο θέμα του ορισμού των όρων «μισθωτός» και «ασφαλιστέα απασχόληση».  Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε αναζητούνται κριτήρια στη βάση των  οποίων εξετάζεται το θέμα της ερμηνείας των προαναφερόμενων όρων, χωρίς δέσμευση από τη φραστική αναφορά των μερών σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών.  Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Διευθυντής εξειδίκευσε επαρκώς τους λόγους της απόφασης του και ο Υπουργός ρητά παραπέμπει σε αυτούς, σαφώς εν γνώσει των στοιχείων που ο φάκελος αποκάλυπτε και που ρητώς προσδιορίστηκαν και σε σημείωμα που υποβλήθηκε στον Υπουργό.  Κατά τη λήψη της απόφασης του Υπουργού, αυτός ήταν βέβαια εν γνώσει και των παραστάσεων της εφεσείουσας στην ιεραρχική της προσφυγή.  Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέφρασε τη διαφωνία του με την αιτήτρια-[*417]εφεσείουσα ως προς το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμόν ελαττωματικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και της κατ’ ισχυρισμόν ανεπαρκούς έρευνας.  Αναφορικά με τις προαναφερόμενες δύο αποδείξεις, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν είναι ορθό ότι οι αποδείξεις υποβλήθηκαν, για πρώτη φορά, με την ιεραρχική προσφυγή, εφόσον βρίσκονταν ενώπιον του Διευθυντή εξ αρχής και γινόταν ρητή αναφορά σ’ αυτές, σε σχετικό σημείωμα ημερ. 29.9.05, το οποίο προηγήθηκε της απόφασης του Διευθυντή ημερ. 11.11.05 και το οποίο βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε.  Το τεκμήριο επομένως, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι συνεπώς ότι οι δύο αποδείξεις συνυπολογίστηκαν στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας τόσο από το Διευθυντή, όσο και μετέπειτα από τον Υπουργό, οι οποίοι έκριναν ότι οι δύο αποδείξεις δεν αλλοίωναν τη δύναμη των υπόλοιπων δεδομένων της υπόθεσης.  Εφόσον, επομένως, αυτό το κατευθείαν στοιχείο, οι αποδείξεις δηλαδή που αναφέρονταν σε εργολαβική εργασία, κρίθηκε ότι δεν είχαν αποφασιστική σημασία, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ήταν απαραίτητο να αναζητηθεί και περαιτέρω μαρτυρία άλλων, αναφορικά με τη  μεταξύ των μερών, κατ’ ισχυρισμόν, περιγραφή της σχέσης τους, ως υπεργολαβίας.  Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν στοιχείο που δυνητικά θα αλλοίωνε όσα, σταθερά, προσδιορίστηκαν από τους εφεσίβλητους.

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε νόμιμα, μέσα στα πλαίσια της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, κατόπιν επαρκούς έρευνας, και είναι και δεόντως αιτιολογημένη.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η εφεσείουσα απέτυχε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε λόγο ακυρότητας. 

Συναφώς παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ορθά καθοδηγήθηκε από κυπριακή και αγγλική νομολογία, παρατήρησε ότι μεταξύ των θεμάτων που εγείρονταν ήταν αυτά των νομοθετικών ορισμών ως προς «το μισθωτό» και «την ασφαλιστέα απασχόληση».  Για τον καθορισμό αυτών των όρων, σύμφωνα με τη νομολογία, αναζητούνται κριτήρια στη βάση των οποίων εξετάζεται το ζήτημα, χωρίς δέσμευση από τη φραστική αναφορά των μερών, σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών. 

Το κατά πόσο μια σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας (contract of service) ή σύμβαση παροχής υπηρεσιών (contract for services) εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων πρωταρχικός παράγοντας είναι ο βαθμός ελέγχου που ασκεί ο εργοδό[*418]της επί του εργοδοτουμένου του.  Στην υπόθεση Ferguson v. Dawson [1976] 3 All E.R. 817, από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο,  τονίστηκε ότι η εκφρασθείσα πρόθεση των μερών μπορεί να είναι σχετικός παράγοντας κατά τη λήψη της απόφασης αναφορικά με την πραγματική φύση της σύμβασης, αλλά δεν είναι αποφασιστικός παράγοντας.  Το δικαστήριο, αποφασίζοντας το θέμα, θα πρέπει να λάβει υπόψη του την όλη διευθέτηση και ειδικότερα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών.  Αν οι όροι της σύμβασης, ρητοί ή εξυπακουόμενοι, δείχνουν ότι στην πραγματικότητα η σχέση των μερών είναι σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου, τότε η σύμβαση είναι σύμβαση εργασίας (contract of service). Στη μεταγενέστερη αγγλική απόφαση Massey v. Crown Life Insurance Co [1978] 2 All E.R. 576, στην οποία επίσης αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, και η οποία διαφοροποιήθηκε από την απόφαση Ferguson (ανωτέρω), τονίστηκε ότι το τι συμφώνησαν τα μέρη, ως προς την εργασιακή τους σχέση, είναι ουσιώδες.  Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε επίσης ορθά από σειρά κυπριακών αποφάσεων, μεταξύ των οποίων τη Δημοκρατία ν. Φρίνικς Λτδ (2002) 3 Α.Α.Δ. 192, στην οποία έγινε αναφορά στα κριτήρια που εφαρμόζονται κατά την ερμηνεία του όρου «μισθωτός», στη σχετική νομοθεσία. 

Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές, από την απόφαση του Διευθυντή, ημερ. 11.11.05, ότι ο Διευθυντής, αφού διεξήγαγε έρευνα και άκουσε και πήρε και καταθέσεις από τις δύο πλευρές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ορθή εκδοχή ήταν εκείνη των δύο οικοδόμων και όχι η εκδοχή του Διευθυντή της εφεσείουσας.  Αυτό είναι προφανές από το ότι στην απόφαση του ο Διευθυντής αναφέρεται σε «δεδομένα», γεγονός που δείχνει ότι αφού απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας, υιοθέτησε την εκδοχή των δύο οικοδόμων, που ήταν ουσιαστικά παρόμοια. Βασιζόμενος στην προαναφερόμενη εκδοχή, ο Διευθυντής έκρινε ότι υπήρχαν τέσσερα στοιχεία, δηλαδή το καθορισμένο ωράριο εργασίας, ο καθορισμένος μισθός, ο έλεγχος του εργοδότη για την εκτέλεση της εργασίας του εργοδοτούμενου και η χρήση των μηχανημάτων και εργαλείων του εργοδότη από τον εργοδοτούμενο τα οποία καθιστούσαν τη σχέση, σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου.  Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, έκρινε ο Διευθυντής ότι η σχέση της εφεσείουσας και του κ. Παχουλίδη ήταν σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και ως εκ τούτου κάλεσε την εφεσείουσα να καταβάλει τις εισφορές που όφειλε.  Το γεγονός ότι ο άλλος οικοδόμος εκούσια κατέβαλλε εισφορές ως αυτοεργοδοτούμενος, προφανώς δεν κρίθηκε ως ουσιαστικό, από το Διευθυντή.

[*419]Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η απόφαση του Διευθυντή πάσχει διότι σ’ αυτήν δεν έγινε επιλογή μεταξύ δύο αντικρουόμενων εκδοχών ή επειδή έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.  Όπως ήδη αναφέραμε ο Διευθυντής επέλεξε μεταξύ των δύο αντικρουόμενων εκδοχών απορρίπτοντας την εκδοχή της εφεσείουσας και δεχόμενος την εκδοχή των δύο οικοδόμων και η κρίση του αυτή έγινε δεκτή, ως εύλογη, πρωτοδίκως. Η απόφαση του επίσης δεν έρχεται σε αντίθεση και δεν παρακάμπτει τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, παραπέμποντας μάλιστα σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας, την Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 433 και την Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728.

Θεωρούμε επομένως ότι η απόφαση του Διευθυντή λήφθηκε μετά από επαρκή έρευνα και είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Παρατηρούμε συναφώς ότι ο Διευθυντής άκουσε και τις δύο πλευρές και η εφεσείουσα δεν ανέφερε οποιοδήποτε προτεινόμενο μάρτυρα, στο Διευθυντή. Αναφορά σε δύο προτεινόμενους μάρτυρες, οι οποίοι μπορούσαν να προσφέρουν σχετική μαρτυρία, έκαμε η εφεσείουσα μόνον κατά την ιεραρχική της προσφυγή ενώπιον του Υπουργού.  Ο Υπουργός, σύμφωνα με το Άρθρο 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80), όπως τροποποιήθηκε, εξετάζει την ενώπιον του ιεραρχική προσφυγή, χωρίς βραδύτητα, και αποφασίζει. Ο Υπουργός έχει διακριτική ευχέρεια, κατά την κρίση του, να ακούσει ή να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του.  Οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η εφεσείουσα, στην ιεραρχική προσφυγή της, είναι ουσιαστικά ότι δεν υπήρχε καθορισμένος μισθός, ότι δεν υπήρχε καθορισμένο ωράριο, ότι δεν υπήρχε καθημερινή επιστασία της εργασίας των δύο οικοδόμων αλλά απλά αρχιτεκτονική επιθεώρηση από τον Διευθυντή της εφεσείουσας και ότι η προφορική συνεννόηση των μερών ήταν ότι οι δύο οικοδόμοι θα εργάζονταν, στην εφεσείουσα, ως υπεργολάβοι.  Η εφεσείουσα πρότεινε, όπως ήδη αναφέραμε, δύο μάρτυρες που θα υποστήριζαν τις θέσεις της, τους κ.κ. Ανδρέα Χριστοδούλου και Παντελή Κυνηγό.  Αναφέρθηκε επίσης και στις δύο προαναφερόμενες αποδείξεις. 

Οι δύο αποδείξεις ήταν εν γνώσει του Διευθυντή όταν αυτός έλαβε την απόφαση του.  Τα όσα αναγράφονται στην ιεραρχική προσφυγή αναφορικά με τις θέσεις της εφεσείουσας ήταν επίσης γνωστά στο Διευθυντή, όταν έλαβε την απόφασή του, εφόσον περιέχονται στην κατάθεση του Διευθυντή της εφεσείουσας.  Είναι οι [*420]θέσεις τις οποίες, εξυπακουόμενα, απέρριψε ο Διευθυντής, δεχόμενος την εκδοχή της άλλης πλευράς.  Υπό αυτές τις περιστάσεις θεωρούμε ότι ο Υπουργός, ο οποίος, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή της εφεσείουσας κρίνοντας ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι ορθή για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση του Διευθυντή και ουσιαστικά αρνούμενος να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με το Άρθρο 78 (ανωτέρω), δίνοντας την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να παρουσιάσει περαιτέρω μαρτυρία (την οποία όμως ο προσφεύγων είχε την ευκαιρία από προηγουμένως να παρουσιάσει ενώπιον του Διευθυντή αλλά δεν το έπραξε) άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεμπτός ή νομικά τρωτός και επομένως δεν τίθεται θέμα να ανατρέψουμε την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και κατ΄ επέκταση την πρωτόδικη απόφαση.  

Ενόψει των όσων αναφέρθηκαν κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα  επαρκούς έρευνας, είναι δεόντως αιτιολογημένη (εφόσον με την απόφαση του Υπουργού υιοθετείται η επαρκής αιτιολογία της απόφασης του Διευθυντή) και λήφθηκε κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, μέσα στα ορθά νομικά πλαίσια, και αφού συνυπολογίστηκαν όλοι οι σχετικοί παράγοντες, στους οποίους αποδόθηκε και η αρμόζουσα βαρύτητα.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000.- εις βάρος της εφεσείουσας. 

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο