CCC Laundries Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 427

(2009) 3 ΑΑΔ 427

[*427]7 Ιουλίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

CCC LAUNDRIES LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.  ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 167/2006)

 

Προσφορές ― Άρθρο 17(1) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Θέματα τεχνικής φύσης ― Εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ακύρωση της επίδικης στην προσφυγή διοικητικής απόφασης, με την οποία αποκλείστηκε οριστικά η πιθανότητα να κατακυρωθεί σε αυτούς η επίδικη προσφορά, με την οριστική αναστολή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, η προσφυγή κατά της οποίας είχε πρωτοδίκως απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους που πρόβαλαν οι εφεσείοντες με προεξάρχουσα σκέψη ότι τόσο η απόφαση του ΚΣΠ, όσο και του Υπουργικού Συμβουλίου ως υιοθετούσα αυτήν, είχαν επαρκώς εξειδικεύσει στις αποφάσεις τους τους «ειδικούς και σοβαρούς λόγους» που επέβαλλαν την προσωρινή αναστολή της διαδικασίας της προσφοράς και την παραπομπή του θέματος στο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη οριστικής απόφασης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 17(1) του Νόμου το [*428]οποίο εμπεριέχει την πιο πάνω φράση είχε ικανοποιηθεί εφόσον το ΚΣΠ κατά τη συνεδρία του ημερ. 4.2.04, αποφάσισε την προσωρινή αναστολή στη βάση των εγγράφων που ήταν ενώπιον του και είχαν μελετηθεί και που ήταν οι εκθέσεις αξιολόγησης του ιδιώτη συμβούλου, η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και η έκθεση της διαπραγματευτικής ομάδας.  Από αυτά τα έγγραφα καθίστατο φανερό ότι ακόμη και μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων με τους εφεσείοντες η λειτουργία πλυντηρίου από το ίδιο το κράτος ήταν πλέον συμφέρουσα. 

     Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου είναι φανερό ότι το ΚΣΠ οφείλει να καταγράφει στην ίδια την απόφασή του τους ειδικούς και σοβαρούς λόγους που καθιστούν αναγκαία, κατά την άποψή του, την αναστολή έστω προσωρινώς της διαδικασίας προσφορών, παραπέμποντας ταυτόχρονα το ζήτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο για οριστική απόφαση.  Η αναφορά όμως στο πιο πάνω άρθρο, της εξουσίας που δίνεται στο ΚΣΠ για προσωρινή αναστολή της διαδικασίας για ειδικούς και σοβαρούς λόγους, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν αυτούσιες οι λέξεις «ειδικοί και σοβαροί λόγοι» (παρόλο του ότι θα ήταν σαφώς ορθότερο και σύμφωνο με το λεκτικό του άρθρου).  Είναι αρκετό, οι λόγοι που οδηγούν το ΚΣΠ στην απόφασή του, να καταγράφονται βεβαίως σε αυτή, αλλά και υπό οποιαδήποτε αντικειμενική θεώρηση, να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία εμπίπτει σε ό,τι θα μπορούσε να καταταχθεί ως «ειδικοί  και σοβαροί λόγοι». 

     Το ΚΣΠ, έχοντας όλα τα δεδομένα υπόψη του, συν το γεγονός ότι η προσφορά είχε ήδη προκηρυχθεί για δεύτερη φορά αποφάσισε την προσωρινή αναστολή της διαδικασίας.  Με αυτά τα δεδομένα είναι φανερό ότι ήταν εύλογη η θέση του χωρίς όμως να το καταγράψει ρητά, ότι υπήρχαν ειδικοί και σοβαροί λόγοι για την προσωρινή αναστολή.  Όπως το διατύπωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όλα τα στοιχεία κατέληγαν στη θέση ότι η προσφορά των εφεσειόντων ήταν ασύμφορη οικονομικά εφόσον μπορούσε να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα με τη λειτουργία πλυντηρίου από το κράτος.  Δεν είναι ορθό αυτό το οποίο εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την αιτιολογία ή τη συμπλήρωσε από το φάκελο της διαδικασίας.

2.  Ως προς τα κατ’ ισχυρισμόν σφάλματα κατά τη θέση των εφεσειόντων στην κοστολόγηση λειτουργίας του πλυντηρίου, που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως μη τεκμηριωθέντα, αυτός ο λόγος έφεσης εμπλέκει το αναθεωρητικό Δικαστήριο σε σωρεία τεχνικών θεμάτων. 

[*429]         Αυτά τα ζητήματα όμως παραμένουν με πάγια νομολογία εκτός εμβέλειας εξέτασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο ως κατ’ εξοχήν τεχνικά θέματα, εκτός στις περιπτώσεις εκείνες όπου παρουσιάζεται εμφανές και πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος.  Πέραν αυτού όμως, το ζητούμενο είναι αν όλα τα στοιχεία λήφθηκαν υπόψη και ερευνήθηκαν δεόντως προτού η διοίκηση λάβει την προσβαλλόμενη πράξη.  Η ουσία είναι ότι πράγματι τα πολυσέλιδα έγγραφα όλων των αρμοδίων φορέων λήφθηκαν υπόψη και το ζήτημα εξετάστηκε σφαιρικά, αλλά το αποτέλεσμα όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι τόσο ο ιδιώτης σύμβουλος, όσο και η Επιτροπή Αξιολόγησης, έκριναν ότι όλα τα στοιχεία έδειχναν ότι η προσφορά των εφεσειόντων ήταν κατά 32% ακριβότερη της εκτίμησης για τη λειτουργία του πλυντηρίου από το κράτος.

     Τα πιο πάνω απαντούν και τους λόγους έφεσης που σχετίζονται με τη μη επαρκή διαπραγμάτευση των αρμοδίων με τους εφεσείοντες, και το εύλογα επιτρεπτό της προσβαλλόμενης πράξης.  Οι εφεσείοντες δεν μπορούν να επιβάλουν την κατακύρωση της προσφοράς προς όφελος τους.  Εναπόκειτο στις αρμόδιες υπηρεσίες να κρίνουν, έχοντας υπόψη τους όλες τις παραμέτρους, αν η προσφορά αυτή ή οποιαδήποτε προσφορά, ήταν ή όχι συμφέρουσα.  Το Άρθρο 6 του Νόμου, ως τροποποιήθηκε, επιτρέπει τη διαπραγμάτευση όταν κρίνεται ότι λόγω περιορισμένης συμμετοχής, ή λόγω ανταγωνισμού, η τιμή, έστω και η χαμηλότερη, παραμένει υψηλή, αλλά δεν επιβάλλεται οπωσδήποτε η κατακύρωση σε όποια τιμή καταλήξει η διαπραγμάτευση, αν το αποτέλεσμα δεν είναι τελικά ικανοποιητικό για το δημόσιο συμφέρον. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 590/04), ημερ. 8/11/06.

Ι. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του  Δικαστηρίου θα [*430]δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Για την παροχή υπηρεσιών πλυντηρίου στο Νέο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας υποβλήθηκαν τρεις προσφορές, μεταξύ των οποίων και των εφεσειόντων, οι οποίες αφού μελετήθηκαν από τριμελή Υπηρεσιακή Επιτροπή και από ιδιώτες συμβούλους, κρίθηκαν ότι είχαν εξωπραγματικές τιμές σε σχέση με την εκτίμηση της δαπάνης και έτσι το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών (εφεξής «το ΚΣΠ»), ακύρωσε ομόφωνα το διαγωνισμό με απόφαση του ημερ. 18.6.03.  Με αφορμή όμως μελέτη της διευθύντριας εσωτερικού ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου, που έγινε τον Ιούλιο 2003 (Τεκμ. 13 στην ένσταση), το θέμα επανεξετάστηκε από το ΚΣΠ στις 16.7.03, το οποίο κατ’ εφαρμογήν των προνοιών του Καν. 22(4)(γ) των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών Κανονισμών) του 1999, Κ.Δ.Π. 104/99, ακύρωσε εκ νέου, αλλά κατά πλειοψηφία αυτή τη φορά, το διαγωνισμό.

Στη συνέχεια το ΚΣΠ στη συνεδρία του ημερ. 24.9.03, αποφάσισε κατόπιν εισήγησης του διευθυντή του έργου όπως οι τρεις προσφοροδότες κληθούν να υποβάλουν προσφορά με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και πράγματι στις 7.11.03 υποβλήθηκαν τέτοιες προσφορές.  Αυτές αξιολογήθηκαν από τριμελή Υπηρεσιακή Επιτροπή, η οποία σύστησε διαπραγματευτική ομάδα με σκοπό να διαπραγματευθεί με το χαμηλότερο προσφοροδότη, δηλαδή τους εφεσείοντες, στοχεύοντας στην περαιτέρω μείωση της προσφοράς στα επίπεδα εκτίμησης της δαπάνης.  Το ΚΣΠ όμως αποφάσισε μετά τη μελέτη της έκθεσης που υποβλήθηκε από την Ομάδα, να ανασταλεί προσωρινά η διαδικασία της προσφοράς κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 17(1) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 ως τροποποιήθηκε (εφεξής «ο Νόμος») και να παραπέμψει στο Υπουργικό Συμβούλιο το όλο θέμα με σκοπό την εκ μέρους του λήψη οριστικής απόφασης για αναστολή της διαδικασίας. 

Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 18.2.04, αποφάσισε να αναστείλει προσωρινά τη διαδικασία για την παροχή υπηρεσιών πλυντηρίου από τον ιδιωτικό τομέα με τη μέθοδο της αυτοχρηματοδότησης, με σκοπό να μελετηθεί περαιτέρω από το Γραφείο Προγραμματισμού η κοστολόγηση της παροχής από το ίδιο το κράτος των υπηρεσιών παροχής πλυντηρίου.  Στο μεταξύ, η ισχύς των προσφορών των τριών προσφοροδοτών παρατάθηκε με τη συγκατάθεση τους.  Στις 14.4.04, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την οριστική αναστολή της διαδικασίας στη βάση του σημειώματος του αρ. 136/2004, έχοντας υπόψη, όπως ανέφερε στην απόφαση του, την εκτίμηση του Γενικού Λογιστηρίου σχετικά με την κοστο[*431]λόγηση της παροχής τέτοιων υπηρεσιών από το κράτος με σύγχρονες εγκαταστάσεις και τη σχετική μελέτη του Γραφείου Προγραμματισμού.  Αποφάσισε επίσης την παροχή από το κράτος αυτών των υπηρεσιών με προϋπολογισμένη δαπάνη £2,25 εκ. και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Οικονομικών να εξεύρει και να διαθέσει τις απαιτούμενες πιστώσεις.  Ο Γενικός Λογιστής με επιστολή του ημερ. 23.4.04 και υπό την ιδιότητα του ως Προέδρου του ΚΣΠ, ενημέρωσε τους τρεις προσφοροδότες μεταξύ των οποίων και τους εφεσείοντες, για την απόφαση, το περιεχόμενο δε της επιστολής αποτέλεσε το αντικείμενο της πρωτόδικης προσφυγής προς ακύρωση της απόφασης για οριστική αναστολή. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους που πρόβαλαν οι εφεσείοντες με προεξάρχουσα σκέψη ότι τόσο η απόφαση του ΚΣΠ, (Τεκμ. 32 στην ένσταση), όσο και του Υπουργικού Συμβουλίου  ως υιοθετούσα αυτήν, είχαν επαρκώς εξειδικεύσει στις αποφάσεις τους τους «ειδικούς και σοβαρούς λόγους» που επέβαλλαν την προσωρινή αναστολή της διαδικασίας της προσφοράς και την παραπομπή του θέματος στο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη οριστικής απόφασης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 17(1) του Νόμου το οποίο εμπεριέχει την πιο πάνω φράση είχε ικανοποιηθεί εφόσον το ΚΣΠ κατά τη συνεδρία του ημερ. 4.2.04, αποφάσισε την προσωρινή αναστολή στη βάση των εγγράφων που ήταν ενώπιον του και είχαν μελετηθεί και που ήταν οι εκθέσεις αξιολόγησης του ιδιώτη συμβούλου, η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και η έκθεση της διαπραγματευτικής ομάδας.  Από αυτά τα έγγραφα καθίστατο φανερό ότι ακόμη και μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων με τους εφεσείοντες η λειτουργία πλυντηρίου από το ίδιο το κράτος ήταν πλέον συμφέρουσα, διότι οι παραχωρήσεις των εφεσειόντων ήταν θεωρητικές εξαρτούμενες από το ύψος του κύκλου εργασιών τους, αλλά και διότι υπήρχε πίεση από τον εναπομείναντα χρόνο μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του Νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.   Αυτά όλα τα δεδομένα ήταν, όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «…… προφανώς ‘ο ειδικός και σοβαρός λόγος’ για την εκ μέρους του Συμβουλίου προσωρινή αναστολή της διαδικασίας των προσφορών και στη συνέχεια, την οριστική αναστολή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.».  Πρωτοδίκως, επίσης, θεωρήθηκε ότι η πρόταση του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 5.2.04 (Τεκμ. «34» στην ένσταση), προς το Υπουργικό Συμβούλιο περιείχε όλα τα στοιχεία που εύλογα δικαιολογούσαν τη λήψη της απόφασης για οριστική ανάκληση από το Υπουργικό Συμβούλιο. 

Αποτελεί τον κύριο λόγο έφεσης η θέση ότι λανθασμένα το [*432]πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του ΚΣΠ για προσωρινή αναστολή, πληρούσε την εκ του Νόμου υποχρέωση για εξειδίκευση στην ίδια την απόφαση του των ειδικών και σοβαρών λόγων για προσωρινή αναστολή της διαδικασίας και παραπομπή του όλου θέματος στο Υπουργικό Συμβούλιο.  Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, υποστηριζομένης της θέσης αυτής από νομολογία που καταγράφουν στο περίγραμμα αγόρευσης, η απόφαση του ΚΣΠ έπρεπε να εξειδικεύσει στο ίδιο το περιεχόμενο της, τους ειδικούς και σοβαρούς  λόγους  για την προσωρινή αναστολή.  Μάλιστα είναι τέτοια η ρητή υποχρέωση εξειδίκευσης στο ίδιο το σώμα της απόφασης, που δεν δικαιολογείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναζητήσει αναπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία των φακέλων. 

Το Άρθρο 17(1) του Νόμου έχει ως εξής:

«17.-(1)  Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, το Κεντρικό Συμβούλιο έχει εξουσία, για ειδικούς και σοβαρούς λόγους που εξειδικεύονται στη σχετική απόφασή του, να αναστέλλει προσωρινά οποιαδήποτε διαδικασία προσφορών εκκρεμεί ενώπιόν του για να παραπέμπει το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη οριστικής απόφασης για αναστολή.»

Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου είναι φανερό ότι το ΚΣΠ οφείλει να καταγράφει στην ίδια την απόφαση του τους ειδικούς και σοβαρούς λόγους που καθιστούν αναγκαία, κατά την άποψη του, την αναστολή έστω προσωρινώς της διαδικασίας προσφορών, παραπέμποντας ταυτόχρονα το ζήτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο για οριστική απόφαση.  Είναι επίσης σαφές ότι το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι ανάγκη να καταγράψει στη δική του απόφαση για οριστική αναστολή, τους ειδικούς και σοβαρούς λόγους, όπως οφείλει να κάνει το ΚΣΠ.  Η αναφορά όμως στο πιο πάνω άρθρο, της εξουσίας που δίνεται στο ΚΣΠ για προσωρινή αναστολή της διαδικασίας για ειδικούς και σοβαρούς λόγους, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν αυτούσιες οι λέξεις «ειδικοί και σοβαροί λόγοι» (παρόλο του ότι θα ήταν σαφώς ορθότερο και σύμφωνο με το λεκτικό του άρθρου).  Είναι αρκετό, οι λόγοι που οδηγούν το ΚΣΠ στην απόφαση του, να καταγράφονται βεβαίως σε αυτή, αλλά και υπό οποιαδήποτε αντικειμενική θεώρηση, να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία εμπίπτει σε ό,τι θα μπορούσε να καταταχθεί ως «ειδικοί  και σοβαροί λόγοι». 

Το επίμαχο πρακτικό του ΚΣΠ ημερ. 3.2.04 (Τεκμ. 32 στην έν[*433]σταση), ρητώς αναφέρει ότι έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των εκεί αναφερομένων εγγράφων, καθώς και το γεγονός ότι η προσφορά είχε προκηρυχθεί δύο προηγούμενες φορές με τη διαδικασία της αυτοχρηματοδότησης, η πρώτη των οποίων ακυρώθηκε λόγω εξωπραγματικής τιμής, ούτως ώστε να δικαιολογείται η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας.  Στο Τεκμ. 32 στις σελ. 19-22, γίνεται εξειδικευμένη αναφορά σε όλη τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στη μελέτη των ακολούθων εγγράφων:  (i) Δύο εκθέσεις αξιολόγησης του ιδιώτη συμβούλου μηχανολόγου Ν.Ε. Αριστοδήμου ημερ. 21.11.03 και 8.12.03, (ii) Έκθεση Επιτροπής Αξιολόγησης από δημόσιους λειτουργούς και (iii) Έκθεση της διαπραγματευτικής ομάδας.  Το σύνολο των πιο πάνω εγγράφων έφερε στην επιφάνεια ότι έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή Αξιολόγησης η εισήγηση του ιδιώτη συμβούλου μηχανολόγου να γίνει διαπραγμάτευση με τους εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν παρουσιάσει τη χαμηλότερη, την πληρέστερη και σύμφωνη με τις προδιαγραφές προσφορά, διορίστηκε δε προς τούτο εξαμελής διαπραγματευτική ομάδα, η οποία υπέβαλε έκθεση στην οποία καταγράφηκαν με λεπτομέρεια όλα τα σημεία που συζητήθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις και η οποία εν τέλει επίσης επισήμανε την πίεση του χρόνου, αλλά και το γεγονός ότι η λειτουργία πλυντηρίου από το κράτος θα ήταν πλέον συμφέρουσα σε σύγκριση με την προσφορά των εφεσειόντων, ακόμη και όπως η τελευταία είχε διαμορφωθεί μετά τις διαπραγματεύσεις.  Η διαπραγματευτική ομάδα έθεσε δύο προϋποθέσεις για να καταστεί πιο συμφέρουσα η από το κράτος λειτουργία του πλυντηρίου, που είχαν σχέση με τη μείωση του υφισταμένου προσωπικού από 93 σε 65 άτομα και την ταυτόχρονη εξασφάλιση εξειδικευμένων συμβουλευτικών υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα σε αριθμό θεμάτων. 

Το ΚΣΠ, έχοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη του, συν το γεγονός ότι η προσφορά είχε ήδη προκηρυχθεί για δεύτερη φορά αποφάσισε την προσωρινή αναστολή της διαδικασίας.  Με αυτά τα δεδομένα είναι φανερό ότι ήταν εύλογη η θέση του χωρίς όμως να το καταγράψει ρητά, ότι υπήρχαν ειδικοί και σοβαροί λόγοι για την προσωρινή αναστολή.  Όπως το διατύπωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όλα τα στοιχεία κατέληγαν στη θέση ότι η προσφορά των εφεσειόντων ήταν ασύμφορη οικονομικά εφόσον μπορούσε να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα με τη λειτουργία πλυντηρίου από το κράτος.  Η χρήση πρωτοδίκως της λέξης «προφανώς» ως χαρακτηρισμού των ειδικών και σοβαρών λόγων, μπορεί να ήταν ατυχής, αλλά το σαφές και ταυτόχρονα ορθό συμπέρασμα του, ήταν ότι όλα τα ενώπιον του ΚΣΠ στοιχεία και δεδομένα, τα κατέτασσαν στους ειδικούς και σοβαρούς λόγους.  Αλλά και το ίδιο το [*434]Υπουργικό Συμβούλιο, έχοντας υπόψη του, όπως το ίδιο ανέφερε, στη σχετική απόφαση του, την εκτίμηση του Γενικού Λογιστηρίου σε σχέση με την κοστολόγηση, αλλά και τη σχετική μελέτη του Γραφείου Προγραμματισμού, ορθά αποφάσισε την οριστική αναστολή της διαδικασίας.  Δεν είναι ορθό αυτό το οποίο εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την αιτιολογία ή τη συμπλήρωσε από το φάκελο της διαδικασίας, διότι κάτι τέτοιο δεν εξάγεται από την ίδια την απόφαση, όπως ορθά εντοπίζεται από το περίγραμμα των εφεσιβλήτων.  Εκείνο το οποίο προκύπτει και αναδύεται από το περιεχόμενο των φακέλων είναι αυτούσια τα έγγραφα και οι λεπτομέρειες τους, τα οποία και αναφέρονται στις ίδιες τις αποφάσεις, τόσο του ΚΣΠ, όσο και του Υπουργικού Συμβουλίου, στα οποία βεβαίως και είναι δυνατό να γίνει αναδρομή ως προς τις λεπτομέρειες.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης σχετίζονται με την οικονομική πτυχή της όλης διαδικασίας, με κύρια τοποθέτηση ότι η μελέτη που ετοιμάστηκε από τη Διευθύντρια Εσωτερικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου αφορούσε την κοστολόγηση υπηρεσιών σε σχέση μεν με την πρώτη προκήρυξη του διαγωνισμού, αλλά που είχε επιπτώσεις στην επίδικη πράξη, ιδιαίτερα, ενόψει του γεγονότος ότι έπρεπε να διεξαχθεί τεχνοοικονομική μελέτη για τη εξαγωγή του λεγόμενου Public Sector Comparator πριν αποφασιστεί η ανάθεση υπηρεσιών πλυντηρίου στον ιδιωτικό τομέα.  Η άρνηση, κατά τους εφεσείοντες, του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχθεί αυτή τη θέση, έδειχνε λανθασμένη αντιμετώπιση των λόγων ακύρωσης περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας.  Πρωτοδίκως θεωρήθηκε ότι η μελέτη είναι άσχετη με την επίδικη πράξη δεδομένου ότι αυτή αφορούσε τον πρώτο διαγωνισμό και δεν σχετίζεται με την επαναπροκήρυξη του μετά την απόφαση για ακύρωση του πρώτου διαγωνισμού.

Οι λόγοι έφεσης δεν είναι ορθοί διότι στην ουσία η μελέτη δεν περιελάμβανε ποσά και δαπάνες για χρηματοπιστωτικά έξοδα, ούτε κέρδος εφόσον πρόκειτο για λειτουργία του πλυντηρίου από το ίδιο το κράτος, ενώ οι εφεσείοντες περιέλαβαν τέτοιο εξοδολόγιο.  Χρησιμοποιήθηκαν επομένως στοιχεία από τη μελέτη κατά τη νέα εξέταση τα οποία όμως ήσαν αποσπασματικά και έδειχναν ότι η εκτίμηση του ιδιώτη συμβούλου πιστοποιείτο και από τη μελέτη της Διευθύντριας Εσωτερικού Ελέγχου ως προς το οικονομικά απρόσφορο της ανάληψης της προσφοράς από τον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που σημειώθηκαν στη μελέτη προβλήματα που είχαν σχέση με την όλη πληροφόρηση του ιδιώτη συμβούλου από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους.  Η μελέτη λήφθηκε υπόψη κατά τη [*435]συνεδρία του ΚΣΠ ημερ. 16.7.03 (Τεκμ. 14 στην ένσταση), καθώς και στην πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 5.2.04 (Τεκμ. 34 στην ένσταση).  Το αποτέλεσμα παρέμεινε ότι οι εφεσείοντες ήταν κατά 32% ακριβότεροι της εκτίμησης για την από το κράτος λειτουργία του πλυντηρίου.  Η μελέτη,  όπως αποδεικνύει το ίδιο το περιεχόμενο της, (σελ. 5 Τεκμ. 13), δεν είχε στόχο την εξέταση της ορθότητας ή αξιοπιστίας της πληροφόρησης από τον ιδιώτη σύμβουλο, αλλά την αναλυτική παρουσίαση της μεθοδολογίας του και τη διευκρίνιση των πηγών πληροφόρησης του καθώς και των υποθέσεων και εκτιμήσεων πάνω στις οποίες στήριξε τους υπολογισμούς του.

Ως προς τα κατ’ ισχυρισμόν σφάλματα κατά τη θέση των εφεσειόντων στην κοστολόγηση λειτουργίας του πλυντηρίου, που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως μη τεκμηριωθέντα, αυτός ο λόγος έφεσης εμπλέκει το αναθεωρητικό Δικαστήριο σε σωρεία τεχνικών θεμάτων όχι μόνο σε σχέση με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε, αλλά και σε σχέση με το χρόνο που λήφθηκε υπόψη ως προς, για παράδειγμα, τις ποσότητες και τα τεμάχια ρουχισμού προς πλύσιμο, το κόστος του «employment factor», το κόστος χρηματοπιστωτικών εξόδων, την κοστολόγηση αντικατάστασης διαφόρων μηχανημάτων, τον υποκειμενικό τρόπο αναπροσαρμογής βασικών τιμών των καθαριστηρίων κλπ. 

Αυτά όλα τα ζητήματα όμως παραμένουν με πάγια νομολογία εκτός εμβέλειας εξέτασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο ως κατ’ εξοχήν τεχνικά θέματα, εκτός στις περιπτώσεις εκείνες όπου παρουσιάζεται εμφανές και πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος.  Πέραν αυτού όμως, το ζητούμενο είναι αν όλα τα στοιχεία λήφθηκαν υπόψη και ερευνήθηκαν δεόντως προτού η διοίκηση λάβει την προσβαλλόμενη πράξη.  Η ουσία είναι ότι πράγματι τα πολυσέλιδα έγγραφα όλων των αρμοδίων φορέων λήφθηκαν υπόψη και το ζήτημα εξετάστηκε σφαιρικά, αλλά το αποτέλεσμα όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι τόσο ο ιδιώτης σύμβουλος, όσο και η Επιτροπή Αξιολόγησης, έκριναν ότι όλα τα στοιχεία έδειχναν ότι η προσφορά των εφεσειόντων ήταν κατά 32% ακριβότερη της εκτίμησης για τη λειτουργία του πλυντηρίου από το κράτος.

Τα πιο πάνω απαντούν και τους λόγους έφεσης που σχετίζονται με τη μη επαρκή διαπραγμάτευση των αρμοδίων με τους εφεσείοντες, και το εύλογα επιτρεπτό της προσβαλλόμενης πράξης.  Οι εφεσείοντες δεν μπορούν να επιβάλουν την κατακύρωση της προσφοράς προς όφελος τους.  Εναπόκειτο στις αρμόδιες υπηρε[*436]σίες να κρίνουν, έχοντας υπόψη τους όλες τις παραμέτρους, αν η προσφορά αυτή ή οποιαδήποτε προσφορά, ήταν ή όχι συμφέρουσα. Το Άρθρο 6 του Νόμου, ως τροποποιήθηκε, επιτρέπει τη διαπραγμάτευση όταν κρίνεται ότι λόγω περιορισμένης συμμετοχής, ή λόγω ανταγωνισμού, η τιμή, έστω και η χαμηλότερη, παραμένει υψηλή, αλλά δεν επιβάλλεται οπωσδήποτε η κατακύρωση σε όποια τιμή καταλήξει η διαπραγμάτευση, αν το αποτέλεσμα δεν είναι τελικά ικανοποιητικό για το δημόσιο συμφέρον.  Την απόφαση ως προς την ακύρωση των προσφορών έχουν οι αρμόδιες υπηρεσίες.  Εδώ, η διακριτική ευχέρεια που είχαν οι υπηρεσίες, ασκήθηκε μέσα σε εύλογα επιτρεπτά πλαίσια έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων.  Η διοίκηση εξάντλησε όλα τα περιθώρια εξέτασης του θέματος και έκρινε ότι η τιμή των εφεσειόντων παρέμεινε πολύ υψηλή, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την τεχνογνωσία και την ευελιξία που θα προσέφεραν ως προερχόμενη η προσφορά από τον ιδιωτικό τομέα.  Είναι αχρείαστη η οποιαδήποτε εξαντλητική ανάπλαση των δεδομένων όπως τα παρουσιάζουν οι εφεσίβλητοι στο περίγραμμα τους.

Η έφεση ενόψει όλων των πιο πάνω, απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο