(2009) 3 ΑΑΔ 465
[*465]7 Ιουλίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 58/2007)
Επίτροπος Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων ― Επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει του Άρθρου 42(3) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου αρ. 112(Ι)/04 και του Άρθρου 27(2) του περί Αδειοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διατάγματος του 2004 (Κ.Δ.Π. 851/04) ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο συντρέχει υπέρβαση εξουσιοδότησης του Νόμου (ultra vires) στις πρόνοιες του Διατάγματος και κατά πόσο η όλη ρύθμιση παραβιάζει τα Άρθρα 12 και 30.2 του Συντάγματος ― Η επιβολή του διοικητικού προστίμου από τον Επίτροπο, παρά το γεγονός ότι ήδη είχε επέλθει συμμόρφωση του παραβάτη, κρίθηκε σύννομη στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις.
Οι εφεσείοντες αξίωσαν με την έφεσή τους, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της σε βάρος τους επιβολής διοικητικής χρηματικής ποινής ύψους Λ.Κ. 500.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι, ενόψει του ότι παρά την κάποια λεκτική αδυναμία του Άρθρου 42(3) του Νόμου, εν τούτοις η προσεκτική εξέτασή του, σε συνδυασμό με τα Άρθρα 20(κ) και 27(γ), αποκαλύπτει, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο όχι μόνο [*466]με σκοπό να εξασφαλίσει συμμόρφωση, αλλά και ως επιτρεπόμενο μέτρο που επιβάλλεται παρά την εκ των υστέρων συμμόρφωση, για την περίοδο εκείνη που δεν υπήρξε συμμόρφωση. Ως φανερώνεται από το εδάφιο (3), πρώτα διαπιστώνεται με βάση το εδάφιο (2) του Άρθρου 42, ότι πρόσωπο, το οποίο παρέχει δίκτυο ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν τηρεί ένα ή περισσότερους όρους της γενικής εξουσιοδότησης του δικαιώματος χρήσης αριθμών, οπότε και ο εφεσίβλητος, αφού κοινοποιήσει τη διαπίστωση αυτή στο εν λόγω πρόσωπο, του δίδει την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του ή και να θεραπεύσει τη μη συμμόρφωση σε ένα μήνα. Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης ενεργοποιούνται οι διατάξεις του εδαφίου (3), οπότε ο εφεσίβλητος «…. λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την εν λόγω συμμόρφωση.». Αυτή η φράση εμπεριέχει κατά λογική αναγκαιότητα και τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου ή άλλων διοικητικών κυρώσεων ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση, εξ ου και η αμέσως επόμενη πρόταση του εδαφίου που αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο «εν προκειμένω», δηλαδή στην περίπτωση της μη συμμόρφωσης, αλλά και για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση. Έπεται ότι η εκ των υστέρων συμμόρφωση καθίσταται δυνατή από αυτή ακριβώς τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου και ως συνέπεια αυτού, έτσι ώστε να είναι εύλογα επιτρεπτή η διοικητική ποινή και μετά τη συμμόρφωση, αλλά για να καλύπτει την περίοδο μη συμμόρφωσης.
Η συμμόρφωση του ενδιαφερομένου προσώπου είναι απλώς βοηθητική για το ύψος του διοικητικού προστίμου ή των άλλων κυρώσεων που ο εφεσίβλητος δικαιούται να επιβάλει σύμφωνα με το εδάφιο (4) του ιδίου άρθρου. Η καταληκτική πρόταση του εδαφίου (3), έχει την έννοια ότι η απόφαση επιβολής προστίμου κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο από την έκδοσή της, προβλέποντας ταυτόχρονα εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση. Όλες αυτές οι πρόνοιες δεν μπορούν να ιδωθούν μόνο από την άποψη που εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι το πρόστιμο επιβάλλεται μόνο όταν δεν υπάρχει συμμόρφωση ή λόγω μη συμμόρφωσης.
Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, όπως αυτή που εισηγείται ο συνήγορος των εφεσειόντων, θα ερχόταν σε κατευθείαν σύγκρουση με την εξουσία επιβολής διοικητικών προστίμων ή άλλων κυρώσεων που προνοείται από τα Άρθρα 20(κ) και 27(γ). Διαφορετικά, θα οδηγείτο ένας στο παράλογο αποτέλεσμα όσο χρόνο και να διαρκεί και όσο σοβαρή και να είναι η μη συμμόρφωση, να μην είναι νομικά δυνατή η επιβολή προστίμου λόγω της εκ των υστέρων συμμόρφωσης, εξουδετερώνοντας έτσι τη δυνατότητα επιβολής οποιασδή[*467]ποτε κύρωσης για την περίοδο μη συμμόρφωσης.
Η ανάλογη πρόνοια του Διατάγματος στο Άρθρο 27, δεν είναι κατά συνέπεια καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης («ultra vires») του Νόμου.
Το διοικητικό πρόστιμο, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως «ποινή», εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος, ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών.
Ούτε έχει βάση η εισήγηση των εφεσειόντων ότι οι πρόνοιες του Νόμου είναι αντισυνταγματικές διότι δεν εξασφαλίστηκαν τα ελάχιστα δικαιώματα που απαιτούνται από τα Άρθρα 12 και 30.2 του Συντάγματος στους εφεσείοντες, διότι ακολουθήθηκαν από τον εφεσίβλητο οι προνοούμενες από το Νόμο και το Διάταγμα διαδικασίες, παρέχοντας στους εφεσείοντες την ευκαιρία να συμμορφωθούν αφενός μεν εντός τακτής προθεσμίας, αφετέρου δε να εκθέσουν αυτοπροσώπως ή διά δικηγόρου, όπως και έγινε, τις θέσεις τους ενώπιον του εφεσίβλητου πριν από την εκ μέρους του λήψη της σχετικής απόφασης.
Το διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε μετά που οι εφεσείοντες κλήθηκαν να υποβάλουν παραστάσεις εν τη εννοία του audi alteram partem και κατ’ αναλογίαν με όλα τα δικαιώματα ενός «κατηγορούμενου».
Τέλος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, διέγνωσε, προς αποκλεισμό και του τελευταίου λόγου έφεσης, ότι η αναφορά του εφεσίβλητου “στο Άρθρο 27 της Κ.Δ.Π. 850/04”, δεν επηρέαζε το κύρος της απόφασης, εφόσον αυτή μπορούσε να έχει εναλλακτική νομική βάση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460,
Θεοτή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1144,
Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508,
Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690,
[*468]Δήμος Αγίας Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 Α.Α.Δ. 542,
Κακουρή ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2762.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Kραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1339/05), ημερ. 19.3.07.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσίβλητος έχει διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσίων Νόμου αρ. 112(Ι)/04, εναρμονιστικού με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ο Νόμος»), με αρμοδιότητα την ετοιμασία, εκσυγχρονισμό και δημοσίευση, μεταξύ άλλων, και του Σχεδίου Αριθμοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο και προνοεί τον καθορισμό της διαδικασίας για εκχώρηση και χρήση σειρά αριθμών στις τηλεπικοινωνίες. Στις 24.4.03 τέθηκαν σε ισχύ οι περί Αριθμοδότησης (Τηλεπικοινωνιών) Κανονισμοί του 2003 (Κ.Δ.Π. 329/03), οι οποίοι αντικαταστάθηκαν στις 17.12.04 με το περί Αριθμοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 850/04). Την ίδια ημέρα εκδόθηκε και το περί Αδειοδότησης (Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών) Διάταγμα του 2004, Κ.Δ.Π. 851/04, (εφεξής «το Διάταγμα»). Σ’ αυτό περιέχεται πρόνοια για τη σωστή χρήση των αριθμοδοτικών πόρων, το δε δικαίωμα αίτησης, εκχώρησης, χρήσης και κράτησης αριθμοδοτικών πόρων υπόκειται σε διάφορες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Στο μεταξύ στις 3.5.04 μετά από αίτηση των εφεσειόντων χορηγήθηκαν σ’ αυτούς πρωτογενώς αριθμοί υπηρεσιών σύντομων μηνυμάτων.
Αρμόδιοι λειτουργοί του εφεσίβλητου διαπίστωσαν ότι οι εφεσείοντες παραβίαζαν τους όρους χρήσης των αριθμών υπηρεσιών σύντομων μηνυμάτων (SMS), από την άποψη ότι δεν τηρούνταν οι επιτρεπόμενες χρεώσεις μεταξύ 10-20 σεντ για τους αριθμούς που [*469]χορηγήθηκαν, ήτοι, 2/000-2/999. Ο εφεσίβλητος ζήτησε με επιστολή ημερ. 13.7.04 ενημέρωση σχετικά με τα πιο πάνω, αναφορικά με τη συμμόρφωση των εφεσειόντων με την Κ.Δ.Π. 329/03. Σε απάντηση οι εφεσείοντες με επιστολή ημερ. 10.9.04, ανέφεραν ότι γίνονταν ενέργειες ώστε η αρίθμηση των SMS να συνάδει με τις πρόνοιες των Κανονισμών, ότι οι αριθμοί ήταν ταυτισμένοι με την υπηρεσία Cybee, η οποία και υπήρχε προ του Διατάγματος και ότι η υφιστάμενη τεχνολογία των συστημάτων δεν τους επέτρεπε να ακολουθήσουν άμεσα τη συγκεκριμένη αρίθμηση. Ο εφεσίβλητος διαπίστωσε ενδεχόμενη παραβίαση του Διατάγματος και με επιστολή του ημερ. 4.5.05, κάλεσε τους εφεσείοντες να θεραπεύσουν τη μη συμμόρφωση εντός ενός μηνός. Οι εφεσείοντες στις 13.5.05 εισηγήθηκαν την αρίθμηση SMS κατά τρόπο ώστε να υποστηρίζονται πολλαπλές χρεώσεις, δεν είχαν δε προχωρήσει στην αλλαγή της υφιστάμενης αρίθμησης ενόψει του ότι δεν είχαν λάβει απάντηση στα όσα ανέφεραν στην επιστολή τους ημερ. 10.9.04. Ο εφεσίβλητος κρίνοντας ότι η πιο πάνω θέση δεν αποτελούσε συμμόρφωση με το Διάταγμα, κάλεσε τους εφεσείοντες με επιστολή του ημερ. 19.7.05, να παρουσιαστούν αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο στις 8.8.05 ενώπιον του για τυχόν παραστάσεις για τη μη κατάλληλη χρήση των αριθμών SMS. Οι εφεσείοντες στις 4.8.05 ενημέρωσαν τον εφεσίβλητο ότι λόγω παρανόησης των οδηγιών και της διεξαχθείσας αλληλογραφίας, αλλά και λόγω των όσων τους ανέφεραν λειτουργοί του γραφείου του εφεσίβλητου, δεν είχαν προχωρήσει να εφαρμόσουν έγκαιρα το Διάταγμα, αλλά θα το έπρατταν μέχρι το μεσημέρι της επομένης ημέρας, δηλαδή, στις 5.8.05. Ζήτησαν προς τούτο αναβολή της ημερομηνίας για τις παραστάσεις, η οποία και δόθηκε, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να παραστούν μέσω δικηγόρου στις 22.8.05, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι είχαν συμμορφωθεί πλήρως με το Διάταγμα από τις 5.8.05, εξηγώντας ότι ο λόγος της μη προηγούμενης συμμόρφωσης οφειλόταν σε δική τους εσωτερική παρανόηση. Ο εφεσίβλητος προχώρησε και επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους £500 λόγω της παραβίασης του Διατάγματος Αριθμοδότησης για τη χρονική περίοδο από 4.6.05 μέχρι 5.8.05, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη του τη συμμόρφωση των εφεσειόντων κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία.
Οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας την ακύρωση του προστίμου, προβάλλοντας βασικά τη θέση ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε με βάση το Νόμο και τους Κανονισμούς να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μετά τη συμμόρφωση, επιβάλλοντας έτσι στην ουσία τιμωριτικό μέτρο ή ποινή για παράβαση που αναγόταν στο παρελθόν, εφόσον το διοικητικό πρόστιμο μπορούσε να επιβληθεί μόνο προς εξαναγκασμό για συμμόρ[*470]φωση προς τη διοικητική νομοθεσία. Προς τούτο επικαλέστηκαν το λεκτικό του Άρθρου 42(3) του Νόμου, σε αντιδιαστολή με το Άρθρο 27(2) του Διατάγματος, το οποίο κατά τους εφεσείοντες ανεπίτρεπτα διευρύνει τις πρόνοιες του Άρθρου 42(3) και ως εκ τούτου εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσιών και είναι ultra vires του Νόμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτή τη θέση εκφράζοντας τη διαφωνία του με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται κατά κανόνα πριν τη συμμόρφωση ή λόγω μη συμμόρφωσης. Αντίθετα, έκρινε ότι θα καταργείτο η δυνατότητα που παρέχει ο νομοθέτης στη διοίκηση να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο για λόγους δημοσίου συμφέροντος ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπήρξε στο μεταξύ συμμόρφωση και αυτό ανεξάρτητα από την τυχόν ποινική ευθύνη του παραβάτη. Απέρριψε όμως και τις υπόλοιπες θέσεις των εφεσειόντων ως προς το ultra vires του Διατάγματος έναντι του Νόμου, θεωρώντας ότι σε αδρές γραμμές το κείμενο του Νόμου προς τα αντίστοιχα εδάφια των Κανονισμών, αποκάλυπταν ομοιόμορφες ρυθμίσεις ως προς τη διαδικασία επιβολής διοικητικού προστίμου, διαδικασία που ακολουθήθηκε ορθά και πιστά από τον εφεσίβλητο. Συναφώς, οι πρόνοιες που χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή του διοικητικού προστίμου δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντισυνταγματικές ή αντιβαίνουσες τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος, το διοικητικό δε πρόστιμο ήταν εντελώς ανεξάρτητο της οποιασδήποτε ποινικής ευθύνης, οι δε «κατηγορίες» που είχαν προσαχθεί εναντίον των εφεσειόντων δεν ήταν ποινικής μορφής, ούτε και η φύση της παράβασης, που διαπίστωσε ο εφεσίβλητος, μπορούσε να καταταχθεί στην ποινική τοιαύτη.
Το εδάφιο (3) του Άρθρου 42 του Νόμου έχει ως εξής:
(3) Εάν ο Επίτροπος, κατά το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), κρίνει ότι το αφορώμενο πρόσωπο δεν έχει συμμορφωθεί, λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την εν λόγω συμμόρφωση. Εν προκειμένω, ο Επίτροπος δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο και/ή άλλες διοικητικές κυρώσεις ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τα επίπεδα που προβλέπονται σε σχετικό Διάταγμα που αναφέρεται στο Άρθρο 20(κ). Η απόφαση κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο εντός μιας εβδομάδας από την έκδοση της και προβλέπει εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση του προσώπου προς το περιεχόμενο και τους όρους της εν λόγω Απόφασης.»
Το Άρθρο 27(2) του Διατάγματος έχει ως εξής:
[*471]«(2) Σε πρόσωπο που διαπιστώνεται ότι παραβαίνει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται βάσει του Άρθρου 24 του παρόντος Διατάγματος δύναται επίσης να επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο όπως αυτό κρίνεται κατάλληλο από τον Επίτροπο, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η μη συμμόρφωση, και συμπεριλαμβανομένων:
(α) της διάρκειάς της�·
(β) του αποτελέσματος της στους καταναλωτές, χρήστες και τους λοιπούς παρόχους, και
(γ) αποδείξεων αναφορικά με το εάν υπήρξαν ενέργειες προς συμμόρφωση σύμφωνα με το Άρθρο 26(2) του παρόντος Διατάγματος.»
Οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι ενόψει του ότι παρά την κάποια λεκτική αδυναμία του Άρθρου 42(3) του Νόμου, εν τούτοις η προσεκτική εξέταση του, σε συνδυασμό με τα Άρθρα 20(κ) και 27(γ), αποκαλύπτει, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο όχι μόνο με σκοπό να εξασφαλίσει συμμόρφωση, αλλά και ως επιτρεπόμενο μέτρο που επιβάλλεται παρά την εκ των υστέρων συμμόρφωση, για την περίοδο εκείνη που δεν υπήρξε συμμόρφωση. Ως φανερώνεται από το εδάφιο (3), πρώτα διαπιστώνεται με βάση το εδάφιο (2) του Άρθρου 42, ότι πρόσωπο, το οποίο παρέχει δίκτυο ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν τηρεί ένα ή περισσότερους όρους της γενικής εξουσιοδότησης του δικαιώματος χρήσης αριθμών, οπότε και ο εφεσίβλητος, αφού κοινοποιήσει τη διαπίστωση αυτή στο εν λόγω πρόσωπο, του δίδει την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του ή και να θεραπεύσει τη μη συμμόρφωση σε ένα μήνα. Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης ενεργοποιούνται οι διατάξεις του εδαφίου (3), οπότε ο εφεσίβλητος «…. λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την εν λόγω συμμόρφωση.». Αυτή η φράση εμπεριέχει κατά λογική αναγκαιότητα και τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου ή άλλων διοικητικών κυρώσεων ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση, εξ ου και η αμέσως επόμενη πρόταση του εδαφίου που αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο «εν προκειμένω», δηλαδή στην περίπτωση της μη συμμόρφωσης, αλλά και για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση. Έπεται ότι η εκ των υστέρων συμμόρφωση καθίσταται δυνατή από αυτή ακριβώς τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου και ως συνέπεια αυτού, έτσι ώστε να είναι εύλογα επιτρεπτή η διοικητική ποινή και μετά τη συμμόρφωση, αλλά για να καλύπτει την περίοδο μη συμμόρφωσης.
[*472]Η συμμόρφωση του ενδιαφερομένου προσώπου είναι απλώς βοηθητική για το ύψος του διοικητικού προστίμου ή των άλλων κυρώσεων που ο εφεσίβλητος δικαιούται να επιβάλει σύμφωνα με το εδάφιο (4) του ιδίου άρθρου. Η καταληκτική πρόταση του εδαφίου (3), έχει την έννοια ότι η απόφαση επιβολής προστίμου κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο από την έκδοση της, προβλέποντας ταυτόχρονα εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση. Όλες αυτές οι πρόνοιες δεν μπορούν να ιδωθούν μόνο από την άποψη που εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι το πρόστιμο επιβάλλεται μόνο όταν δεν υπάρχει συμμόρφωση ή λόγω μη συμμόρφωσης. Η επιβολή του προστίμου επιβάλλεται ακριβώς για την περίοδο εκείνη για την οποία δεν υπήρξε συμμόρφωση, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση, γι’ αυτό και οι τρεις υποπαράγραφοι του εδαφίου (4), προνοούν ότι η διάρκεια, οι επιπτώσεις στους καταναλωτές και οι λόγοι, οι δικαιολογίες και οι εξηγήσεις για τη μη συμμόρφωση λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου. Έπεται δε το εδάφιο (5), το οποίο προνοεί για κατάλληλο και αναλογικό διοικητικό πρόστιμο επιβαλλόμενο εδώ με τη μη συμμόρφωση. Σε περίπτωση όπου κατ’ εξακολούθηση δεν υπάρχει συμμόρφωση παρά τις αποφάσεις του εφεσίβλητου, παρέχεται σ’ αυτόν και η περαιτέρω δυνατότητα, σύμφωνα με το εδάφιο (6), να εμποδίσει την πρόσθετη παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή ακόμη και να αναστείλει ή αποσύρει το δικαίωμα χρήσης.
Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, όπως αυτή που εισηγείται ο συνήγορος των εφεσειόντων, θα ερχόταν σε κατευθείαν σύγκρουση με την εξουσία επιβολής διοικητικών προστίμων ή άλλων κυρώσεων που προνοείται από τα Άρθρα 20(κ) και 27(γ) του Νόμου. Διαφορετικά, θα οδηγείτο ένας στο παράλογο αποτέλεσμα όσο χρόνο και να διαρκεί και όσο σοβαρή και να είναι η μη συμμόρφωση, να μην είναι νομικά δυνατή η επιβολή προστίμου λόγω της εκ των υστέρων συμμόρφωσης, εξουδετερώνοντας έτσι τη δυνατότητα επιβολής οποιασδήποτε κύρωσης για την περίοδο μη συμμόρφωσης.
Η ανάλογη πρόνοια του Διατάγματος στο Άρθρο 27, δεν είναι κατά συνέπεια καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης («ultra vires») του Νόμου, εφόσον το εδάφιο (2) αυτού προνοεί για τη δυνατότητα επιβολής χρηματικού προστίμου αναλόγως των συνθηκών για παράβαση υποχρεώσεων που επιβάλλονται δυνάμει του Άρθρου 24 του Διατάγματος (που αφορά τους όρους που επιβάλλει ο εφεσίβλητος για τα δικαιώματα χρήσης αριθμών), λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων της διάρκειας, του αποτελέσματος της στους κατανα[*473]λωτές και χρήστες και αποδείξεων για τυχόν ενέργειες προς συμμόρφωση. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι τα Άρθρα 24 και 27 του Διατάγματος είχαν αναφορά αναλογικά στα Άρθρα 42 και 43 του Νόμου, ενεργοποιήθηκαν δε με βάση το Άρθρο 20 του Νόμου για τη διαπιστωθείσα παραβίαση της Κ.Δ.Π. 850/04.
Είναι περαιτέρω σαφές, όπως και πρωτοδίκως διαπιστώθηκε, ότι ο Νόμος διακρίνει ρητά με το Άρθρο 29 τις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες θα μπορούσαν στην περίπτωση παραβίασης τους να επιφέρουν ποινική δίωξη όταν, χωρίς εύλογη αιτία, ο παραβάτης παραλείπει να συμμορφωθεί με όρους Διατάγματος ή απόφασης που εκδίδεται από τον εφεσίβλητο. Η αναφορά στα Άρθρα 20(κ), 26(γ), 42 και 43, προνοούν ρητά για την επιβολή ενδεχόμενου διοικητικού προστίμου ή άλλων ενδεχόμενων διοικητικών κυρώσεων, σαφώς αντιδιαστέλλοντας τις περιπτώσεις που ο εφεσίβλητος κινεί τη σχετική διαδικασία που δυνατό να απολήξει στην επιβολή διοικητικού προστίμου, από τις περιπτώσεις εκείνες όπου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που παραβιάζει όρους διατάγματος ή αποφάσεις του εφεσιβλήτου, διώκεται στο ποινικό Δικαστήριο. Το διοικητικό πρόστιμο, επομένως, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως «ποινή», εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος, ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών (δέστε την απόφαση της πλειοψηφίας στην Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460, όπου στην εκεί κριθείσα πρόνοια του Άρθρου 8 του Νόμου αρ. 77/85, χρησιμοποιείτο η λέξη «τιμωρείται» στα πλαίσια επιβολής χρηματικής ποινής). Οι εισηγήσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων που διακρίνουν το διοικητικό πρόστιμο, από το ποινικό τιμωρητικό μέτρο, με την επιβολή του πρώτου κατά κανόνα πριν τη συμμόρφωση ή ελλείψει συμμόρφωσης, μη συνεπαγόμενης έτσι της τιμωρίας του παραβάτη σε περίπτωση συμμόρφωσης, δεν ευσταθούν. Δεν έχουν επίσης έρεισμα σε οποιαδήποτε νομολογία, ούτε έχει αναφερθεί τέτοια, προς την κατεύθυνση ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου δεν επιβάλλεται μετά τη συμμόρφωση.
Ούτε έχει βάση η εισήγηση των εφεσειόντων ότι οι πρόνοιες του Νόμου είναι αντισυνταγματικές διότι δεν εξασφαλίστηκαν τα ελάχιστα δικαιώματα που απαιτούνται από τα Άρθρα 12 και 30.2 του Συντάγματος στους εφεσείοντες, διότι ακολουθήθηκαν από τον εφεσίβλητο οι προνοούμενες από το Νόμο και το Διάταγμα διαδικασίες, παρέχοντας στους εφεσείοντες την ευκαιρία να συμμορφωθούν αφενός μεν εντός τακτής προθεσμίας, αφετέρου δε να εκθέσουν αυτοπροσώπως ή διά δικηγόρου, όπως και έγινε, τις θέσεις [*474]τους ενώπιον του εφεσίβλητου πριν από την εκ μέρους του λήψη της σχετικής απόφασης. Το ότι η όλη διαδικασία δεν αφίσταται της κατοχυρωμένης από το ευρύτερο σύστημα δικαίου αναγκαιότητας να λαμβάνονται υπόψη οι θέσεις του παραβάτη πριν την επιβολή του διοικητικού προστίμου, φανερώνεται και από τις διατάξεις των εδαφίων (4) και (5) του Άρθρου 42 του Νόμου, αλλά και στο Άρθρο 27(2) του Διατάγματος, εφόσον σε αυτά ρητά προβλέπεται ότι το επιβαλλόμενο διοικητικό πρόστιμο θα είναι κατάλληλο και αναλογικό με τη μη συμμόρφωση, το ύψος του δε συναρτάται με τη διάρκεια της μη συμμόρφωσης, τις επιπτώσεις στους καταναλωτές και τις δικαιολογίες και εξηγήσεις που δίνονται από τον παραβάτη. Αυτά προς αναλογία με την πειθαρχική ποινή που επιβάλλεται στο διοικητικό δίκαιο, στο οποίο είναι καθιερωμένο ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ελέγχει την αυστηρότητα της τυχόν επιβαλλόμενης ποινής, εκτός όπου διαπιστώνεται κατάχρηση ή κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας. (δέστε Θεοτή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1144). Όπου διαπιστώνεται ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης (Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508). Σημειώνεται ότι εδώ, αναγνωρίστηκαν και τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, (ενσωματώνονται στην ουσία στις διατάξεις του Νόμου και του Διατάγματος).
Το διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε μετά που οι εφεσείοντες κλήθηκαν να υποβάλουν παραστάσεις εν τη εννοία του audi alteram partem και κατ’ αναλογίαν με όλα τα δικαιώματα ενός «κατηγορούμενου». (Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690). Και βεβαίως παραμένει ανίσχυρη η τοποθέτηση ότι μόνο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιληφθεί τέτοιας υπόθεσης, εφόσον κρίνεται ότι δεν πρόκειται για ποινική δίωξη.
Τέλος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, διέγνωσε, προς αποκλεισμό και του τελευταίου λόγου έφεσης, ότι η αναφορά του εφεσίβλητου “στο Άρθρο 27 της Κ.Δ.Π. 850/04”, δεν επηρέαζε το κύρος της απόφασης, εφόσον αυτή μπορούσε να έχει εναλλακτική νομική βάση. Προς τούτο συνηγορεί και η απόφαση της Ολομέλειας στη Δήμος Αγίας Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 Α.Α.Δ. 542, η οποία υιοθέτησε και την Κακουρή ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2762).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο