(2009) 3 ΑΑΔ 482
[*482]16 Ιουλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
P. & R. FINAL FORMATION LTD,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
v.
1. ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.
(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 12/2006, 127/2007)
Φορολογία Εισοδήματος ― Άρθρο 20Α(6) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/78), όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.80(Ι)/99 ― Κατά πόσο η τασσόμενη προθεσμία του ενός έτους είναι ανατρεπτική ― Ερμηνεία υπό το φως και του Άρθρου 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ― Η απαίτηση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι τηρήθηκε η συνταγματική επιταγή στην εξετασθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Γραπτή αγόρευση ― Δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμο μέσο καθορισμού των επίδικων γεγονότων.
Φορολογία Εισοδήματος ― Άρθρο 8(κγ)(i) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 (Ν.58/61) ― Ερμηνεία ― Η εφαρμογή της διάταξης από τον Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων κρίθηκε εύλογα επιτρεπτή.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα και/ή τον νόμο ― Η περίπτωση της επουσιώδους πλάνης που δεν συνιστά λόγο ακυρώσεως.
Εφοριακό Συμβούλιο ― Εκδίκαση ιεραρχικής προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρί[*483]θηκε νόμιμη η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου και η απόφασή του επί της ιεραρχικής προσφυγής.
Οι εφεσείοντες αξίωσαν την ανατροπή των πρωτοδίκων αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές τους κατά της επικύρωσης από το Εφοριακό Συμβούλιο των σε βάρος τους φορολογιών, για τα έτη 1995-2000.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Όπως ορίζεται ρητά από το Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής απόφασης, είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο σχετικός Νόμος δεν ορίζει ότι η προθεσμία του 1 χρόνου είναι ανατρεπτική ή ότι παραβίαση της πρόνοιας του Άρθρου 20Α(6) του Νόμου 4/78, επιφέρει ακυρότητα της απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου. Το διάστημα των πέντε μηνών που πέρασαν από τη λήξη της προθεσμίας, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν ούτε υπέρμετρο ούτε επέδρασε ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της απόφασης, ώστε να ενέπιπτε στο δεύτερο σκέλος του Άρθρου 11 του Νόμου 158(Ι)/99.
2. Αναμφίβολα κάθε απόφαση σύμφωνα με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Όμως η δομή και ο τρόπος αιτιολόγησης μιας απόφασης, επαφίεται στον ίδιο το Δικαστή. Τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης ποικίλουν ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης και τις δικές της ανάγκες. Όπου δεν υπάρχει αντιπαράθεση μαρτυρίας ή όπου τα επίδικα σημεία αφορούν σε νομικά ζητήματα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε η αιτιολογία συνήθως είναι πολύ πιο απλή. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι επί της ουσίας της προσφυγής υπήρχε άλλη απόφαση επί των ίδιων γεγονότων και νομικών σημείων, με το σκεπτικό της οποίας, όπως αναφέρει, συμφωνούσε απόλυτα. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα στην υιοθέτηση του σκεπτικού άλλης απόφασης, ιδιαίτερα όταν το θέμα είναι νομικό. Εξάλλου, αυτή η τακτική, πολλές φορές ακολουθείται από δικαστές, σε μια προσπάθεια να αποφεύγεται η επανάληψη για χάριν και μόνο της διατύπωσης της ίδιας αρχής με διαφορετικά λόγια.
3. Γίνεται προσπάθεια διαφοροποίησης ουσιωδώς των γεγονότων [*484]μέσα από τη γραπτή αγόρευση, η οποία όμως δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμο μέσο καθορισμού γεγονότων.
4. Είναι νομολογημένο ότι κάθε διάταξη νόμου που καθιερώνει φορολογική απαλλαγή, θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Αυτό ακριβώς έπραξαν εν προκειμένω σε σχέση με το Άρθρο 8(κγ)(i) του Ν.58/61 τόσο ο Διευθυντής των καθ’ ων η αίτηση, όσο και η πλειοψηφία του Εφοριακού Συμβουλίου και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου.
Από τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 και της πλειοψηφίας του Εφοριακού Συμβουλίου ότι οι Εφεσείοντες ασκούσαν επιχείρηση εντός Κύπρου και όχι στο εξωτερικό, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Στη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα στοιχεία.
Εκείνο που προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου, είναι ότι οι Εφεσείοντες στην ουσία αγόραζαν υπηρεσίες από υπεργολάβους τόσο από την Κύπρο όσο και από τη Ρουμανία και αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία, ήταν αρκετό για να επιτρέψει στο Διευθυντή εύλογα να αποφασίσει ότι η επιχείρηση ασκείτο στην Κύπρο.
5. Η περαιτέρω εξέταση του θέματος των κερδών δεν θα προσέθετε τίποτε, εφόσον το κρίσιμο σημείο ήταν κατά πόσον η επιχείρηση διεξαγόταν εντός ή εκτός Κύπρου. Το αν υπήρχαν κέρδη και αν αυτά εισάχθηκαν στη Δημοκρατία, ήταν ερώτημα που έπεται και αναμφίβολα θα εξεταζόταν, αν η κατάληξη στο πρώτο ήταν διαφορετική. Η οποιαδήποτε πλάνη δεν ήταν ουσιώδης.
6. Δεν είναι ορθό ότι το θέμα της εισαγωγής των κερδών δεν ήταν επίδικο ενώπιον του Διευθυντή, τόσο κατά την αρχική εξέταση του θέματος, όσο και κατά την εξέταση της ένστασης. Μπορεί να μην είχε εγερθεί ρητώς, αλλά αναμφίβολα προέκυπτε. Το Εφοριακό Συμβούλιο δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα. Όμως το ότι το Εφοριακό Συμβούλιο ασχολήθηκε με το θέμα, δεν επηρεάζει τους Εφεσείοντες ενόψει των υπόλοιπων ευρημάτων.
Εν πάση περιπτώσει, η ενασχόληση του Εφοριακού Συμβουλίου με το πιο πάνω θέμα, όχι μόνο δεν εισήξε νέο λόγο ή στοιχείο, αλλά ούτε και επηρέασε την απόφαση του Συμβουλίου επί του κρίσιμου σημείου του Άρθρου 8(κγ)(i), ότι η επιχείρηση των Εφεσειόντων ασκείται εντός Κύπρου.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
[*485]Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον των αποφάσεων Δικαστών του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ., Γαβριηλίδης, Δ.), (Yποθέσεις Aρ. 597/03 και 791/05), ημερ. 29.12.05 και 19.7.07 αντίστοιχα.
Χρ. Νικολάου για Π. Παύλου, για τους Εφεσείοντες - Αιτητές.
Ε. Παπαγεωργίου, για τους Εφεσίβλητους - Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και έχουν την έδρα τους στην Αραδίππου της Επαρχίας Λάρνακας. Η κύρια δραστηριότητα τους, είναι η παροχή υπηρεσιών ραψίματος ειδών ένδυσης σε πελάτες τους στο εξωτερικό. Το 2002 ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, στο εξής «ο Διευθυντής», φορολόγησε τους Εφεσείοντες για τα φορολογικά έτη 1995, 1996, 1997, χωρίς να τους παραχωρήσει απαλλαγή 90% των εισαχθέντων κερδών στη Δημοκρατία, σύμφωνα με το Άρθρο 8(κγ) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 (Ν. 58/61), όπως τροποποιήθηκε και ο οποίος ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, στο εξής «ο Νόμος». Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση κατά της πιο πάνω φορολογίας, την οποία ο Διευθυντής απέρριψε. Οι λόγοι της απόρριψης φαίνονται στην επιστολή του ημερομηνίας 14.3.2002, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:-
«Αναφέρομαι στις ενστάσεις σας, με ημερομηνία 30/11/01, κατά της φορολογίας του εισοδήματος σας για τα φορολογικά έτη 1995-1997, στις συναντήσεις που είχαμε με τους ελεγκτές σας στις 27/7/01, 1/8/01 και 9/8/01 καθώς επίσης και στη γραπτή απάντηση σας της 28/2/02 στη δική μας επιστολή της 18/1/02.
2. Το θέμα που εξετάζεται είναι νομικό και αφορά το κατά πόσο η εταιρεία σας διεξάγει επιχείρηση εκτός της Δημοκρατίας έτσι ώστε να δικαιούστε απαλλαγή των 90% των εισαχθέντων κερδών στη Δημοκρατία σύμφωνα με το Άρθρο 8(κγ) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.
[*486]3. Ύστερα από προσεκτική εξέταση όλων των ενώπιον μου τεθέντων απόψεων, γεγονότων και στοιχείων, αποφάσισα ότι η εταιρεία σας διεξάγει επιχείρηση εντός της Δημοκρατίας και όχι εκτός για να δικαιούστε την απαλλαγή σύμφωνα με την πρόνοια του Άρθρου 8(κγ) που αναφέρω πιο πάνω.
4. Οι λόγοι της απόφασής μου βασίζονται στα πιο κάτω:
α) Από το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας που υποβάλατε δε φαίνεται να περιλαμβάνεται μέσα στους σκοπούς της εταιρείας η διεξαγωγή επιχείρησης εκτός της Δημοκρατίας.
β) Η περιγραφόμενη στην επιστολή των ελεγκτών σας της 28/2/02 επιχείρηση δεν αποτελεί επιχείρηση διεξαγόμενη εκτός της Δημοκρατίας εφόσον ο έλεγχος και η διεύθυνση της ασκούνται από την Κύπρο. Συγκεκριμένα όπως διαπιστώθηκε και από τις συζητήσεις με τον ελεγκτή σας η συμφωνία για την πώληση των εμπορευμάτων γίνεται από την Κύπρο με κύριους πελάτες εταιρείες της Αγγλίας, οι οποίες στέλλουν και το ύφασμα στην Κύπρο. Σημασία έχει από πού κάμνετε τις πωλήσεις σας και αυτές γίνονται από την Κύπρο.
Επειδή εσείς δεν έχετε δικό σας εργοστάσιο για την εκτέλεση της συμφωνίας/παραγγελίας διανέμεται την εργασία αυτή σε διάφορους υπεργολάβους. Ένας από αυτούς τους υπεργολάβους κατά ένα μικρό ποσοστό είναι και η Private Property Clothing Industry S.A. στη Ρουμανία (εταιρεία στην οποία συμμετέχετε σε ποσοστό 49%). Για το σκοπό αυτό μέρος του υφάσματος που σας στάληκε από την Αγγλία για το ράψιμο το επανεξάγετε στην Ρουμανία, αλλά το μεγαλύτερο μέρος το παραχωρείτε σε Κύπριους υπεργολάβους.
Σημαντικό είναι ότι εσείς τιμολογείτε τους πελάτες σας στην Αγγλία για ολόκληρη τη δουλειά ενώ η Private Property Clothing Industry S.A. τιμολογεί εσάς για την τιμή της υπεργολαβίας. Ενδεικτικά παραθέτω τα πιο κάτω στοιχεία από τους λογαριασμούς σας:
Φορολογικό Πληρωμές σε Υπεργολαβία Ποσοστό
Έτος Υπεργολάβους Private Properties στο σύνολο
1995 2.434.594 110.020 4,5%
1996 1.967.055 81.782 4,1%
1997 1.428.704 162.373 11,3%
Το συμπέρασμα είναι ότι εκείνο το οποίο κάνετε είναι ν’ αγο[*487]ράζετε ένα μέρος των υπηρεσιών που χρειάζεστε από το εξωτερικό. Δεν υποβάλετε οποιοδήποτε αποδεικτικό που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό σας ότι ‘η όλη δραστηριότητα λαμβάνει χώραν στο εξωτερικό’.
γ) Η σύμβαση για εκμίσθωση υπηρεσιών με τον κ. Ιωάννη Α. Ζορπίδη που υποβάλατε έχει σχέση με τη συνεργασία που έχετε με την Private Property Clothing Industry ως υπεργολάβου και σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι έχετε σταθερή βάση για τη διεξαγωγή επιχείρησης στην Ρουμανία. Αγοράζει μεν κάποιες υπηρεσίες αλλά ΔΕΝ κάμνει πωλήσεις από τη Ρουμανία.
5. …………………………………………............……………….
6. Σας εσωκλείω ειδοποιήσεις επιβολής τελικής φορολογίας Φόρου Εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1995-1997 χωρίς την παραχώρηση απαλλαγής με βάση το Άρθρο 8(κγ) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.
7. Σε περίπτωση που πιστεύετε ότι η πιο πάνω απόφαση μου σας αδικεί, έχετε το δικαίωμα:
(α) να ασκήσετε ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο εναντίον της πιο πάνω απόφασης, μέσα σε περίοδο σαράντα πέντε (45) ημερών, από την ημερομηνία κοινοποίησης προς εσάς της επιστολής αυτής ή
(β) να ασκήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος μέσα σε περίοδο εβδομήντα πέντε (75) ημερών, από την ημερομηνία κοινοποίησης προς εσάς της παρούσας επιστολής.»
Στη συνέχεια, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο, η οποία, επίσης, απορρίφθηκε. Ως αποτέλεσμα της απόρριψης, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν την προσφυγή 597/03, στο εξής «η πρώτη προσφυγή», στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο την απέρριψε, βρίσκοντας ότι η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου, ότι οι Εφεσείοντες ασκούσαν επιχείρηση στην Κύπρο, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση (Α.Ε. 12/06), στο εξής «η πρώτη έφεση» και με τρεις λόγους προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση της συναδέλφου μας.
Η δεύτερη έφεση, Α.Ε. 127/2007, αφορά στους ίδιους Αιτητές και σχετίζεται με τα φορολογικά έτη 1998, 1999 και 2000. Η απορ[*488]ριπτική επιστολή του Εφόρου, με παρόμοιο περιεχόμενο, φέρει ημερομηνία 20.11.2003, ενώ η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου φέρει ημερομηνία 9.5.2005. Κατά τα άλλα, τα ουσιαστικά γεγονότα και νομικά σημεία και στις δύο εφέσεις είναι τα ίδια. Σ’ αυτή την υπόθεση, ο αδελφός μας Δικαστής πρωτοδίκως, με την απόφαση του ημερομηνίας 19.7.2007, συμφώνησε με το σκεπτικό της συναδέλφου μας που εκδίκασε την πρώτη προσφυγή, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να προσβάλουν και αυτή την απόφαση.
Οι λόγοι έφεσης, με εξαίρεση τους δύο πρώτους, είναι οι ίδιοι με αυτούς της πρώτης έφεσης. Θα ξεκινήσουμε με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης (στη δεύτερη έφεση), οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι υπήρξε υπέρβαση της προθεσμίας του ενός χρόνου που το Άρθρο 20Α(6)* του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) Νόμου, ορίζει για την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής από το Εφοριακό Συμβούλιο και ότι αυτό συνιστούσε υπερβολική καθυστέρηση, η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η ιεραρχική προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23.12.2003, ενώ η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου εκδόθηκε στις 9.5.2005. Ο αδελφός Δικαστής πρωτοδίκως, δεν θεώρησε ότι η τασσόμενη προθεσμία ήταν ανατρεπτική, ούτε ότι βάσει του Άρθρου 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η καθυστέρηση η οποία ανερχόταν στους 5 περίπου μήνες, συνιστούσε υπερβολική καθυστέρηση που να επέδρασε ουσιαστικά στην απόφαση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 20Α(6) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 80(Ι)/1999:-
«20Α.-(6) Η διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό και η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου εκδίδεται το αργότερο σε ένα χρόνο από την υποβολή της.»
Όπως ορίζεται ρητά από το Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, οι προθεσμίες [*489]που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής απόφασης, είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο σχετικός Νόμος δεν ορίζει ότι η προθεσμία του 1 χρόνου είναι ανατρεπτική ή ότι παραβίαση της πρόνοιας του Άρθρου 20Α(6) του Νόμου 4/78, επιφέρει ακυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου. Συμφωνούμε απόλυτα με τη διαπίστωση του συναδέλφου μας πρωτοδίκως, ότι το διάστημα των πέντε μηνών που πέρασαν από τη λήξη της προθεσμίας, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν ούτε υπέρμετρο ούτε βέβαια επέδρασε ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της απόφασης, ώστε να ενέπιπτε στο δεύτερο σκέλος του Άρθρου 11 του Νόμου 158(Ι)/99.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης (στη δεύτερη προσφυγή), οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι η αιτιολογία του συναδέλφου μας πρωτοδίκως, για την απόρριψη των λόγων ακυρότητας, είναι ανεπαρκής. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι ο αδελφός μας Δικαστής υιοθέτησε την απόφαση άλλου Δικαστή, χωρίς να εξετάσει και ο ίδιος αποφανθεί επί των λόγων ακυρότητας που πρόβαλαν οι Εφεσείοντες. Η παραπομπή σε άλλη απόφαση, κατά την άποψή τους δεν συνιστά αιτιολογημένη απόφαση, με αποτέλεσμα να αντιβαίνει τις πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Δεν συμφωνούμε. Αναμφίβολα κάθε απόφαση σύμφωνα με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Όμως η δομή και ο τρόπος αιτιολόγησης μιας απόφασης, επαφίεται στον ίδιο το Δικαστή. Τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης ποικίλουν ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης και τις δικές της ανάγκες. Όπου δεν υπάρχει αντιπαράθεση μαρτυρίας ή όπου τα επίδικα σημεία αφορούν σε νομικά ζητήματα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε η αιτιολογία συνήθως είναι πολύ πιο απλή.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο συνάδελφος έκρινε ότι επί της ουσίας της προσφυγής υπήρχε άλλη απόφαση επί των ίδιων γεγονότων και νομικών σημείων, με το σκεπτικό της οποίας, όπως αναφέρει, συμφωνούσε απόλυτα. Δεν βλέπουμε κανένα απολύτως πρόβλημα στην υιοθέτηση του σκεπτικού άλλης απόφασης, ιδιαίτερα όταν το θέμα είναι νομικό. Εξάλλου, αυτή η τακτική, πολλές φορές ακολουθείται από δικαστές, σε μια προσπάθεια να αποφεύγεται η επανάληψη για χάριν και μόνο της διατύπωσης της ίδιας αρχής με διαφορετικά λόγια. Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
[*490]Τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι είναι κοινοί και στις δύο εφέσεις, θα τους εξετάσουμε μαζί.
Το πρώτο ζήτημα, το οποίο είναι το κεντρικό και στις δύο εφέσεις*, αφορά στην ορθότητα της κατάληξης του Εφόρου που επιβεβαιώθηκε τόσο από το Συμβούλιο όσο και πρωτοδίκως από τους συναδέλφους μας, ότι δεν τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 8(κγ)(i) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι:-
«8. Απαλλάσσονται του φόρου -
(κγ) Τα ενενήκοντα τοις εκατόν των εις την Δημοκρατίαν εισαχθέντων κερδών ή μερισμάτων οιασδήποτε επιχειρήσεως διεξαγομένης εκτός της Δημοκρατίας υπό Κυπρίου διαμένοντος εν τη Δημοκρατία ή υπό εταιρείας ελεγχομένης υπό Κυπρίων και εχόντων συμφέρον ουχί κατώτερον των δεκαπέντε τοις εκατόν της τοιαύτης επιχειρήσεως·
………………........……………………………………………
Νοείται περαιτέρω ότι δια τους σκοπούς της παραγράφου (κγ) –
(ι) ο όρος ‘Κύπριος’ έχει την έννοιαν η οποία αποδίδεται εις αυτόν υπό του εδαφίου (3) του Άρθρου 5 και περιλαμβάνει πρόσωπον όπερ κατέχει άδειαν μονίμου διαμονής εν τη Δημοκρατία·
(ιι) ο όρος ‘επιχείρησις’ περιλαμβάνει παροχήν προσωπικών υπηρεσιών υπό ανεξάρτητον ιδιότητα εφ’ όσον διατηρείται σταθερά βάσις εν τη αλλοδαπή.»
Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την κατάληξη ότι ασκούσαν επιχείρηση εντός Κύπρου. Ισχυρίζονται ότι τόσο οι Εφεσίβλητοι όσο και ο συνάδελφος μας πρωτοδίκως, κατέληξαν στα πιο πάνω συμπεράσματα, αγνοώντας σημαντικά στοιχεία και επιχειρήματα τα οποία, αν λαμβάνονταν υπόψη θα οδηγούσαν σε αντίθετο συμπέρασμα. Μεταξύ της επιχειρηματολογίας που προβάλλουν, παραθέτουν και στοιχεία τα οποία διαφοροποιούν τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη από τον Έφορο. Για παράδειγμα: (α) Ο Έφορος στην επιστολή του, παραθέτει στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής διεξαγόταν στην Κύπρο και ότι μόνο ένα μικρό μέρος της διεκπεραιωνόταν στη Ρουμανία. Αντί[*491]θετα, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι όλες οι εργασίες της επιχείρησης γίνονταν στη Ρουμανία. (β) Ο Έφορος ισχυρίζεται ότι οι πρώτες ύλες (ύφασμα) των πελατών, μεταφέρονταν πρώτα στην Κύπρο και στη συνέχεια μέρος τους μεταφερόταν στη Ρουμανία. Οι Εφεσείοντες διαφοροποιούνται, ισχυριζόμενοι ότι οι μεταφορές των πρώτων υλών γίνονταν από το εξωτερικό απευθείας στη Ρουμανία. (γ) Ο Έφορος έλαβε υπόψη ότι η πώληση των εμπορευμάτων γινόταν από την Κύπρο, ενώ οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι η επιχειρηματική τους δραστηριότητα στην Κύπρο, ουσιαστικά περιοριζόταν στην έκδοση τιμολογίων και ενίοτε στη λήψη παραγγελιών. Με τα πιο πάνω, γίνεται προσπάθεια διαφοροποίησης ουσιωδώς των γεγονότων μέσα από τη γραπτή αγόρευση, η οποία όμως δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμο μέσο καθορισμού γεγονότων.
Σε ό,τι αφορά την ουσία του θέματος, οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Άρθρο 8(κγ)(i) θα έπρεπε να είχε ερμηνευθεί πλατιά. Η στενή ερμηνεία που δόθηκε, στην ουσία, ανέφερε ο δικηγόρος τους, καθιστά τις πρόνοιες του άρθρου ανεφάρμοστες για τις πλείστες κυπριακές εταιρείες. Αν, είπε, πρόθεση του νομοθέτη ήταν το άρθρο να καλύπτει μόνο τα κέρδη που λαμβάνουν κυπριακές εταιρείες από κέρδη άλλων εταιρειών του εξωτερικού, τότε ο νομοθέτης θα διαμόρφωνε το λεκτικό του άρθρου ανάλογα.
Δεν συμφωνούμε. Είναι νομολογημένο ότι κάθε διάταξη νόμου που καθιερώνει φορολογική απαλλαγή, θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Αυτό ακριβώς έπραξαν τόσο ο Διευθυντής των καθ’ων η αίτηση, όσο και η πλειοψηφία του Εφοριακού Συμβουλίου και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου.
Από τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, η κατάληξη των καθ’ων η αίτηση 2 και 3 και της πλειοψηφίας του Εφοριακού Συμβουλίου ότι οι Εφεσείοντες ασκούσαν επιχείρηση εντός Κύπρου και όχι στο εξωτερικό, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Στη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα στοιχεία. Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι Αιτητές δεν μας έπεισε περί του αντιθέτου.
Εκείνο που προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου, είναι ότι οι Εφεσείοντες στην ουσία αγόραζαν υπηρεσίες από υπεργολάβους τόσο από την Κύπρο όσο και από τη Ρουμανία και αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία, ήταν αρκετό για να επιτρέψει στο Διευθυντή εύλογα να αποφασίσει ότι η επιχείρηση ασκείτο στην Κύπρο.
[*492]Με τον επόμενο κοινό λόγο έφεσης*, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εισήγηση τους, ότι η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα κατά την έκδοση της. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι ενώ ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων δεν αμφισβήτησε ότι τα κέρδη για τα οποία ζητήθηκε φοροαπαλλαγή είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, το Εφοριακό Συμβούλιο έκρινε λανθασμένα, κατά την άποψη τους, ότι δεν είχαν προσκομίσει ικανοποιητικά στοιχεία για να τον ικανοποιήσουν περί τούτου. Οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι πέραν του ότι το πιο πάνω συμπέρασμα είναι λανθασμένο, δεν ήταν ούτε καν επίδικο θέμα μεταξύ των διαδίκων.
Η αδελφή μας Δικαστής που εκδίκασε την πρώτη προσφυγή, ενόψει της διαπίστωσης της ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή η κατάληξη ότι οι Εφεσείοντες ασκούσαν επιχείρηση εντός Κύπρου, θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει τον επιπρόσθετο ισχυρισμό για την ύπαρξη και προέλευση των κερδών.
Δεν διαφωνούμε με τον χειρισμό της συναδέλφου μας, ούτε και διαπιστώνουμε οποιαδήποτε πλάνη. Η περαιτέρω εξέταση του θέματος των κερδών δεν θα προσέθετε τίποτε, εφόσον το κρίσιμο σημείο ήταν κατά πόσον η επιχείρηση διεξαγόταν εντός ή εκτός Κύπρου. Το αν υπήρχαν κέρδη και αν αυτά εισάχθηκαν στη Δημοκρατία, κατά την άποψή μας ήταν ερώτημα που έπεται και αναμφίβολα θα εξεταζόταν, αν η κατάληξη στο πρώτο ήταν διαφορετική.
Η οποιαδήποτε πλάνη δεν ήταν ουσιώδης.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης**, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και δεν εξέτασε τον λόγο ακύρωσης ότι το Εφοριακό Συμβούλιο ενήργησε εκτός των πλαισίων της εξουσίας του, όταν ασχολήθηκε με το κατά πόσον είχαν εισαχθεί ή όχι τα κέρδη για τα οποία ζήτησαν φοροαπαλλαγή, αφού αυτό το θέμα δεν ήταν επίδικο.
Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι στο Άρθρο 20Α(4) του περί Bεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, προβλέπεται ότι κατά την εξέταση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου, ούτε ο Διευθυντής ούτε οι Αιτητές έχουν δικαίωμα κατά την ακρόαση της ιε[*493]ραρχικής προσφυγής να παρουσιάσουν λόγους ή στοιχεία που δεν είχαν προηγουμένως προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης τους από το Διευθυντή, εκτός αν τέτοια στοιχεία εξαιτίας αντικειμενικών δυσκολιών, δεν μπορούσαν να προσκομιστούν. Ως αποτέλεσμα, εισηγούνται οι Αιτητές, το έργο του Εφοριακού Συμβουλίου ήταν να εξετάσει την ορθότητα της πράξης του Διευθυντή, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του τελευταίου. Παρά ταύτα, το Εφοριακό Συμβούλιο υπερβαίνοντας τα όρια της εξουσίας του, εξέτασε θέματα που δεν θα μπορούσε να εξετάσει ο ίδιος ο Διευθυντής, σύμφωνα με το Νόμο.
Το Συμβούλιο στην απόφαση του, αναφέρθηκε στην αποτυχία των Αιτητών να αποδείξουν ότι εισήγαγαν στην Κύπρο οποιοδήποτε κέρδος. Αυτό κατά τους Αιτητές δείχνει ότι ενώ ο Διευθυντής δεν ζήτησε οποιαδήποτε στοιχεία από τους Αιτητές, αλλά δέχθηκε εκείνα που του παρουσίασαν προς απόδειξη του συγκεκριμένου ισχυρισμού, το Εφοριακό Συμβούλιο εξέτασε το θέμα χωρίς να υπάρχει καν λόγος ακύρωσης που να σχετίζεται με αυτό το γεγονός.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Δεν συμφωνούμε ότι το θέμα της εισαγωγής των κερδών δεν ήταν επίδικο ενώπιον του Διευθυντή, τόσο κατά την αρχική εξέταση του θέματος, όσο και κατά την εξέταση της ένστασης. Μπορεί να μην είχε εγερθεί ρητώς, αλλά αναμφίβολα προέκυπτε. Ο Διευθυντής δεν έδωσε βαρύτητα στο σημείο αυτό, ενόψει του καταλυτικού συμπεράσματος του ότι η επιχείρηση διεξαγόταν εντός Κύπρου. Κατ’ ακρίβεια, ούτε το Εφοριακό Συμβούλιο θα έπρεπε να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα. Όμως, δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με το συγκεκριμένο ζήτημα, γιατί το ότι το Εφοριακό Συμβούλιο ασχολήθηκε με το θέμα, δεν επηρεάζει τους Εφεσείοντες ενόψει των υπόλοιπων ευρημάτων. Εν πάση περιπτώσει, η απάντηση του εκπροσώπου του Διευθυντή, ενώπιον του Συμβουλίου, δείχνει καθαρά, κατά την άποψή μας, ότι εκείνο που δεν φαίνεται να αμφισβήτησε ο Διευθυντής ήταν το ύψος του ποσού των κερδών και όχι την προέλευση τους. Η απάντηση του εκπροσώπου του Διευθυντή, ο οποίος ρωτήθηκε σχετικά από μέλος του Συμβουλίου, ήταν σαφής.
Εν πάση περιπτώσει, η ενασχόληση του Εφοριακού Συμβουλίου με το πιο πάνω θέμα, όχι μόνο δεν εισήξε νέο λόγο ή στοιχείο, αλλά ούτε και επηρέασε την απόφαση του Συμβουλίου επί του κρίσιμου σημείου του Άρθρου 8(κγ)(i), ότι η επιχείρηση των Εφεσειόντων ασκείται εντός Κύπρου.
Η αποτυχία όλων των λόγων έφεσης σφραγίζει την μοίρα της [*494]έφεσης.
Οι δύο εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με συνολικό ποσό €2500 έξοδα και στις δύο εφέσεις, υπέρ των Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.
Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
* Στη γραπτή αγόρευση των Εφεσειόντων, γίνεται αναφορά, προφανώς εκ παραδρομής, στο Άρθρο 21 του Νόμου αντί στο Άρθρο 20Α(6) του Νόμου 4/78.
* Βλ. λόγο έφεσης 1 στην Α.Ε. 12/06 και λόγο έφεσης 3 στην Α.Ε. 127/07.
* Βλ. λόγο έφεσης 2 στην πρώτη και λόγο έφεσης 4 στη δεύτερη έφεση.
** Βλ. λόγο έφεσης 3 στην πρώτη έφεση και λόγο έφεσης 5 στη δεύτερη έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο