Θεμιστοκλέους Mάρθα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 495

(2009) 3 ΑΑΔ 495

[*495]17 Ιουλίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΜΑΡΘΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείουσα - Aιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης - Kαθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 9/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Η απαίτηση ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισής της ― Δεν ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά η οριακή διαφοροποίηση της βαθμολογημένης αξίας και η υπεροχή σε μη προβλεπόμενα προσόντα, ως λόγοι που χρησιμοποιούνται για δικαιολόγηση της παραγνώρισης της σύστασης.

Η εφεσείουσα αξίωσε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου, η προσφυγή κατά της οποίας είχε πρωτοδίκως απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος πρέπει να είναι ειδικά και επαρκώς αιτιολογημένη και η αιτιολογία αυτή να φαίνεται στα πρακτικά. 

Η απαίτηση εν προκειμένω να είναι καταγραμμένοι οι ειδικοί λόγοι για την παραγνώριση της σύστασης, ικανοποιείται.  Όμως, η δοθείσα αιτιολογία είναι νομικά εσφαλμένη και κατ’ επέκταση εσφαλμένη και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έκρινε ως επαρκή τη δοθείσα αιτιολογία.

Το να θεωρηθεί το ενδιαφερόμενο μέρος ότι υπερέχει σε αξία, [*496]έστω και οριακά, επειδή είχε τα δύο «εξαίρετα» (ένα κάθε έτος) περισσότερα, δεν ευσταθεί νομολογιακά. 

Το να θεωρηθεί η εφεσείουσα από την ΕΔΥ ότι υστερεί σε προσόντα, κάτω από τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, κρίνεται επίσης νομικά εσφαλμένο. Το δικαίωμα προαγωγής ενός υπαλλήλου, συναρτάται αποκλειστικά με την κατοχή των προσόντων τα οποία προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας.  Το είδος ή η φύση των καθηκόντων που εκτελούν, δεν αποτελεί μέτρο κρίσης της αξίας τους.  Μέτρο κρίσης της αξίας τους είναι η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις.

Το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι είχε προσόν που δεν απαιτείτο ρητά  από το σχέδιο υπηρεσίας, δηλαδή την ελληνική στενογραφία και δακτυλογραφία, αλλά είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Παρόλο που μπορούσε σύμφωνα με τη νομολογία να δοθεί κάποια βαρύτητα στο γεγονός αυτό, οριακή, όπως έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία, η Ε.Δ.Υ. έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο προσόν αυτό με αποτέλεσμα να εξουδετερώσει την κατά 10 χρόνια και 4 μήνες αρχαιότητα της εφεσείουσας η οποία είχε υπέρ της και τη σύσταση.

Ενόψει των πιο πάνω, από τη στιγμή που η εφεσείουσα ήταν ουσιαστικά ίση σε αξία και προσόντα με το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά είχε την τεράστια (10 χρόνια και 4 μήνες) αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για απόκλιση από τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, είναι νομικά εσφαλμένη.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 A.A.Δ. 164,

Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 96,

Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

Βασιλειάδης ν. Κληρίδου Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403,

Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2907,

Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4275,

[*497]Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004,

Φιλαστίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 4 Α.Α.Δ. 839,

Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540,

Σταυρινίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Xατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1117/05), ημερ. 13.12.06.

Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Κλεάνθους, για την Eφεσείουσα.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Γ. Παπαντωνίου, για το Eνδιαφερόμενο Mέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης συναδέλφου ημερ. 13/12/2006 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας (αρ. 1117/2005) που είχε καταχωρηθεί κατά της προαγωγής της Χρύσως Παπαντωνίου (πιο κάτω «ενδιαφερόμενο μέρος») στη θέση της Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου ημερ. 15/6/05.

Βασικοί ισχυρισμοί της εφεσείουσας/αιτήτριας στο πρωτόδικο δικαστήριο, που επαναλήφθηκαν και ενώπιον μας, ήταν ότι η απόκλιση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) από τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή ήταν παράνομη αφού δε δόθηκε η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για την παράκαμψη της. Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η χαρακτηρισθείσα από την ΕΔΥ ως «οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους συνιστούσε πραγματική υπεροχή σε αξία που έστω και οριακά να αναδείκνυε το ενδιαφερόμενο μέρος ως υπερέχων» ήταν επίσης νομικά εσφαλμένη.  Βέβαια η θέση της εφεσίβλητης/καθής η αίτηση ήταν ότι μια [*498]σύγκριση της υπηρεσίας για τα τελευταία 10 έτη, «αναδείκνυε αισθητή και ουσιαστική υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους».

Ο συνάδελφος που εκδίκασε την προσφυγή, αφού έκρινε ότι η ΕΔΥ δεν πήρε ως βάση τα τελευταία 10 χρόνια, αλλά τα «τελευταία πέντε ή έξι χρόνια», κατέληξε ότι η γενική εικόνα της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους είναι η ίδια, ότι επρόκειτο δηλαδή για δυο καθ’ όλα εξαίρετες στενογράφους.  Τα τελευταία 3 χρόνια είχαν και οι δύο εξαίρετες αξιολογήσεις και το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε σε ένα στοιχείο το 2000 και σε άλλο το 2001 αξιολογηθεί ως «εξαίρετη» ενώ η εφεσείουσα ως «πολύ ικανοποιητική», δεν αλλοίωνε τη σταθερή διαχρονική εικόνα δύο εξαίρετων υπαλλήλων. Η οριακή αυτή υπεροχή δε θα μπορούσε από μόνη της να καταδείξει τέτοια υπεροχή σε αξία που επαρκώς να δικαιολογούσε απόκλιση από τη σύσταση η οποία ουσιαστικά βασίστηκε στην τεράστια (όπως την περιέγραψε ο Αρχιπρωτοκολλητής) υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα. Αφού όμως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρτερα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης που περιλαμβάνουν σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας στενογραφία στα ελληνικά και «κάποια πολύ επιμέρους και απομακρυσμένη υπεροχή στη βαθμολογημένη αξία, έστω και αν αυτή δεν επηρέαζε τη γενική εικόνα ισοδυναμίας στο επίπεδο του εξαίρετου, κατέληξε ως ακολούθως:

«Με αυτά τα δεδομένα, φρονώ ότι η ΕΔΥ, που μόνη είχε την αρμοδιότητα να σταθμίσει όλα τα στοιχεία και την ευθύνη να επιλέξει την κατά την άποψή της καταλληλότερη υποψήφια, δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας της ή, δίδοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στα άλλα στοιχεία, παραγνώρισε ανεπίτρεπτα την έστω πολύ μεγάλη υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα  Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι ήταν επαρκής και η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για απόκλιση από τη σύσταση, η οποία, όπως προαναφέρθη, φαίνεται να εβασίσθη στην αρχαιότητα της αιτήτριας παρά την υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε πρόσθετα προσόντα.  Δεν μπορεί να λησμονείται ότι η επιλογή ήταν κατ’ αρμοδιότητα της ΕΔΥ και όχι του Αρχιπρωτοκολλητή, παρέμβαση δε του Δικαστηρίου στην απόφαση της ΕΔΥ υπό αυτές τις περιστάσεις θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με υποκατάσταση της δικής του κρίσης για εκείνη της ΕΔΥ.  Και η πιο πρόσφατη νομολογία μας βεβαιώνει την προσέγγιση αυτή.»

Η έφεση βασίζεται σε έξι λόγους, τους εξής:

[*499](α)    Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για την παραγνώριση της σύστασης ήταν επαρκής.

(β)   Το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε εσφαλμένα το λόγο ακύρωσης που σχετιζόταν με την απουσία αιτιολογίας για την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή από την ΕΔΥ.

(γ)   Το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε εσφαλμένα τη σύσταση του Διευθυντή.

(δ)   Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εκκαλούμενη απόφαση της ΕΔΥ, να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

(ε) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, δηλαδή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαζε (ι) το Άρθρο 28 του Συντάγματος και (ιι) το Άρθρο 38 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/99).

(στ) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε το δεύτερο λόγο ακύρωσης, δηλαδή ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε τη συντριπτική αρχαιότητα και πείρα της αιτήτριας.

Από τους πιο πάνω λόγους, είναι φανερό ότι οι τρεις πρώτοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι αφού η ουσία του παραπόνου είναι ότι η απόκλιση της ΕΔΥ από τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.  Έτσι θα τους εξετάσουμε μαζί.

Ενώπιον μας αγόρευσε η πλευρά της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους δεν καταχώρησε ξεχωριστό περίγραμμα και έτσι περιορίστηκε στην υπεράσπιση της υπόθεσης από τη Δημοκρατία.

Στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 A.A.Δ. 164, με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 96, 106, Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, 440-441) επαναλήφθηκε ότι η απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος πρέπει να είναι ειδικά και επαρκώς αιτιολογημένη και η αιτιολογία αυτή να φαίνεται στα πρακτικά. Άλλωστε και η απόφαση της μειοψηφίας, αναγνώρισε αυτή την απαίτηση. 

Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα της επίδικης θέσης (θέση Πρώτης Στενογράφου) η οποία είναι θέση προα[*500]γωγής, είναι τα ακόλουθα:

(1)   Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερης Στενογράφου Δικαστηρίου.

(2)   Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία.

Στην παρούσα υπόθεση είναι κοινώς παραδεκτό ότι η εφεσείουσα ικανοποιεί τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, αφού είχε υπηρεσία πολύ πέραν της 3ετούς στη θέση Ανώτερης Στενογράφου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα είχε προαχθεί στη θέση Ανώτερης Στενογράφου από 1/7/82.  Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης τόνισε επανειλημμένα ότι η εφεσείουσα δε γνωρίζει ελληνική στενογραφία και δακτυλογραφία. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν εγείρει θέμα ότι η εφεσείουσα δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας εφόσον δεν γνωρίζει ελληνική στενογραφία και δακτυλογραφία, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης διευκρίνισε ότι τόνισε το θέμα για να ενδυναμώσει τον ισχυρισμό του ότι η εφεσείουσα υστερεί σε προσόντα σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο μέρος.  Άλλωστε στο πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εγερθεί ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.

Τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης καθορίζονται ως εξής:

«(α) Εκτελεί καθήκοντα ιδιαιτέρας γραμματέως, διεξάγει αλληλογραφία και εκτελεί διοικητικά καθήκοντα, όπως ήθελε ανατεθεί σ’ αυτή.

(β) Εποπτεύει, καθοδηγεί και εκπαιδεύει κατώτερο προσωπικό.

(γ) Στενογραφεί στα ελληνικά και αγγλικά.

(δ) Αποστενογραφεί ορθά και με ακρίβεια και δακτυλογραφεί με ταχύτητα και χωρίς λάθη πρακτικά διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των Επαρχιακών Δικαστηρίων και των υπόλοιπων Δικαστηρίων.

(ε) Δακτυλογραφεί  με ακρίβεια και ταχύτητα επιστολές, σημειώματα ή άλλα έγγραφα.

(στ) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα της ανατεθούν.

Σημ.  Η κάτοχος της θέσης υποχρεούται να εργάζεται με το σύστημα αναμονής και κλήσεων κατά τα Σαββατοκυρίακα και τις αργίες της δημόσιας υπηρεσίας, όταν οι ανάγκες της Υπηρεσίας το απαιτούν, για την εξέταση από το Δικαστήριο αιτημάτων των αστυνομικών αρχών για την έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης.»

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η εφεσείουσα κατέχει μόνο την αγ[*501]γλική στενογραφία και δακτυλογραφία ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τόσο την ελληνική όσο και την αγγλική.  Επομένως αναφορικά με το (γ) και (δ) των καθηκόντων της θέσης η εφεσείουσα υστερεί έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους νοουμένου πάντοτε ότι εκτελούν και οι δυο καθήκοντα στενογράφου δικαστηρίου.  Όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, στην εφεσείουσα ανατέθηκαν καθήκοντα στο πρωτοκολλητείο άλλα από αυτά της στενογράφου δικαστηρίου.  Η παράδοξη αυτή διευθέτηση έχει γίνει από το 1989 και αφορά τις ούτω καλούμενες αγγλόφωνες στενογράφους οι οποίες με την εφαρμογή της ελληνικής γλώσσας στα δικαστήρια δεν ήταν  δυνατό να ανταποκριθούν.

Με υπόβαθρο τα πιο πάνω, το ερώτημα που τίθεται είναι αν (α) η ΕΔΥ έδωσε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή που ήταν υπέρ της εφεσείουσας και (β) αν ναι, κατά πόσο η αιτιολογία είναι νομικά ορθή.  Προτιμούμε να παραθέσουμε εδώ αυτούσια τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή που έχει ως εξής:

«Προκειμένου να βοηθήσω την Επιτροπή στο έργο της, έχω ενδιατρίψει στο σύνολο των στοιχείων που αφορούν τις υποψήφιες, όπως αυτά φαίνονται στους Προσωπικούς τους Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, έχοντας δε υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, ήτοι την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, αναφέρω τα ακόλουθα:

(α) Η υποψήφια με αρ. 1, Θεμιστοκλέους Μάρθα, δεν κατέχει προσόντα Ελληνικής Στενογραφίας και Ελληνικής Δακτυλογραφίας.  Είναι αγγλόφωνη Στενογράφος που διορίστηκε στη Δικαστική Υπηρεσία το 1970 και εργάστηκε ως Στενογράφος Δικαστηρίου μέχρι το 1990 όταν με το Νόμο καθιερώθηκε η χρήση της Ελληνικής γλώσσας στα Δικαστήρια.  Έκτοτε, εργάζεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκτελώντας γραφειακά καθήκοντα.  Τούτο, όμως, ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, δεν επηρεάζει τυχόν προαγωγή της.

(β)  Όλες οι υποψήφιες που κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα κρίνονται κατάλληλες για προαγωγή.

(γ)  Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψήφιων, που αντικατοπτρίζουν την αξία τους, είναι οι ίδιες (εξαίρετες) για τα τελευταία πέντε χρόνια (2000 έως 2005), με εξαίρεση τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις της υποψήφιας με αρ. 1, Μάρθας Θεμιστοκλέους, [*502]η οποία αξιολογήθηκε τα έτη 2000 και 2001 σε 7 στοιχεία «εξαίρετη» και σε 1 «πολύ ικανοποιητικά».

(δ) Αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων αυτά, συνεκτιμώμενα, είναι κατά το μάλλον ή το ήττον ίσα, με τη διαφοροποίηση της Θεμιστοκλέους Μάρθας, ως έχει αναφερθεί.

(ε) Αναφορικά με την αρχαιότητα των υποψήφιων, αναφέρω ότι η υποψήφια με αρ. 1, Θεμιστοκλέους Μάρθα, υπερέχει έναντι των υπόλοιπων υποψήφιων από 10 χρόνια και 4 μήνες μέχρι και 19 χρόνια και 4 μήνες.  Οι υποψήφιες με αρ. 2 και 3, Παπαντωνίου Χρύσω και Θεράποντος Έλλη, οι οποίες έχουν την ίδια αρχαιότητα μεταξύ τους, υπερέχουν των υπόλοιπων υποψήφιων κατά 7 μήνες και 9 χρόνια.  Κατ’ ανάλογο τρόπο καθορίζεται και η αρχαιότητα των υπόλοιπων υποψήφιων.

Σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων που έχουν αναφερθεί συστήνω για προαγωγή στη θέση Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου την υποψήφια αρ. 1, Θεμιστοκλέους Μάρθα.»

Η ΕΔΥ αιτιολόγησε την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους για προαγωγή, με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια – αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ’ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή και έκρινε ότι η ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Χρύσω υπερέχει των άλλων υποψήφιων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου, Δικαστική Υπηρεσία.

Επιλέγοντας την Παπαντωνίου Χρύσω αντί της Θεμιστοκλέους Μάρθας, που συστήθηκε από τον Αρχιπρωτοκολλητή, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η επιλεγείσα υπερέχει έναντί της σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψήφιων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, έστω και οριακά, σε μόνο δύο στοιχεία, και, επίσης, υπερέχει σε προσόντα, διότι διαθέτει πιστοποιητικά επιτυχίας τόσο στην Ελληνική όσο και στην Αγγλική Στενογραφία και Δακτυλογραφία, ενώ η Θεμιστοκλέους διαθέτει πιστοποιητικά επιτυχίας στην Αγγλική Στενογραφία και Δακτυλογραφία μόνο.

[*503]Επιλέγοντας την Παπαντωνίου, η Επιτροπή δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι αυτή υστερεί έναντι της Θεμιστοκλέους ουσιαστικά σε αρχαιότητα, κατά δέκα χρόνια και τέσσερις μήνες στην παρούσα τους θέση, έκρινε όμως ότι η υπεροχή της Παπαντωνίου τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα υπερφαλαγγίζει την υπεροχή της Θεμιστοκλέους σε αρχαιότητα.»

Από το πιο πάνω πρακτικό προκύπτει ότι η απαίτηση να είναι καταγραμμένοι οι ειδικοί λόγοι για την παραγνώριση της σύστασης, ικανοποιείται.  Όμως, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, καταλήγουμε ότι η δοθείσα αιτιολογία είναι νομικά εσφαλμένη και κατ’ επέκταση εσφαλμένη και η απόφαση του συναδέλφου που έκρινε ως επαρκή τη δοθείσα αιτιολογία.

Ενώ στο κριτήριο της αξίας η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν (και ορθά σύμφωνα με τη νομολογία) ως ισοδύναμες, ως μέρος της αιτιολογίας για παραγνώριση της σύστασης παρατίθεται και το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει έστω και οριακά σε αξία, επειδή σε δυο στοιχεία είχε καλύτερη βαθμολογία στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.  Όμως, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Βασιλειάδης ν. Κληρίδου Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403) η άποψη αυτή δεν είναι ορθήΣτη σελ. 414 της εν λόγω απόφασης, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μόνη υπεροχή της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα ήταν στο κριτήριο «αξία» και αυτή απλώς διότι κατά τα τελευταία 5 έτη στα οποία δόθηκε περισσότερη βαρύτητα, είχε 5 αξιολογήσεις «εξαίρετος» περισσότερο του εφεσείοντα, ενώ ο τελευταίος υπερείχε ουσιωδώς στο θέμα αρχαιότητα όπως και στο κριτήριο των προσόντων, κρίνουμε ότι ορθά ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε τον εφεσείοντα αφού τέτοια σύσταση συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων (βλ.  Φέττας ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394, 401, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833, 836).  Το ότι τα 5 περισσότερα «εξαίρετος» που έχει η εφεσίβλητη δεν μπορούσαν να έχουν τη βαρύτητα που δόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά αυτά θα έπρεπε να εξεταστούν κάτω από το φως της γενικής εικόνας των υποψηφίων, υποστηρίζεται και από την απόφαση της Ολομέλειας Ελένη Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και τις Πούρος κ.ά. ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374 όπου γίνεται αναφορά και σε παλαιότερη νομολογία.  ……………………………..»

Στη σελ. 415 της ίδιας υπόθεσης διαβάζουμε τα εξής:

[*504]«Στη δική μας περίπτωση ο εφεσείων και η εφεσίβλητη ήσαν ουσιαστικά ίσοι αφού η υπεροχή της εφεσίβλητης στην αξία ήταν οριακή, δηλαδή με 5 «εξαίρετος» περισσότερα κατά τα τελευταία 5 έτη, ο δε εφεσείων υπερείχε στα προσόντα, ούτως ώστε και το κριτήριο της αρχαιότητα μπορούσε να ληφθεί υπόψη με τρόπο που να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του.»

Είναι λοιπόν φανερό από τα πιο πάνω, ότι το να θεωρηθεί το ενδιαφερόμενο μέρος ότι υπερέχει σε αξία, έστω και οριακά, επειδή είχε τα  δύο «εξαίρετα» (ένα κάθε έτος) περισσότερα, όπως έχει διατυπωθεί, δεν ευσταθεί νομολογιακά.  Άλλωστε την άποψη αυτή εξέφρασε και ο πρωτόδικος δικαστής ο οποίος είχε καταλήξει ότι «η πολύ περιορισμένη αυτή διαφορά αξιολόγησης το 2000 και το 2001, είτε χαρακτηρίζετο οριακή είτε άκρως περιορισμένη είτε άλλως πως αναλόγως, δε θα μπορούσε λοιπόν από μόνη της να καταδείξει τέτοια υπεροχή σε αξία που επαρκώς να δικαιολογούσε απόκλιση από τη σύσταση η οποία είχε ουσιαστικά βασισθεί στην τεράστια υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα».

Άλλος λόγος για τον οποίο προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος είναι διότι κρίθηκε από την Επιτροπή ότι υπερέχει της εφεσείουσας σε προσόντα αφού το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει πιστοποιητικά τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική στενογραφία και δακτυλογραφία, ενώ η εφεσείουσα μόνο στην Αγγλική. Ο Αρχιπρωτοκολλητής όμως, στη σύστασή του, αφού έθιξε αυτή τη διαφορά, ανέφερε ότι «ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, δεν επηρεάζει τυχόν προαγωγή της». Έκρινε και τις δύο ότι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Το να θεωρηθεί η εφεσείουσα από την ΕΔΥ ότι υστερεί σε προσόντα, κάτω από τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, κρίνεται επίσης νομικά εσφαλμένο.  Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2907, Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4275, Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004, Φιλαστίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 4 Α.Α.Δ. 839, Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540 και Σταυρινίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145) το δικαίωμα προαγωγής ενός υπαλλήλου συναρτάται αποκλειστικά με την κατοχή των προσόντων τα οποία προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας.  Το είδος ή η φύση των καθηκόντων που εκτελούν, δεν αποτελεί μέτρο κρίσης της αξίας τους.  Μέτρο κρίσης της αξίας τους είναι η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις.

[*505]Στην προαναφερθείσα υπόθεση Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, ο Πικής Δ. (όπως ήταν τότε) στη σελ. 2915 ανάφερε τα εξής:

«……………Οι σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου ορίζουν ότι ο υπάλληλος δεν πρέπει να θυματοποιείται λόγω της ανάθεσης σ’ αυτόν υποδεέστερων καθηκόντων απ’ εκείνων τα οποία συνεπάγεται η θέση του ή της παράλειψης παροχής ευκαιρίας εκ μέρους της διοίκησης για την ανάπτυξη των ικανοτήτων. (βλ. Πορίσματα Νομολογίας 1929-1959 σελ. 367, Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089-1095)”

Στην υπόθεση Φιλαστίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, πιο πάνω, ο Νικήτας Δ., στη σελ. 844, ανέφερε τα ακόλουθα:

«Πρέπει ακόμη να σημειώσω πως η νομολογία που αναπτύχθηκε στο θέμα είναι ότι η περιορισμένη άσκηση των καθηκόντων μιας θέσης που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου δεν μπορεί να στενέψει τους ορίζοντες της ανέλιξής του.  Να τι έχει αναφερθεί στην Ανδρόνικος Γεωργίου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4275:

«Η φύση των καθηκόντων των υπαλλήλων καθορίζεται από τη διοίκηση με πρώτο και βασικό όριο το σχέδιο υπηρεσίας και δεν εξαρτώνται από τη δική τους πρωτοβουλία.  Κατά συνέπεια υπάλληλος στον οποίο ανατέθηκε περιορισμένος κύκλος καθηκόντων δεν μπορεί να τεθεί σε δυσμενέστερη μοίρα από εκείνο στον οποίο παρασχέθηκε η ευκαιρία για πλήρη ή ευρύτερη δραστηριότητα στην άσκηση των ευθυνών και καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης.  Την άποψη αυτή υποστηρίζει η απόφαση Δρουσιώτης και Άλλοι ν. Ρ.Ι.Κ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1984

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, σελ. 150, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«……Είναι νομολογημένο ότι, με κάποιες εξαιρέσεις, η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο δεν αποτελούν νόμιμο κριτήριο για την προτίμηση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του.

Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, μέτρο κρίσης της αξίας των υποψήφιων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν [*506]τα καθήκοντα τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ’ εντολή των ανωτέρων τους (βλέπε Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414).»

Στην παρούσα περίπτωση, παρόλο που η εφεσείουσα δεν ασκούσε καθήκοντα στενογράφου Δικαστηρίου, αλλά άλλα καθήκοντα στο Πρωτοκολλητείο που της ανατέθηκαν, εφόσον για την εκτέλεση των καθηκόντων της αξιολογήθηκε ως ανωτέρω αναφέρθηκε, το γεγονός ότι εκτελούσε άλλα καθήκοντα, δεν μπορεί να προσμετρήσει σε βάρος της.

Το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι είχε προσόν που δεν απαιτείτο ρητά  από το σχέδιο υπηρεσίας, δηλαδή την ελληνική στενογραφία και δακτυλογραφία, αλλά είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Παρόλο που μπορούσε σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374) να δοθεί κάποια βαρύτητα στο γεγονός αυτό, οριακή, όπως έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία, η Ε.Δ.Υ. έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο προσόν αυτό με αποτέλεσμα να εξουδετερώσει την κατά 10 χρόνια και 4 μήνες αρχαιότητα της εφεσείουσας η οποία είχε υπέρ της και τη σύσταση.

Ενόψει των πιο πάνω, από τη στιγμή που η εφεσείουσα ήταν ουσιαστικά ίση σε αξία και προσόντα με το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά είχε την τεράστια (10 χρόνια και 4 μήνες) αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, κρίνουμε ότι η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για απόκλιση από τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, είναι νομικά εσφαλμένη.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.  Μεταξύ εφεσείουσας και ενδιαφερόμενου μέρους καμιά διαταγή για έξοδα.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο