Παπαδοπούλου Δάφνη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 526

(2009) 3 ΑΑΔ 526

[*526]24 Ιουλίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΔΑΦΝΗ ΠAΠAΔΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜEΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 103/2006)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προκατάληψη και έλλειψη αμεροληψίας ― Τρόπος και βάρος αποδείξεως ― Ισχυρισμοί περί προκατάληψης και ευνοιοκρατίας δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.

Η εφεσείουσα αξίωσε με την έφεσή της, ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας  την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύονται και η προβολή τέτοιων ισχυρισμών στην αγόρευση του αιτητή δεν είναι αρκετοί. Η ύπαρξη τεταμένων σχέσεων μεταξύ προϊστάμενου και υπαλλήλου που προέρχονται από την εργασιακή τους σχέση και που πηγάζουν από την κακή εντύπωση που ο προϊστάμενος σχημάτισε για τις υπηρεσίες ή τη συμπεριφορά του υφιστάμενου του, δεν μπορούν να θεμελιώσουν προκατάληψη. Δεν υπάρχει εν προκειμένω οτιδήποτε που να οδηγεί σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας ότι η επιλογή της Επιτροπής οφείλεται σε προκατάληψη εναντίον της ή ευνοιοκρατική μεταχείριση του ενδιαφερόμενου μέρους.

[*527]2.      Περαιτέρω, από τα πρακτικά είναι σαφές ότι διεξήχθη πλήρης έρευνα για τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας περί έλλειψης μεροληψίας και στα δύο επίπεδα και η κατάληξη της Επιτροπής είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

3.  Εκείνο που έχει σημασία είναι η ορθότητα των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής, ορθότητα η οποία δεν αμφισβητήθηκε.  Αν, ίσως, το ενδιαφερόμενο μέρος περιέγραψε 15 χρόνια προηγουμένως, σε άλλη διαδικασία, κάποια απασχόλησή της με ελαφρά διαφορετικό τρόπο, ουδόλως ενδιαφέρει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Soteriadou a.o. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921,

Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,

Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636,

Κοντεμενιώτης ν. C.B.C (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027,

Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995)  3 Α.Α.Δ. 176,

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 152/99), ημερ. 29.6.06.

Η Εφεσείουσα εμφανίζεται προσωπικά.

Γ. Λουκαΐδης για Α. Ποιητή, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από τον Νικολαΐδη, Δ..

[*528]ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα με προσφυγή αξίωσε ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Εισαγγελέα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε μεγάλο αριθμό λόγων ακύρωσης απέρριψε την προσφυγή.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου είναι πράγματι ογκώδες, αφού εκτός από τους 33 λόγους έφεσης είχαν κατατεθεί από την εφεσείουσα γραπτή αγόρευση στην πρωτόδικη διαδικασία 79 σελίδων η οποία συνοδευόταν με 300 σελίδες παραρτήματα, ενώ η απαντητική της αγόρευση ανερχόταν σε 248 σελίδες. Το περίγραμμα αγόρευσής της στην έφεση αποτελείτο από 454 σελίδες και συνοδευόταν με τρεις ογκώδεις τόμους υλικού το οποίο η εφεσείουσα θεωρούσε βοηθητικό. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τη συμπληρωματική απαντητική αγόρευση την οποία η εφεσείουσα πρωτοδίκως προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταθέσει, η οποία αποτελείτο από 392 σελίδες και 350 σελίδες παραρτήματα.  Σ΄ αυτό το υλικό θα πρέπει να προστεθούν διάφορες αιτήσεις για παροχή πρακτικών και φακέλων ή, τις περισσότερες φορές, για θέματα που είχαν λήξει με ενδιάμεσες αποφάσεις ή για έγγραφα τα οποία είχαν ήδη τεθεί στη διάθεσή της.

Με την έφεση εγείρονται λίγο πολύ όλοι οι λόγοι που είχαν εγερθεί και πρωτοδίκως.

Η εφεσείουσα στην ουσία επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της για μεθοδεύσεις οι οποίες είχαν σκοπό να την υποσκάψουν και εμποδίσουν από του να προαχθεί, ενώ ταυτόχρονα προωθούσαν το ενδιαφερόμενο μέρος.  Εκφράζει επίσης παράπονα για έλλειψη αμεροληψίας διαφόρων οργάνων, όπως του Γενικού Εισαγγελέα, ενός μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά και της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Εγείρει θέματα ευνοιοκρατικής μεταχείρισης του ενδιαφερόμενου μέρους και αναξιοκρατία, άνιση μεταχείριση, προκατάληψη καθώς και παράπονα για την ανέλιξη άλλων μελών της Νομικής Υπηρεσίας, όπως για παράδειγμα της κας Κουρσουμπά και του κ. Πέτρου Κληρίδη, της κα Τούλας Πολυχρονίδου, των κ.κ. Πασιά, Ραφτόπουλου και Χρ. Ιωαννίδη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι ακόμα και στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής η εφεσείουσα είχε αποστείλει προς τον πρόεδρο και τα μέλη επιστολή ημερομηνίας 9.10.1998, με την οποία ισχυριζόταν ότι ο τότε Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κ. Λουκαΐδης, μέλος της εν λόγω Επιτροπής, ήταν προκατειλημμένος εναντίον της, ενώ, επίσης γραπτή διαμαρτυρία για το ίδιο θέμα, [*529]υπέβαλε και προς το Γενικό Εισαγγελέα.  Ο κ. Λουκαΐδης εξέδωσε αντίθετη γραπτή δήλωση στις 6.10.1997, αλλά και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), σαφώς έλαβε υπ΄ όψιν αυτές τις διαμαρτυρίες απορρίπτοντας το αίτημα για εξαίρεσή του. Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε παρά ταύτα, και εξέτασε τον ισχυρισμό περί προκατάληψης του κ. Λουκαΐδη και κατ’ επέκταση κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε.  Αρκεί να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί περί προκατάληψης κατέρρευσαν μόνο και μόνο αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή περιέλαβε την εφεσείουσα στους συστηθέντες.

Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας περί ευνοιοκρατικής μεταχείρισης προς διάφορους υποψήφιους απορρίφθηκαν και από την Επιτροπή η οποία προχώρησε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, υπό το φως των φακέλων και των ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων και κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και την επέλεξε ως την καταλληλότερη για προαγωγή.

Κατά την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους επισημαίνεται από την Επιτροπή ότι είχε αξιολογηθεί σε ψηλότερο επίπεδο τόσο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αλλά όσο και στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, προηγείται σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, υπερέχει ή δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και επιπλέον είχε εξασφαλίσει τη σύσταση του προϊστάμενου, δηλαδή του Γενικού Εισαγγελέα.

Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύονται και η προβολή τέτοιων ισχυρισμών στην αγόρευση του αιτητή δεν είναι αρκετοί (βλέπε μεταξύ άλλων Soteriadou & Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 και Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, για να περιοριστούμε μόνο στις αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται το πρωτόδικο δικαστήριο).

Στην υπόθεση Κοντεμενιώτης ν. C.B.C (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027 αποφασίστηκε ότι η τεταμένη σχέση μεταξύ ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση του τελευταίου, μπορεί να μην είναι αρεστή αλλά δεν θεμελιώνει προκατάληψη.  Εξ άλλου, στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176, τονίστηκε ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βε[*530]βαιότητα, είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων.  Η σύνταξη μη ευνοϊκής εμπιστευτικής έκθεσης δεν θεωρείται από μόνη της ως ικανοποιητική απόδειξη έλλειψης αμεροληψίας (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, 449).  Ούτε η ύπαρξη τεταμένων σχέσεων μεταξύ προϊστάμενου και υπαλλήλου που προέρχονται από την εργασιακή τους σχέση και που πηγάζουν από την κακή εντύπωση που ο προϊστάμενος σχημάτισε για τις υπηρεσίες ή τη συμπεριφορά του υφιστάμενου του, μπορούν να θεμελιώσουν προκατάληψη.

Ούτε το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά ούτε κι’ εμείς έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να οδηγεί σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας ότι η επιλογή της Επιτροπής οφείλεται σε προκατάληψη εναντίον της ή ευνοιοκρατική μεταχείριση του ενδιαφερόμενου μέρους.

Όσον αφορά παρόμοιους ισχυρισμούς της, δηλαδή για ύπαρξη αλλότριων σκοπών, μεροληψία και μεθοδεύσεις για προαγωγή άλλων προσώπων, όπως για παράδειγμα της κας Κουρσουμπά στη θέση Εισαγγελέα, ισχυρισμοί οι οποίοι είχαν προβληθεί και απορριφθεί σε άλλη προσφυγή από το δικαστήριο, αλλά και ισχυρισμούς για διάφορους άλλους λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας, θεωρούμε ότι θα πρέπει να απορριφθούν αφού, μια και αναφέρονται σε άλλα πρόσωπα τα οποία δεν έχουν σχέση με την παρούσα υπόθεση, δεν μπορούν να απασχολήσουν το παρόν δικαστήριο.

Ουδέν υπάρχει στο πράγματι πλούσιο ενώπιόν μας υλικό που να δεικνύει ότι η εφεσείουσα υπήρξε θύμα μεθοδεύσεων ή αναξιοκρατικής πολιτικής ή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έτυχε ευνοιοκρατικής μεταχείρισης.  Με τον ίδιο τρόπο δεν στοιχειοθετούνται ούτε και τα παράπονα και οι αστήριχτοι ισχυρισμοί για μεροληπτική αντιμετώπιση, είτε από τον κ. Λουκαΐδη, είτε από την ίδια την Επιτροπή.

Δεν αξίζει σοβαρό σχολιασμό το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι οι αξιολογήσεις της που έγιναν στον υπηρεσιακό της φάκελο δεν είναι νόμιμες γιατί συντάχτηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος είχε διαβουλεύσεις με ηγέτες διαφόρων κομμάτων με σκοπό την ανάληψη της προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Εξ ίσου δεν μπορούν να απασχολήσουν το δικαστήριο ούτε επιχειρήματα εναντίον της προαγωγής της κας Κουρσουμπά ή ισχυρισμοί [*531]της εφεσείουσας για προσλήψεις και διορισμούς του ενδιαφερόμενου μέρους που έγιναν στο παρελθόν.  Όσον αφορά την κα Κουρσουμπά και άλλα πρόσωπα, είναι προφανές ότι στην παρούσα διαδικασία εξετάζονται μόνο θέματα που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Το ίδιο ισχύει και για τους ισχυρισμούς για την ανέλιξη του ενδιαφερόμενου μέρους, οι προαγωγές και διορισμοί του οποίου έχουν γίνει με ξεχωριστές διοικητικές πράξεις και θα έπρεπε να προσβληθούν κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η κάθε μια και όχι στην παρούσα υπόθεση.  Ως προς δε το σημείο ότι συνδέονται με τους ισχυρισμούς για προκατάληψη και μεθοδεύσεις, έχουμε ήδη απορρίψει ένα τέτοιο ισχυρισμό.

Η εφεσείουσα παραπονείται περαιτέρω για έλλειψη δέουσας έρευνας και/ή αιτιολογίας.  Βασικά, επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η Επιτροπή, παρέλειψαν να διερευνήσουν τα όσα κατά διαστήματα με επιστολές έθετε ενώπιόν τους για την ύπαρξη προκατάληψης εναντίον της και ταυτόχρονη εύνοια υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι από τα πρακτικά είναι σαφές ότι διεξήχθη πλήρης έρευνα και για τους ισχυρισμούς της περί έλλειψης μεροληψίας και στα δύο επίπεδα και η κατάληξη της Επιτροπής είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

Περαιτέρω, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός της ότι το 1998 το ενδιαφερόμενο μέρος διαφοροποίησε το περιεχόμενο ιδιόχειρης αίτησης που έθεσε ενώπιον της Επιτροπής για σκοπούς προαγωγής της στην επίδικη θέση.  Αν έχουμε καταλάβει σωστά το επιχείρημα της εφεσείουσας, αυτό εξαντλείται στο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος σε άλλη διαδικασία για άλλη θέση στη Νομική Υπηρεσία το 1982, στην αίτησή της για διορισμό σε θέση Νομικού Βοηθού ανέφερε ότι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στην αρχή της καριέρας της, υπηρέτησε ως νομικός βοηθός στη Νομική Υπηρεσία επί συμβάσει, ενώ στην παρούσα διαδικασία για το ίδιο διάστημα παρουσίασε τον εαυτό της ως εργοδοτούμενη ως δικηγόρος επί συμβάσει.  Περιττόν να λεχθεί ότι εκείνο που έχει σημασία είναι η ορθότητα των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής, ορθότητα η οποία δεν αμφισβητήθηκε.  Αν, ίσως, το ενδιαφερόμενο μέρος περιέγραψε 15 χρόνια προηγουμένως, σε άλλη διαδικασία, κάποια απασχόλησή της με ελαφρά διαφορετικό τρόπο, ουδόλως ενδιαφέρει.

Ως προς το παράπονό της ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις είχαν συνταχθεί παράνομα και/ή αντικανονικά, αρκεί να λεχθεί ότι οι ισχυρισμοί της, όπως είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικα[*532]στηρίου απαντήθηκαν, αλλά κατ’ έφεση το θέμα τίθεται με διαφορετικό τρόπο και συνεπώς το παρόν δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τους ισχυρισμούς αυτούς.

Θα πρέπει καταληκτικά να πούμε ότι η εφεσείουσα εγείρει πολλούς λόγους έφεσης, όπως και λόγους ακύρωσης πρωτοδίκως, οι οποίοι είτε είναι εντελώς άσχετοι με τη διαδικασία, είτε επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά.

Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή και με κόπο, θα λέγαμε, τον τεράστιο όγκο υλικού που τέθηκε ενώπιόν μας και δεν έχουμε όμως βρει ότι οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα, εναντίον της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο