Xαλλάη Iουλία Mαγγλή ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 533

(2009) 3 ΑΑΔ 533

[*533]24 Ιουλίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΙΟΥΛΙΑ ΜΑΓΓΛΗ ΧΑΛΛΑΗ,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 157/2006)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Η συνταγματική επιταγή για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε αιτιολογημένη η δικαστική απόφαση στην εξετασθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Διαφορές εμπίπτουσες στο πεδίο του δημοσίου δικαίου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η επίδικη διαφορά ταξινομήθηκε στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και κατά συνέπεια εκτός αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Η απαίτηση διεξαγωγής δίκαιης δίκης και η κατοχύρωση του δικαιώματος προσφυγής στα δικαστήρια ― Δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε παραβίασή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να απορρίψει το αίτημά της για ανανέωση μίσθωσης κρατικής γης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας  την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Αναμφίβολα η αιτιολογία, ως συνταγματική επιταγή, αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας έγκυρης δικαστικής απόφασης.  Όμως το τι τελικά θεωρείται ικανοποιητική αιτιολογία, εξαρτάται από τις πε[*534]ριστάσεις της κάθε υπόθεσης.  Εκείνο που θα πρέπει να υπάρχει κατά τρόπο ικανοποιητικό, είναι οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει στην απόφαση του.  Η έκταση των λόγων ποικίλει ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά του επίδικου θέματος της υπόθεσης.  Στην προκειμένη περίπτωση, ένα ήταν το επίδικο θέμα.  Κατά πόσον το δικαστήριο είχε ή όχι δικαιοδοσία να εκδικάσει την ουσία της προσφυγής.  Για να αποφασίσει το θέμα, θα έπρεπε πρώτα να καταλήξει αν η διαφορά των διαδίκων εμπίπτει στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό δίκαιο. 

     Η Εφεσείουσα πράγματι στηρίζει εν προκειμένω τη θεραπεία της στο γεγονός της μη ανανέωσης της σύμβασης. Περαιτέρω δήλωσε ότι η ίδια θεωρεί ότι η σύμβαση με βάση τους όρους της, ανανεώθηκε, βρίσκεται σε ισχύ και κακώς οι καθ’ ων η αίτηση δεν αποδέχτηκαν το γεγονός. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι το επίδικο θέμα ήταν θέμα ιδιωτικού δικαίου. Η απόφασή του όπως διατυπώνεται στο πρακτικό μπορεί να είναι λακωνική, αλλά η αιτιολογία της είναι σαφής.

 

2.  Με την διαπίστωση στο θέμα της αιτιολογίας, καταρρέει και το βάθρο στο οποίο στηρίζεται ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Η εφεσείουσα εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να προσφύγει στα αστικά δικαστήρια για διεκδίκηση των συμβατικών της δικαιωμάτων.  Επομένως καμιά στέρηση δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας της ή πρόσβασης στο δικαστήριο για διεκδίκηση θεραπείας, δεν διαπιστώνεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895,

Pioneer Candy Ltd. a.o. v. Stelios Tryfon & Sons Ltd. (1981) 1 C.L.R. 540.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1173/05), ημερ. 18.10.06.

Α. Δημητριάδης με Π. Μιχαηλίδη, για την Εφεσείουσα - Αιτήτρια.

[*535]Ε. Γαβριήλ, για τον Εφεσίβλητο - Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Στις 2 Αυγούστου 1937, η τότε αποικιακή κυβέρνηση εκμίσθωσε σε κάποιον Oscar Couldrey δασική γη στο Τρόοδος, για περίοδο 33 χρόνων, με ενοίκιο £3 ετησίως, με δικαίωμα ανανέωσης για άλλες δύο περιόδους. Στις 29.8.1940, η πιο πάνω δασική γη μαζί με την κατοικία που είχε ανεγερθεί σ’ αυτήν, εκμισθώθηκαν στον Κώστα Μαγγλή, ο οποίος αγόρασε και την κατοικία. Ως αποτέλεσμα, υπεγράφη νέα σύμβαση μίσθωσης για το υπόλοιπο της πρώτης 33ετίας με τους ίδιους όρους της προηγούμενης. 

Το 1972, ο Κώστας Μαγγλής αποτάθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο για ανανέωση της σχετικής σύμβασης μίσθωσης, για περαιτέρω περίοδο 33 χρόνων. Το Υπουργικό Συμβούλιο, στηριζόμενο σε απόφαση του, του 1967, για μη ανανέωση μακροχρόνιων συμβάσεων μίσθωσης δασικής γης στο Τρόοδος, αποφάσισε να τερματίσει τη μίσθωση, να αποζημιώσει το μισθωτή για την αξία των κτιρίων και να εγκρίνει τη σύναψη νέας σύμβασης πάνω σε ετήσια βάση. Οι κληρονόμοι του Κ. Μαγγλή δεν αποδέχθηκαν την πρόταση. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν για χρόνια.  Η υπόθεση, το 1987, οδηγήθηκε εκ νέου ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο τελικά αποφάσισε να αποδεχθεί αίτημα για ανανέωση της σύμβασης για δεύτερη περίοδο 33 χρόνων, με αναδρομική ισχύ από 30.8.1970. Υπεγράφη νέα συμφωνία, αυτή τη φορά με την Εφεσείουσα και η μίσθωση παρατάθηκε μέχρι το 2003.  Ορίστηκε επίσης νέο ετήσιο ενοίκιο ύψους £150, το οποίο σταδιακά θα αυξάνετο στις £600 ετησίως.

Με τη λήξη και της δεύτερης περιόδου των 33 χρόνων, η Εφεσείουσα με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 23.4.2003, ζήτησε την ανανέωση της μίσθωσης για περαιτέρω περίοδο 33 χρόνων.  Τον Ιούλιο του 2003 σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας πλήρωσε το σχετικό ενοίκιο για την περίοδο 1.8.2003-31.7.2004.  Θεωρώντας ότι η Σύμβαση είχε ανανεωθεί, δέχθηκε επιθεώρηση της κατοικίας και πλήρωσε το ετήσιο ενοίκιο για το 2004-2005. Τον Ιούλιο του 2005 όταν επιχείρησε να πληρώσει το ενοίκιο του 2005-2006, αυτό δεν έγινε δεκτό, με την αιτιολογία ότι η Συμφωνία δεν είχε ανανεωθεί.  Φαίνεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, στα [*536]πλαίσια της προηγούμενης απόφασης του, του 1967 για μη ανανέωση μακροχρόνιων συμβάσεων δασικής γης, στις 27.4.2005 αποφάσισε να μην εγκρίνει την ανανέωση της σύμβασης και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος να διαπραγματευτεί με την Εφεσείουσα το ύψος της αποζημίωσης για το υφιστάμενο κτίριο που είχε ανεγερθεί στην εκμισθωμένη δασική γη.  Η Εφεσείουσα, ενημερώθηκε σχετικά με την απόφαση, με επιστολή ημερομηνίας 1.8.2005, με την οποία της προσφέρθηκε το ποσό των £75.000 ως αποζημίωση για την οικοδομική αξία του κτιρίου.  

Η Εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 27.4.2005, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για ανανέωση της μίσθωσης.  Η Δημοκρατία ήγειρε προδικαστική ένσταση, ότι στο βαθμό που τα κατ’ ισχυρισμόν συμφέροντα ή δικαιώματα της Εφεσείουσας έχουν ως νομική βάση την οποιανδήποτε σύμβαση, το ζήτημα εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τους δικηγόρους των διαδίκων, πρώτα επί της προδικαστικής ένστασης. Αποφάσισε ότι η διαφορά των διαδίκων εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου και απέρριψε την προσφυγή ελλείψει δικαιοδοσίας, με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.  Το σχετικό πρακτικό από το στάδιο των διευκρινίσεων, το οποίο περιέχει και την πιο πάνω απόφαση του συναδέλφου μας, έχει ως εξής:-

«Δικαστήριο προς κ. Δημητριάδη:  κ. Δημητριάδη, είναι η θέση σας ότι η πελάτιδά σας δικαιούται σε ανανέωση της μίσθωσης βάσει συμβατικού δικαιώματος έναντι του καθ’ ου η αίτηση;

κ. Δημητριάδης:  Η θέση μας, κ. Πρόεδρε, είναι ότι η επίδικη σύμβαση έχει ήδη ανανεωθεί λόγω της καταβολής του ενοικίου και της αποδοχής του, καθώς επίσης, και όπως φαίνεται από την επιστολογραφία η οποία είναι παράρτημα, όπου η άλλη πλευρά, χρησιμοποιώντας τη σύμβαση, εξάσκησε κάποια δικαιώματά της όσον αφορά την επιδιόρθωση της κατοικίας.  Υπό αυτή τη λογική λέγω ότι ναι, η σύμβαση είναι σε ισχύ και, επίσης, λέγω ότι η άλλη πλευρά δεν το δέχεται.  Επίσης, προσθέτω ότι, αν το Δικαστήριο απορρίψει την προσφυγή μας με το σκεπτικό ότι δεν έχει δικαιοδοσία διότι η σύμβαση είναι σε ισχύ, αυτό θα είναι βέβαια αποδεκτό από την πλευρά μας.  Η όλη λογική της αγόρευσής μου [*537]κ. Πρόεδρε, είναι ότι το προδικαστικό θέμα που ηγέρθη είναι πρόωρο διότι, για να αποφασίσετε το προδικαστικό αυτό θέμα, πρέπει να γίνει εύρημα όσον αφορά το πραγματικό γεγονός του αν η σύμβαση είναι σε ισχύ ή όχι.  Αν είναι σε ισχύ δεν έχετε δικαιοδοσία.  Αν δεν είναι σε ισχύ έχετε δικαιοδοσία.  Αυτή είναι η εισήγησή μου.

Δικαστήριο προς κα Μαλαχτού:  Έχετε να πείτε τίποτε;

κα Μαλαχτού: Απλώς να αναφερθώ στις τελευταίες δύο γραμμές της αγόρευσής μου.  Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι εφόσον η νομική βάση της αιτήτριας προκύπτει από ισχυριζόμενα συμβατικά δικαιώματα, τότε το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία.

Δικαστήριο:  Όλα όσα έχει πει ο κ. Δημητριάδης εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου, και δη του διοικητικού δικαίου, που λειτουργεί στα πλαίσια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Η προσφυγή απορρίπτεται, ελλείψει δικαιοδοσίας, με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.»

Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση του αδελφού μας Δικαστή και με τρεις λόγους έφεσης παραπονείται ότι: (1) η επίδικη απόφαση πάσχει διότι δεν έχει οποιαδήποτε λογική αιτιολογία, (2) το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έκανε εύρημα αναφορικά με το πραγματικό γεγονός, κατά πόσο η σύμβαση είναι ή όχι σε ισχύ και (3) η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα της Εφεσείουσας και ειδικότερα το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη, για προστασία της περιουσίας της καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματική θεραπεία.

Αναφορικά με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για την Εφεσείουσα, κ. Δημητριάδης, ανέφερε ότι η απόφαση του αδελφού μας δικαστή είναι τόσο συνοπτική που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει την απαιτούμενη αιτιολογία. Το πρωτόδικο δικαστήριο, είπε, δεν στηρίχθηκε σε γεγονότα και δεν διατύπωσε ευρήματα για το σοβαρό θέμα της ανανέωσης.

Από την άλλη, η δικηγόρος για τη Δημοκρατία, κα Γαβριήλ, εισηγήθηκε ότι η απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη.  Δεν ήταν αναγκαίο, είπε, για το δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα, γιατί τότε θα εκδίκαζε την ουσία της υπόθεσης.  Το Δικαστήριο σ’ εκείνο το στάδιο εξέταζε μόνο θέμα δικαιοδοσίας.  Από τη στιγμή που η Εφεσείουσα στηριζόταν στα συμβατικά της δικαιώματα, [*538]είτε η Σύμβαση ήταν σε ισχύ είτε όχι, το θέμα ούτως ή άλλως διέπετο από το ιδιωτικό δίκαιο και το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης, κατά την άποψή μας, δεν ευσταθούν.

Αναμφίβολα η αιτιολογία, ως συνταγματική επιταγή, αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας έγκυρης δικαστικής απόφασης.  Δεν διαφωνούμε ως προς τα κατ’ ελάχιστον απαιτούμενα όπως τα παρέθεσε ο κ. Δημητριάδης. Όμως το τι τελικά θεωρείται ικανοποιητική αιτιολογία, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.  Εκείνο που θα πρέπει να υπάρχει κατά τρόπο ικανοποιητικό, είναι οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει στην απόφαση του.  Η έκταση των λόγων ποικίλλει ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά του επίδικου θέματος της υπόθεσης. (Βλ. Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895, Pioneer Candy Ltd. a.o. v. Stelios Tryfon & Sons Ltd. (1981) 1 C.L.R. 540).

Στην προκειμένη περίπτωση, ένα ήταν το επίδικο θέμα.  Κατά πόσον το δικαστήριο είχε ή όχι δικαιοδοσία να εκδικάσει την ουσία της προσφυγής. Για να αποφασίσει το θέμα, θα έπρεπε πρώτα να καταλήξει αν η διαφορά των διαδίκων εμπίπτει στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό δίκαιο. Η Δημοκρατία πρωτοδίκως υιοθέτησε τη θέση ότι δυνάμει του Άρθρου 18 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 74/88, η εξουσία διαχείρισης κρατικής γης εναποτέθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο την ασκεί, δυνάμει των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας (Διάθεση) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 173/89).  Ήταν αρχικά η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, ότι με βάση την πιο πάνω νομοθετική ρύθμιση ο έλεγχος της νομιμότητας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για διάθεση κρατικής γης, εμπίπτει πλέον στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και ο έλεγχος ασκείται στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Όμως η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε στη γραπτή της αγόρευση πρωτοδίκως και αργότερα κατ’ έφεση, ότι παρά την πιο πάνω θέση των καθ’ων η αίτηση, η Δημοκρατία ήγειρε την προδικαστική ένσταση σε σχέση με τη δικαιοδοσία, επειδή η ίδια η Εφεσείουσα θέτει ως νομική βάση της υπόθεσης της, τα κατ’ ισχυρισμόν συμβατικά δικαιώματα της που προκύπτουν από την προη[*539]γούμενη ύπαρξη συμβατικής σχέσης με τη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να ισχυρίζεται ότι έχει κεκτημένα δικαιώματα για ανανέωση της σύμβασης.  Ως εκ τούτου η Δημοκρατία υιοθέτησε την άποψη ότι το ζήτημα εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.

Ο αδελφός μας Δικαστής, αφού άκουσε τους συνηγόρους, διαπίστωσε ότι τουλάχιστον η πλευρά της Εφεσείουσας πρόβαλλε ότι οι σχέσεις των διαδίκων διέπονταν από γραπτή σύμβαση από την οποία η ίδια αντλούσε δικαιώματα.  Η μόνη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, ήταν κατά πόσον η σύμβαση ήταν σε ισχύ.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που οι δύο πλευρές δέχονταν ότι τα δικαιώματα της Εφεσείουσας, όπως τα προωθούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, απορρέουν από σύμβαση, το θέμα ενέπιπτε στο ιδιωτικό δίκαιο και όχι στο δημόσιο.  Μπορεί να μην αναφέρεται ρητά στην απόφαση, αλλά είναι φανερό ότι ο αδελφός μας Δικαστής θεώρησε ότι το αν η σύμβαση ήταν σε ισχύ ή όχι, ήταν δευτερεύον θέμα, το οποίο θα επιλαμβανόταν το αστικό δικαστήριο το οποίο θα εκδίκαζε την ουσία της διαφοράς.

Συμφωνούμε απόλυτα με το σκεπτικό του συναδέλφου μας.  Η Εφεσείουσα πράγματι στηρίζει τη θεραπεία της στο γεγονός της μη ανανέωσης της σύμβασης.  Περαιτέρω δήλωσε ότι η ίδια θεωρεί ότι η σύμβαση με βάση τους όρους της, ανανεώθηκε, βρίσκεται σε ισχύ και κακώς οι καθ’ων η αίτηση δεν αποδέχτηκαν το γεγονός.  Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο συνάδελφος μας ορθά κατέληξε ότι το επίδικο θέμα ήταν θέμα ιδιωτικού δικαίου. 

Η απόφαση του συναδέλφου μας όπως διατυπώνεται στο πρακτικό μπορεί να είναι λακωνική, αλλά η αιτιολογία της είναι σαφής.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα παραπονείται για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της για δίκαιη δίκη, απόλαυσης της περιουσίας της και πρόσβασης μέσω δικαστηρίου σε θεραπεία.  Φαίνεται ότι ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, συνδέεται από την Εφεσείουσα με την έλλειψη αιτιολογίας.  Με την αντίθετη διαπίστωση μας στο θέμα της αιτιολογίας, καταρρέει και το βάθρο στο οποίο στηρίζεται ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.  Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να δικαιολογεί το παράπονο της Εφεσείουσας, στην οποία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί, να προβάλει μέσω του δικηγόρου της τα επιχειρήματα της και να έχει στη διάθεση της μια αιτιολογημένη, υπό τις περιστάσεις, απόφαση.  Πέραν τούτου, εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα να προσφύγει στα αστικά δικαστήρια για διεκδίκηση των συμβατικών της δικαιωμάτων.  [*540]Επομένως καμιά στέρηση δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας της ή πρόσβασης στο δικαστήριο για διεκδίκηση θεραπείας,  διαπιστώνεται.

Κατά συνέπεια ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθεί.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2000 έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο