Aδάμου Aδάμος και Άλλη ν. Aνδρέα Πούλλου (2009) 3 ΑΑΔ 541

(2009) 3 ΑΑΔ 541

[*541]15 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 116/2006)

ΑΔΑΜΟΣ ΑΔΑΜΟΥ,

Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΥΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Αιτητή,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 126/2006)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η αίτηση,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΥΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 116/2006, 126/2006)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Το απαιτούμενο προσόν της πραγματικής υπηρεσίας σε θέση ― Η περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος απουσιάζει με άδεια άνευ απολαβών, αλλά για λόγους δημοσίου συμφέροντος ― Καν. 14(1) και (3)(α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) ― Περιστάσεις εφαρμογής τους στην κριθείσα περίπτωση.

[*542]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια υπηρεσίας ― Όρια δικαστικού ελέγχου της ερμηνείας τους ― Περιστάσεις υπό τις οποίες επικυρώθηκε η υιοθετηθείσα από την Ε.Δ.Υ. ερμηνεία στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Η παραγνώρισή της κρίθηκε σύννομη στην εξετασθείσα υπόθεση.

Με τις δύο εφέσεις αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του εφεσείοντα στην Α.Ε. Aρ. 116/06 στη θέση Ειδικού Ιατρού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Η προβληθείσα αναγκαιότητα συμπερίληψης του χρόνου αδείας, όταν γίνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, στον δόκιμο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, έχει έρεισμα.

     Από τη στιγμή που είχε επιτραπεί η άδεια απουσίας του εφεσείοντα στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου, την περίοδο από 1.10.1999-29.1.2002, τότε έχουν εφαρμογή οι Κανονισμοί 14(1) και 14(3)(α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91).

     Συνεπώς, ο εφεσείων είχε πραγματική υπηρεσία στη θέση του Επιμελητή για την περίοδο 15.2.1997 μέχρι 29.1.2002, που υπερκαλύπτει το απαιτούμενο προσόν της τριετούς τουλάχιστον πείρας για να θεωρηθεί ότι πληροί τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, Ειδικού Ιατρού. 

2.  Αποτελεί δοσμένη αρχή ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας. Η διαπίστωση κατοχής των απαιτούμενων προσόντων αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου.  Στο Δικαστήριο παραμένει ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης.

     Στην προκείμενη περίπτωση, η διαπίστωση της ενασχόλησης του εφεσείοντα με τα καθήκοντα του Επιμελητή Παθολογίας, ήταν έργο του διορίζοντος οργάνου. Είχε την υποχρέωση της πρωτογενούς αναζήτησης και του προσδιορισμού της εκτέλεσης των καθηκόντων του.

     Είναι ορθή η προσέγγιση της ΕΔΥ ότι ο εφεσείων κατέχει τα απαιτούμενα για τη θέση του Ειδικού Ιατρού.  Άλλη αντίκριση θα ήταν [*543]άδικη, νοουμένου ότι η ιδία η υπηρεσία τοποθέτησε τον εφεσείοντα στο Ογκολογικό Τμήμα, του αναγνώρισε τα χρόνια υπηρεσίας, ότι αποτελούσαν πραγματική υπηρεσία στη παθολογία, και ως αποτέλεσμα τούτου προήχθη στη θέση Επιμελητή το 1997. Δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί διαφορετικά στο στάδιο διεκδίκησης της επόμενης θέσης του Ειδικού Ιατρού.

3.  Το τελευταίο σκέλος που πρόβαλε ο εφεσίβλητος με την προσφυγή του αφορά την αρχαιότητα που είχε έναντι του διορισθέντος εφεσείοντα.

     Δοθείσας της ταυτόχρονης προαγωγής των δύο στη θέση Επιμελητή, της υπάρχουσας σύστασης του Διευθυντή υπέρ του εφεσείοντα, γεγονός που  είχε αναφερθεί στη συγκεκριμένη απόφαση της ΕΔΥ αιτιολογώντας γιατί αποκλίνει από την υπάρχουσα αρχαιότητα, η απόφαση βρίσκεται μέσα στα όρια άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας, σε βαθμό που δεν απαιτείται επέμβαση του Δικαστηρίου.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 312,

Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 459/02), ημερ. 18/8/06.

A. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε. Αρ. 116/06.

Μ. Καλλιγέρου, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή στις Α.Ε. Αρ. 116/06 και 126/06.

Δ. Εργατούδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση στην Α.Ε. Αρ. 116/06 και για τους Eφεσείοντες - Kαθ’ ων η αίτηση στην A.E. Aρ. 126/06.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*544]δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 28.2.2002 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής ΕΔΥ), έκρινε ως καταλληλότερο για προαγωγή στη θέση του Ειδικού Ιατρού, Ιατρικές Υπηρεσίες δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Παθολογίας, τον Α. Αδάμου, Εφεσείοντα/Ενδιαφερόμενο Μέρος (στο εξής ο Εφεσείων).

Ο Ανδρέας Πούλλου, εφεσίβλητος και στις δύο εφέσεις (στο εξής Εφεσίβλητος) καταχώρησε προσφυγή εναντίον του διορισμού του Α. Αδάμου, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο διορισθείς δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της τριετούς, τουλάχιστον, υπηρεσίας στη θέση του Επιμελητή στα καθήκοντα της ειδικότητας της Παθολογίας.

Η προσφυγή του Α. Πούλλου έγινε αποδεχτή και ο διορισμός του Α. Αδάμου ακυρώθηκε. Ο τελευταίος καταχώρησε την έφεση με αριθμό 116/06, αμφισβητώντας την ορθότητα της εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης. Παράλληλα καταχώρησε και η Δημοκρατία (στο εξής η Δημοκρατία), την υπ’ αριθμό 126/06 έφεση, θεωρώντας την πρωτόδικη απόφαση λανθασμένη.

Για σκοπούς πληρέστερης αντιμετώπισης του θέματος, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το απόσπασμα από το σχέδιο υπηρεσίας, όπως καταγράφεται στην Σ.Υ. 45/2000 που δημοσιεύτηκε στις 22.12.2000:-

«ΕΙΔΙΚΟΣ ΙΑΤΡΟΣ (Θέση Προαγωγής)

Απαιτούμενα προσόντα:

(1) Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Επιμελητή-

(α) Στα καθήκοντα της ειδικότητας που καθορίζεται κατά την πλήρωση της θέσης και

(β) στην οποία διορίστηκε ή προάχθηκε.

(2) (3) – (δεν αμφισβητείται ότι υπάρχουν).»

Η σταδιοδρομία του εφεσείοντα ως ιατρού, επίσης δεν αμφισβητείται.  Διορίστηκε στη θέση Ιατρικού Λειτουργού Α΄ Τάξης στις 2.2.1987.  Στις 15.2.1997 προήχθη στη θέση Επιμελητή στην ειδικότητα της Παθολογίας.  Την 1.10.1999 αφού ζήτησε του παραχωρήθηκε άδεια, άνευ απολαβών, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και μέχρι τις 29.1.2002, ημερομηνία εξέτασης προσόντων από την ΕΔΥ, εργαζόταν στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου, που αποτελεί οργανισμό ιδιωτικού δικαίου.

[*545]Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στηριζόμενος στην παραχωρηθείσα, από το Υπουργικό Συμβούλιο, άδεια, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, πρόβαλε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι Κανονισμοί 14(1) και 14(3)(α) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) που εξαιρούν την περίοδο μη απασχόλησης ενός υπαλλήλου όταν αυτός απουσιάζει από την εργασία του για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όταν εξετάζεται, για σκοπούς προαγωγής, ο χρόνος υπηρεσίας του.

Υιοθετώντας αυτή την προσέγγιση, η κάλυψη της τριετίας είναι έκδηλη υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, αφού ο εφεσείων κατείχε τη θέση του Επιμελητή από τις 15.2.1997 μέχρι και τις 29.1.2002, συνεπώς είχε πραγματική υπηρεσία, πέραν των τριών χρόνων.

Το άλλο παράπονο του εφεσείοντα, εδράζεται στη λανθασμένη, όπως χαρακτηρίζεται, ερμηνεία που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο, σε συνάρτηση με τα καθήκοντα του, ως Επιμελητή, την περίοδο από τις 15.2.1997 μέχρι και την 1.10.1999.  Αποτελεί εύρημα του αδελφού μας Δικαστή ότι την πιο πάνω περίοδο, ο συγκεκριμένος γιατρός, δεν υπηρετούσε, ούτε ασκούσε τα ιατρικά του καθήκοντα στο Παθολογικό Τμήμα του νοσοκομείου, αλλά ασκούσε καθήκοντα στην ειδικότητα της Ακτινοθεραπευτικής/Ογκολογίας στο Ακτινοθεραπευτικό Τμήμα του νοσοκομείου.

Για ενίσχυση του πιο πάνω επιχειρήματος του ο συνήγορος του εφεσείοντα αλλά και της Δημοκρατίας, επικαλούνται την αρχή του αμάχητου τεκμηρίου, που έχει, όπως ισχυρίζονται, εφαρμογή στην προκειμένη υπόθεση, με βάση το διορισμό του εφεσείοντα στη θέση Επιμελητή στην ειδικότητα της Παθολογίας από τις 15.2.1997.

Δεν τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα του «αμάχητου τεκμηρίου» υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου, αφού το προβλεπόμενο προσόν σε σχέση με την απαιτούμενη πείρα για την απόκτηση της θέσης του Επιμελητή όπως προβλεπόταν στο τότε ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι διάφορο από αυτό που προβλέπεται για τη θέση του Ειδικού Ιατρού.

Ως προς την ουσία των παρεχομένων υπηρεσιών από τον εφεσείοντα, η συνήγορος του εφεσίβλητου, έδωσε έμφαση στα καθήκοντα που ασκούσε την περίοδο 1997-1999 αφού ήταν, όπως είπε, αποσπασμένος στο Ακτινοθεραπευτικό Τμήμα και όχι στο Παθολογικό.  Δεν ασκούσε, όπως πρόβαλε, τα καθήκοντα του Επιμελητή στην ειδικότητα της Παθολογίας, ειδικότητα στην οποία είχε [*546]προαχθεί ως Επιμελητής. Απαιτείται, κατέληξε, από το Σχέδιο Υπηρεσίας του Ειδικού Ιατρού, η σωρευτική συνύπαρξη τριετούς υπηρεσίας στη θέση Επιμελητή με ταυτόχρονη άσκηση των καθηκόντων της ειδικότητας της Παθολογίας.

Η προβληθείσα αναγκαιότητα συμπερίληψης του χρόνου αδείας, όταν γίνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, στον δόκιμο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, όπως την ανέλυσαν οι εφεσείοντες, βρίσκουμε ότι έχει έρεισμα.

Από τη στιγμή που είχε επιτραπεί η άδεια απουσίας του Α. Αδάμου στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου, την περίοδο από 1.10.1999-29.1.2002, τότε έχουν εφαρμογή οι Κανονισμοί 14(1) και 14(3)(α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) που προβλέπουν:-

«14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου και του Κανονισμού 15, όταν σε σχέδια υπηρεσίας απαιτείται ορισμένος χρόνος υπηρεσίας για προαγωγή, η υπηρεσία πρέπει να είναι πραγματική υπηρεσία.

………………………………………………………………………………………………………………………………………

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (1) ο όρος “πραγματική υπηρεσία” δεν περιλαμβάνει-

(α) Χρόνο άδειας χωρίς απολαβές για λόγους άλλους ή του δημόσιου συμφέροντος.»

Συνεπώς, βρίσκουμε ότι ο εφεσείων είχε πραγματική υπηρεσία στη θέση του Επιμελητή για την περίοδο 15.2.1997 μέχρι 29.1.2002, που υπερκαλύπτει το απαιτούμενο προσόν της τριετούς τουλάχιστον πείρας για να θεωρηθεί ότι πληροί τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, Ειδικού Ιατρού.  Επί του προκειμένου, θεωρούμε τη διαπίστωση του αδελφού μας Δικαστή, λανθασμένη.

Τούτου δοθέντος, δεν εξυπακούεται και λύση του θέματος, αφού στο σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτείται η τριετής ενασχόληση να συνδέεται άμεσα με τα «καθήκοντα της ειδικότητας», ήτοι στην προκείμενη περίπτωση, της Παθολογίας.

Eξετάζοντας το θέμα αυτό θ΄ασχοληθούμε και με τους άλλους λόγους που πρόβαλε ο εφεσίβλητος, ως αιτητής, στην προσφυγή του 459/2002, που συνοψίζονται:

[*547]Α)          στην απουσία των αναγκαίων προσόντων του εφεσείοντα για προαγωγή,

Β) το χαρακτηρισμό της σύστασης του Διευθυντή ως παράνομης, αφού επιδιώκεται η ανατροπή της βαθμολογικής εικόνας των υποψηφίων και

Γ) η υπάρχουσα αρχαιότητα του εφεσίβλητου έναντι του εφεσείοντα.

Είναι κοινώς αποδεχτή  θέση ότι τη δεδομένη περίοδο λήψης της επίδικης απόφασης δεν υπήρχε, ως ειδικότητα, η «ογκολογία».

Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι διάφορο.  Ασκούσε τα καθήκοντα του Επιμελητή Παθολογίας ο Α.Αδάμου, την επίδικη περίοδο, όταν είναι επίσης παραδεχτό ότι ήταν αποσπασμένος στο Ακτινοθεραπευτικό Τμήμα του Νοσοκομείου;

Το σχέδιο υπηρεσίας για την προαγωγή στη θέση Επιμελητή προνοούσε «πλήρη απασχόληση ως Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης στην ειδικότητα της Παθολογίας».  Η επίδικη θέση Ειδικού Ιατρού απαιτεί τριετή υπηρεσία στη θέση Επιμελητή, στα καθήκοντα της ειδικότητας της Παθολογίας.  Παρατηρούμε συνεπώς να υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο Σχεδίων Υπηρεσίας.  Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 312, η προηγούμενη κρίση της ΕΔΥ, περί την κατοχή των προσόντων του αιτητή, δεν ήταν δεσμευτική, αφού αυτή αφορούσε διαφορετική θέση με διαφορετικό σχέδιο υπηρεσίας.

Αποτελεί δοσμένη αρχή ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας.  Η διαπίστωση κατοχής των απαιτούμενων προσόντων αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου.  Στο Δικαστήριο παραμένει ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης (βλ. Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

Στην προκείμενη περίπτωση, η διαπίστωση της ενασχόλησης του εφεσείοντα με τα καθήκοντα του Επιμελητή Παθολογίας, ήταν έργο του διορίζοντος οργάνου. Είχε την υποχρέωση της πρωτογενούς αναζήτησης και του προσδιορισμού της εκτέλεσης των καθηκόντων του Α. Αδάμου.

Από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων παρατηρούμε ότι στις 26.01.1989, ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών γνωστοποιεί στον εφεσείοντα ότι τοποθετείται ως Βοηθός στο Ογκολογικό Τμήμα του νοσοκομείου Λεμεσού.  Στις 07.02.1989 η ΕΔΥ μεταθέτει τον εφεσείοντα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στο [*548]Ογκολογικό τμήμα.

Με αυτά τα δεδομένα ο εφεσείων διεκδικεί τη θέση του Επιμελητή Παθολογίας και προάγεται από την ΕΔΥ στις 23.01.1997. Συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Ογκολογικό Τμήμα μέχρι το 1999 που αποσπάται, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στο Ογκολογικό της Τράπεζας Κύπρου.

Είναι κατά τη γνώμη μας ορθή η προσέγγιση της ΕΔΥ ότι ο εφεσείων κατέχει τα απαιτούμενα για τη θέση του Ειδικού Ιατρού. Άλλη αντίκριση θα ήταν άδικη, νοουμένου ότι η ιδία η υπηρεσία τοποθέτησε τον εφεσείοντα στο Ογκολογικό Τμήμα, του αναγνώρισε τα χρόνια υπηρεσίας, ότι αποτελούσαν πραγματική υπηρεσία στη παθολογία, και ως αποτέλεσμα τούτου προήχθη στη θέση Επιμελητή το 1997.

Δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί διαφορετικά στο στάδιο διεκδίκησης της επόμενης θέσης του Ειδικού Ιατρού.

Ως προς το επόμενο θέμα που εγείρεται και αφορά τη σύσταση του Διευθυντή, δεν βρίσκουμε έρεισμα στο επιχείρημα του εφεσίβλητου αφού ουσιαστικώς εδράζεται στην απουσία υπηρεσίας του εφεσείοντα στο παθολογικό τμήμα, θέμα που απαντήσαμε πιο πάνω.

Το τελευταίο σκέλος που πρόβαλε ο εφεσίβλητος με την προσφυγή του αφορά την αρχαιότητα που είχε έναντι του διορισθέντος εφεσείοντα.

Στη θέση Επιμελητή οι δυο είχαν προαχθεί την ίδιαν ημέρα (15.02.1997). Ο εφεσίβλητος είχε αρχικώς διοριστεί Ιατρικός Λειτουργός το 1979, ενώ ο εφεσείων το 1987.

Δοθείσας της ταυτόχρονης προαγωγής των δυο στη θέση Επιμελητή, της υπάρχουσας σύστασης του Διευθυντή υπέρ του εφεσείοντα, γεγονός που είχε αναφερθεί στη συγκεκριμένη απόφαση της ΕΔΥ αιτιολογώντας γιατί αποκλίνει από την υπάρχουσα αρχαιότητα, θεωρούμε ότι η απόφαση βρίσκεται μέσα στα όρια άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας, σε βαθμό που δεν απαιτείται η επέμβαση μας.

Με βάση την πιο πάνω διαπίστωση βρίσκουμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι λανθασμένη. Η έφεση αρ. 116/2006 επιτυγχάνει.  Η απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή του εφεσείοντα που δημοσιεύ[*549]θηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 19.4.2002, επικυρώνεται.

Συνακόλουθα επιτυγχάνει και η έφεση αρ. 126/2006 με το ίδιο αποτέλεσμα. 

Λαμβανομένου υπ΄όψη ότι και οι δυο εφέσεις είχαν κοινό θέμα και εκδικάστηκαν ταυτοχρόνως επιδικάζονται €750 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου στην έφεση αρ. 116/2006 και €750 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου στην έφεση αρ. 126/06.

Oι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.

      


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο