Kamil Ali υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής του Ali Riza ή Kiamil Ali Riza Karamano ή Ιλχάν Αli Riza ν. Υπουργού Εσωτερικών (2009) 3 ΑΑΔ 554

(2009) 3 ΑΑΔ 554

[*554]15 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ALI KAMIL YΠO THN IΔIOTHTA TOY ΩΣ ΔIAXEIPIΣTHΣ ΤΟΥ ALI RIZA Ή KIAMIL ALI RIZA KARAMANO Ή  IΛXAN ALI RIZA,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτου - Καθ΄ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 21/2007)

 

Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Απαλλοτρίωση τουρκοκυπριακού ακινήτου με τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ― Κατά πόσο χωρεί προσφυγή κατά της άρνησης του Κηδεμόνα να καταβάλει το ποσό της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση στο διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος.

Έννομο Συμφέρον ― Διαχειριστή της περιουσίας αποβιώσαντος τουρκοκυπρίου, να διεκδικήσει την ανάκτηση κατοχής και χρήσης ακίνητης ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος.

Ο Εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του καθ’ ου η αίτηση Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αναφορικά με την ανάκτηση κατοχής περιουσίας της οποίας ο εφεσείων ήταν διαχειριστής καθώς και αναφορικά με την πληρωμή σε αυτόν της αποζημίωσης μέρους της περιουσίας η οποία είχε προγενέστερα απαλλοτριωθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η διεκδίκηση της αποζημίωσης δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι ορθή.  Ιδιαίτερα αφού η πληρωμή της αποζημίωσης δεν αφορά το ίδιο το δικαίωμα στην αποζημίωση αλλά την εφαρμογή [*555]του δικαιώματος ως πράξης εκτέλεσης.  Η διεκδίκηση της καταβολής της αποζημίωσης είναι γενικότερα θέμα ιδιωτικού δικαίου ενώπιον οποιουδήποτε αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου.  Εκεί θα μπορεί ενδεχομένως να αμφισβητηθεί και η συμβατότητα του Άρθρου 9 του Ν. 139/91 δυνάμει του οποίου προνοείται η αναστολή πληρωμής οφειλόμενου ποσού σε ιδιοκτήτη Τουρκοκυπριακής περιουσίας.

2.  Τα παράπονα του Αιτητή στους υπόλοιπους λόγους έφεσης (3, 5, 6, 7, 9 και 10) αφορούν ουσιαστικά το θέμα της δυνατότητας χρήσης Τουρκοκυπριακής περιουσίας η οποία έχει περιέλθει στην αρμοδιότητα του Κηδεμόνα από τον ιδιοκτήτη της.  Δεν μπορεί να εξεταστεί το θέμα αυτό.  Η όποια έκφραση άποψης από τον Κηδεμόνα επί του θέματος (που εξ άλλου είχε εκφρασθεί και στην επιστολή του ημερ. 3.8.2004, ώστε να προέκυπτε, αν επρόκειτο για εκτελεστή διοικητική πράξη, και θέμα πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα), δεν συνιστούσε απόφαση επί συγκεκριμένου αιτήματος παρά μόνο εξ ιδίων του γενικότερη πληροφόρηση ως προς τη νομική κατάσταση των πραγμάτων που έτσι δεν μπορούσε να είναι αντικείμενο προσφυγής.  Πέραν τούτων, ο Εφεσείων, με τη μεταβίβαση των κληρονομικών μεριδίων στους κληρονόμους, για την οποία και δεν είχε ένσταση ο Κηδεμόνας, εξαντλούσε τη δική του αρμοδιότητα επί των ακινήτων ώστε να μην είχε πλέον ο ίδιος ως διαχειριστής έννομο συμφέρον ως προς την περαιτέρω κατοχή και χρήση της.  Εναπόκειτο λοιπόν έκτοτε στους κληρονόμους ως ιδιοκτήτες να αιτηθούν την ανάκτηση κατοχής και χρήσης των ακινήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 133/05), ημερ. 19.1.07.

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Χατζηχαμπή, Δ..

[*556]ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Ο Κιαμίλ Αλί Ριζά, Τουρκοκύπριος πολίτης της Δημοκρατίας, απεβίωσε την 25.12.2002 αφήνοντας κληρονόμους τη σύζυγό του, τον υιό του και τις δύο κόρες του.  Ο υιός του διορίσθηκε διαχειριστής της περιουσίας την 23.4.2004 στα πλαίσια σχετικής αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Μέρος της περιουσίας, η οποία περιήλθε στη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, απαλλοτριώθηκε και μέρος παρεχωρήθη σε πρόσφυγες.  Εν όψει τούτου, ο Κηδεμόνας είχε ειδοποιηθεί για την αίτηση διαχείρισης και δήλωσε ότι δεν υπήρχε νομικό κώλυμα να δοθούν έγγραφα διαχείρισης στους νόμιμους κληρονόμους, παρατηρώντας συγχρόνως ότι δεν μπορούσε να γίνει άλλη ενέργεια σε σχέση με την περιουσία χωρίς τη συγκατάθεση του και ότι η αποζημίωση για την απαλλοτρίωση, η καταβολή της οποίας αναστέλλεται δυνάμει νόμου, κατετέθη σε ειδικό λογαριασμό.  Την 26.7.2004 ο Εφεσείων, υπό την ιδιότητα του πλέον ως διαχειριστής της περιουσίας, απευθύνθηκε μέσω δικηγόρου στον Κηδεμόνα αναφέροντας ότι, εφ΄όσον εσκόπευε να προχωρήσει στις μεταβιβάσεις στους κληρονόμους, ζητούσε τις απόψεις του ως προς την καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση.  Ο Κηδεμόνας απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 3.8.2004 ότι το θέμα θα εξετάζετο, αναφέροντας συγχρόνως ότι η πληρωμή της αποζημίωσης αναστέλλετο βάσει του Ν. 139/91 και ότι οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες δεν είχαν δικαίωμα άσκησης των περιουσιακών δικαιωμάτων τους διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης.  Ο Εφεσείων επανήλθε με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 3.11.2004, καλώντας τον Κηδεμόνα όπως:

«(α)     Έχω την οποιαδήποτε απαλλαγή/συγκατάθεση σας για να προχωρήσω στες σχετικές μεταβιβάσεις της περιουσίας του αποβιώσαντος στους Νομίμους κληρονόμους.

(β) Καταβάλετε προς τον πελάτη μου Ali Kiamil, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ευρίσκεται στον έλεγχο σας συνεπεία οποιασδήποτε επίταξης και/ή απαλλοτρίωσης κτημάτων του αποβιώσαντα.

(γ)  Δώσετε πλήρη απολογισμό για την μέχρι σήμερα διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος εφ΄όσων είχατε αυτήν υπό τον έλεγχο σας.»

Ο Κηδεμόνας απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 25.11.2004 ως εξής:

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημ. 3.11.2004, προς τον [*557]Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, εκ μέρους του πελάτη σας κ. Ali Kiamil, η οποία διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών για αρμόδια εξέταση, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και, σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μου ημ. 3.8.04, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένσταση για την έκδοση των εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα, για σκοπούς διανομής και μεταβίβασης των κληρονομικών μεριδίων στους νόμιμους κληρονόμους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189.

2. Συναφώς αναφέρεται, με την ευκαιρία αυτή, ότι οι Τ/Κ ιδιοκτήτες και οι κληρονόμοι τους δεν έχουν δικαίωμα χρήσης των υπό κηδεμονία περιουσιών τους και αποκλείονται της άσκησης οποιωνδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων, ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση, που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, χωρίς την αναγκαία προς τούτο άδεια του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών.

3. Το αίτημα του πελάτη σας, για καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση μέρους της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του δεν μπορεί, στο στάδιο αυτό, να ικανοποιηθεί, γιατί, σύμφωνα με το Άρθρο 9 του Νόμου Αρ. 139/91 αναστέλλεται η πληρωμή οποιουδήποτε ποσού, που οφείλεται σε ιδιοκτήτη Τ/Κ περιουσίας, σε σχέση με την περιουσία αυτή, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάσταση, που επικρατεί στην Κύπρο, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.

4. Τα ποσά των αποζημιώσεων για την απαλλοτρίωση Τ/Κ περιουσιών κατατίθενται σε ειδικό Λογαριασμό, που τηρείται για το σκοπό αυτό, στο Ταμείο Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών και θα επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους, με το νόμιμο τόκο, μετά τη λήξη της ισχύος του πιο πάνω Νόμου και τον τερματισμό της έκρυθμης κατάστασης.

5. Θεωρώ αναγκαίο να σας αναφέρω ότι όλες οι Τ/Κ περιουσίες, που εγκαταλείφθηκαν στις ελεύθερες περιοχές, λόγω της μαζικής μετακίνησης των Τ/Κ ιδιοκτητών στα κατεχόμενα, σαν αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής, βρίσκονται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, ο οποίος τις διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων.»

Ο Εφεσείων κατεχώρησε τότε προσφυγή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας, ζητώντας τις ακόλουθες θεραπείες:

[*558]«Α. Να αποφασισθεί ότι είναι άκυρη ή/και δεν ισχύει κι ότι δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα, η απόφαση ή/και η διαδικασία που έχει ληφθεί από τον αντίδικο και έχει σταλεί στον δικηγόρο του ενάγοντα, την 25.11.2004 και που έχει κοινοποιηθεί στον ίδιο τον ενάγοντα την 1.12.2004, βάσει της οποίας, μετά την εισβολή του 1974 οι Τ/Κύπριοι ιδιοκτήτες ακινήτων ή οι κληρονόμοι τους, δεν έχουν το δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσουν, χωρίς την άδεια του αντιδίκου.

Β. Σχετικά με τα αντίτιμα των ακίνητων  που ανήκουν στους Τ/Κύπριους ή στους κληρονόμους αυτών, όσο διαρκεί το Κυπριακό πρόβλημα ή το πρόβλημα που υπάρχει στην Κύπρο, τα ποσά που αντιστοιχούν στις περιουσίες ή(και που έχουν συγκεντρωθεί, τα διαχειρίζεται η Δν/ση της Υπηρεσίας Διαχείρισης, και δεν θα πληρωθούν στους Τ/Κύπριους ή στους κληρονόμους αυτών.  Να αποφασισθεί ότι, η απόφαση ή/και οι διαδικασίες είναι άκυρες ή/και δεν θα επιφέρουν οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.

Γ. Η απόφαση για τα ακίνητα που ανήκουν στους Τ/Κυπρίους και βρίσκονται στη Νότια Κύπρο, υπό τον έλεγχο του αντιδίκου για τις ανάγκες ή/και το συμφέρον των προσφύγων και δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ο ενάγων ή/και χωρίς την άδεια του αντιδίκου, να αποφασισθεί ότι είναι άκυρη ή/και δεν ισχύει ή/και δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.

Δ. Να δοθεί από το δικαστήριο μια οποιαδήποτε κατάλληλη λύση.»

Η αδελφή μας Δικαστής η οποία εκδίκασε την προσφυγή απεφάσισε ότι οποιοιδήποτε ισχυρισμοί του Εφεσείοντα αναφορικά με τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης δεν μπορούσαν να εξετασθούν καθ΄όσον ο Εφεσείων δεν είχε με την προσφυγή προσβάλει την απαλλοτρίωση παρά μόνο την όποια απόφαση περιέχεται στην επιστολή της 25.11.2004.  Και ότι το θέμα της άρνησης πληρωμής της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση δεν μπορούσε να εξετασθεί αφού δεν αφορούσε εκτελεστή διοικητική πράξη.  Ως προς το θέμα της αρμοδιότητας του Κηδεμόνα σε σχέση με την περιουσία, έκρινε ότι, εφ΄όσον επρόκειτο για τουρκοκυπριακή περιουσία στα πλαίσια του Ν. 139/91, ενέπιπτε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα, με δεδομένο ότι η συνταγματικότητα του Ν. 139/91 είχε ήδη κριθεί στη νομολογία.

Εκτός από τα παράπονα που διατυπώνονται για τις ως άνω κα[*559]ταλήξεις του Δικαστηρίου, υπάρχει και λόγος έφεσης (1) ως προς το ότι η απόφαση, κατά παράβαση του Άρθρου 3.4 του Συντάγματος, εδόθη μόνο στην ελληνική γλώσσα αντί και στην τουρκική και, ακόμα, δεν διαβάστηκε ολόκληρη. Δεν θα μας απασχολήσει ο λόγος έφεσης αυτός καθ΄όσον, και δεδομένης της συνταγματικής ρύθμισης, εν πάση περιπτώσει  όσον αφορά την έφεση ουδόλως επηρεάσθησαν τα δικαιώματα του Εφεσείοντα, όπως προκύπτει και από το ότι κατεχωρήθη έφεση και ιδιαιτέρως από την πληρότητα των λόγων της, ούτε βεβαίως μπορεί να γίνεται λόγος για άκυρη απόφαση. 

Τα παράπονα του Εφεσείοντα ως προς το θέμα της αποζημίωσης δεν φαίνονται ευθέως να εμφισβητούν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία καθ΄όσον πρόκειται για μη εκτελεστή διοικητική πράξη (λόγω του ότι το θέμα είναι ιδιωτικού δικαίου και δη χρηματική διαφορά).  Τα παράπονα είναι, αντιστοίχως, ότι η μαρτυρία ότι το όποιο ποσό της αποζημίωσης έχει κατατεθεί σε ειδικό λογαριασμό δυνάμει του Ν. 139/91 (λόγος έφεσης 2) και ότι η αποζημίωση δεν έχει καταβληθεί όπως προνοείται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος ως άμεσα οφειλόμενο, με αποτέλεσμα να μην είναι νόμιμη και η απαλλοτρίωση (λόγοι έφεσης 4 και 8).

Ως προς το πρώτο παράπονο, δεν είναι βεβαίως θέμα που μπορεί να απασχολήσει την έφεση σε σχέση και με την εμβέλεια της προσφυγής, η οποία αφορά την όλη νομιμότητα της άρνησης πληρωμής της αποζημίωσης και όχι τη διαδικασία πληρωμής μέσω ειδικού λογαριασμού ή άλλως πως.  Το δεύτερο παράπονο έχει δύο πτυχές.  Στο βαθμό που προεκτείνεται στο ότι η απαλλοτρίωση δεν είναι νόμιμη καθ΄όσον δεν κατεβλήθη η αποζημίωση, δεν μπορεί να εξετασθεί εφ΄όσον η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης ουδέποτε προσεβλήθη.  Στο βαθμό που αφορά όμως το τυχόν δικαίωμα του Εφεσείοντα στην είσπραξη της αποζημίωσης ως άμεσα οφειλόμενης, μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλει εμμέσως την κατάληξη του δικαστηρίου ως προς την εκτελεστότητα της πράξης.  Εν τούτοις, ο Εφεσείων δεν έχει καν επιχειρηματολογήσει προς την κατεύθυνση αυτή και δεν υπάρχει ενώπιον μας οτιδήποτε που να μας πείθει ότι είναι λανθασμένη η κατάληξη του δικαστηρίου ότι η διεκδίκηση της αποζημίωσης δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Ιδιαίτερα αφού η πληρωμή της αποζημίωσης δεν αφορά το ίδιο το δικαίωμα στην αποζημίωση αλλά την εφαρμογή του δικαιώματος ως πράξης εκτέλεσης. Να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι (εκτός του ότι είναι λανθασμένη η αναφορά του Εφεσείοντα στο Άρθρο 23.3, εφ΄όσον σχετικό προς απαλλοτρίωση είναι ειδικά το [*560]Άρθρο 23.4(γ), όπως προνοείται στο Άρθρο 23.4(γ), σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της αποζημίωσης αυτό αποφασίζεται από πολιτικό δικαστήριο.  Εδώ ο Εφεσείων, διεκδικώντας το όποιο ποσό της αποζημίωσης ευρίσκετο στα χέρια του Κηδεμόνα, συγχρόνως επεφύλαξε τα δικαιώματα του.  Ορθό θα ήταν, πριν διεκδικηθεί η πληρωμή της αποζημίωσης, να διευκρινισθεί αν ο Εφεσείων δέχεται το ποσό για το οποίο ο Κηδεμόνας έδωσε τη συγκατάθεση του και, αν όχι, να επιδιώξει, αν δικαιούται, τον καθορισμό του ποσού της δίκαιης αποζημίωσης από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο πριν διεκδικηθεί η πληρωμή του.  Αυτά ενισχύουν την άποψη ότι η διεκδίκηση της καταβολής της αποζημίωσης είναι γενικότερα θέμα ιδιωτικού δικαίου ενώπιον οποιουδήποτε αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου.  Εκεί θα μπορεί ενδεχομένως να αμφισβητηθεί και η συμβατότητα του Άρθρου 9 του Ν. 139/91 δυνάμει του οποίου προνοείται η αναστολή πληρωμής οφειλόμενου ποσού σε ιδιοκτήτη Τουρκοκυπριακής περιουσίας.

Τα παράπονα του Αιτητή στους υπόλοιπους λόγους έφεσης (3, 5, 6, 7, 9 και 10) αφορούν ουσιαστικά το θέμα της δυνατότητας χρήσης Τουρκοκυπριακής περιουσίας η οποία έχει περιέλθει στην αρμοδιότητα του Κηδεμόνα από τον ιδιοκτήτη της.  Δεν θα μας απασχολήσει το θέμα αυτό.  Κατ’ αρχάς, το μόνο θέμα που ήγειρε ο Εφεσείων στην επιστολή ημερ. 26.7.2004 ήταν ως προς την καταβολή της αποζημίωσης εν όψει των μεταβιβάσεων των κληρονομικών μεριδίων στους κληρονόμους.  Εις δε την επιστολή ημερ. 3.11.2004, προς την οποία απαντά η επιστολή ημερ. 25.11.2004 που περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Εφεσείων ζητούσε τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα για τις μεταβιβάσεις, την καταβολή και πάλι της αποζημίωσης και απολογισμό για τη μέχρι τότε διαχείριση του.  Πρόδηλο είναι λοιπόν ότι ο Εφεσείων ουδόλως έθεσε θέμα ή ήγειρε αξίωση για επιστροφή της κατοχής και χρήσης της περιουσίας στον ίδιο ή στους κληρονόμους.  Δεν μπορούσε λοιπόν να παραπονείται για απόφαση του Κηδεμόνα επ΄αυτού του θέματος. Η όποια έκφραση άποψης από τον Κηδεμόνα επί του θέματος (που εξ άλλου είχε εκφρασθεί και στην επιστολή του ημερ. 3.8.2004, ώστε να προέκυπτε, αν επρόκειτο για εκτελεστή διοικητική πράξη, και θέμα πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα), δεν συνιστούσε απόφαση επί συγκεκριμένου αιτήματος παρά μόνο εξ ιδίων του γενικότερη πληροφόρηση ως προς τη νομική κατάσταση των πραγμάτων που έτσι δεν μπορούσε να είναι αντικείμενο προσφυγής.  Πέραν τούτων, ο Εφεσείων, με τη μεταβίβαση των κληρονομικών μεριδίων στους κληρονόμους, για την οποία και δεν είχε ένσταση ο Κηδεμόνας, εξαντλούσε τη δική του αρμοδιότητα επί των ακινήτων ώστε να μην είχε πλέον ο ίδιος ως διαχειριστής έννομο συμφέρον ως [*561]προς την περαιτέρω κατοχή και χρήση της.  Εναπόκειτο λοιπόν έκτοτε στους κληρονόμους ως ιδιοκτήτες να αιτηθούν την ανάκτηση κατοχής και χρήσης των ακινήτων.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Εν όψει της φύσης της υπόθεσης, αποφασίσαμε να επιδικάσουμε μόνο €1000 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο