Παύλου Σωτήριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 584

(2009) 3 ΑΑΔ 584

[*584]15 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΠΑΥΛΟΥ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν. 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 161/2006)

 

Συντάξεις ― Η μείωση των επαγγελματικών συντάξεων του δημοσίου όταν αρχίζει να καταβάλλεται στους δικαιούχους τους η αναλογική σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ― Η μείωση χαρακτηρίστηκε πλασματική και δικαιολογημένη ως υπαγόμενη στους περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπονται, βάσει της παραγράφου 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συντάξεις ― Κατά πόσο παραβιάζεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος από την ρύθμιση των Άρθρων 58 του Ν.41/80 και 45 του Ν.97(Ι)/97, διά της οποίας συμψηφίζεται η επαγγελματική και η αναλογική σύνταξη των συνταξιούχων του Δημοσίου.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης μείωσης της σύνταξής του κατά Λ.Κ.405,12 μηνιαίως, στο στάδιο που άρχισε να του καταβάλλεται αντίστοιχο ποσό ως σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσία, και κατά συνέπεια ατομικό δικαίωμα που απαιτεί νομική προστασία.

[*585]Προτού όμως εξεταστεί η επίπτωση στην αφαίρεση του συγκεκριμένου ποσού από την “επαγγελματική” σύνταξη, που προσδιορίζεται και επιβλήθηκε με βάση το συνδυασμό των Άρθρων 88(1) του Ν. 41/80 και 45(1) του Ν. 97(Ι)/97, πρέπει να γίνει ένα “βήμα” πίσω και να προσδιοριστεί το νομικό καθεστώς δημιουργίας αυτού του περιουσιακού δικαιώματος.

Το πλέγμα του συγκεκριμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος δημιουργήθηκε ως σύνολο κατόπιν συμψηφισμού ως ενιαίος κανών δικαίου.  Το νομοθετικό έρεισμα της προβλεπόμενης εισφοράς του 3% από τον εφεσείοντα και του 9% από το κράτος (Άρθρα 5 και 6 του Ν. 41/80) δεν νοείται χωρίς την αντισταθμιστική αφαίρεση που προβλέπει στο Άρθρο 88 του ιδίου νόμου.  Ταυτοχρόνως η αφαίρεση που επιτάσσει το Άρθρο 45 του Ν. 97(Ι)/97, είχε ως αντάλλαγμα την καταβολή αναλογικής σύνταξης.

Ο περιορισμός αυτού του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κρίνεται δικαιολογημένος για το λόγο ότι, η προερχόμενη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύνταξη, ως περιουσιακό δικαίωμα, έχει επίσης μια κοινωνική διάσταση.  Συνακόλουθα το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η παρεχόμενη αναλογική σύνταξη δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. 

Ταυτοχρόνως έχοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας που διαπνέει το Ν. 41/80 και της δίκαιης στάθμισης αφενός του περιουσιακού συμφέροντος του ασφαλισμένου σε σύνταξη, ιδιαιτέρως όταν αυτό πηγάζει από εισφορές του ιδίου, και, αφετέρου του γενικού συμφέροντος που εξυπηρετείται από το πλαίσιο της κρατικής μέριμνας για κοινωνική ασφάλιση, συμπεραίνεται ότι ο τρόπος εφαρμογής του Άρθρου 88(1) του Ν. 41/80 και η προκύπτουσα ενδεχομένως μείωση, όντως πλασματική, δεν είναι αντισυνταγματική, αφού εμπίπτει στην παρ. (3) του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Λαούτας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 40.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 820/05), ημερ. 1.11.06.

[*586]Αλ. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ως συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, παραπονείται ότι η κυβερνητική του σύνταξη μειώθηκε κατά £405,12 μηνιαίως από τις 15/04/2005, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να λαμβάνει αναλογική σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Για το σκοπό αυτό προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή 820/2005. Ο αδελφός μας Δικαστής, που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι η ελάττωση της σύνταξης του εφεσείοντα, που επέρχεται με την αφαίρεση συγκεκριμένου ποσού από τη μια και με την καταβολή ετέρου ποσού από την άλλη, μέσω της αναλογικής σύνταξης, είναι πλασματική και δεν οδηγεί σε αποστέρηση της ιδιοκτησίας του εφεσείοντα.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ:

Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή είναι αποδεχτό και από τις δυο πλευρές ότι συνοψίζονται με επάρκεια στην απόφαση του αδελφού μας Δικαστή και είναι σε συντομία τα πιο κάτω:

“Ο αιτητής είχε προσληφθεί στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία στις 10.10.1966 ως καθηγητής μαθηματικών και αφυπηρέτησε πρόωρα στις 31.8.2001 αφού μέχρι τότε είχε συμπληρώσει 419 μήνες υπηρεσίας γεγονός που του παρείχε το δικαίωμα απόκτησης του ανωτάτου ορίου κυβερνητικής σύνταξης. Στο μεταξύ από τις 6.10.1980, οπότε άρχισε η εφαρμογή του αναλογικού σχεδίου κοινωνικών ασφαλίσεων με βάση τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 1980 (Ν. 41/80) ο αιτητής άρχισε να καταβάλλει εισφορές 3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών. Ο εργοδότης (Κυπριακή Δημοκρατία) κατέβαλλε για τον αιτητή 9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών μέχρι το 1992 και 9.4% (ο δε αιτητής 3.2%) από το 1993 και συνέχεια μέχρι δε τον Φεβρουάριο του 2000 με αποτέλεσμα να καταβληθεί στο ταμείο το συνολικό ποσό των ΛΚ6.694,45.

Ο ίδιος ο αιτητής την 1.3.2000 (ημερομηνία που συμπλήρωσε           [*587]400 μήνες υπηρεσίας) έπαυσε να θεωρείται ότι υπάγεται στο σχέδιο συντάξεως και έτσι από 1.3.2000 μέχρι της αφυπηρέτησης του κατέβαλλε 6.3% στο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων αντί 3.2%που κατέβαλλε προηγουμένως.

Το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων άρχισε να καταβάλλει στον αιτητή σύνταξη γήρατος από 15.4.2005 που συμπλήρωσε ηλικία  63 ετών και με επιστολή ημερ. 11.3.2005 πληροφόρησε το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας ότι ο αιτητής για την περίοδο 6.10.1980 μέχρι 29.2.2000 δικαιούται συμπληρωματική σύνταξη που κερδήθηκε με κυβερνητικές εισφορές ΛΚ405,12 το μήνα.”

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ:

Στον πρώτο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το συνδυαζόμενο αυτό δικαίωμα, που παραχωρείται στη Δημοκρατία ν’ αποκόπτει τη σύνταξη του εφεσείοντα και εδράζεται στα Άρθρα 88(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν. 41/80 και 45(1) του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(I)/97, αντίκειται προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

Η σύνταξη, πρόσθεσε, αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου και υπολογίζεται κατά τον χρόνο αφυπηρέτησης του. Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αποτελούν «ιδιοκτησία», με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Περιορισμός δε αυτού του δικαιώματος μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με βάση την παρ. (3) του Άρθρου 23. Η στέρηση της κυβερνητικής σύνταξης που υφίσταται ο εφεσείων, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των επιτρεπομένων περιορισμών με βάση την παρ. (3).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνέχισε ο κ. Ευαγγέλου, δεν αιτιολόγησε πώς τεκμηριώνεται η μείωση της κυβερνητικής σύνταξης, ιδιαιτέρως όταν το ποσό μείωσης της, είναι πολύ μεγαλύτερο από το ποσό που κατέβαλε η Δημοκρατία με τη μορφή του 3% προς όφελος του εφεσείοντα, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 41/80. Με βάση την αριθμητική εξίσωση που πηγάζει, πρόσθεσε, η Δημοκρατία θα επανακτούσε το ποσό που κατέβαλε στο Ταμείο για λογαριασμό του εφεσείοντα, σε περίοδο 16 μηνών, ενώ με βάση την υφιστάμενη δομή αυτό θα εισπράττεται για όλη την υπόλοιπη περίοδο της ζωής του εφεσείοντα, ακόμη και μετά το θάνατο του. Το συγκεκριμένο ποσό θα συνεχίσει ν’ αποκόπτεται από τη σύνταξη που τυχόν θα λαμβάνει η σύζυγος του. Αυτό αποτελεί στέρηση της ιδιοκτησίας του και εισηγήθηκε ότι η φράση «μειούται κατά το ποσό της αντιστοίχου συμπληρωματικής παροχής» θα έπρεπε να ερμηνευθεί ότι δημιουργεί [*588]δικαίωμα αποκοπής, αλλά μέχρι του ποσού που ήδη καταβλήθηκε και μετά αυτή η αποκοπή έπρεπε να σταματά.

Η μείωση, προβλήθηκε με τον 3ο λόγο έφεσης, δεν είναι πλασματική αλλά ουσιαστική και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο την χαρακτήρισε παράλογη και άδικη αφού το κράτος καρπούται το μέρος της σύνταξης. Το κράτος ουσιαστικά φορολογεί τον εφεσείοντα, ανεξαρτήτως της οικονομικής του δυνατότητας και από ένα κοινωνικό μέτρο προσπορίζεται το κράτος κέρδος. Αυτή η μεταχείριση του εφεσείοντα, κατέληξε επί του προκειμένου, αντίκειται και στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Τέλος υποστήριξε ο συνήγορος το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το δικαστικό λόγο της υπόθεσης Λαούτας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 40, η οποία εν πάση περιπτώσει διαφοροποιείται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, υποστήριξε ότι το δικαίωμα του κράτους ν’ ανακτά το μέρος εκείνο που λαμβάνει ο συνταξιούχος από την υπερπληρωμή που έκαμε ο εργοδότης, εδράζεται στην όλη φιλοσοφία του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού ο μισθωτός καρπούται επαγγελματικής σύνταξης χωρίς να υπάρχει η δική του συνεισφορά. Η αποκοπή πρόσθεσε, που γίνεται με βάση το Άρθρο 88 του Ν. 41/80, δεν μειώνει ποσώς την περιουσία του εφεσείοντα. Με στόχο την αποφυγή υπερασφάλισης και υπερπροστασίας των μισθωτών που καλύπτονται από σχέδια συντάξεως χωρίς εισφορές, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, προστέθηκε η σχετική πρόνοια. Εν πάση περιπτώσει, πρόσθεσε ο κ. Χριστοφόρου, η σχετική υποχρέωση ήταν εκ των προτέρων γνωστή και έγινε αποδεχτή από τον εφεσείοντα, η απόκτηση δηλαδή επαγγελματικής σύνταξης υπό όρους.

Οι πιο πάνω ρυθμίσεις είχαν συμφωνηθεί στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της εφαρμογής του αναλογικού Σχεδίου Συντάξεως Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η φιλοσοφία του σχεδίου, είπε επί του προκειμένου, ανατρέπεται αν θα σταματούσε η αφαίρεση με τη συμπλήρωση της «αποπληρωμής» του ποσού που κατέβαλε το κράτος για τον εφεσείοντα.

Τέλος, ο συνήγορος πρόβαλε την ορθότητα του λόγου της πρωτόδικης απόφασης, ότι δηλαδή η περιουσία του εφεσείοντα στο σύνολό της δεν μειώνεται με την ταυτόχρονη πληρωμή αναλογικής σύνταξης και την αντίστοιχη αποκοπή μέρους της επαγγελματικής του σύνταξης.

[*589]Δικαίωμα Ιδιοκτησίας.

Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία και συμφωνούμε με την ερμηνεία που έδωσε ο αδελφός μας Δικαστής ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσία, κατά συνέπεια είναι ατομικό δικαίωμα που απαιτεί νομική προστασία.

Προτού όμως εξετάσουμε την επίπτωση στην αφαίρεση του συγκεκριμένου ποσού από την “επαγγελματική” σύνταξη, που προσδιορίζεται και επιβλήθηκε με βάση το συνδυασμό των Άρθρων 88(1) του Ν. 41/80 και 45(1) του Ν. 97(Ι)/97, πρέπει να οδηγηθούμε ένα “βήμα” πίσω και να προσδιορίσουμε το νομικό καθεστώς δημιουργίας αυτού του περιουσιακού δικαιώματος.

Η έναρξη καταβολής των εισφορών από τον εφεσείοντα έγινε στις 06/10/1980, με βάση τον τότε θεσπισθέντα περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο 41/80.

Όπως παρατηρείται στην υπόθεση Λαούτας, που σημειώνουμε ασχολήθηκε και με το συνδυασμό των πιο πάνω συγκεκριμένων νομοθετικών ρυθμίσεων, ο λόγος που ενσωματώθηκε το Άρθρο 88 δεν αποκαλύπτεται. Ούτε η φιλοσοφία που διέπει την ταυτόχρονη αποκοπή της αναλογικής σύνταξης, ούτε ακόμη γιατί συνεχίζουν να συνεισφέρουν οι συνταξιούχοι από το 60ο έτος της ηλικίας τους, ως το 63ον που αρχίζει η αναλογική σύνταξη. “Προφανώς” όπως τονίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, να ήταν το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπλεκομένων συντεχνιών και της Δημοκρατίας.

Το κρίσιμο όμως ερώτημα που αναπόφευκτα αναφύεται, είναι η βάση δημιουργίας του ατομικού δικαιώματος που επικαλείται ο εφεσείων ότι παραβιάζεται. Το πλέγμα του συγκεκριμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος δημιουργήθηκε ως σύνολο κατόπιν συμψηφισμού ως ενιαίος κανών δικαίου.  Το νομοθετικό έρεισμα της προβλεπόμενης εισφοράς του 3% από τον εφεσείοντα και του 9% από το κράτος (Άρθρα 5 και 6 του Ν. 41/80) δεν νοείται χωρίς την αντισταθμιστική αφαίρεση που προβλέπει στο Άρθρο 88 του ιδίου νόμου.

Ταυτοχρόνως η αφαίρεση που επιτάσσει το Άρθρο 45 του Ν. 97(Ι)/97, είχε ως αντάλλαγμα την καταβολή αναλογικής σύνταξης.

Κατά την εφαρμογή του Άρθρου 88 του Ν. 41/80, με τρόπο ώστε η μείωση του ποσού της σύνταξης που παρέχεται  από ένα επαγγελματικό σχέδιο εξακολουθεί να μειώνεται με το ποσό της αναλο[*590]γικής σύνταξης των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που ο μισθωτός εξασφάλισε από εισφορές και του εργοδότη του προς όφελος του, προκύπτει μια επιβάρυνση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.  Πλασματική όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Λαούτας.

Ο περιορισμός όμως αυτού του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κρίνεται δικαιολογημένος για το λόγο ότι, η προερχόμενη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύνταξη, ως περιουσιακό δικαίωμα, έχει επίσης μια κοινωνική διάσταση.  Η κοινωνική ή αναλογική σύνταξη καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο που σχηματίζεται αποκλειστικά από εισφορές είτε των ασφαλισμένων είτε του εργοδότη τους, υπολογιζόμενη επί των αποδοχών των εργαζομένων. Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων όμως, πέραν της καταβολής σύνταξης αποσκοπεί στην παροχή ολοκληρωμένης κοινωνικής ασφάλισης, με την εκταμίευση διαφόρων επιδομάτων, όπως μητρότητας, ασθένειας κλπ, κοινωνικών βοηθημάτων, όπως γάμου, κηδείας κλπ, ή συντάξεων ανικανότητας ή χηρείας.

Συνακόλουθα το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η παρεχόμενη αναλογική σύνταξη δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. 

Ταυτοχρόνως έχοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας που διαπνέει το Ν. 41/80 και της δίκαιης στάθμισης αφενός του περιουσιακού συμφέροντος του ασφαλισμένου σε σύνταξη, ιδιαιτέρως όταν αυτό πηγάζει από εισφορές του ιδίου, και, αφετέρου του γενικού συμφέροντος που εξυπηρετείται από το πλαίσιο της κρατικής μέριμνας για κοινωνική ασφάλιση, συμπεραίνουμε ότι ο τρόπος εφαρμογής του Άρθρου 88(1) του Ν. 41/80 και η προκύπτουσα ενδεχομένως μείωση, όντως πλασματική, δεν είναι αντισυνταγματική αφού εμπίπτει στην παρ. (3) του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700,00 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο