Shalaeva Svetlana ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 591

(2009) 3 ΑΑΔ 591

[*591]25 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

SVETLANA SHALAEVA,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜEΣΩ

1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

    ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 131/2006)

 

Αλλοδαποί ― Διάταγμα κράτησης και απέλασης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι διατηρούσε την εκτελεστότητά του, αλλά ήταν και νομότυπο στην εξετασθείσα υπόθεση.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά των σε βάρος της διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αλλά και επικυρώνοντας την επίδικη διοικητική πράξη, αποφάσισε ότι:

1.  Κατά την ακρόαση της έφεσης η συνήγορος των εφεσιβλήτων δεν υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.  Και πολύ σωστά.  Η εφεσείουσα προσβάλλει τα διατάγματα απέλασης και κράτησης.  Οι αποφάσεις αυτές δεν απορροφήθηκαν, ούτε έχασαν την εκτελεστότητά τους μετά την απόφαση των εφεσιβλήτων ημερ. 30.8.2005, με την οποία επέμεναν στην προηγούμενη στάση τους.

2.  Η εφεσείουσα κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή στις 4.7.2005, οπότε και εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, αφού η άδεια παραμονής της είχε, εν πάση περιπτώσει, λήξει στις [*592]31.3.2005. 

Άνκαι η συμπεριφορά των λειτουργών των εφεσιβλήτων τυπικά κρίνεται ως ορθή, εν τούτοις, δεν επιτρέπεται να παραμένει για εφτά μήνες αναπάντητο αίτημα για έκδοση άδειας παραμονής και εργασίας, το οποίο μάλιστα κατατέθηκε έξι μήνες πριν την ημερομηνία λήξης της άδειας παραμονής και οι εφεσίβλητοι να ανταποκρίνονται και να απαντούν στο αίτημα μόνο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής, απλώς για να χαρακτηρίσουν την εφεσείουσα ως παράνομη μετανάστρια. 

Αυτά όλα όμως, όσο ενοχλητικά κι’ αν είναι σαν νοοτροπία, δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

Είναι φανερό ότι οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθούν αφού δεν διαπιστώνεται ούτε πλάνη, ούτε παράλειψη  διεξαγωγής δέουσας έρευνας αλλά, ούτε και παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση.

Εξ ίσου ανυπόστατο είναι και το παράπονο της εφεσείουσας για έλλειψη αιτιολογίας. 

3.  Η έφεση επιτυγχάνει.

     Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσφυγή δεν έχει έρεισμα. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.  Έξοδα τόσο κατ’ έφεση, όσο και πρωτοδίκως €2.000, εναντίον της εφεσείουσας.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της εφεσείουσας.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 869/05), ημερ. 29.9.06.

Π. Α. Μιχαήλ, για την Eφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη - Χατζηκώστα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*593]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από τον Νικολαΐδη, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα η οποία έχει ρωσική υπηκοότητα, στις 21.12.2001 τέλεσε πολιτικό γάμο με Ελληνοκύπριο. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 31.7.2003, για να διαμένει με τον Ελληνοκύπριο σύζυγό της, η οποία και παρατάθηκε μέχρι 31.3.2005, με τους ίδιους όρους.  Γύρω στο Σεπτέμβρη του 2004 εγκατέλειψε τη συζυγική οικία και ο σύζυγός της καταχώρησε αίτηση διαζυγίου στις 13.10.2004.

Στις 14.12.2004, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας η οποία απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν διέμενε με το σύζυγό της.  Είχε προηγηθεί, στις 10.11.2004, αίτημά της για έκδοση άδειας παραμονής και εργασίας, έξι περίπου μήνες πριν την 31.3.2005, ημερομηνία λήξης της άδειας παραμονής της.  Στις 12.5.2005 οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν στην εφεσείουσα αρνητικά και την κάλεσαν να αναχωρήσει αμέσως για τη χώρα της.  Εναντίον της απόφασης αυτής η εφεσείουσα καταχώρησε την υπ΄αρ. 824/05 προσφυγή.

Η εφεσείουσα παρέμεινε στην Κύπρο και στις 4.7.2005 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στις 18.7.2005, ο δικηγόρος της ζήτησε επανεξέταση του αιτήματος για παραχώρηση άδειας εργασίας, αλλά στις 27.7.2005 η αστυνομία, ανταποκρινόμενη σε επεισόδιο τραυματισμού άλλου αλλοδαπού, στο οποίο η εφεσείουσα ήταν παρούσα, διαπίστωσε πως εναντίον της εκκρεμούσαν διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Η εφεσείουσα συνελήφθη και ετέθη υπό κράτηση.

Εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ασκήθηκε η προσφυγή υπ’ αρ. 869/05 η οποία αποτελεί και τη βάση της παρούσας έφεσης.

Στις 2.8.2005, επιδόθηκε στους εφεσίβλητους ενδιάμεση αίτηση διά κλήσεως στην παρούσα προσφυγή, με αποτέλεσμα η Διευθύντρια του Τμήματος Πληθυσμού και Μετανάστευσης να αναστείλει την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι την εκδίκαση της αίτησης.  Στις 24.8.2005, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή του επανέλαβε τη θέση πως το αίτημα της εφεσείουσας για παραχώρηση άδειας δεν μπορούσε να εγκριθεί.  Το Τμήμα αντιδρώντας σε ενόρκους δηλώσεις της εφεσείουσας και του συζύγου της, στις οποίες αναφερόταν η πρόθεσή τους για συμφιλίωση και απόσυρση της αίτησης διαζυγίου, την ενημέρωσε ότι δεν [*594]προτίθεται να διαφοροποιήσει την απόφασή του για απέλαση.  Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα η υπ’ αρ. 1064/05 προσφυγή.  Τελικά, η εφεσείουσα απελάθηκε στις 19.10.2005.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, ύστερα από σχετική προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, άνκαι αρχικά αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, στη συνέχεια έχασε την εκτελεστότητά της όταν οι εφεσίβλητοι επανεξέτασαν αίτημα της εφεσείουσας που βασιζόταν σε νέα γεγονότα, δηλαδή τη συμφιλίωση με το σύζυγό της, και εξέδωσαν νέα αρνητική απόφαση εναντίον της οποίας καταχωρήθηκε χωριστή προσφυγή, η υπ΄ αρ. 1064/05.

Κατά την ακρόαση της έφεσης η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων δεν υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.  Και πολύ σωστά.  Η εφεσείουσα προσβάλλει τα διατάγματα απέλασης και κράτησης.  Οι αποφάσεις αυτές δεν απορροφήθηκαν, ούτε έχασαν την εκτελεστότητά τους μετά την απόφαση των εφεσιβλήτων ημερ. 30.8.2005, με την οποία επέμεναν στην προηγούμενη στάση τους απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς για συμφιλίωση και απόσυρση της αίτησης διαζυγίου.  Γι΄ αυτό εξ άλλου και δεν εκδόθηκαν νέα διατάγματα απέλασης και κράτησης, αλλά εκτελέστηκαν τα ήδη ισχύοντα. Συνεπώς, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της εφεσείουσας όπως αυτοί κατατέθηκαν πρωτοδίκως.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης στηρίζονται πάνω σε πραγματική και νομική πλάνη, καθώς και στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, ενώ έχουν παραβιαστεί οι αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υποστηρίζει ότι η εφεσείουσα λανθασμένα κρίθηκε ως απαγορευμένη μετανάστρια αφού είχε άδεια παραμονής μέχρι τις 31.3.2005.   Είναι η θέση του ότι αφού η εφεσείουσα διέθετε άδεια δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απαγορευμένη μετανάστρια μετά τη διάστασή της από τον Κύπριο σύζυγό της από το Σεπτέμβρη του 2004.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.  Η εφεσείουσα κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή στις 4.7.2005, οπότε και εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα, αφού η άδεια παρα[*595]μονής της είχε, εν πάση περιπτώσει, λήξει στις 31.3.2005.  Η παρούσα προσφυγή, όπως επανειλημμένα έχουμε πει, στρέφεται εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και όχι εναντίον των άλλων διοικητικών πράξεων των εφεσιβλήτων, με τις οποίες απορρίφθηκαν αιτήματά της για παραμονή και άδεια εργασίας.  Έτσι, δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε στα διάφορα θέματα που εγείρονται ως προς τις συγκεκριμένες αυτές πράξεις.

Θα θέλαμε όμως να παρατηρήσουμε ότι άνκαι η συμπεριφορά των λειτουργών των εφεσιβλήτων τυπικά κρίνεται ως ορθή, εν τούτοις, δεν επιτρέπεται κατά τη γνώμη μας να παραμένει για εφτά μήνες αναπάντητο αίτημα για έκδοση άδειας παραμονής και εργασίας, το οποίο μάλιστα κατατέθηκε έξι μήνες πριν την ημερομηνία λήξης της άδειας παραμονής και οι εφεσίβλητοι να ανταποκρίνονται και να απαντούν στο αίτημα μόνο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής, απλώς για να χαρακτηρίσουν την εφεσείουσα ως παράνομη μετανάστρια.  Επίσης εντύπωση μας προκάλεσε το γεγονός ότι στην άδεια παραμονής αναγράφεται ως όρος η διαμονή της εφεσείουσας με το σύζυγό της.  Οποιεσδήποτε αμφιβολίες υπήρχαν για την εγκυρότητα του γάμου της ή για την πρόθεση των τότε μελλονύμφων, θα έπρεπε να λειτουργήσουν κατά τη λήψη της απόφασης έκδοσης ή όχι άδειας παραμονής.  Και όχι με την πρόβλεψη όρων για τον τόπο διαμονής της.

Αυτά όλα όμως, όσο ενοχλητικά κι’ αν είναι σαν νοοτροπία, δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπώς οι πρώτοι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθούν.

Δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση, πάντα ως προς την προσβαλλόμενη πράξη.

Εν όψει των πιο πάνω, είναι φανερό ότι οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθούν αφού δεν έχουμε διαπιστώσει ούτε πλάνη, ούτε παράλειψη  διεξαγωγής δέουσας έρευνας αλλά, τέλος, ούτε και παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση.

Εξ ίσου ανυπόστατο είναι και το παράπονο της εφεσείουσας για έλλειψη αιτιολογίας.  Είναι φανερό ότι η εφεσείουσα απελάθηκε γιατί θεωρήθηκε απαγορευμένη μετανάστρια.  Η διαπίστωση των εφεσιβλήτων, παρά τα όσα σχόλια που προβήκαμε πιο πάνω, δεν παύει να είναι ορθή, αφού μια και η εφεσείουσα δεν είχε κατά το χρόνο έκδοσης των προσβαλλομένων πράξεων άδεια παραμονής, ασφαλώς [*596]και ήταν παράνομη μέσα στην έννοια του σχετικού νόμου.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση ελήφθη υπό νομική και πραγματική πλάνη αφού στηρίχτηκε πάνω στη λανθασμένη πεποίθηση ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστρια.  Όπως και ο ίδιος ο δικηγόρος της παραδέχεται στη γραπτή του αγόρευση, αυτός ο λόγος ακύρωσης αφορά την προσφυγή υπ΄αρ. 824/05 και όχι την παρούσα, γιατί, υπενθυμίζουμε ότι η παρούσα διαδικασία αναφέρεται στην έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και δεν προσβάλλει τη διοικητική πράξη με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για έκδοση άδειας παραμονής.

Η έφεση επιτυγχάνει.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσφυγή δεν έχει έρεισμα. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Έξοδα τόσο κατ’ έφεση, όσο και πρωτοδίκως €2.000, εναντίον της εφεσείουσας.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της εφεσείουσας.

 

                                                

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο