Mουρτζή Φιλοθέη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 622

(2009) 3 ΑΑΔ 622

[*622]1 Δεκεμβρίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΙΛΟΘΕΗ ΜΟΥΡΤΖΗ,

Εφεσείουσα - Aιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων - Kαθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 47/2005)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Άρθρο 81 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Aρ. 1/90 ― Κατά πόσο τηρήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση οι επιταγές των παραγράφων 2(α) και 2(β) του Άρθρου 81.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Καθήκοντα ― Η υποχρέωση συμμόρφωσης του υπαλλήλου προς τις εγκυκλίους διαταγές καθώς και προς τις οδηγίες γενικά των ιεραρχικά ανωτέρων του ― Η περίπτωση της πρόδηλα παράνομης διαταγής ― Δεν συνέτρεχε στην εξετασθείσα υπόθεση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έχθρα και προκατάληψη ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκαν στην εξετασθείσα υπόθεση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Διεξαγωγή της πειθαρχικής ακροαματικής διαδικασίας με βάση το εξεταστικό σύστημα ― Συνέπειες ως προς τη δυνατότητα παρέμβασης της Ε.Δ.Υ. επί της δόσεως της μαρτυρίας ― Δεν διαπιστώθηκε καμία σχετική ακυρότητα στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Ο έλεγχος από την ΕΔΥ της αξιοπιστίας της μαρτυρίας που προσφέρεται κατά την ακροαματική πειθαρχική διαδικασία ― Δεν έπασχε στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προσφυγή κατά [*623]της πειθαρχικής καταδίκης και της επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής σε δημόσιο υπάλληλο ― Όρια επέμβασης του αναθεωρητικού δικαστηρίου ― Δεν επληρούντο οι προϋποθέσεις δικαστικής παρέμβασης στην καταδίκη στην κριθείσα περίπτωση, αλλά ούτε και στην επιβληθείσα ποινή, η νομιμότητα της οποίας εν πάση περιπτώσει δεν είχε αμφισβητηθεί.

Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της σε βάρος της επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Δεν υπάρχει υποχρέωση στον ερευνώντα λειτουργό να πληροφορήσει τον υπάλληλο εναντίον του οποίου άρχισε η έρευνα, αμέσως μετά το διορισμό του ως ερευνώντα λειτουργού.  Με την επιστολή της 1/3/01, που ο ερευνών λειτουργός προσπάθησε εν προκειμένω να δώσει στην εφεσείουσα, (α) την πληροφορεί για την ύπαρξη της νέας έρευνας με βάση το Άρθρο 81(2)(β) του Ν.1/90 και της επισυνάπτει αντίγραφα των μέχρι την ημέρα εκείνη ληφθεισών καταθέσεων και (β) την καλούσε στις 5/3/01 στο γραφείο του για  να ακουστεί.  Παράλληλα την πληροφορούσε ότι αν δεν προσέλθει στο γραφείο του, θα υποχρεωθεί να υποβάλει το πόρισμά του χωρίς να την ακούσει.  Επομένως ο ερευνών λειτουργός εφάρμοσε πιστά τις νομοθετικές απαιτήσεις και ο ισχυρισμός ότι δεν είχε εξουσία να διεξάγει την έρευνα ή ότι τη διεξήγαγε κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών δεν ευσταθεί.

2.  Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι δεν φαίνεται ποιος αποφάσισε να αναβαθμιστεί η έρευνα από ενδοτμηματική με βάση το Άρθρο 81(2)(α), σε έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(β) του Ν.1/90, δεν ευσταθεί.

3.  Ο ερευνών λειτουργός ήταν σαφής ότι κατά τη δεύτερη έρευνα, πλησίασε τα διάφορα πρόσωπα και έλαβε νέες καταθέσεις.  Η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι ο ερευνών λειτουργός ώφειλε, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 60(2), επιφύλαξη, να μην αναλάβει τη δεύτερη έρευνα, δεν ευσταθεί. Η παραγρ. (δ) θέτει γενικά υποχρέωση στο δημόσιο υπάλληλο να συμμορφώνεται προς τις νομοθετικές διατάξεις και τις σύμφωνες προς αυτές οδηγίες και εγκύκλιες/διαταγές ως και τις οδηγίες των ιεραρχικά ανωτέρων του.  Δεν υπήρχε οτιδήποτε στην παρούσα περίπτωση που να δικαιολογούσε τον [*624]ερευνώντα λειτουργό, ως δημόσιος υπάλληλος που ήταν, να αρνηθεί να ενεργήσει ξανά ως ερευνών λειτουργός.  Καμιά πρόδηλη παρανομία δεν έχει αποδειχθεί.

4.  Το γεγονός ότι τα μέλη της ΕΔΥ κατά την άσκηση της εξουσίας τους για διορισμό ή προαγωγή τυγχάνει να μην είχαν επιλέξει το πρόσωπο που σε κατοπινό στάδιο διώκεται πειθαρχικά, δεν δεικνύει προκατάληψη.

5.  Ο ισχυρισμός ότι ο Πρόεδρος της ΕΔΥ είναι συγγενής με ένα από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε προσφυγές που καταχώρησε η εφεσείουσα και άρχιζαν από το 1991, όπως και η παραπονούμενη Ελένη Λάμπρου, επίσης κρίνεται ανεδαφικός. 

6.  Ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι παραπονούμενες στις κατηγορίες 6, 7 και 8  ήταν ιεραρχικά ανώτερες, δεν ευσταθεί.  Ο ισχυρισμός ότι η εσωτερική εγκύκλιος δεν ήταν νόμιμη, έχει επίσης συνδεθεί με τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ δεν έπρεπε να είχε δεχθεί τη μαρτυρία ότι η Ελένη Λάμπρου και Αγνή Στυλιανού ήταν ιεραρχικά ανώτερες. 

7.  Παρόλο που η ακροαματική πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα, τούτο δεν παρέχει στα μέλη της ΕΔΥ, ως πειθαρχικό σώμα, απεριόριστο δικαίωμα επέμβασης στη διαδικασία.  Εν προκειμένω πέραν της προβολής του ισχυρισμού αυτού δεν έχουν υποδειχθεί αυτές οι παρεμβάσεις και πώς επηρέασαν την εφεσείουσα.  Εν πάση περιπτώσει οι παρεμβάσεις της ΕΔΥ, που ανέφερε για πρώτη φορά ο συνήγορος στην απαντητική του αγόρευση, δεν ήταν ανεπίτρεπτης φύσης ούτε είχαν σκοπό να κατευθύνουν τη μαρτυρία προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, και ειδικά εναντίον της εφεσείουσας.

8.  Παρόλο που η ΕΔΥ θα μπορούσε να πει κάτι περισσότερο για τη μαρτυρία των μαρτύρων υπέρ της εφεσείουσας Μάχης Καρούζης και Ειρήνης Κότερ-Θεμιστοκλέους γιατί δηλαδή είναι γενική και αόριστη, εντούτοις αν ληφθεί υπόψη ότι οι μάρτυρες αυτοί μίλησαν γενικά ότι η εφεσείουσα ήταν συνεργάσιμη μαζί τους, αλλά δεν ανάφεραν οτιδήποτε σχετικά με τη συμπεριφορά της προς τις παραπονούμενες τις συγκεκριμένες ημερομηνίες για τις οποίες κατηγορείται, δηλαδή την 21/1/00 (6η κατηγορία), 21/1/01 (7η κατηγορία) και 11/5/99 (8η κατηγορία), κρίνεται, όπως έκρινε και ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι δεν χωρεί επέμβαση στα ευρήματα της ΕΔΥ περί αξιοπιστίας των Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού.  Άλλωστε και η Θεμιστοκλέους ανάφερε ότι «αν είχε άλλα προβλή[*625]ματα» η εφεσείουσα, η ίδια δε γνώριζε.

9.  Ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα δεν έτυχε δίκαιης δίκης διότι οι παραπονούμενες δεν μπορούσαν να είναι μάρτυρες λόγω προκατάληψης επίσης δεν ευσταθεί.

10.  Στην παρούσα υπόθεση δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της νομολογίας, ούτως ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να έπρεπε να επέμβει.

     Αναφορικά με την ποινή, το Διοικητικό Δικαστήριο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει εκτός αν η ΕΔΥ επιβάλει ποινή που δεν προβλέπεται από το Νόμο ή υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας.  Στην παρούσα υπόθεση, ούτε πρωτόδικα, ούτε κατ’ έφεση έχει εγερθεί λόγος που να προσβάλλει τη νομιμότητα της επιβληθείσας ποινής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Πλατρίτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 571,

Θεοτή ν. Δημοκρατίας (2001) 3(B) Α.Α.Δ. 1144.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Nικολάου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 376/03), ημερ. 7/4/05.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Eφεσείουσα - Aιτήτρια.

Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους - Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση ζητά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε στην προσφυγή 376/03 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της για ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) η οποία, με[*626]τά από πειθαρχική καταδίκη, επέβαλε στην εφεσείουσα την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση, τον Μάρτιο του 2000, ύστερα από πολλές και επί μεγάλου χρονικού διαστήματος καταγγελίες εναντίον της εφεσείουσας, η αρμόδια αρχή διόρισε ερευνώντα λειτουργό τον κ. Μάμα Φιλίππου, Πρώτο Υγιεινομικό Επιθεωρητή, με βάση το Άρθρο 81(2)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90, όπως έχει τροποποιηθεί). Αυτή η διαδικασία διακόπηκε πριν από την υποβολή πορίσματος γιατί φάνηκε ότι η υπόθεση ήταν πιο σοβαρή απ’ ότι είχε αρχικά υπολογιστεί.  Έτσι τον Φεβρουάριο του 2001, ο ίδιος λειτουργός διορίστηκε ξανά για να διεξάγει έρευνα με βάση αυτή τη φορά, την παράγραφο (β) του Άρθρου 81(2) του ίδιου νόμου.  Ως αποτέλεσμα της έρευνας διατυπώθηκαν εναντίον της εφεσείουσας οκτώ κατηγορίες.  Οι πέντε αφορούσαν «ενέργεια κατά παράβαση των θεμελιωδών καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων να συμμορφώνονται προς τις νομοθετικές διατάξεις και τις σύμφωνες προς αυτές διοικητικές οδηγίες και εγκυκλίους διαταγές, όπως επίσης και προς τις οδηγίες των ιεραρχικά ανωτέρων της κατά παράβαση του Άρθρου 60(2)(β) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2001».  Γίνεται αναφορά σε παράλειψη να διατηρεί η εφεσείουσα τα Ατομικά Δελτία Υγείας των μαθητών της Α΄Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας κατά τις σχολικές χρονιές 1997-1998, 1998-2000 (1η κατηγορία), παράλειψη υποβολής «Προγράμματος Εργασίας» (2η κατηγορία), παράλειψη να προβεί σε εμβολιασμούς μαθητών για Ηπατίτιδα Β΄ (3η κατηγορία), παράλειψη να προβεί σε σωματομετρήσεις, μετρήσεις ακουστικής οξύτητας και σκολιωμέτρηση σε όλα τα παιδιά (4η κατηγορία) και παράλειψη να προβεί σε μέτρηση ακουστικής οξύτητας (5η κατηγορία). Οι υπόλοιπες τρεις κατηγορίες αφορούσαν «απρεπή συμπεριφορά προς τους Ανώτερους της και/ή συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου κατά παράβαση των εδαφίων (ε) και (στ) του Άρθρου 60 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2001». Οι κατηγορίες 6-8 έχουν ως εξής:

«6.  Την 21 Ιανουαρίου 2000, στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας συμπεριφέρθηκε απρεπώς προς την Προϊστάμενη Λειτουργό Επισκεπτριών Υγείας κα Ελένη Λάμπρου και προς την κα Αγνή Στυλιανού, Ανώτερη Επισκέπτρια Υγείας, υπεύθυνη για την πόλη και Επαρχία Λευκωσίας, φωνάζοντας ότι δεν τις αναγνωρίζει ως ανώτερες της, ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να πάνε στο γραφείο της και ότι αν δεν έφευγαν θα καλούσε την [*627]αστυνομία.

7.  Την 21 Ιανουαρίου 2001 στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας συμπεριφέρθηκε απρεπώς προς την Προϊστάμενη Λειτουργό Επισκεπτριών κα Ελένη Λάμπρου και προς την Ανώτερη Επισκέπτρια Υγείας κα Αγνή Στυλιανού, υπεύθυνη για την πόλη και Επαρχία Λευκωσίας, φωνάζοντας και εκστομίζοντας προς αυτές ακατανόμαστες ύβρεις.

8.  Την 11 Μαΐου 1999 στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας συμπεριφέρθηκε απρεπώς προς την κα Αγνή Στυλιανού, Πρώτη Λειτουργό Επισκεπτριών Υγείας φωνάζοντας και ρωτώντας την γιατί να πάει, ποια είναι αυτή που θα την ελέγξει και ότι δεν είναι άξια να την ελέγξει.»

Η εφεσείουσα δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες με αποτέλεσμα να διεξαχθεί ακρόαση της υπόθεσης.  Για απόδειξη των κατηγοριών κατέθεσαν 5 μάρτυρες, οι εξής:  ο προαναφερθείς ερευνών λειτουργός, ο Αντώνης Χατζηχάννας, Πρώτος Ιατρικός Λειτουργός, ο Κωνσταντίνος Μαλλής Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, η Ελένη Λάμπρου, Προϊστάμενη Λειτουργός Επισκεπτριών Υγείας και η Αγνή Στυλιανού, Ανώτερη Επισκέπτρια Υγείας, υπεύθυνη για την πόλη και επαρχία Λευκωσίας.  Υπενθυμίζουμε ότι οι δυο τελευταίες είναι οι παραπονούμενες στις 6η, 7η και 8η κατηγορίες, ως τα πρόσωπα δηλαδή προς τα οποία συμπεριφέρθηκε απρεπώς η εφεσείουσα, αλλά και οι βασικοί μάρτυρες κατηγορίας και για τις υπόλοιπες κατηγορίες.

Με αίτημα της εφεσείουσας, η ΕΔΥ κάλεσε η ίδια και πρόσφερε για αντεξέταση δυο μάρτυρες, τη Μάχη Καρούζη, Διευθύντρια του Γυμνασίου Διανέλλου και Θεοδότου και την Ειρήνη Κότερ-Θεμιστοκλέους, Ιατρικό Λειτουργό 1ης τάξης, από τις οποίες επίσης ο ερευνών λειτουργός είχε πάρει καταθέσεις. Αφού η εφεσείουσα κλήθηκε σε απολογία και της εξηγήθηκαν τα δικαιώματα της, επέλεξε να μην πει οτιδήποτε και να μην καλέσει μάρτυρες.

Η ΕΔΥ αφού επεφύλαξε την απόφασή της, εξέδωσε αυτή στις 11/3/03 και βρήκε ομόφωνα ένοχη την εφεσείουσα σε όλες τις κατηγορίες.  Στο θέμα της ποινής, η απόφαση η οποία επίσης επιφυλάχθηκε και δόθηκε στις 18/3/03, δεν ήταν ομόφωνη.  Η πλειοψηφία (3 μέλη) ανέφερε ότι αφού εξάντλησε «κάθε δυνατό περιθώριο επιείκειας» επέβαλε στην εφεσείουσα την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 19/3/03.  Η μειοψηφία (2 μέλη) θεώρησε πως η υπόθεση θα μπορούσε να αντιμετωπιζόταν με χρηματι[*628]κή ποινή ύψους €1.500.

Πρωτόδικα η εφεσείουσα πρόβαλε διάφορους λόγους ακύρωσης, ουσιαστικά τους εξής:  (α) ότι δεν της δόθηκε ειδοποίηση ότι η πρώτη εσωτερική έρευνα διακόπηκε και άρχισε νέα, (β) ότι ο ερευνών λειτουργός δεν είχε δικαίωμα ως εκ της θέσης του Πρώτου Υγειονομικού Επιθεωρητή να ερευνά γεγονότα/υπόθεση αντιδεοντολογικής δήθεν συμπεριφοράς και άσκησης καθηκόντων Επισκέπτριας Υγείας, αφού δεν είναι ούτε ιατρός, ούτε νοσηλευτής, (γ) ότι υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του Άρθρου 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/99) διότι τα ίδια μέλη της ΕΔΥ συμμετείχαν σε διαδικασία προαγωγών των κυρίων μαρτύρων κατηγορίας Έλλης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού, όπου ανθυποψήφια ήταν η εφεσείουσα, (δ) ότι οι εν λόγω παραπονούμενες δεν ήταν ιεραρχικά ανώτερες της εφεσείουσας, (ε) ότι δεν αποδείχθηκε ποια καθήκοντα δεν εκτελούσε και ποιες οδηγίες ή διατάξεις παραβίασε η εφεσείουσα, (στ) ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και υπέρβαση εξουσίας διότι έκρινε αξιόπιστες τις παραπονούμενες και δε δέχθηκε την αξιόπιστη μαρτυρία των προαναφερομένων Μάχης Καρούζη και Ειρήνης Κότερ-Θεμιστοκλέους.

Ο συνάδελφος που εκδίκασε την πρωτόδικη υπόθεση απέρριψε όλους τους πιο πάνω λόγους και κατ’ επέκταση την προσφυγή, με αποτέλεσμα την παρούσα έφεση, η οποία βασίζεται στους εξής λόγους:

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

(α)  ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η εφεσείουσα δεν επηρεάστηκε δυσμενώς από το γεγονός ότι δεν ειδοποιήθηκε πως η έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(α) δεν ολοκληρώθηκε και ότι αντί αυτής άρχισε νέα έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(β).

(β)  Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα πως δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα από το ποιός αποφάσισε και γιατί διέκοψε την ήδη γενομένη έρευνα, ούτε γιατί αποφάσισε ο ερευνών λειτουργός να συνενώσει, παρά το χρόνο που πέρασε και τη διαφορετικότητα της έρευνας, το υλικό των καταθέσεων των μαρτύρων της πρώτης έρευνας με καταθέσεις της δεύτερης έρευνας.

(γ)  Εσφαλμένα απορρίφθηκε πρωτόδικα ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ο ερευνών λειτουργός ήταν λόγω θέσης ή μεροληπτικής ήδη γνώμης ή ιδιότητας ακατάλληλος να αναλάβει το έργο του ερευνώντος λειτουργού με βάση το Άρθρο 81(2)(β).

(δ)  Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι ορθά η ΕΔΥ απέρριψε την ένσταση για προκατάληψη μελών της σε βάρος της εφεσείου[*629]σας ή υπέρ των δύο λειτουργών που την κατάγγειλαν και άρα εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρξε παράβαση του Άρθρου 42 του Ν. 158(I)/99.

(ε)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ικανοποιητική την εξήγηση της ΕΔΥ για την αξιοπιστία των μαρτύρων Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού και ότι θεωρούνταν ιεραρχικά προϊστάμενες της εφεσείουσας, ενώ δεν είχαν με βάση το νόμο δικαίωμα να την διατάσσουν ή εποπτεύουν και επομένως δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αντικειμενικές ή αξιόπιστες.

(στ)      Εσφαλμένα απορρίφθηκαν πρωτόδικα οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (ι) λήφθηκε χωρίς νόμιμη και δίκαιη στάθμιση της ανεξάρτητης μαρτυρίας, (ιι) εσφαλμένα δέχθηκε ορθή την κρίση της ΕΔΥ ότι η εσωτερική εγκύκλιος ήταν νόμιμη ή δημιούργησε λόγο να στηριχθούν οι κατηγορίες και (ιιι) εσφαλμένα δεν θεώρησε ανεπίτρεπτη την έντονη παρέμβαση ή καθοδήγηση από πλευράς της ΕΔΥ επί της μαρτυρίας».

ΕΞΕΤΑΣΗ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΗΣ

Ήδη αναφέραμε ότι με τον (α) λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η εφεσείουσα δεν επηρεάστηκε δυσμενώς από το γεγονός ότι δεν ειδοποιήθηκε ότι η έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(α) διακόπηκε και ότι από αυτή άρχισε νέα έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(β).

Το Άρθρο 81(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90 ως έχει τροποποιηθεί) έχει ως ακολούθως:

«(2)  Αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψη της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως όπως:

(α)  Αν το παράπτωμα είναι από εκείνα που αναγράφονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα, διεξαχθεί ενδοτμηματική έρευνα κατά τρόπο που θα ορίσει η ίδια και ενεργεί όπως προνοείται στο Άρθρο 82:

Νοείται ότι αν η αρμόδια αρχή πιστεύει ότι, λόγω της σοβαρότητας του παραπτώματος ή λόγω των περιστάσεων κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε, θα έπρεπε τούτο να συνεπάγεται σοβαρότερη ποινή, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην Επιτροπή, σε τέτοια όμως περίπτωση ενεργεί δυνάμει της παραγράφου (β)

(β)  σε κάθε άλλη περίπτωση, διεξαχθεί έρευνα με τον καθορι[*630]σμένο τρόπο και ενεργεί όπως προνοείται στο Άρθρο 83:

Νοείται ότι, μέχρις ότου εκδοθούν Κανονισμοί που να καθορίζουν τον τρόπο της έρευνας εφαρμόζονται οι στο Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα Κανονισμοί.

Σχετικά με το σημείο αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε τα ακόλουθα:

«Ως προς το ζήτημα της έρευνας, η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε πως υπήρξε «απόκλιση του ερευνώντος λειτουργού σε διαδικαστικό θέμα».  Τη θεώρησε ωστόσο τυπική και δεν της απέδωσε σημασία αφού, καθώς παρατήρησε, δεν προκάλεσε στην αιτήτρια οποιαδήποτε αδικία.  Φαίνεται πως πράγματι η αιτήτρια δεν ειδοποιήθηκε αμέσως πως η έρευνα με βάση την παράγραφο (α) του Άρθρου 81(2) δεν θα προχωρούσε και πως θα ακολουθούσε έρευνα με βάση την παράγραφο (β).  Είναι όμως προφανές ότι δεν προέκυψε εξ αυτού οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός.  Σημαντικό θεωρώ το ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης έρευνας ο ερευνών λειτουργός πληροφόρησε σχετικά την αιτήτρια και προσπάθησε να διευθετήσει συνάντηση μαζί της για να της πάρει κατάθεση.  Ετοίμασε σχετική επιστολή και αναζήτησε την αιτήτρια για να της την επιδώσει.  Καθώς εξήγησε στη μαρτυρία του:

«Επισκέφτηκα την Τεχνική  Σχολή όπου βρίσκεται το γραφείο της κυρίας Μουρτζή.  Η κυρία Μουρτζή δεν βρισκόταν στο γραφείο της.  Τελικά συναντηθήκαμε έξω από το γραφείο του Διευθυντή της Τεχνικής Σχολής και προσπάθησα να της επιδώσω την επιστολή.  Η ίδια αρνήθηκε να την παραλάβει.  Προχώρησε μέσα στο γραφείο του Διευθυντή της Τεχνικής Σχολής.  Εκεί ήταν και η ιατρός η κυρία Κότερ Θεμιστοκλέους. Ακολούθησα την κυρία Μουρτζή και προσπάθησα να την πείσω ότι έπρεπε να λάβει την επιστολή και ότι ήταν διαδικασία που ξαναξεκίνησε σε σχέση με την παλιά υπόθεση.  Η ίδια επέμεινε να μην την παραλάβει και μου είπε ότι η υπόθεση αυτή, για την ίδια, έχει τελειώσει από τον προηγοήμενο χρόνο. Ακόμη έχω το φάκελο όπως τα είχα τότε για να της τον παραδώσω.

Πρόεδρος:  Τελικά δεν την παράλαβε την επιστολή;

ΜΚ1:  Όχι δεν την παρέλαβε.

Παπαέτη:  Τι έγινε στη συνέχεια κύριε Φιλίππου;

ΜΚ1:  Στη συνέχεια και ενόψει της αρνήσεώς της να παρα[*631]λάβει την επιστολή προχώρησα και ετοίμασα την έκθεσή μου προς τον έντιμο Υπουργό Υγείας με βάση τις καταθέσεις που είχα πάρει, τα στοιχεία που είχα συλλέξει από τους Φακέλους και έχοντας υπόψη ότι εφόσον οι καταθέσεις που είχα πάρει ήσαν πανομοιότυπες με της προηγούμενης χρονιάς και είχα υπόψη μου την πρώτη κατάθεση της κυρίας Μουρτζή που έγινε τον προηγούμενο χρόνο, θεώρησα ότι είχα τις απαντήσεις της και προχώρησα εις το πόρισμά μου, λαμβάνοντας υπόψη και εκείνα που είχα πάρει από την προηγούμενη χρονιά.»

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ήταν και εύρημα του πρωτόδικου δικαστή ότι ο ερευνών λειτουργός δεν ειδοποίησε αμέσως την εφεσείουσα πως η έρευνα με βάση την παράγραφο (α) του Άρθρου 81(2) δεν θα προχωρούσε και πως θα ακολουθούσε έρευνα με βάση την παράγραφο (β), αλλά έκρινε «ότι είναι προφανές ότι δεν προέκυψε εξ  αυτού οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός.»

Το ότι ο ερευνών λειτουργός δεν πληροφόρησε αμέσως την εφεσείουσα ότι εγκαταλείφθηκε η πρώτη έρευνα και άρχισε νέα με βάση το Άρθρο 81(2)(β), προκύπτει κι’ από τη μαρτυρία του ίδιου, όπως την παραθέσαμε πιο πάνω, όπου φαίνεται ότι προσπαθούσε να της δώσει επιστολή ημερ. 1/3/01 με την οποία την πληροφορούσε για την ύπαρξη νέας έρευνας και την καλούσε στις 5/3/01 για να καταθέσει και εφόσον αυτή δεν προσήλθε,  προχώρησε και  αποπεράτωσε τη δεύτερη έρευνα.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ότι ενόψει των προνοιών των Άρθρων 82 και 83 (ΠΙΝΑΚΑΣ) του ιδίου Νόμου, ώφειλε ο ερευνών λειτουργός να πληροφορήσει την εφεσείουσα ότι άρχιζε νέα έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(β), πριν την έναρξη της έρευνας και όχι σε κατοπινό στάδιο.  Έτσι έστω κι’ αν προσπάθησε ο ερευνών λειτουργός να της δώσει την ειδοποίηση ημερ. 1/3/01 και αυτή αρνήθηκε να την παραλάβει, εφόσο τούτο έγινε σε κατοπινό στάδιο, όταν ήδη άρχισε η δεύτερη έρευνα, δεν θεραπεύεται η κατάσταση.

Το Άρθρο 82 του Νόμου, στην έκταση που μας αφορά, έχει ως ακολούθως:

«82.(1)  Η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα που αναγράφονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα και να επιβάλλει οποιαδήποτε από τις ποινές οι οποίες αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ του Πίνακα [*632]αυτού.

(2)   Όταν κατά την ενδοτμηματική έρευνα που διεξήχθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του Άρθρου 81 η αρμόδια αρχή κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, τότε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί.

(3)   Αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να του επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές που αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Πίνακα, αφού προηγουμένως τον ακούσει για την επιμέτρηση της ποινής.

……………………………………………………………………

Όταν η έρευνα γίνεται με βάση το Άρθρο 81(2)(α), οι ποινές που μπορεί να επιβληθούν από την αρμόδια αρχή είναι:  1 επίπληξη, 2. αυστηρή επίπληξη και 3. διακοπή προσαύξησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες. Εδώ τα αδικήματα για τα οποία διώχθηκε πειθαρχικά η εφεσείουσα εμπίπτουν σ’ αυτά που μπορούν να εκδικαστούν συνοπτικά από την αρμόδια αρχή (βλ. ΠΡΩΤΟ ΠΙΝΑΚΑ, ΜΕΡΟΣ Ι).

Ήδη αναφέραμε ότι και στην περίπτωση που το αδίκημα εμπίπτει στην παράγραφο (α) του Άρθρου 81(2), αν η αρμόδια αρχή πιστεύει ότι λόγω της σοβαρότητας του ή λόγω των περιστάσεων κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε θα έπρεπε τούτο να συνεπάγεται αυστηρότερη ποινή, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Επιτροπή (ΕΔΥ), όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, οπότε όμως η έρευνα γίνεται με βάση την παράγραφο (β) και ακολουθείται η διαδικασία του Άρθρου 83, το οποίο διαλαμβάνει ως ακολούθως:

«83.(1) Όταν η έρευνα με βάση την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του Άρθρου 81 συμπληρωθεί και αποκαλυφθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, η αρμόδια αρχή παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στην Επιτροπή και αποστέλλει σ’ αυτή:

(α)   Την έκθεση πάνω στην έρευνα,

(β)   την κατηγορία που θα προσαφθεί υπογραμμένη από την αρμόδια αρχή, και

(γ)   τα προς υποστήριξη της αποδεικτικά στοιχεία.

(2)   ……………..…………………………………..………………

[*633](4)    Ο υπάλληλος που διώκεται πειθαρχικά δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση.»

Εξετάσαμε τα όσα ισχυρίστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας και το λεκτικό των άρθρων των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων στα οποία έκανε αναφορά, περιλαμβανομένου και του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΙΝΑΚΑ, ΜΕΡΟΣ Ι (δηλαδή τους Κανονισμούς που αναφέρονται στην έρευνα πειθαρχικών παραπτωμάτων) και δεν βρίσκουμε να υπάρχει υποχρέωση στον ερευνώντα λειτουργό να πληροφορήσει τον υπάλληλο εναντίον του οποίου άρχισε η έρευνα, αμέσως μετά το διορισμό του ως ερευνώντα λειτουργού.  Στον Κανονισμό 4 του ΠΙΝΑΚΑ  διαβάζουμε τα εξής:  «Ο υπάλληλος δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση, ενώ του παρέχεται αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων και η ευκαιρία να ακουστεί».  Με την επιστολή της 1/3/01 που ο ερευνών λειτουργός προσπάθησε να δώσει στην εφεσείουσα, (α) την πληροφορεί για την ύπαρξη της νέας έρευνας με βάση το Άρθρο 81(2)(β) και της επισυνάπτει αντίγραφα των μέχρι την ημέρα εκείνη ληφθεισών καταθέσεων και (β) την καλούσε στις 5/3/01 στο γραφείο του για  να ακουστεί.  Παράλληλα την πληροφορούσε ότι αν δεν προσέλθει στο γραφείο του, θα υποχρεωθεί να υποβάλει το πόρισμα του χωρίς να την ακούσει.  Κρίνουμε επομένως ότι ο ερευνών λειτουργός εφάρμοσε πιστά τις νομοθετικές απαιτήσεις και ο ισχυρισμός ότι δεν είχε εξουσία να διεξάγει την έρευνα ή ότι τη διεξήγαγε κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί και ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν επηρεάστηκε δυσμενώς η εφεσείουσα από τη νέα έρευνα.  Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει πώς αυτή επηρεάστηκε.  Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα εισηγείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα πως δεν υπήρχε πρόβλημα από ποιος αποφάσισε να διακοπεί η πρώτη έρευνα και να αρχίσει η δεύτερη και γιατί να συνενωθεί η πρώτη με τη δεύτερη.

Είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι όταν διεξάγεται έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(β) πρέπει να καθίσταται τούτο γνωστό αμέσως στον καθ’ ού η έρευνα και βέβαια να του δοθούν όλα τα στοιχεία και μαρτυρία ώστε να ακουστεί πριν τη συμπλήρωση της έρευνας, η οποία έρευνα πρέπει να συμπληρωθεί σε ένα μήνα.

Αναφορικά με το δικαίωμα της εφεσείουσας να γνωρίζει αμέ[*634]σως για τη νέα έρευνα, ήδη καλύψαμε το θέμα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.  Το δικαίωμα της δεν είναι να γνωρίζει για την έρευνα από το στάδιο που διορίζεται ο ερευνών λειτουργός, αλλά στο στάδιο που ο ερευνών λειτουργός ολοκληρώνει την έρευνα οπότε και εφοδιάζει την εφεσείουσα με τη μαρτυρία και άλλο υλικό.  Εδώ ήδη αναφέραμε ότι ο ερευνών λειτουργός όταν συμπλήρωσε την δεύτερη έρευνα προσπάθησε να πληροφορήσει σχετικά την εφεσείουσα, αλλά αυτή αρνήθηκε να παραλάβει την επιστολή και να ασκήσει το δικαίωμα της να ακουστεί. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε το ίδιο πρόσωπο να ήταν ερευνών λειτουργός, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει νομικό πρόβλημα.  Εδώ ο ερευνών λειτουργός διορίστηκε αρχικά για την πρώτη έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(α) στις 17/3/00 και στις 7/5/00 υπέβαλε πόρισμα στον Υπουργό Υγείας.  Μέχρι την 5/2/01 που πήρε επιστολή της ίδιας ημερομηνίας για τη διεξαγωγή νέας έρευνας, ο ίδιος δήλωσε ότι  δε γνώριζε τι είχε γίνει.  Με το νέο διορισμό του προχώρησε στη λήψη νέων καταθέσεων και όταν τελείωσε προσπάθησε να δώσει επιστολή ημερ. 1/3/01 στην εφεσείουσα, στην οποία ανέφερε ότι διεξάγει νέα έρευνα, αλλά αυτή αρνήθηκε να τη παραλάβει, όπως ήδη εξηγήθηκε πιο πάνω.

Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, αλλά και τους διοικητικούς φακέλους, ο ερευνών λειτουργός πήρε νέες καταθέσεις, από τα ίδια πρόσωπα εκτός από τον κ. Νικολόπουλο, που ήδη αφυπηρέτησε και δεν ήθελε να δώσει νέα κατάθεση.  Έτσι κατά τη δεύτερη έρευνα τα ίδια πρόσωπα που είχαν δώσει κατάθεση το Μάρτιο του 2000 για σκοπούς της ενδοτμηματικής έρευνας με βάση το Άρθρο 81(2)(α), έδωσαν ξανά νέα κατάθεση το 2001 για σκοπούς της δεύτερης έρευνας.  Απλώς αντί να επαναλάβουν όλα όσα είχαν καταθέσει την προηγούμενη φορά, με τη νέα τους κατάθεση δήλωσαν ότι τα υιοθετούν ως ορθά και υπέγραψαν ξανά και  την πρώτη κατάθεση.  Μερικοί από αυτούς, όπως για παράδειγμα οι δυο παραπονούμενες, πρόσθεσαν ότι η κατάσταση συνέχιζε να είναι η ίδια μέχρι και την ημέρα που έδιναν τη νέα κατάθεση.  Είμαστε της άποψης, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δεν υπήρχε κανένα νομικό κώλυμα να ακολουθήσει ο ερευνών λειτουργός αυτή τη διαδικασία σχετικά με τη λήψη των νέων καταθέσεων ή να ενεργήσει το ίδιο πρόσωπο ως ερευνών λειτουργός και για τη δεύτερη έρευνα.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα στη διακοπή της πρώτης και έναρξη της δεύτερης έρευνας και ότι δε φαίνεται ποιος αποφάσισε τούτο, από το διοικητικό φάκελο (τεκμ. 1(α), ερυθρό 173) προκύπτει ότι η [*635]αρμόδια αρχή (Υπουργός Υγείας) αφού μελέτησε την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού που ετοίμασε για σκοπούς της πρώτης έρευνας στις 25/5/00, εξέφρασε την άποψη ότι παρόλο που τα παραπτώματα «εκ πρώτης όψεως είναι από εκείνα που αναφέρονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα, εν τούτοις λόγω του ότι εγίνοντο κατ’ επανάληψη και λόγω της σοβαρότητας τους θα έπρεπε ταύτα να συνεπάγονται αυστηρότερη ποινή και πρέπει το ζήτημα να παραπεμφθεί στην Επιτροπή».  Έτσι αφού ζητήθηκε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα αν πρέπει να διεξαχθεί νέα έρευνα ή κατά πόσο μπορούσε να παραπεμφθεί στην Επιτροπή το υφιστάμενο πόρισμα, κατόπιν γνωμάτευσης ακολουθήθηκε νέα έρευνα ως ανωτέρω.  Στη συνέχεια η αρμόδια αρχή με επιστολή της ημερ. 27/2/02 απέστειλε προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ κατηγορητήριο και αντίγραφο της νέας έκθεσης του ερευνώντος λειτουργού για έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας με βάση το Άρθρο 81(2)(β) Μέρος Ι και 83(1) του Νόμου.  Επίσης από την επιστολή της 5/2/01 με την οποία διορίστηκε ο κ. Φιλίππου ως ερευνών λειτουργός για τη δεύτερη έρευνα, προκύπτει και πάλιν ότι η έρευνα διατάχθηκε από τον Υπουργό Υγείας.

Ενόψει των πιο πάνω ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι δε φαίνεται ποιος αποφάσισε να αναβαθμιστεί η έρευνα από ενδοτμηματική με βάση το Άρθρο 81(2)(α), σε έρευνα με βάση το Άρθρο 81(2)(β), δεν ευσταθεί.

Με το τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι ο ερευνών λειτουργός ήταν, λόγω θέσης ή μεροληπτικής ήδη γνώμης, ή λόγω ιδιότητας ακατάλληλος να αναλάβει το έργο του ερευνώντος λειτουργού με βάση το Άρθρο 81(2)(β).  Βάσισε τον ισχυρισμό αυτό στο ότι ο ερευνών λειτουργός, κατά τη μαρτυρία του ενώπιον της ΕΔΥ δήλωσε ότι για την ετοιμασία του πορίσματος του κατά τη δεύτερη έρευνα έλαβε υπόψη και γεγονότα από την πρώτη έρευνα.  Εξετάσαμε τον ισχυρισμό και κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί. Ο ερευνών λειτουργός ήταν σαφής ότι κατά τη δεύτερη έρευνα, πλησίασε τα διάφορα πρόσωπα και έλαβε νέες καταθέσεις με τον τρόπο που εξηγήσαμε πιο πάνω.  Η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι ο ερευνών λειτουργός ώφειλε, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 60(2), επιφύλαξη, να μην αναλάβει τη δεύτερη έρευνα, δεν ευσταθεί. Η παραγρ. (δ) θέτει γενικά υποχρέωση στο δημόσιο υπάλληλο να συμμορφώνεται προς τις νομοθετικές διατάξεις και τις σύμφωνες προς αυτές οδηγίες και εγκύκλιες/διαταγές  ως και τις οδηγίες των ιεραρχικά ανωτέρων του.  Με την επιφύλαξη προβλέπονται τα εξής:

[*636]«Νοείται ότι στην περίπτωση κατά την οποία η διαταγή είναι πρόδηλα παράνομη, ο υπάλληλος δύναται να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει αμέσως στον Προϊστάμενο του.  Αν ο Προϊστάμενος βασιζόμενος σε γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα επιμείνει στην εκτέλεση της διαταγής, ο υπάλληλος οφείλει να συμμορφωθεί.»

Δεν υπήρχε οτιδήποτε στην παρούσα περίπτωση που να δικαιολογούσε τον ερευνώντα λειτουργό, ως δημόσιος υπάλληλος που ήταν, να αρνηθεί να ενεργήσει ξανά ως ερευνών λειτουργός.  Καμιά πρόδηλη παρανομία δεν έχει αποδειχθεί.

Με τον 4ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη της ΕΔΥ με την οποία απορρίφθηκε η θέση της εφεσείουσας ότι τα μέλη της ΕΔΥ που εκδίκασε την πειθαρχική υπόθεση ήταν προκατειλημμένα σε βάρος της διότι συμμετείχαν σε διαδικασία προαγωγής των παραπονουμένων προσώπων, Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού και είχε τότε επιτύχει η εφεσείουσα σε ακυρωτική απόφαση.

Διαφωνούμε και με αυτή τη θέση.  Όπως ορθά έκρινε ο συνάδελφος πρωτόδικα, αποδοχή αυτής της θέσης συνεπάγεται αυτόματα και απεμπόληση του δικαιώματος και θα λέγαμε του καθήκοντος της ΕΔΥ με βάση το σχετικό νόμο (Άρθρο 5 του Ν. 1/90 ως έχει τροποποιηθεί) για διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας.  Εδώ το παράπονο είναι ότι όλα τα μέλη της ΕΔΥ ήσαν προκατειλημμένα.  Δεν εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος πώς και ποίος θα εκδίκαζε την πειθαρχική υπόθεση.  Δε θεωρούμε ότι η περίπτωση εμπίπτει στο Άρθρο 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/99 ως έχει τροποποιηθεί) που επικαλείται η εφεσείουσα, που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι «δε μετέχει στην παραγωγή της διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα θέση ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της».

Κρίνουμε ότι το γεγονός ότι τα μέλη της ΕΔΥ κατά την άσκηση της εξουσίας τους για διορισμό ή προαγωγή τυγχάνει να μην είχαν επιλέξει το πρόσωπο που σε κατοπινό στάδιο διώκεται πειθαρχικά, δεν τίθενται στην κατηγορία που αναφέρεται στο πιο πάνω άρθρο.

Ο ισχυρισμός ότι ο Πρόεδρος της ΕΔΥ είναι συγγενής με ένα από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (Παναγιώτα Δημητρίου) σε προσφυγές που καταχώρησε η εφεσείουσα και άρχιζαν από το 1991, όπως και η παραπονούμενη Ελένη Λάμπρου, επίσης κρίνεται ανεδαφικός.  Κατ’ αρχάς, είναι ορθή η παρατήρηση της δικηγόρου των [*637]εφεσιβλήτων ότι ο λόγος αυτός δεν προβλήθηκε στην προσφυγή 376/03, γιαυτό και δεν εξετάστηκε πρωτόδικα, αφού είχε προβληθεί για πρώτη φορά στην απαντητική αγόρευση.  Εν πάση περιπτώσει, ούτε και ενώπιον μας διευκρινίστηκε ο βαθμός συγγένειας του Προέδρου της ΕΔΥ με την εν λόγω Παναγιώτα Δημητρίου.  Όπως και να έχουν τα πράγματα, αυτό είναι θέμα που αν είχε κάποια επίπτωση, αυτή θα ήταν στις γενόμενες τότε προαγωγές και όχι για σκοπούς της παρούσας πειθαρχικής διαδικασίας.  Έτσι απορρίπτεται και αυτή η θέση.

Με τους 5ο και 6ο λόγους έφεσης, που ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας πραγματεύεται με ενιαία επιχειρηματολογία, εγείροντας διάφορα θέματα ως εξής:

(α)  ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ικανοποιητικές τις εξηγήσεις της ΕΔΥ για την αξιοπιστία της Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού,

(β)  ότι  αυτές δεν ήταν προϊστάμενες της εφεσείουσας,

(γ)  ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η θέση ότι η εσωτερική εγκύκλιος ήταν νόμιμη και

(δ)  ότι εσφαλμένα δε θεώρησε ανεπίτρεπτη την έντονη παρέμβαση/καθοδήγηση της ΕΔΥ επί της μαρτυρίας.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι οι παραπονούμενες Ελένη Λάμπρου και Αγνή Στυλιανού δεν ήσαν ιεραρχικά ανώτερες της εφεσείουσας, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι αυτός ευσταθεί.  Από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων και τη μαρτυρία του κ. Κωνσταντίνου Μαλλή, Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, προέκυπτε ότι η Αγνή Στυλιανού, Ανώτερη Επισκέπτρια Υγείας, κατείχε πρώτα τη θέση της Πρώτης Λειτουργού Επισκεπτριών Υγείας και ήταν Υπεύθυνη Επαρχίας Λευκωσίας.  Επανήλθε στη θέση της Ανώτερης Επισκέπτριας Υγείας, όπως ήταν η εφεσείουσα, λόγω ακύρωσης της προαγωγής της από το Δικαστήριο, αλλά με δικές του οδηγίες εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντα Υπεύθυνης της Επαρχίας Λευκωσίας, ως η αρχαιότερη.

Η Ελένη Λάμπρου κατείχε τη θέση της Πρώτης Λειτουργού Επισκεπτριών Υγείας και ήταν υπεύθυνη για τον τομέα της Σχολιατρικής Υπηρεσίας, τον τομέα Μητρότητας, Παιδιού, Εμβολιασμών και των Αγροτικών Υγειονομικών Κέντρων.

Επομένως ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι παραπονούμενες στις κατηγορίες 6, 7 και 8  ήταν ιεραρχικά ανώτερες, δεν ευσταθεί.  Ο ισχυρισμός ότι η εσωτερική [*638]εγκύκλιος δεν ήταν νόμιμη, έχει συνδεθεί με τον ισχυρισμό ότι η ΕΔΥ δεν έπρεπε να είχε δεχθεί τη μαρτυρία ότι η Ελένη Λάμπρου και Αγνή Στυλιανού ήταν ιεραρχικά ανώτερες.  Με την κατάληξη μας ότι οι παραπονούμενες ήταν ιεραρχικά ανώτερες, απορρίπτεται και ο ισχυρισμός περί μη νόμιμης εγκυκλίου.

Ο επόμενος ισχυρισμός, που περιέχεται στους ίδιους λόγους έφεσης, είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής δεν θεώρησε «ανεπίτρεπτη την έντονη παρέμβαση/καθοδήγηση» της ΕΔΥ επί της μαρτυρίας.  Κατ’ αρχας σημειώνουμε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε εγερθεί στην προσφυγή.  Προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Απαντητική Αγόρευση. 

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Πλατρίτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 571) παρόλο που η ακροαματική διαδικασία διεξάγεται με το εξεταστικό σύστημα, τούτο δεν παρέχει στα μέλη της ΕΔΥ, ως πειθαρχικό σώμα, απεριόριστο δικαίωμα επέμβασης στη διαδικασία.  Λέχθηκε επίσης ότι δεν επιτρέπεται στα μέλη του πειθαρχικού σώματος «να θέτουν τον εαυτόν τους στην αρένα όπου διεξάγεται η δίκη, γιατί, άλλως, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προωθούν τη θέση της μιας ή της άλλης πλευράς. Μια τέτοια επέμβαση πλήττει την αμεροληψία του Πειθαρχικού Συμβουλίου.»  Στην εν λόγω υπόθεση παρατηρήθηκαν πρωτόδικα κάπου 70 παρεμβάσεις και αρκετές από αυτές δεν ήταν διευκρινιστικού περιεχομένου, γιαυτό και η εισήγηση για ανεπίτρεπτη παρέμβαση έγινε αποδεκτή.  Ενώπιον μας, πέραν της προβολής του ισχυρισμού αυτού δεν έχουν υποδειχθεί αυτές οι παρεμβάσεις και πώς επηρέασαν την εφεσείουσα. Εν πάση περιπτώσει εξετάσαμε τις παρεμβάσεις της ΕΔΥ, που ανέφερε για πρώτη φορά ο συνήγορος στην απαντητική του αγόρευση, αλλά δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι ήταν ανεπίτρεπτης φύσης ή ότι είχαν σκοπό να κατευθύνουν τη μαρτυρία προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, και ειδικά εναντίον της εφεσείουσας.

Στα πλαίσια των ίδιων λόγων έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δε δέχθηκε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη νόμιμη και δίκαιη στάθμιση της μαρτυρίας.  Εξηγεί ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ότι ενώ υπήρχε ενώπιον της ΕΔΥ η μαρτυρία των Μάχης Καρούζη και Ειρήνης Κότερ-Θεμιστοκλέους η οποία ήταν υπέρ της εφεσείουσας, αυτή αγνοήθηκε και προτιμήθηκε η μαρτυρία των προαναφερθεισών Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού που ήσαν προκατειλημμένες εναντίον της εφεσείουσας.

Η Μάχη Καρούζη, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο Διευθύντρια [*639]του Γυμνασίου Διανέλου και Θεοδότου, η δε Ειρήνη Κότερ-Θεμιστοκλέους, Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και ήταν τοποθετημένη σε Σχολιατρικές Υπηρεσίες.

Οι πιο πάνω μάρτυρες, που κλήθηκαν από την ΕΔΥ κατόπιν αιτήματος της εφεσείουσας και μετά που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεση της, ανάφεραν, περιληπτικά, τα εξής: 

Η πρώτη (Μάχη Καρούζη) ανάφερε ότι δεν είχε ποτέ παράπονο από γονείς και ότι η εφεσείουσα ανταποκρινόταν στα καθήκοντά της.  Στην επανεξέταση προχώρησε να πει ότι διαφωνεί με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει η εφεσείουσα σε σχέση με το Γυμνάσιο Διανέλου και Θεοδότου, δηλαδή αντικείμενο της 4ης και 5ης κατηγορίας, αφού οι υπόλοιπες αφορούν γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Α΄Τεχνική Σχολή Λευκωσίας. Μεταξύ άλλων είπε και τα εξής:  «……Και διαφωνώ με το παράπτωμα που της βάλετε, δεν ξέρω ποιοι τα κάμνουν αυτά, ότι δηλαδή στο Διανέλου και Θεοδότου δεν έγινε εξέταση οπτικής οξύτητας και να φαίνεται το όνομα του σχολείου μου, πράγμα που έγινε.  Διαφωνώ πλήρως για ό,τι λέτε για το σχολείο μου.»

Η κα Θεμιστοκλέους, αντεξεταζόμενη από το δικηγόρο της εφεσείουσας αναφέρθηκε στις δύο καταθέσεις που έδωσε, μια στις 25/4/00 για την πρώτη έρευνα και μια στις 27/2/01 για τη δεύτερη έρευνα.  Στην κατάθεση της δήλωσε ότι έχει ως έδρα της το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αλλά ασκεί τα καθήκοντα της, τόσο στο Γυμνάσιο Διανέλου και Θεοδότου όσο και στην Α΄Τεχνική Σχολή και  ότι με την εφεσείουσα συνεργάστηκε τη σχολική χρονιά 1999-2000 και είναι πολύ ικανοποιημένη.  Μάλιστα ζήτησε η ίδια να συνεργαστεί με την εφεσείουσα διότι συνεργάστηκαν και παλαιότερα και ήταν και πάλιν πολύ ευχαριστημένη.  Πρόσθεσε ότι η εφεσείουσα έχει πολλές γνώσεις και είναι πολύ καλή.  Αν έχει άλλα προβλήματα, δεν γνωρίζει.

Στην απόφαση της η ΕΔΥ αποφάνθηκε ότι οι καταθέσεις των πιο πάνω μαρτύρων ήταν «ουδέτερες, γενικές και αόριστες και δεν αμφισβήτησαν ουσιαστικά τα επίμαχα σημεία των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας», χωρίς να επεκταθεί, παρά τον ισχυρισμό της Καρούζη ότι διαφωνεί με το κατηγορητήριο και της Θεμιστοκλέους ότι η εφεσείουσα ήταν τόσο πολύ συνεργάσιμη, που μάλιστα επεδίωξε η ίδια η μάρτυρας να συνεργαστεί ξανά μαζί της.

Ο συνάδελφος που εκδίκασε την προσφυγή, για το θέμα αυτό, [*640]γιατί δηλαδή να προτιμηθεί η μαρτυρία των Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού και να μη δεχθεί ότι η εφεσείουσα ήταν πάντα συνεργάσιμη, όπως είπαν οι Μάχη Καρούζη και Ειρήνη Κότερ-Θεμιστοκλέους, ανέφερε τα εξής:

«Τέλος, αβάσιμα θεωρώ και όλα τα περί υπέρβασης εξουσίας από την Ε.Δ.Υ. και πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.         Κατά την άποψη μου, η Ε.Δ.Υ. στην προκείμενη περίπτωση προσήγγισε το κάθε τι με μεγάλη προσοχή, ακόμα και με σχολαστικότητα σε ορισμένες πτυχές, τήρησε όλα τα δικονομικά εχέγγυα της δίκαιης δίκης, συζήτησε την ενώπιον της μαρτυρία, την αξιολόγησε με τρόπο άμεμπτο και αιτιολόγησε πειστικά και δεόντως τα ευρήματα της τα οποία δικαιολογεί πλήρως η προσαχθείσα μαρτυρία.  Σε σχέση ειδικότερα με την αξιοπιστία των μαρτύρων Ε. Λάμπρου και Α. Στυλιανού, για την οποία έγινε πολύς λόγος, παραθέτω τη δοθείσα εξήγηση την οποία θεωρώ ικανοποιητική:

«…….οι μάρτυρες μας έχουν εντυπωσιάσει και τους δεχόμαστε ως αξιόπιστους  μάρτυρες.  Οι δυο αυτοί μάρτυρες κατηγορίας 2 και 3 σε παρά πολλές περιπτώσεις, στο μακρύ διάστημα  που μεσολάβησε μεταξύ  των πρώτων κατηγοριών και των τελευταίων,  επανειλημμένα προσπάθησαν να βοηθήσουν και να επαναφέρουν την καθ΄ης η δίωξη σε τάξη  και η υπόθεση τότε και μόνο προχώρησε από την αρμόδια αρχή όταν τα πράγματα έφθασαν σε απροχώρητο σημείο.»

Παρόλο που η ΕΔΥ θα μπορούσε να πει κάτι περισσότερο για τη μαρτυρία των Μάχης Καρούζης και Ειρήνης Κότερ-Θεμιστοκλέους γιατί δηλαδή είναι γενική και αόριστη, εντούτοις αν ληφθεί υπόψη ότι οι μάρτυρες αυτοί μίλησαν γενικά ότι η εφεσείουσα ήταν συνεργάσιμη μαζί τους, αλλά δεν ανάφεραν οτιδήποτε σχετικά με τη συμπεριφορά της προς τις παραπονούμενες τις συγκεκριμένες ημερομηνίες για τις οποίες κατηγορείται, δηλαδή την 21/1/00 (6η κατηγορία), 21/1/01 (7η κατηγορία) και 11/5/99 (8η κατηγορία), έχουμε καταλήξει, όπως και ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι δεν πρέπει να επέμβουμε στα ευρήματα της ΕΔΥ περί αξιοπιστίας των Ελένης Λάμπρου και Αγνής Στυλιανού.  Άλλωστε και η Θεμιστοκλέους ανάφερε ότι «αν είχε άλλα προβλήματα» η εφεσείουσα, η ίδια δε γνώριζε.

Ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα δεν έτυχε δίκαιης δίκης διότι οι παραπονούμενες δεν μπορούσαν να είναι μάρτυρες λόγω προκατάληψης επίσης δεν ευσταθεί.

[*641]Η αντιδικία σε προσφυγές που επικαλείται η εφεσείουσα έχει δυο πτυχές:  (α) ότι πράγματι οι μάρτυρες αυτοί λόγω της μεταξύ τους δημιουργηθείσας κατάστασης να ήσαν διατεθειμένες να πούν ψέματα.  (β)  Συμβαίνει όμως  και το αντίθετο, ότι δηλαδή λόγω αυτής της κατάστασης και η εφεσείουσα να συμπεριφερόταν προς τις παραπονούμενες απρεπώς.  Η ΕΔΥ αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, δέχθηκε τη θέση των παραπονουμένων.

Στην προναφερθείσα υπόθεση της Πλατρίτης ν. Δημοκρατίας, στη σελ. 578 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Είναι γεγονός, το οποίο εξάγεται από τη νομολογία, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο  (Βλέπε:  Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533 και Ανδρέας Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508).

Το Διοικητικό Δικαστήριο όμως μπορεί να επέμβει όταν διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα.  Χωρεί, ως εκ τούτου, επέμβαση όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία άσκησαν στο πειθαρχικό όργανο ουσιώδη επιρροή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων.»

Στην παρούσα υπόθεση δεν ικανοποιούνται τα πιο πάνω, ούτως ώστε το Δικαστήριο να έπρεπε να επέμβει.

Αναφορικά με την ποινή, το Διοικητικό Δικαστήριο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει εκτός αν η ΕΔΥ επιβάλει ποινή που δεν προβλέπεται από το Νόμο ή υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Στην υπόθεση Θεοτή ν. Δημοκρατίας (2001) 3(B) Α.Α.Δ. 1144, σελ. 1148-1149, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«…..Είναι δε σαφής και καλά καθιερωμένη η αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο δεν ελέγχει την αυστηρότητα, αυτή καθ’ αυτή, πειθαρχικής ποινής ή την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο που έχει την αποκλειστική κρίση για επιλογή της ποινής, παρά μόνο εξετάζει αν η επιβληθείσα ποινή εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου και αν αυτό ενήργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του σε συνάρτηση με το εύλογο της ποινής, που περιλαμβάνει βέβαια και την αρχή της αναλογι[*642]κότητας (ίδε Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, και την εκεί αναφερόμενη νομολογία).»

Στην παρούσα υπόθεση, ούτε πρωτόδικα, ούτε ενώπιον μας έχει εγερθεί λόγος που να προσβάλλει τη νομιμότητα της επιβληθείσας ποινής.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο