Tζιωνής Nικόλας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 689

(2009) 3 ΑΑΔ 689

[*689]23 Δεκεμβρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΖΙΩΝΗΣ,

Eφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Eφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 57/2006)

 

Διοικητική Πράξη ― Απόφαση ανώτερου ιεραρχικά οργάνου με μόνη την υιοθέτηση της εισήγησης που τίθεται ενώπιόν του από κατώτερο όργανο ― Τα σχετικά νομολογιακά πορίσματα και το Άρθρο 45(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 ― Η απλή υιοθέτηση της εισήγησης ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών για απόρριψη ιεραρχικής προσφυγής εναντίον ειδοποίησης επιβολής, κρίθηκε έγκυρη στην εξετασθείσα υπόθεση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της υποχρέωσης προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ― Άρθρο 43(4) του Ν. 158(Ι)/99 ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση ― Δεν μπορεί να οδηγεί σε άρση της παρανομίας ― Η αρχή δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ειδοποίησης επιβολής για κατεδάφιση παράνομων υποστατικών.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική του προσφυγή κατά της σε βάρος του επίδοσης ειδοποίησης επιβολής για κατεδάφιση υποστατικών, που είχαν κατασκευασθεί κατά παράβαση όρου πολεοδομικής άδειας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*690]1.      Υπήρξε εν προκειμένω πλήρως εμπεριστατωμένη έκθεση και εισήγηση προς τον αρμόδιο Υπουργό, όσον αφορά την έκβαση της ιεραρχικής προσφυγής, την οποίαν ο Υπουργός ενέκρινε, με την αποδοχή της εισήγησης και την υπογραφή του, πράγμα που ισοδυναμεί ουσιαστικά με απόφαση του ίδιου του Υπουργού.  Τονίζεται  συναφώς και η αρχή της κανονικότητας.  Ο εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει στοιχεία αντικανονικότητας στην πορεία των πραγμάτων και απέτυχε να το  πράξει. 

2.  Στην προκείμενη περίπτωση τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού όλα τα απαραίτητα στοιχεία, με περισσή πληρότητα και επομένως η απόφαση του Υπουργού καλύπτεται πλήρως από την αιτιολογία της εισήγησης, που υιοθετήθηκε από τον Υπουργό.

     Το Άρθρο 45(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, παρέχει εξουσία στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να διεξάγει έρευνα, δια μέσου άλλου οργάνου ή προσώπου.  Στην προκείμενη  περίπτωση αυτό έγινε και είναι επιτρεπτό. 

3.  Η υιοθέτηση ενός σημειώματος από ένα Υπουργό, με τη λέξη «Συμφωνώ», αν το σημείωμα περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της  όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα, δεν συνιστά απεμπόληση αρμοδιότητας εκ μέρους του αρμοδίου (επιφορτισμένου) οργάνου.  Είναι θέμα πραγματικό πότε ένας Υπουργός ή οποιοδήποτε άλλο διοικητικό όργανο ασκεί την εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο και πότε απλώς επισφραγίζει απόφαση άλλου οργάνου.  Στην  προκείμενη  περίπτωση ο Υπουργός ενήργησε μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.

4.  Η ιεραρχική προσφυγή, δεν εξυπακούει απαραίτητα διαδικασία «προφορικής» ακρόασης.  Είναι αρκετό το ότι ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να εκθέσει τους δικούς του λόγους για τους οποίους ζητούσε αναθεώρηση της Ειδοποίησης Επιβολής. Σύμφωνα με το Άρθρο 43(4) του Ν.158(Ι)/99, η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται  προφορικά.  Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο Νόμος ορίζει το αντίθετο.  Στην προκείμενη περίπτωση ο σχετικός νόμος, δηλαδή οι Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμοι, δεν επιβάλλουν οποιαδήποτε υποχρέωση για προφορική ακρόαση του ενδιαφερομένου.

5.  Ο εφεσείων εδώ δεν συμμορφώθηκε με όρο που, και με δική του συναίνεση, του είχε επιβληθεί, αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε [*691]καθυστέρηση εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής στην έκδοση της ειδοποίησης επιβολής.  Ναι μεν η πολεοδομική άδεια είχε εκδοθεί στις 28.2.2001, η άδεια οικοδομής όμως, η οποία επαναλάμβανε τον προαναφερόμενο όρο της πολεοδομικής άδειας, εκδόθηκε, από τον αρμόδιο Δήμο, στις 4.3.2003, και η Ειδοποίηση Επιβολής έγινε μόνον 4  μήνες μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 294.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Xατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 261/05), ημερ. 14/4/06.

Χρ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Ο εφεσείων - αιτητής είχε υποβάλει αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για αλλαγή χρήσης καταστήματος και διαμερίσματος, σε μπυραρία στην Αγία Νάπα, με βάση συγκεκριμένα σχέδια που προνοούσαν προσθηκομετατροπές. Η αίτηση του εγκρίθηκε, περιλήφθηκε όμως σ’ αυτή ο όρος όπως οι όψεις της οικοδομής τροποποιηθούν και ανακατασκευασθούν κατά τρόπο  που να είναι απόλυτα σύμφωνος με τα εγκριμένα σχέδια. Τον ίδιο όρο περιλάμβανε και η άδεια οικοδομής που εκδόθηκε, αργότερα, από το Δήμο Αγίας Νάπας.

Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με τον προαναφερόμενο όρο μέσα στην προθεσμία που του τέθηκε, οπόταν η πολεοδομική αρχή του επέδωσε Ειδοποίηση Επιβολής, δυνάμει του Άρθρου 46 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων, στην οποία αναφερόταν ότι διαπιστώθηκε μη υλοποίηση του προαναφερόμενου όρου και ο [*692]εφεσείων εκαλείτο, μέσα σε 30 μέρες, να κατεδαφίσει τις αυθαίρετες κατασκευές και να προσαρμόσει την οικοδομή του στα εγκριμένα σχέδια. 

Ο εφεσείων υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, κατά της προαναφερόμενης Ειδοποίησης Επιβολής.  Η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε και η ειδοποίηση επιβολής επικυρώθηκε. Εναντίον της απόφασης εκείνης καταχωρίστηκε προσφυγή.  Στην προσφυγή τέθηκαν ουσιαστικά τρία θέματα:

(α)  Ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος ήταν αρμόδιος να κρίνει την ιεραρχική προσφυγή, ουσιαστικά δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ούτε προέβηκε και σε έρευνα ο ίδιος, αλλά απλά έθεσε την υπογραφή του, ως σφραγίδα επικύρωσης, γραπτής εισήγησης που του είχε υποβάλει διοικητικός λειτουργός του Υπουργείου του.

(β)  Ότι ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, επί της ιεραρχικής προσφυγής και αυτό συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, και 

(γ)  Ότι οι εφεσίβλητοι παραβίασαν την αρχή της καλής πίστης ένεκα της καθυστέρησης στην αποστολή της Ειδοποίησης Επιβολής μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, το οποίο δημιούργησε στον εφεσείοντα καθεστώς εφησυχασμού και την πεποίθηση ότι δεν ήταν αναγκαία η, εκ  μέρους του, λήψη περαιτέρω μέτρων. 

Η προσφυγή του εφεσείοντα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και με την παρούσα έφεση αυτός προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης οι οποίοι ουσιαστικά είναι πανομοιότυποι με τους προαναφερόμενους τρεις λόγους ακύρωσης που είχε επικαλεστεί ο αιτητής και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η  πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. 

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή ο Υπουργός Εσωτερικών ενήργησε ουσιαστικά ως σφραγίδα επικύρωσης της απόφασης λειτουργού του Υπουργείου του, χωρίς να προβεί ο ίδιος σε έρευνα και χωρίς ουσιαστικά να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, όπως είχε υποχρέωση, δυνάμει των σχετικών Νόμων (πε[*693]ρί Πολεοδομίας και Χωροταξίας), ως ο αρμόδιος να αποφασίσει για την ιεραρχική προσφυγή. Παρατηρούμε ότι στον υπηρεσιακό φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος κατατέθηκε ως τεκμήριο 1, υπάρχει έκθεση διοικητικής λειτουργού του Υπουργείου Εσωτερικών, απευθυνόμενη προς τον Υπουργό, ημερ. 20.2.2005.  Στην εν λόγω έκθεση εκτίθενται όλα τα σχετικά γεγονότα και γίνεται εισήγηση:  (α) για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, (β)  επικύρωση της Ειδοποίησης Επιβολής και (γ)  οδηγίες στην Πολεοδομική Αρχή για υλοποίηση της απόφασης. Υπάρχει, επίσης, επί της εκθέσεως αυτής, σημείωση, προφανώς του Υπουργού Εσωτερικών στην οποίαν αναγράφεται «Συμφωνώ απόλυτα με την εισήγηση» και η μονογραφή,  προφανώς του τότε Υπουργού, με σχετική ημερομηνία. 

Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ο οποίος παρατήρησε ότι υπήρξε πλήρως εμπεριστατωμένη έκθεση και εισήγηση προς τον αρμόδιο Υπουργό, όσον αφορά την έκβαση της ιεραρχικής προσφυγής, την οποίαν ο Υπουργός ενέκρινε, με την αποδοχή της εισήγησης και την υπογραφή του, πράγμα που ισοδυναμεί ουσιαστικά με απόφαση του ίδιου του Υπουργού.  Ο πρωτόδικος Δικαστής τόνισε συναφώς και την αρχή της κανονικότητας, για να υποδείξει ότι ο εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει στοιχεία αντικανονικότητας στην πορεία των πραγμάτων και απέτυχε να το  πράξει. 

Όσον αφορά την έρευνα αναφορικά με τα στοιχεία που ήταν σχετικά με την ιεραρχική προσφυγή επίσης συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο αδελφό Δικαστή, ο οποίος παρατήρησε ότι η έρευνα και η παρουσίαση των στοιχείων της υπόθεσης δεν ήταν έργο του ίδιου του Υπουργού, αλλά των λειτουργών του, και ότι ευθύνη του Υπουργού ήταν να τοποθετηθεί, με τη λήψη της σχετικής απόφασης. Το γεγονός ότι ο Υπουργός συμφώνησε με την εισήγηση που του υποβλήθηκε και δεν προέβηκε σε δικά του σχόλια δεν αναιρεί την άσκηση της αρμοδιότητας του Υπουργού, η ορθότητα της κατάληξης του οποίου εξαρτάται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του.  Στην προκείμενη περίπτωση τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού όλα τα απαραίτητα στοιχεία, με περισσή πληρότητα, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο δικαστήριο και επομένως η απόφαση του Υπουργού καλύπτεται πλήρως από την αιτιολογία της εισήγησης, που υιοθετήθηκε από τον Υπουργό και η οποία παρατίθεται αυτούσια στη σελ. 5 της πρωτόδικης απόφασης.  

Συναφώς παρατηρούμε ότι το Άρθρο 45(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99, παρέχει εξου[*694]σία στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να διεξάγει έρευνα, δια μέσου άλλου οργάνου ή προσώπου. Στην προκείμενη  περίπτωση αυτό έγινε και είναι επιτρεπτό. 

Αναφορικά με την άσκηση και τον έλεγχο της διακριτικής εξουσίας των διοικητικών οργάνων, παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η υιοθέτηση ενός σημειώματος από ένα Υπουργό, με τη λέξη «Συμφωνώ», αν το σημείωμα περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της  όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα, δεν συνιστά απεμπόληση αρμοδιότητας εκ μέρους του αρμοδίου (επιφορτισμένου) οργάνου. Είναι θέμα πραγματικό πότε ένας Υπουργός ή οποιοδήποτε άλλο διοικητικό όργανο ασκεί την εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο και πότε απλώς επισφραγίζει απόφαση άλλου οργάνου (Δέστε: Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας ν. Mobil Oil Ltd κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 294, 298 και Μιχ. Δ. Στασινοπούλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1951, σελ. 328). Στην  προκείμενη  περίπτωση ο Υπουργός ενήργησε μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.

Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό στέρηση του δικαιώματος ακρόασης του εφεσείοντα, κατά την ιεραρχική προσφυγή, και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Η ιεραρχική προσφυγή, δεν εξυπακούει απαραίτητα διαδικασία «προφορικής» ακρόασης, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Είναι αρκετό το ότι ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να εκθέσει τους δικούς του λόγους για τους οποίους ζητούσε αναθεώρηση της Ειδοποίησης Επιβολής και οι λόγοι εκείνοι λήφθηκαν υπόψη από το Λειτουργό που ερεύνησε την υπόθεση, και στη συνέχεια και από τον αρμόδιο Υπουργό, στην απορριπτική του απόφαση.  Σύμφωνα με το Άρθρο 43(4) του Ν.158(Ι)/99 η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται  προφορικά.  Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο Νόμος ορίζει το αντίθετο.  Στην προκείμενη περίπτωση ο σχετικός νόμος, δηλαδή οι Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμοι, δεν επιβάλλουν οποιαδήποτε υποχρέωση για προφορική ακρόαση του ενδιαφερομένου.

Το παράπονο της καθυστέρησης και της κακοπιστίας  εκ μέρους της διοίκησης, το οποίο εγείρεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, και πάλι δεν είναι βάσιμο.  Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με όρο που, και με δική του συναίνεση, του είχε επιβληθεί, αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε καθυστέρηση εκ μέρους της Πολεοδομικής [*695]Αρχής στην έκδοση της ειδοποίησης επιβολής.  Ναι μεν η πολεοδομική άδεια είχε εκδοθεί στις 28.2.2001, η άδεια οικοδομής όμως, η οποία επαναλάμβανε τον προαναφερόμενο όρο της πολεοδομικής άδειας, εκδόθηκε, από τον αρμόδιο Δήμο, στις 4.3.2003, και η Ειδοποίηση Επιβολής έγινε μόνον 4  μήνες μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής. Υπό τις περιστάσεις και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, η οποία να θεωρείται ότι δημιούργησε εύλογη εντύπωση εφησυχασμού, στον εφεσείοντα, ότι ο προαναφερόμενος όρος δεν θα εφαρμοζόταν.  Ως εκ τούτου και αυτός ο λόγος απορρίπτεται.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.000.- έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο