Κολοκάσης Ιάκωβος (Γιακουμής) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 23

(2010) 3 ΑΑΔ 23

[*23]8 Φεβρουαρίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΙΑΚΩΒΟΣ (ΓΙΑΚΟΥΜΗΣ) ΚΟΛΟΚΑΣΗΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.           ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

   ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/ 'Η

2.           ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

   ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2006)

 

Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Οι συναφείς εξουσίες του Κηδεμόνα του Υπουργού Εσωτερικών ― Ασκήθηκαν νομίμως στην κριθείσα περίπτωση διαχείρισης του Λουτρού Ομεριέ.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαίτηση εξειδίκευσης των λόγων ακυρώσεως στο δικόγραφο της Αιτήσεως (προσφυγής) ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Περιστάσεις παραβίασής του στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας η προσφυγή του κατά διαχειριστικής πράξης επί του Λουτρού Ομεριέ.  Η έφεση πέτυχε και στην παρούσα διαδικασία εξετάστηκαν οι λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ο Αιτητής ισχυρίστηκε έλλειψη δέουσας έρευνας σε συνάρτηση με τις αρμοδιότητες του Κηδεμόνα.  Δεν υπάρχει έρεισμα στην εισήγηση ότι ο τερματισμός της άδειας χρήσης του Αιτητή σε συνάρτηση με την ακόλουθη παραχώρηση του Λουτρού στο Δήμο δεν έγινε δεόντως και νομίμως, στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιο[*24]τήτων του Κηδεμόνα. 

2.  Η άλλη εισήγηση του Αιτητή, είναι ότι δεν του εδόθη το δικαίωμα ακρόασης πριν τερματισθεί η άδεια χρήσης του, ως δυσμενής για αυτόν απόφαση.  Το θέμα αυτό όμως δεν εγείρεται δεόντως στα νομικά σημεία σε συνάρτηση με τα γεγονότα της προσφυγής, τα οποία αναφέρονται στο ανεπαρκές και πεπλανημένο της  απόφασης,  ώστε να μην πρέπει να εξεταστεί.  Διαχρονική νομολογία επιβεβαιώνει ότι δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση της ρητής επιταγής του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που επιβάλλει την έγερση των απαραίτητων νομικών σημείων επί των οποίων εδράζεται η προσφυγή.  Παρεμπιπτόντως παρατηρείται ότι ο Αιτητής, όταν άρχισαν τα έργα αναπαλαίωσης, όχι μόνο γνώριζε για αυτά, αλλά και συνεργάστηκε αποδεχόμενος την εκτέλεσή τους.  Η ειδοποίηση τερματισμού, πέραν του ότι ήταν σύμφωνη με τη συμβατική πρόνοια, δεν ήταν για αυτόν κεραυνός εν αιθρία. 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2), (2009) 3 Α.Α.Δ. 655,

Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27,

Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 87/04), ημερ. 3/2/06.

Θ. Κορφιώτης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

[*25]ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το γνωστό ως «Λουτρό Εμερκέ» (κατ΄ακρίβεια «Λουτρό Ομεριέ») είναι βακουφική περιουσία.  Ενοικιαζόμενο από κάποιο Ανδρέα Κολλητήρη προ του 1976, παρεχωρήθη τότε από το Υπουργείο Εσωτερικών σε κάποιο Νικόλα Βασιλείου, πρόσφυγα, υπό μορφή ενοικίασης.  Το 1980 υπεγράφη μάλιστα και σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ του και της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.  Το 1984 ενεκρίθη αίτημα μεταβίβασης κατοχής σε άλλο, κάποιο Χριστάκη Παπαχαραλάμπους, επίσης πρόσφυγα. Αυτή τη φορά υπεγράφη άδεια χρήσης αντί ενοικιαστήριο. Το 1985 το Λουτρό, που εκηρύχθη ως επικίνδυνο και ετοιμόρροπο, επιδιορθώθηκε από τη Δημοκρατία με δαπάνη £4.500. Το 1986 τερματίσθηκε αυτή η άδεια χρήσης λόγω μη καταβολής των ενοικίων και, με αίτημα του Αιτητή, ο οποίος είναι πρόσφυγας, η κατοχή του Λουτρού εδόθη σε αυτόν με άδεια χρήσης υπογραφείσα το 1987.  Με το Ν. 139/1991 βεβαίως οι Τουρκοκυπριακές περιουσίες περιήλθαν στην αρμοδιότητα του Κηδεμόνα, ο οποίος είναι ο Υπουργός Εσωτερικών.  Την 19.11.2003 ο Έπαρχος Λευκωσίας (η προσφυγή παρουσιάστηκε και συζητήθηκε στη βάση ότι ήταν αρμόδιος, προφανώς ως ενεργών εκ μέρους του Κηδεμόνα Υπουργού Εσωτερικών), ετερμάτισε την άδεια χρήσης σύμφωνα με τον όρο 2 αυτής που δίδει το δικαίωμα τερματισμού με γραπτή προειδοποίηση 4 μηνών.  Στη συνέχεια το Λουτρό εκμισθώθηκε, κατόπιν αιτήματος του Δήμου Λευκωσίας, σε εταιρεία του Δήμου.  Ο Αιτητής προσέφυγε κατά της απόφασης τερματισμού.  Ο αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επελήφθη της προσφυγής, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως θέμα δικαιοδοσίας, απεφάνθη ότι ο τερματισμός συνιστούσε πράξη ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου και απέρριψε την προσφυγή. Έφεση κατά της απόφασης του ήταν επιτυχής (Α.Ε. 34/06, ημερομηνίας 17.7.2008), ώστε στη συνέχεια εξετάσαμε την προσφυγή επί της ουσίας της.

Ο Αιτητής ισχυρίζεται έλλειψη δέουσας έρευνας σε συνάρτηση με τις αρμοδιότητες του Κηδεμόνα.  Δυνάμει του Άρθρου 7 του Νόμου 139/1991, λέγει, ο Κηδεμόνας, κατά τη διαχείριση των Τουρκοκυπριακών περιουσιών, μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων και μόνο όταν αυτές δεν είναι αναγκαίες για το σκοπό αυτό μπορεί να τις παραχωρεί σε εκτοπισμένους Δήμους ή κοινότητες ή σε κατοίκους ακριτικών περιοχών.  Δεν προκύπτει, λέγει ο Αιτητής, ότι εκρίθη μη αναγκαία η παραχώρηση του Λουτρού για εξυπηρέτηση των αναγκών του ιδίου ως πρόσφυγα ή άλλων προσφύγων, παρά μόνο εκ των υστέρων.

Η εισήγηση του Αιτητή δεν έχει έρεισμα.  Κατ’ αρχάς, να παρατηρήσουμε ότι η εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων δεν [*26]είναι η μόνη ή η προφανώς κυρίαρχη αρμοδιότητα του Κηδεμόνα.  Παραλλήλως με αυτή, είναι και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών, όπως ειδικώς αναφέρεται όχι μόνο στο Άρθρο 7 αλλά και στο προοίμιο, όπου γίνεται αναφορά στην ανάγκη προστασίας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών που θεωρούνται εγκαταλειφθείσες. Πέραν τούτου, όχι μόνο το Άρθρο 8 επιτρέπει την κατοχή Τουρκοκυπριακής περιουσίας από οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, αλλά και ειδικώς γίνεται πρόνοια στο Άρθρο 6Β για παραχώρηση σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον κατοχής με εκμίσθωση ή άδεια χρήσης σε οργανισμούς κοινής ωφέλειας και αρχές τοπικής διοίκησης. Και όντως, όπως προκύπτει από το φάκελο, πολλές Τουρκοκυπριακές περιουσίες στην εντός των τειχών Λευκωσία παρεχωρήθησαν στο Δήμο Λευκωσίας προς συντήρηση και διαχείριση. Μάλιστα, με το Πενταετές Σχέδιο Αναζωογόνησης των Περιοχών Πράσινης Γραμμής του Δήμου για τα έτη 2000-2004, ήδη από το 2001 η αναπαλαίωση της περιοχής του Λουτρού ήταν από τους βασικούς στόχους.  Πέραν δε της χρηματοδότησης του έργου από τον ίδιο το Δήμο, ο Δήμος εξασφάλισε και χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους €1.500.000 για το σκοπό αυτό, που περιλάμβανε και το Λουτρό, με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης μέχρι 31.3.2003, Implementing Agency την UNOPS και συντονίστρια ορισθείσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Έκτοτε λοιπόν άρχισαν οι εργασίες εκτέλεσης των προβλεπομένων  έργων  και για το Λουτρό, η αναπαλαίωση του οποίου στοίχισε τελικά £445.000.  Ο Κηδεμόνας είχε, βεβαίως, εγκρίνει τα σχέδια αυτά και εξουσιοδοτήσει την υλοποίησή τους.  Στον όλο σχεδιασμό και υλοποίηση του έργου, η αντίληψη ήταν ασφαλώς ότι, εφ΄όσον ήταν ο Δήμος που προγραμμάτισε το έργο στα πλαίσια του πενταετούς σχεδίου του και εξασφάλισε τη σεβαστή χρηματοδότηση που απαιτείτο, το Λουτρό προορίζετο να παραχωρηθεί μετά από την αναπαλαίωση στο Δήμο.  Η προαναφερθείσα επίσημη αίτηση του Δήμου για παραχώρηση του Λουτρού προς την εταιρεία του που έγινε την 26.1.2004 δεν ήταν λοιπόν παρά η φυσική κατάληξη των προηγηθέντων εν όψει, όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή, της ολοκλήρωσης των έργων αναπαλαίωσης.  Σε αυτά βεβαίως να προστεθεί και η διαχρονική διαπίστωση του Δήμου ότι το Λουτρό, αν και παρεχωρήθη στον Αιτητή, δεν το διαχειρίζετο ο ίδιος, ο οποίος είχε άλλη εργασία, αλλά άλλο συγγενικό του πρόσωπο (μη πρόσφυγας) με το οποίο ο Αιτητής, όταν αρχικά ζήτησε να του παραχωρηθεί το Λουτρό, δήλωσε ότι θα το συνδιαχειρίζετο αφού σταματούσε και ο ίδιος από την άλλη εργασία του.  Καταλήγοντας λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει έρεισμα στην εισήγηση ότι ο τερματισμός της άδειας χρήσης του Αιτητή σε συνάρτηση με την ακόλουθη παραχώρηση [*27]του Λουτρού στο Δήμο δεν έγινε δεόντως και νομίμως στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα. 

Η άλλη εισήγηση του Αιτητή είναι ότι δεν του εδόθη το δικαίωμα ακρόασης πριν τερματισθεί η άδεια χρήσης του ως δυσμενής για αυτόν απόφαση.  Δεν μπορούμε όμως να μην παρατηρήσουμε ότι το θέμα αυτό δεν εγείρεται δεόντως στα νομικά σημεία σε συνάρτηση με τα γεγονότα της προσφυγής, τα οποία αναφέρονται στο ανεπαρκές και πεπλανημένο της  απόφασης,  ώστε να μην πρέπει να εξεταστεί, ούτε θα είμεθα διατεθειμένοι να το εξετάσουμε αυτεπαγγέλτως τοσούτο μάλλον αφού εξυπακούει έρευνα γεγονότων. Διαχρονική νομολογία επιβεβαιώνει ότι δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση της ρητής επιταγής του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που επιβάλλει την έγερση των απαραίτητων νομικών σημείων επί των οποίων εδράζεται η προσφυγή. (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2), (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257). Μπορούμε όμως να παρατηρήσουμε παρεμπιπτόντως ότι ο Αιτητής, όταν άρχισαν τα έργα αναπαλαίωσης, όχι μόνο γνώριζε για αυτά αλλά και συνεργάστηκε αποδεχόμενος την εκτέλεσή τους. Η ειδοποίηση τερματισμού, πέραν του ότι ήταν σύμφωνη με τη συμβατική πρόνοια, δεν ήταν για αυτόν κεραυνός εν αιθρία. 

Θεωρούμε ορθό να κάνουμε μια περαιτέρω παρατήρηση.  Όπως ήδη αναφέραμε, η επιστολή τερματισμού της άδειας χρήσης εστάλη από τον Έπαρχο Λευκωσίας, χωρίς να αναφέρεται ότι αυτός ενεργούσε εκ μέρους του μόνου αρμοδίου Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα.  Ακολούθησε την 28.1.2004 συνεδρία της Ειδικής Επιτροπής για παραχώρηση Τουρκοκυπριακών περιουσιών η οποία απεφάσισε και εισηγήθηκε στον Κηδεμόνα να επικυρωθεί ο τερματισμός της άδειας χρήσης.  Στη συνέχεια ο Κηδεμόνας συμφώνησε με την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής.  Εν όψει τούτων, δημιουργείται ερώτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, και αν είχε ληφθεί αρμοδίως, δεν απώλεσε την εκτελεστότητά της ενσωματωθείσα στην τελική απόφαση του Κηδεμόνα η οποία βεβαίως δεν προσεβλήθη.  Συναφώς, να παρατηρήσουμε ότι ο Κηδεμόνας δεν εμφαίνεται καθόλου στην προσφυγή, η οποία στρέφεται κατά του Επάρχου και κατά της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.  Δεν δώσαμε όμως συνέχεια στο θέμα εν όψει της εν πάση περιπτώσει κατάληξής μας επί της ουσίας της προσφυγής.

[*28]Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1000 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον του Αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο