Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης - Κύπρος Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 71

(2010) 3 ΑΑΔ 71

[*71]8 Μαρτίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ – ΚΥΠΡΟΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

YΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ,

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 28/2007)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσωρινό διάταγμα αναστολής της επίδικης διοικητικής πράξης ― Προϋποθέσεις έκδοσης από τη νομολογία ― Έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη βλάβη ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν έφεση εναντίον της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, που απέρριψε την αίτησή τους για προσωρινό διάταγμα αναστολής της επίδικης στην προσφυγή διοικητικής απόφασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Καν.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:

α) Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή

(β)   Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

     Η αναστολή εκτέλεσης μιας διοικητικής πράξης είναι δυνητική δι[*72]καστική ενέργεια και αποτελεί ιδιαίτερο ένδικο μέσο.  Η προσφερόμενη έννομη προστασία στοχεύει στο να αποσοβήσει τη ματαίωση του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως. 

     Η χρηματική ζημιά δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει και να αιτιολογήσει την έκδοση προσωρινού διατάγματος, βασιζομένου στο στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημιάς.

     Στην προκείμενη περίπτωση πέραν από το στοιχείο της ελλιπούς απόδειξης, δεν έχουν καταδείξει οι εφεσείοντες ότι η κατ’ ισχυρισμόν ανεπανόρθωτη βλάβη είναι άμεση και συγκεκριμένη.  Βασίζεται σε μια εικασία, ότι μπορεί να οδηγηθεί η εταιρεία σε διάλυση, που σαφώς δεν είναι αρκετή.

     Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο Ν.40(Ι)/2005 που να προβλέπει τη δυνατότητα αποπληρωμής του επίδικου ποσού με δόσεις.  Συνακόλουθα, και το επιχείρημα για στοιχειοθέτηση έκδηλης παρανομίας, κρίνεται ανεδαφικό και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 A.A.Δ. 32,

Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco PLC κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513,

Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413,

Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 496/2002, ημερ. 26.7.2002,

Frangos a.o. v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 53,

Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2134/06), ημερ. 13/2/07.

[*73]Μ. Σπανού, για τους Εφεσείοντες.

Ελ. Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ.Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Στα πλαίσια εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 5(1) του περί της Εφαρμογής Πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφορικά με τη Θέσπιση Μεταβατικών Μέτρων στον Τομέα των Γεωργικών Προϊόντων λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας και Άλλων Χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση Νόμου του 2005 (Ν.40(Ι)/2005), και μετά τη διαπίστωση ύπαρξης πλεονάζουσας ποσότητας ζαχάρεως,  ίσης με 2.413.000 κιλά, κλήθηκαν οι εφεσείοντες να καταβάλουν το ποσό των £656.098,00.

Αμφισβητώντας την υποχρέωση καταβολής, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την Προσφυγή Αρ. 2134/2006 και ταυτοχρόνως επεδίωξαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τους εφεσίβλητους, στους οποίους είχε, μετά από σχετικές οδηγίες επιδοθεί η αίτηση, απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων.  Δεν διαπιστώθηκε έκδηλη παρανομία στον τρόπο που ενήργησαν οι εφεσίβλητοι ούτε πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς από τη μη έκδοση του ζητηθέντος διατάγματος. 

Εκκινώντας από το τελευταίο εύρημα του Δικαστηρίου, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους εφεσείοντες πρόβαλε ως σχεδόν βεβαιότητα την επερχόμενη  διάλυση της εταιρείας των εφεσειόντων, αν δεν ανασταλεί η υποχρέωση πληρωμής.  Η συνήγορος αποδέχεται ότι η χρηματική δαπάνη, όσο μεγάλη και αν είναι, δεν αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση διατάγματος αναστολής, αλλά πρόσθεσε ότι στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τους ελεγμένους  λογαριασμούς, που κατατέθηκαν με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και δεν αμφισβητήθηκαν από τους εφεσίβλητους, οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες θα οδηγηθούν σε διάλυση.  Παρουσιάζεται με τους εν λόγω λογαριασμούς ότι διαθέτουν £56,000 περίπου ενεργητικό και καλούνται να πληρώσουν στην προκείμενη περίπτωση σχεδόν διπλάσιο ποσό.

Αντιθέτως, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων υπεραμύνθηκε του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας ότι [*74]η απλή παράθεση των λογαριασμών δεν αναιρεί την υποχρέωση των εφεσειόντων να πείσουν το Δικαστήριο ότι δεν είχαν τη δυνατότητα αύξησης των εσόδων τους ή ότι δεν διαθέτουν άλλη περιουσία, που χρησιμοποιούμενη θα μπορούσε να οδηγήσει σε πληρωμή του οφειλόμενου φόρου.

Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Καν. 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:

α)   Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή

(β)  Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

Η αναστολή εκτέλεσης μιας διοικητικής πράξης είναι δυνητική δικαστική ενέργεια και αποτελεί ιδιαίτερο ένδικο μέσο.  Η προσφερόμενη έννομη προστασία στοχεύει στο να αποσοβήσει τη ματαίωση του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως.  Από την άλλη η τεκμηρίωση των προαπαιτουμένων που θέτει η νομολογία για έκδοση ενός διατάγματος αποτελεί το εχέγγυο της τήρησης των πιο πάνω.

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 A.A.Δ. 32.

«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης,  εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»

Σε μια πρόσφατη απόφαση στην Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco Plc κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513, επιβεβαιώθηκε η προγενέστερη νομολογία σύμφωνα με την οποία η χρηματική ζημιά δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει και να αιτιολογήσει την έκδοση προσωρινού διατάγματος, βασιζομένου στο στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημιάς.

[*75]Επισημάνθηκε στην υπόθεση Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413, ότι:

«το βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς είναι ευθύνη των αιτητών».

(βλ. επίσης: Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 496/2002, ημερ. 26.7.2002).

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου (Τόμος ΙΙ) 12η έκδοση παρ.548:

«Η αναστολή χορηγείται όταν, η εκτέλεση της πράξης μπορεί με τη δημιουργία μιας πραγματικής κατάστασης να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ή δύσκολα επανορθώσιμη βλάβη η οποία:  (i) είναι άμεση και συγκεκριμένη (ii)  δεν  στηρίζεται σε δικαίωμα τρίτου και (iii)  αποδεικνύεται από τον αιτούντα ή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου».

Αυτό τούτο το βάρος δεν το έχουν αποσείσει, οι αιτητές-εφεσείοντες, όπως αποφασίστηκε πρωτοδίκως. Η συνήγορος των εφεσειόντων υπέδειξε επί του προκειμένου τους ελεγμένους λογαριασμούς, που κατατέθηκαν πρωτοδίκως, για να στοιχειοθετήσει την αδυναμία πληρωμής του ζητηθέντος ποσού.

Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ότι τα στοιχεία που αποκαλύπτουν οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί, δεν αποτυπώνουν ή δεν επιβεβαιώνουν αδυναμία τέτοιας έκτασης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θέτει σε κίνδυνο τη διατήρηση οικονομικής δραστηριότητας των εφεσειόντων.  Η προσκόμιση ικανοποιητικής μαρτυρίας ορθώς κρίθηκε ως αναγκαία.

Στην προκείμενη περίπτωση πέραν από το στοιχείο της ελλιπούς απόδειξης, που έχουμε αναφέρει πιο πάνω, δεν έχουν καταδείξει οι εφεσείοντες ότι η κατ’ ισχυρισμόν ανεπανόρθωτη βλάβη είναι άμεση και συγκεκριμένη.  Βασίζεται σε μια εικασία, ότι μπορεί να οδηγηθεί η εταιρεία σε διάλυση, που σαφώς δεν είναι αρκετή.

Στην παρούσα υπόθεση ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης δεν τεκμηριώνονται και απορρίπτονται.

Η ευπαίδευτη συνήγορος, θεωρεί ότι η εφαρμογή των προνοιών των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 1972/2003 και 60/2004 ΕΚ  οι οποίοι παρείχαν το υπόβαθρο θέσπισης του Ν.40(Ι)/2005, γίνεται από τη [*76]διοίκηση επιλεκτικά, γιατί ενώ η διοίκηση επιδιώκει να καταβάλει το ποσό που απαιτεί από τους εφεσείοντες σε δόσεις, η ιδία ζητά από τους τελευταίους άμεση πληρωμή.

Συμφωνούμε με το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης ότι η πιο πάνω προσέγγιση δεν καταδεικνύει, με οποιοδήποτε τρόπο, ενέργεια που αντιστρατεύεται τις πρόνοιες του συγκεκριμένου Νόμου, πόσο μάλλον με τρόπο έκδηλο. 

Στην υπόθεση Frangos & Others v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 53, ιδιαίτερα στη σελίδα 57, αναφέρεται σε μετάφραση ότι:

«για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα».

Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται το πιο κάτω απόσπασμα επίσης σε μετάφραση:

«αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.»

Ο ορισμός της «έκδηλης παρανομίας» απαντάται επίσης στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ως εξής:

«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»

Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο Ν.40(Ι)/2005 που να προβλέπει τη δυνατότητα αποπληρωμής του επίδικου ποσού με δόσεις.  Συνακόλουθα, το επιχείρημα για στοιχειοθέτηση έκδηλης παρανομίας, επί του οποίου εδράζονται οι λόγοι έφεσης 3 και 4, κρίνεται ανεδαφικό και απορρίπτεται.

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2,000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο