Χριστοφίδου Έλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 80

(2010) 3 ΑΑΔ 80

[*80]8 Μαρτίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΛΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα- Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 83/2007)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις της εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Διαπίστωση από την ΕΔΥ του επιπέδου γνώσης ξένης γλώσσας ― Τα κριτήρια που επιστρατεύονται και κατά πόσο, μετά την διαπίστωση συνδρομής τους, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Η διερεύνησή τους ανάγεται κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου — Όροι επεμβάσεως του αναθεωρητικού δικαστηρίου.

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους για πλήρωση της επίδικης θέσης Ανώτερου Κτηνιατρικού Φαρμακοποιού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η συμπεριφορά της εφεσείουσας, που εκδηλώθηκε με την αμφισβήτηση του επιπέδου γνώσης της αγγλικής γλώσσας, του ενδιαφερομένου μέρους, βασιζόμενη στο ίδιο πραγματικό υπόβαθρο, αυτό, των αποτελεσμάτων των εξετάσεων GCE, και  Τ.Ο.E.F.L., που της έδωσε το δικαίωμα να διεκδικήσει  το επίπεδο γνώσης για τον εαυ[*81]τό της, είναι αντινομική λόγω της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ιδίας συμπεριφοράς. 

     Ως προς την ουσία του θέματος, η ενέργεια της ΕΔΥ ήταν ορθή.  Η διαπίστωση ύπαρξης πιστοποιητικών, όπως GCE ή T.O.E.F.L. με συγκεκριμένο, εκ των προτέρων, προσδιοριστέο αποτέλεσμα, είναι επαρκές στοιχείο γνώσης της αγγλικής γλώσσας  και δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη εξέταση εκ μέρους της ΕΔΥ. 

2.  Η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων ανάγεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του διορίζοντος οργάνου, που εδώ δεν είναι η περίπτωση. 

3.  Το επίκεντρο συζήτησης εν προκειμένω κατά το στάδιο του διορισμού, δεν ήταν η εκπαίδευση των δύο υποψηφίων πριν από το διορισμό τους στο δημόσιο το 1978, αλλά η μετέπειτά τους εκπαίδευση και εκεί, ορθώς  επικεντρώθηκε η ΕΔΥ, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 254,

Κ.Ο.Α. ν. Κaminarides Ltd (2006) 3 Α.Α.Δ. 197,

Φανίδης κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 396.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Hλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 57/05), ημερ. 9/5/07.

Χρ. Χριστοφίδης και Γ. Βαλιαντής, για την Εφεσείουσα.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

[*82]ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ.Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν κριθεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η ΕΔΥ), ως οι μόνες προάξιμες για τη μόνιμη θέση του Ανώτερου  Κτηνιατρικού Φαρμακοποιού στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες. Η ΕΔΥ, αφού υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, διόρισε στην πιο πάνω θέση το ενδιαφερόμενο μέρος. 

Η εφεσείουσα προσέβαλε με προσφυγή την πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ, η οποία απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την παρούσα έφεση. 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει, ότι η κρίση της ΕΔΥ, που στη συνέχεια έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος ως προσοντούχο για διορισμό στη συγκεκριμένη θέση, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή. 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της αξιολόγησης της αρχαιότητας που έκαμε η ΕΔΥ.

Το κατ’ ισχυρισμό σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν δεόντως αιτιολογημένη, προβλήθηκε με τον τρίτο λόγο έφεσης.

Υπέρμετρη βαρύτητα δόθηκε, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα στον τέταρτο λόγο έφεσης, στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που παρακολούθησε το ενδιαφερόμενο μέρος και το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, υιοθετώντας την απόφαση της ΕΔΥ επί τούτου. 

Και ως πέμπτο λόγο η εφεσείουσα πρόβαλε την απουσία αναφοράς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε με την προσφυγή και έχει σχέση με πλάνη περί τα πράγματα, που περιλαμβανόταν στο δικόγραφο της αρχικής προσφυγής.

Η ΕΔΥ, κατά το στάδιο της αξιολόγησης των δύο υποψηφίων (εφεσείουσας και ενδιαφερόμενου μέρους), έκρινε, ότι αμφότερες κατέχουν την απαιτούμενη, από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αφού κατείχαν πιστοποιητικά επιτυχίας, η μεν εφεσείουσα σε G.C.E. O´ Level με βαθμό (C), το δε ενδιαφερόμενο μέρος σε T.O.E.F.L. με βαθμό (557).

[*83]Εκκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, πρόβαλε το επιχείρημα ότι η έρευνα της ΕΔΥ ήταν ελλιπής, αφού, τα επί μέρους αποτελέσματα του ενδιαφερόμενου μέρους στο γραπτό λόγο, όπως διαπιστώθηκε με αναφορά στο διαδίκτυο, ήταν 2,5, που κατά την εισήγηση του συνήγορου, υποδηλοί ελλιπή γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Από τη στιγμή, πρόβαλε ο δικηγόρος, που δεν υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία γνώσης, όφειλε η ΕΔΥ να προχωρήσει σε διενέργεια εξειδικευμένης εξέτασης. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αποδεχόμενο ως ορθή την απόφαση, στην απουσία τέτοιου ελέγχου.  Ούτε, κατέληξε, κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η εγκύκλιος στην οποία έγινε μνεία στην πρωτόδικη απόφαση, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου της ορθότητας της απόφασης του διοικητικού οργάνου. 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης, επί του προκειμένου, τονίζοντας, περαιτέρω, ότι η εφεσείουσα στερείται της δυνατότητας προβολής αυτού του επιχειρήματος, αφού η ιδία επιδοκίμασε τη διαδικασία διαπίστωσης της καλής γνώσης της αγγλικής, για τον εαυτό της, που βασιζόταν στο αποτέλεσμα των δικών της εξετάσεων G.C.E., και δεν μπορεί ταυτοχρόνως να αποδοκιμάζει τη διαδικασία με την οποία κρίθηκε ικανοποιητική η γνώση της αγγλικής γλώσσας για το ενδιαφερόμενο μέρος.  Την ίδια αντιφατική συμπεριφορά επικαλέστηκε και ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους. 

Πρέπει κατ’ αρχήν να σημειώσουμε ότι η συμπεριφορά της εφεσείουσας, που εκδηλώθηκε με την αμφισβήτηση του επιπέδου γνώσης της αγγλικής γλώσσας, του ενδιαφερομένου μέρους, βασιζόμενη στο ίδιο πραγματικό υπόβαθρο, αυτό, των αποτελεσμάτων των εξετάσεων GCE, και Τ.Ο.E.F.L., που της έδωσε το δικαίωμα να διεκδικήσει  το επίπεδο γνώσης για τον εαυτό της, είναι αντινομική λόγω της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ιδίας συμπεριφοράς. (βλ. Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 254).

Δεν μπορεί, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Κ.Ο.Α. ν. Κaminarides Ltd (2006) 3 Α.Α.Δ. 197, από τη μια να αμφισβητείται η εγκυρότητα των Κανονισμών, (επί του προκειμένου της εγκυκλίου) και από την άλλη να γίνεται η επίκληση των ίδιων Κανονισμών με σκοπό την αποκόμιση οφέλους, (να κριθεί ως προσοντούχος).

Ανεξαρτήτως του πιο πάνω, ως προς την ουσία του θέματος, θεωρούμε την ενέργεια της ΕΔΥ, ως ορθή.  Η διαπίστωση ύπαρξης πιστοποιητικών, όπως GCE ή T.O.E.F.L. με συγκεκριμένο, εκ των [*84]προτέρων, προσδιοριστέο αποτέλεσμα, είναι επαρκές στοιχείο γνώσης της αγγλικής γλώσσας  και δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη εξέταση εκ μέρους της ΕΔΥ.  Ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, όπως έχουμε προγενέστερα σημειώσει, αμφισβητείται η διαπίστωση της ΕΔΥ ότι η εφεσείουσα έχει οριακή αρχαιότητα, βασιζόμενη στην ηλικία. Η αρχαιότητα που υπάρχει προς όφελος της εφεσείουσας πηγάζει από τον προσωπικό της φάκελο και η εισήγηση περί μεγαλύτερης αρχαιότητας προς όφελος της δεν έχει έρεισμα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύει με λεπτομέρεια, το αρχικώς προβληθέν επιχείρημα, ιδιαιτέρως το γεγονός ότι η καθοριστική ημερομηνία είναι εκείνη του διορισμού της κάθε μιας από τις υποψήφιες στη μόνιμη θέση του Κτηνιατρικού Φαρμακοποιού 1ης τάξεως, που για αμφότερες, ήταν η 1.12.1978 και όχι η χρονική στιγμή διορισμού της εφεσείουσας στην προσωρινή θέση φαρμακοποιού στην υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας, στον Κάτω Πύργο.  Συνακόλουθα και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.  

Με τη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος της εφεσείουσας, υποστηρίζοντας τον τρίτο λόγο έφεσης, πρόσδωσε βαρύτητα στην απουσία συγκεκριμενοποίησης από την ΕΔΥ, της σημασίας που είχε η πενθήμερη παρακολούθηση από το ενδιαφερόμενο μέρος ενός προγράμματος του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.) Ελλάδος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει επί τούτου στην απόφαση του:

«Η αιτιολογία της απόφασης σημειώνεται από την ΕΔΥ στα πρακτικά της και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων από το οποίο δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπεροχή της αιτήτριας πέραν του οριακού προβαδίσματος αρχαιότητας λόγω ημερομηνίας γέννησης.  Οι υποψήφιες ήταν ισοδύναμες στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πρόσθετη εκπαίδευση του Ε.Ο.Φ. που εκτιμήθηκε ανάλογα και είχε υπέρ της τη διευθυντική σύσταση».

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της εφεσείουσας.  Μπορεί η πιο πάνω διατύπωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να είναι λιτή, πλην όμως εμπεριέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να ελεγχθεί η ορθότητα του λόγου της απόφασης.  Εν πάση περιπτώσει, σε άλλο σημείο του κειμένου της απόφασης, κάτω από τον τίτλο «πλάνη περί τα πράγματα», γίνεται ευρύτατη ανάλυση του εκπαιδευτικού προγράμματος της Ε.Ο.Φ., που εύλογα οδήγησε στο συμπέρασμα [*85]ότι αυτό το πρόγραμμα που παρακολούθησε το ενδιαφερόμενο μέρος  μπορούσε να προσμετρήσει ως επιπρόσθετη εκπαίδευση.  Αυτός ο λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

Σε συνέχεια του προηγούμενου λόγου, εδράζονται και τα προβληθέντα επιχειρήματα σε σχέση με τον τέταρτο λόγο έφεσης.  Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα, παραπονείται η εφεσείουσα στο συγκεκριμένο πενθήμερο πρόγραμμα της Ε.Ο.Φ. που παρακολούθησε το ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς εξήγηση.  Ούτε αυτή η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Δόθηκαν επαρκείς λόγοι στην πρωτόδικη απόφαση, όπως εξηγήσαμε αναλύοντας τον τρίτο λόγο έφεσης.  Ταυτοχρόνως, αποτελεί νομική αρχή, παραδεχτή από τη νομολογία, ότι η διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων ανάγεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου.  Όπως προβάλλεται από τη νομολογία και αναφερόμαστε στην υπόθεση Φανίδης κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 396, το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του διορίζοντος οργάνου, που εδώ δεν είναι η περίπτωση.  Συνακόλουθα και αυτός ο λόγος απορρίπτεται.

Η ανυπαρξία αναφοράς από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επαγγελματική άδεια φαρμακοποιού που απέκτησε η εφεσείουσα στην Ελλάδα το 1977, απετέλεσε τον πυρήνα του επιχειρήματος υποστήριξης του πέμπτου λόγου έφεσης για ύπαρξη λάθους στην πρωτόδικη απόφαση.

Σημειώνουμε ότι το θέμα αυτό είχε συζητηθεί στο πλαίσιο των προφορικών διευκρινίσεων που έγιναν στην πρωτόδικη διαδικασία.  Στο σημείο εκείνο, δόθηκε έμφαση από το συνήγορο της εφεσείουσας, στη σύγκριση που έπρεπε, κατά την εισήγηση του, να είχε κάνει η ΕΔΥ μεταξύ της πιο πάνω επαγγελματικής αδείας της εφεσείουσας, συνδυαζομένης  με τα μαθήματα που παρακολούθησε για την απόκτηση της πιο πάνω αδείας, από τη μια και της εκπαίδευσης του ενδιαφερόμενου μέρους στην Ε.Ο.Φ. από την άλλη.

Παρόλο που δεν αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση το σκέλος αυτό της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της εφεσείουσας, θεωρούμε ότι το επίκεντρο συζήτησης κατά το στάδιο του διορισμού, δεν ήταν η εκπαίδευση των δύο υποψηφίων πριν από το διορισμό τους στο δημόσιο το 1978 αλλά η μετέπειτα τους εκπαίδευση και εκεί, ορθώς  επικεντρώθηκε η ΕΔΥ, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Είναι κατά συνέπεια η άποψη μας ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και δεν υιοθέτησε αυτό το λόγο ακύρωσης που πρόβαλε η εφε[*86]σείουσα.  Συνακόλουθα και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.  Ουδεμία διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο