Shalaeva Svetlana ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 184

(2010) 3 ΑΑΔ 184

[*184]27 Απριλίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

SVETLANA SHALAEVA,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ  TOY ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

    ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 45/2007)

 

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Ο περί της Eλεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμος του 2003 (Ν.92(Ι)/03) ― Κατά πόσο τα αναγνωριζόμενα από το Νόμο δικαιώματα εγκατάστασης ισχύουν και για τους Κυπρίους πολίτες ― Ερμηνεία του Νόμου υπό το φως της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εφεσείουσα αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για επανεξέταση της απέλασής της.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση κατά πλειοψηφία, με απόφαση που έδωσε ο Νικολαΐδης Δ., συμφωνούντων των Νικολάτου και Παμπαλλή Δ.Δ., αποφάσισε ότι:

Με τον κυριότερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το Άρθρο 71(1) του περί της  Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμου του 2003, (Ν.92(Ι)/2003), δεν τυγχάνει εφαρμογής.

Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Ν.92(Ι)/2003 δικαίωμα εγκατάστασης στη Δημοκρατία έχουν, εκτός από τους υπηκόους κρατών μελών, ο σύ[*185]ζυγος ή η σύζυγος και τα κάτω των 21 ετών τέκνα τους, καθώς και οι εξαρτώμενοι ανιόντες και κατιόντες αυτών και των συζύγων τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους (βλέπε επίσης Άρθρα 15 και 54).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νόμος αναφέρεται σε υπηκόους κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιτρέπει τη διακίνηση και εγκατάσταση συγγενών υπηκόων κράτους μέλους, έστω κι’ αν οι συγγενείς αυτοί είναι υπήκοοι τρίτου κράτους, μη μέλους.  Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι βέβαια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι αυτονόητο πως τα δικαιώματα που έχουν άλλοι υπήκοοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προνοούνται και για τους Κυπρίους.  Αλλιώς επέρχονται παράλογα αποτελέσματα.  Για παράδειγμα πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να ζήσει μαζί με την αλλοδαπή σύζυγό του νόμιμα σε οιανδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, αλλά δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στην ίδια του την πατρίδα. 

Οι εφεσίβλητοι έπρεπε κατά την εξέταση της υπόθεσης εν προκειμένω να λάβουν υπ’ όψιν ότι η εφεσείουσα όντας παντρεμένη με Κύπριο πολίτη μπορεί να διακινείται ελεύθερα και να διαμένει εντός της περιοχής που καλύπτεται από όλα τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένης και της Κύπρου, διατηρουμένων βεβαίως των προνοιών του Μέρους VIII του Νόμου.

Το δικαίωμα αυτό δεν παρέχεται άμεσα από το Ν.92(Ι)/2003, ο οποίος αναφέρεται σε συγγενείς υπηκόων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ένα δικαίωμα που νόμος ή οδηγία παρέχει σε υπηκόους κρατών μελών της Ένωσης, θα πρέπει να καλύπτει και τους Κυπρίους.

Είναι προφανής ο σκοπός της οδηγίας, πάνω στην οποία βασίστηκε ο νόμος, να προστατεύεται το δικαίωμα στην οικογένεια, αφού οι πρόνοιες αυτές βοηθούν στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.  Αντίθετη ερμηνεία θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα αυτό για τους Κυπρίους πολίτες.

Η Παπαδοπούλου, Δ. εξέδωσε διιστάμενη απόφαση μειοψηφίας, με την οποία συμφώνησε και ο Αρτέμης, Π..

Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία, με έξοδα.

 

[*186]Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1064/05), ημερ. 2/3/07.

Π. Μιχαήλ, για την Εφεσείουσα.

Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολαΐδης, Δ..  Με αυτήν συμφωνούν οι Νικολάτος, Δ. και Παμπαλλής, Δ..

Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει η Παπαδοπούλου, Δ..  Με αυτήν συμφωνώ κι εγώ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα η οποία είναι Ρωσίδα υπήκοος, παντρεύτηκε τον Μιχάλη Πλατρίτη πολίτη της Δημοκρατίας, στις 21.12.2001.  Της χορηγήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής η οποία παρατάθηκε μέχρι 31.3.2005.  Το Σεπτέμβρη του 2004 εγκατέλειψε το σύζυγό της, ο οποίος αμέσως μετά καταχώρησε αίτηση διαζυγίου.

Αίτηση που καταχώρησε στη συνέχεια η εφεσείουσα για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν διέμενε πλέον με το σύζυγό της, ενώ η άδεια παραμονής της ως επισκέπτριας δεν μπορούσε να μετατραπεί σε άδεια εργασίας χωρίς την έγκριση του σχετικού τμήματος.  Η εφεσείουσα καταχώρησε προσφυγή και συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο παρ’ όλον ότι εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα κράτησης και απέλασης.  Τελικά η προσφυγή που καταχώρησε δεν είχε επιτυχή κατάληξη για την εφεσείουσα.

Αίτημα της εφεσείουσας προς τον Υπουργό Εσωτερικών για επανεξέταση του αιτήματός της απορρίφθηκε επίσης, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα είχε και προσφυγή την οποία η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού.

Τον Ιούλιο του 2005, ενώ η αστυνομία εξέταζε κάποιο συμβάν στο οποίο η εφεσείουσα ήταν παρούσα, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της, με αποτέλεσμα [*187]να συλληφθεί και κρατηθεί για σκοπούς απέλασης. Προέκυψαν ένορκες δηλώσεις από την ίδια και το σύζυγό της με τις οποίες εκδήλωναν κοινή επιθυμία να συζήσουν και να προσπαθήσουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους μαζί.

Η προσπάθεια αυτή της εφεσείουσας κρίθηκε από το αρμόδιο τμήμα ως αναξιόπιστη, με αποτέλεσμα η αίτησή της για επανεξέταση της υπόθεσής της να απορριφθεί.

Η προσφυγή που η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και η εφεσείουσα προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση με την παρούσα έφεση.

Με τον κυριότερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το Άρθρο 71(1) του περί της  Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμου του 2003, (Ν.92(Ι)/2003), δεν τυγχάνει εφαρμογής.

Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Ν.92(Ι)/2003 δικαίωμα εγκατάστασης στη Δημοκρατία έχουν, εκτός από τους υπηκόους κρατών μελών, ο σύζυγος ή η σύζυγος και τα κάτω των 21 ετών τέκνα τους, καθώς και οι εξαρτώμενοι ανιόντες και κατιόντες αυτών και των συζύγων τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους (βλέπε επίσης Άρθρα 15 και 54).

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το ίδιο δικαίωμα διαμονής και εργασίας στην Κύπρο που έχουν οι σύζυγοι υπηκόων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να έχουν και οι σύζυγοι Κυπρίων πολιτών μέσα στα πλαίσια της ίσης αντιμετώπισης των υπηκόων των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Ν.92(Ι)/2003 όπως τροποποιήθηκε και οι οδηγίες στις οποίες αναφέρονται προνοεί περί του δικαιώματος διακίνησης υπηκόων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι διακινούνται είτε στην Κύπρο, είτε σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Σκοπός του νόμου είναι η διασφάλιση ελεύθερης διακίνησης και διαμονής των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους σε οιανδήποτε χώρα της Ένωσης επιθυμούν να διακινηθούν και διαμείνουν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νόμος αναφέρεται σε υπηκόους [*188]κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Επιτρέπει τη διακίνηση και εγκατάσταση συγγενών υπηκόων κράτους μέλους, έστω κι΄ αν οι συγγενείς αυτοί είναι υπήκοοι τρίτου κράτους, μη μέλους.  Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι βέβαια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για σκοπούς ίσης αντιμετώπισης των Κυπρίων στη χώρα τους με τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι δικαιώματα που παρέχονται από τη Δημοκρατία στους συγγενείς των υπηκόων όλων των άλλων κρατών μελών της Ένωσης, πρέπει να παρέχονται και στους συγγενείς των Κυπρίων.

Το δικαίωμα της εφεσείουσας βασίζεται ακριβώς σ’ αυτό.  Για εμάς  είναι αυτονόητο πως τα δικαιώματα που έχουν άλλοι υπήκοοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προνοούνται και για τους Κυπρίους.  Αλλιώς θα καταλήγαμε σε παράλογα, κατά τη γνώμη μας, αποτελέσματα.  Για παράδειγμα πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να ζήσει μαζί με την αλλοδαπή σύζυγό του νόμιμα σε οιανδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στην ίδια του την πατρίδα.  Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εφεσείουσα παραμένει ακόμα παντρεμένη με το σύζυγό της, μέχρι την τελεσίδικη έκδοση διαζυγίου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας ενιαίος χώρος μέσα στον οποίο όπως διαλαμβάνεται και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση οι υπήκοοι κρατών μελών της μπορούν να διακινούνται και να διαμένουν ελεύθερα, με μόνο περιορισμό τους όρους που περιέχονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση και των μέτρων που λαμβάνονται προς υλοποίησή της. Συμπληρώνουμε ότι «η υπηκοότητα της Ένωσης» που αναφέρεται στη Σύμβαση τονίζει την έννοια της κοινής ευρωπαϊκής υπηκοότητας και την ανάγκη ίσης αντιμετώπισης όλων των υπηκόων της Ενωμένης Ευρώπης.  Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια καταλήγουμε ότι οι εφεσίβλητοι έπρεπε κατά την εξέταση της υπόθεσης να λάβουν υπ’ όψιν ότι η εφεσείουσα όντας παντρεμένη με Κύπριο πολίτη μπορεί να διακινείται ελεύθερα και να διαμένει εντός της περιοχής που καλύπτεται από όλα τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένης και της Κύπρου, διατηρουμένων βεβαίως των προνοιών του Μέρους VIII του Νόμου.

Θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι το δικαίωμα αυτό δεν παρέχεται άμεσα από το Ν.92(Ι)/2003, ο οποίος αναφέρεται σε συγγενείς υπηκόων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά θεωρούμε ότι ένα δικαίωμα που νόμος ή οδηγία παρέχει σε υπηκόους κρατών μελών της Ένωσης, θα πρέπει να καλύπτει και τους Κυπρίους.

Πριν καταλήξουμε θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι είναι προφα[*189]νής ο σκοπός της οδηγίας πάνω στην οποία βασίστηκε ο νόμος μας να προστατεύεται το δικαίωμα στην οικογένεια, αφού οι πρόνοιες αυτές βοηθούν στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.  Αντίθετη ερμηνεία από τη δική μας θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα αυτό για τους Κυπρίους πολίτες.

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 30.8.2005 ακυρώνεται, με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα γεννήθηκε στη Ρωσία και είναι Ρωσίδα υπήκοος.  Το 2001 γνώρισε το Μιχάλη Πλατρίτη, με τον οποίο τέλεσε πολιτικό γάμο στις 21/12/2001.  Αποτέλεσμα ήταν να της παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 31/7/2003, για να διαμένει με τον Ελληνοκύπριο σύζυγό της, η οποία και παρατάθηκε μέχρι 31/3/2005, με τον ίδιο όρο.  Περί το Σεπτέμβριο του 2004 εγκατέλειψε το σύζυγό της, ο οποίος και καταχώρισε, στις 13/10/2004, αίτηση διαζυγίου.  Δύο μήνες αργότερα, στις 14/12/2004, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σερβιτόρα σε μπυραρία στη Λεμεσό.  Η αίτησή της απορρίφθηκε, αφού αυτή έπαυσε να διαμένει με το σύζυγό της και η άδεια παραμονής της ως επισκέπτρια δεν μπορούσε να τροποποιηθεί σε άδεια εργασίας, χωρίς την έγκριση του Τμήματος Εργασίας.  Ειδοποιήθηκε σχετικά και κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχώρισε την υπ’ αρ. 824/05 προσφυγή.  Επειδή η ίδια συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο, στις 4/7/2005, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία, επίσης, προσέβαλε με την υπ’ αρ. 869/05 προσφυγή, η οποία, για λόγους που αφορούσαν στην εκτελεστότητα της απόφασης, απορρίφθηκε.  Το αποτέλεσμά της ανετράπη, όμως, κατ’ έφεση, η προσφυγή εξετάστηκε στην ουσία της και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώθηκε - (βλ. Svetlana Shalaeva v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 591).

Η εφεσείουσα, με επιστολές του συνηγόρου της, με ημερομηνίες 18/7/2005 και 29/7/2005, ζήτησε, ανεπιτυχώς, από τον Υπουργό Εσωτερικών, επανεξέταση του αιτήματός της.  Στις 24/8/2005, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολή του, πληροφόρησε το συνήγορό της ότι η αίτησή της για παραχώρηση προσωρινής άδειας εργασίας δεν μπορούσε να εγκριθεί, γιατί η ίδια:-

[*190]«... δεν διαμένει κάτω από την ίδια στέγη με τον Κύπριο σύζυγο της και η άδεια παραμονής της ως επισκέπτρια δεν μπορεί να τροποποιηθεί σε άδεια εργασίας χωρίς την έγκριση του Τμήματος Εργασίας.

Σύμφωνα με την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για την Απασχόληση Αλλοδαπών ημερομηνίας 31/03/2005, προτεραιότητα στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας πριν από τους υπηκόους τρίτων χωρών που βρίσκονται ήδη στην Δημοκρατία έχουν οι Κύπριοι και οι υπήκοοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους και ακολούθως οι υπήκοοι των υπό ένταξη χωρών καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους.

Παράλληλα, σας αναφέρω πως για την λήψη της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος της πελάτιδας σας έχουν ληφθεί υπόψη τόσο οι λόγοι της αίτησης διαζυγίου (ισχυρός κλονισμός της σχέσης) όσο και το γεγονός ότι η έκβαση της αίτησης διαζυγίου καθυστέρησε (είχε αναβληθεί περί τις 6 φορές για διάφορους λόγους) και η αλλοδαπή ουσιαστικά παραμένει χωρίς άδεια παραμονής στην Δημοκρατία από τον Σεπτέμβριο 2004 που εγκατέλειψε τον σύζυγό της.»

Εναντίον της εν λόγω απόφασης, η εφεσείουσα  καταχώρισε την υπ’ αρ. 1333/05 προσφυγή, η οποία και απερρίφθη.

Στις 27/7/2005, η Αστυνομία, στα πλαίσια εξέτασης κάποιου επεισοδίου, διαπίστωσε ότι εναντίον της εφεσείουσας εκκρεμούσαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, την συνέλαβε και την έθεσε υπό κράτηση.  Ενώ αυτή κρατείτο για σκοπούς απέλασης, τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της υπέγραψαν, στις 26 και 25/8/2005, αντίστοιχα, ένορκες δηλώσεις, με τις οποίες δήλωναν την επιθυμία τους να αρχίσουν να συζούν και να ξεχάσουν τα όσα την είχαν οδηγήσει να εγκαταλείψει το σύζυγό της και την οικογενειακή κατοικία.

Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, υπό το φως των ενόρκων δηλώσεων, επανεξέτασε την υπόθεση και πληροφόρησε το συνήγορο της εφεσείουσας ότι:- (επιστολή ημερομηνίας 30/8/2005)

«Σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μας ημερομηνίας 24/08/2005 σχετικά με την πιο πάνω πελάτιδα σας, έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω πως το Τμήμα μας δεν προτίθεται να διαφοροποιήσει την απόφαση του για απομάκρυνση της αλλοδαπής από την Δημοκρατία, καθ’ ότι κρίνεται ως αναξιόπιστη τό[*191]σο η εν λόγω δήλωση της πελάτιδας σας όσο και αυτή του κ. Πλατρίτη με παρόμοιο περιεχόμενο λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού της περίπτωσης.»

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η εφεσείουσα καταχώρισε την υπ’ αρ. 1064/05 προσφυγή.   

Αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, διαπίστωσε ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν καθόλα νόμιμη.  Ούτε πλάνη περί το νόμο υπήρχε, ούτε υπέρβαση εξουσίας, η δε απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Η εφεσείουσα, με έξι λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης καθ’ όλη της την έκταση.  Προβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι το Άρθρο 71(1) του περί της Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμου του 2003, (Ν. 92(Ι)/2003), (ο «Νόμος»), δεν τυγχάνει εφαρμογής, επειδή αυτή είναι υπήκοος μη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Είναι η θέση της ότι ο Νόμος εφαρμόζεται και στην περίπτωσή της. Το Άρθρο 4* του Νόμου, ισχυρίζεται, στα πλαίσια της ίσης μεταχείρισης Κυπρίων και Ευρωπαίων πολιτών, παρέχει δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία σε πρόσωπα που δεν είναι Ευρωπαίοι πολίτες, αλλά απέκτησαν το δικαίωμα αυτό μέσω του συζύγου τους, που είναι Κύπριος και, κατ’ επέκταση, Ευρω[*192]παίος πολίτης.  Η ίδια έχει αποκτήσει δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία, μέσω του συζύγου της.  Προς υποστήριξη των πιο πάνω, μας παρέπεμψε στη Naasan Saiedi v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1241/06, ημερ. 28/7/06, όπου ο Νικολαΐδης, Δ., με αναφορά στην Οδηγία 2004/38 ΕΕ, η οποία, βέβαια, αργότερα ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με το Ν. 92(Ι)/2003, ανέφερε ότι:-

«Σκοπός των οδηγιών, αλλά και του Νόμου, ήταν η διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης και διαμονής των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους σε οιανδήποτε χώρα της Ένωσης επιθυμούν να διακινηθούν και διαμείνουν.  Ασφαλώς και δεν αναμένεται να παρέχεται με την Ευρωπαϊκή Οδηγία δικαίωμα στους κύπριους πολίτες να διαμένουν στη χώρα τους και σίγουρα θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα αν δεχόμαστε ότι ο αιτητής θα μπορούσε να διαμείνει νομίμως σε οιανδήποτε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Κύπρου.

...........................................................................................................

Το δικαίωμα του αιτητή βασίζεται στο δικαίωμα που παρέχεται από το Νόμο στους συγγενείς υπηκόων κρατών μελών της Ένωσης να διαμένουν μαζί τους σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.  Καθαρά για σκοπούς ίσης αντιμετώπισης των κυπρίων πολιτών με τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι τα δικαιώματα που έχουν οι συγγενείς των υπηκόων όλων των άλλων κρατών μελών παρέχονται και στους συγγενείς των κυπρίων.»

Αντίθετη ήταν η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, με αναφορά στη Sari Tekin ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 290/06, ημερ. 27/7/07 και νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστήριξαν ότι ο Νόμος δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.  Αφορά στους υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι διακινούνται ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου οι ίδιοι είναι υπήκοοι. 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις εισηγήσεις και των δύο πλευρών.  Δε συμμεριζόμαστε, όμως, τις θέσεις της αιτήτριας.  Συμφωνούμε με τα αποφασισθέντα από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Sari Tekin ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), από όπου και το πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο υιοθετούμε για τους σκοπούς της παρούσας:-

«Το ζήτημα του δικαιώματος συζύγου Κυπρίου, που δεν είναι [*193]υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για παραμονή στην Κύπρο, αφορά στις εσωτερικές ρυθμίσεις του κράτους. Όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου κράτους.  Δεν έχει αφ’ εαυτού κοινοτικό στοιχείο και το κατά πόσο αυτές οι εσωτερικές ρυθμίσεις παραβιάζουν άλλες αρχές συνιστά άλλο θέμα.  ...  Το θέμα που εγείρεται αφορά στο κατά πόσο ο πιο πάνω Νόμος δημιουργεί τέτοιο δικαίωμα και η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.  Ο Νόμος, όπως και ο ίδιος ο τίτλος του υποδηλώνει αλλά όπως και από τα Άρθρα 4 και 15 προκύπτει, αφορά στο δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής στη Δημοκρατία, υπό τους όρους βεβαίως που τίθενται και που δεν είναι του παρόντος.  Προϋποθέτει, δηλαδή, έλευση τέτοιου υπηκόου στην Κύπρο.  Δεν αφορά σε Κύπριο και στο δικαίωμά του να διαμείνει στη χώρα του.  Συνακολούθως, αναγνωρίζει όμοιο δικαίωμα σε μέλη της οικογένειάς του που καθορίζονται, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, εξαρτημένου όμως από την ύπαρξη του δικαιώματος του υπηκόου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Υφισταμένου του δικαιώματος διακίνησης και διαμονής υπέρ του υπηκόου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, που είναι η προϋπόθεση, τα καθοριζόμενα μέλη της οικογένειάς του «έχουν δικαίωμα να εγκατασταθούν στη Δημοκρατία με τον κάτοχο του δικαιώματος διαμονής».  Εφόσον, λοιπόν, δεν υπάρχει διακίνηση του υπηκόου δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα αυτοτελούς δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειάς του, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.  Η περίπτωση θα βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Νόμου.»

Η νομολογία, επίσης, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που επικαλέστηκαν οι εφεσίβλητοι είναι απόλυτα σχετική.  Πρόκειται για την υπόθεση Blaise Baheten Metock κ.ά. ν. Minister for Justice, Equality and Law Reform, Υπόθεση C-127/08, 25/7/08, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται:-

«73.            Συναφώς, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αφενός, δεν αντλούν από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι μέλη της οικογένειας, κατά την έννοια του Άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος.

 74. Αφετέρου, η οδηγία 2004/38 δεν αφαιρεί εντελώς από τα κράτη μέλη την εξουσία ελέγχου της εισόδου μελών της οι[*194]κογένειας πολιτών της Ένωσης στο εσωτερικό τους.  Συγκεκριμένα, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου IV της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον τούτο δικαιολογείται, να αρνούνται την είσοδο και διαμονή για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.  Η άρνηση αυτή, πάντως, στηρίζεται σε εξατομικευμένη εξέταση της κάθε περιπτώσεως.»

Άλλος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.  Αυτή, υπέβαλε η εφεσείουσα, ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης καθοδήγησής του ως προς τα γεγονότα.  Συγκεκριμένα, αυτό βάσισε την κατάληξή του στο ότι σκοπός της συμφιλίωσής της με το σύζυγό της ήταν η παραχώρηση σ’ αυτήν άδειας εργασίας, σε ανύπαρκτα γεγονότα και σε εσφαλμένη ερμηνεία, κατά απομόνωση ισχυρισμών που προβλήθηκαν με τις επιστολές του συνηγόρου της προς την Επίτροπο Διοικήσεως και προς τον Πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παραβλέποντας το περιεχόμενο των επιστολών αυτών στο σύνολό τους.        

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την πιο πάνω θέση, έλαβε υπόψη του όλα όσα η Διευθύντρια είχε ενώπιόν της, είτε υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων που έδωσαν η εφεσείουσα και ο σύζυγός της, είτε υπό μορφή ισχυρισμών τους ενώπιόν της, όπως, επίσης, και το περιεχόμενο επιστολών του συνηγόρου της.  Εξέταση όσων η Διευθύντρια κατέγραψε ότι προκύπτουν από τη συνομιλία που αυτή είχε με την εφεσείουσα, δικαιολογεί την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Όλα όσα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, προτάθηκαν από την εφεσείουσα, το σύζυγο και το συνήγορό της ερευνήθηκαν στο σύνολό τους, το δε συμπέρασμα ότι η απόσυρση της αίτησης διαζυγίου και τα όσα προβάλλονταν σκοπό είχαν να παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής στην εφεσείουσα ήταν, καθ’ όλα, εύλογο. 

Ούτε ο λόγος σε σχέση με την κατάληξη για το αιτιολογημένο της απόφασης των εφεσιβλήτων ευσταθεί.  Από την επιστολή προς την εφεσείουσα, προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος απόρριψης του αιτήματός της, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο, στον οποίο εκτίθεται με λεπτομέρεια το ιστορικό της υπόθεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία, με έξοδα.

*«4. - (1)  Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, κάθε υπήκοος κράτους μέλους έχει δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής στη Δημοκρατία, για την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των Άρθρων 39 έως 42 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

(2)  Δικαίωμα να εγκατασταθούν στη Δημοκρατία με τον κάτοχο του δικαιώματος διαμονής έχουν, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α)     Ο/η σύζυγος και κάτω των 21 ετών τέκνα τους·

(β)     οι εξαρτημένοι ανιόντες και κατιόντες αυτών και των συζύγων τους.

(3)  Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία, εφόσον προσκομίζουν τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του Άρθρου 8.

(4)  Διευκολύνεται η είσοδος στη Δημοκρατία κάθε άλλου μέλους της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ή των συζύγων τους, που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον συντηρείται από αυτούς ή ζει μαζί τους κάτω από την ίδια στέγη στην χώρα προέλευσης.»


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο