Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ν. Μίλτου Ιακώβου (Αρ. 1) (2010) 3 ΑΑΔ 201

(2010) 3 ΑΑΔ 201

[*201]4 Μαΐου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),

Εφεσείων,

ν.

ΜΙΛΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 162/2007)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ακυρωθείσας από το Ανώτατο Δικαστήριο διοικητικής πράξης ― Τα σχετικά πορίσματα της νομολογίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση, σε σχέση με την επίδραση των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε αρχικά η διοικητική πράξη.

Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ― Η κατά νόμο διαδικασία αναγνώρισης της ισοτιμίας και αντιστοιχίας συγκεκριμένων τίτλων σπουδών ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε έγκυρη η διαδικασία όπως διεξήχθη στην εξετασθείσα υπόθεση.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε ακυρωθεί η κατ’ επανεξέταση ληφθείσα απόφασή τους, αναφορικά με την απόρριψη αιτήματος αναγνώρισης των επίδικων τίτλων σπουδών, ως ισοτίμων και αντιστοίχων προς δίπλωμα ανώτερης εκπαίδευσης στον Κλάδο Διεύθυνσης Ξενοδοχείων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η πρώτη απόφαση  ακύρωσης της άρνησης του Συμβουλίου είχε ως μοναδικό λόγο την πάσχουσα σύνθεση εξ αιτίας της παρουσίας του εκτελεστικού διευθυντή.  Κατά την επανεξέταση το πρόβλημα αυτό ήρθη και συνεπώς η επανεξέταση έγινε από το νέο Συμβούλιο στη [*202]βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και με δοσμένη την προηγηθείσα έρευνα.  Σύμφωνα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Ρένος Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, ο έλεγχος διοικητικής απόφασης μετά από επανεξέταση, διενεργείται στη βάση των όσων προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα και δεν παρέχεται δυνατότητα να τεθούν προς εξέταση εκ νέου σε νέα προσφυγή ζητήματα που αφορούσαν τυχόν «πλημμέλειες» που προηγούνταν των λόγων ακύρωσης της πρώτης απόφασης και οι οποίοι λόγοι  δεν είχαν προηγουμένως τεθεί προς εξέταση και απόφαση. 

2.  Δεδικασμένο, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, ίσχυε εδώ και για την άλλη  θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την υποχρέωση παραπομπής της αίτησης του εφεσιβλήτου στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη.  Κατά την επανεξέταση, δεν ήταν υποχρεωμένο το Συμβούλιο να προωθήσει την αίτηση σε Επιτροπή Κρίσεως, εφόσον με την τότε ισχύουσα νομολογία, κατά την πρώτη δηλαδή απόφαση του Συμβουλίου, δεν ήταν αδήριτη ανάγκη να παραπέμπεται κάθε αίτηση προς το Συμβούλιο, σε Επιτροπή Κρίσεως.  Η πρώτη ακυρωτική απόφαση είχε ληφθεί υπό το φως αυτού του δεδομένου και δεν ήταν δυνατόν αυτό να διαφοροποιείτο μεταγενέστερα.

3.  Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση με τα επιδικασθέντα έξοδα παραμερίζεται. Έξοδα €1.700 για την έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσιβλήτου.  Ως η καθιερωθείσα πρακτική, η Ολομέλεια θα προχωρήσει να εξετάσει την ουσία της προσφυγής σε ημερομηνία που θα καθοριστεί.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ. 32,

Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,

Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., Υπόθ. Αρ. 443/01, ημερ. 16.5.2003,

Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., Υπόθ. Αρ. 736/01, ημερ. 9.5.2003,

ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Σάββα (2009) 3 Α.Α.Δ. 461.

 

[*203]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 973/05), ημερ. 7/9/07.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το ακόλουθο ιστορικό προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπό κρίση έφεσης.  Ο εφεσίβλητος, κάτοχος των τίτλων σπουδών «Diploma in Hotel Management» από την Ελβετία και «Hospitality Management Diploma» από την Αμερική, καταχώρησε την υπ’ αρ. 925/03 προσφυγή εναντίον του εφεσείοντος Συμβουλίου, (εφεξής «το Συμβούλιο»), στην άρνηση του να εγκρίνει την αναγνώριση των πιο πάνω τίτλων σπουδών ως ισοτίμων και αντιστοίχων προς δίπλωμα ανώτερης εκπαίδευσης στον Κλάδο Διεύθυνσης Ξενοδοχείων.  Η αιτιολογία που είχε τότε δώσει το Συμβούλιο ήταν ότι οι τίτλοι δεν είχαν απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και κατά συνέπεια δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του Άρθρου 12(2) του Νόμου αρ. 48(Ι)/98. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 5.4.03, εξέδωσε ακυρωτική απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή, για λόγο που αφορούσε την τότε σύνθεση του Συμβουλίου ενόψει του γεγονότος ότι από τα πρακτικά που τηρήθηκαν προέκυπτε ότι είχε παρακαθήσει στην επίδικη συνεδρία ο εκτελεστικός διευθυντής του, χωρίς να αναφέρεται ότι είχε αποχωρήσει πριν τη συζήτηση και λήψη της επίδικης απόφασης.  Το αποτέλεσμα ήταν να επανεξεταστεί η αίτηση από το Συμβούλιο υπό νέα όμως συγκρότηση, για να καταλήξει εκ νέου ότι οι τίτλοι σπουδών δεν αναγνωρίζονταν ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι προς δίπλωμα ανώτερης εκπαίδευσης ισοδύναμοι προς δίπλωμα ανώτερης εκπαίδευσης στον Κλάδο Διεύθυνσης Ξενοδοχείων, ως μη έχοντες απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα.  Η επανεξέταση όπως ρητά αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της 61ης συνεδρίας του Συμβουλίου στις 16-17.5.2005, έγινε υπό το φως της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης, το δε Συμ[*204]βούλιο «…..  αποφάσισε όπως εμμείνει στην αρχική του απόφαση …..» για τους προαναφερθέντες λόγους. 

Ακολούθησε η υπό εξέταση προσφυγή, η οποία απέληξε σε νέα ακύρωση, ενόψει του ότι το Συμβούλιο είχε κατά την επανεξέταση συνεδριάσει υπό νέα συγκρότηση και κατά συνέπεια:

 «…. θα έπρεπε να προβεί σε επανάληψη από την αρχή της διαδικασίας και της συζήτησης της αίτησης και όχι να “εμμείνει στην αρχική του απόφαση”, όπως αναγράφηκε στα πρακτικά.  Η αρχική απόφαση δεν ήταν δική του αλλά του Συμβουλίου με διαφορετική συγκρότηση.».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης παρατήρησε ότι με βάση την απόφαση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Ιζαμπέλ Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ. 32, το Συμβούλιο είχε υποχρέωση, κατά την επανεξέταση, να παραπέμψει την αίτηση του εφεσιβλήτου στην αρμοδία Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης προς αυτό για τη λήψη απόφασης. 

Επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με λόγους έφεσης που αφορούν στην κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη θέση ότι έπρεπε να είχε επαναληφθεί από την αρχή η όλη διαδικασία και συζήτηση της αίτησης, ότι δεν ήταν δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει ισχυρισμούς οι οποίοι είχαν μεν τεθεί στην πρώτη ακυρωτική απόφαση υπ’ αρ. 925/03, αλλά δεν είχαν αποτελέσει το θεμελιωτικό υπόβαθρο ακύρωσης της τότε διοικητικής πράξης και ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι ο εφεσείων έπρεπε κατά την επανεξέταση να παραπέμψει την αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης.  Η αντίθετη άποψη διατυπώθηκε με γνώμονα την ορθότητα πρωτοδίκως της κρίσης ότι έπρεπε να γίνει επανεξέταση εξ αρχής, εφόσον η διοικητική πράξη είχε εξαφανιστεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, αλλά και τα σχετικά Άρθρα 57-59 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ενώ ταυτόχρονα υποχρεωτική εκ του Νόμου περί ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν η παραπομπή της αίτησης του εφεσίβλητου στην αρμοδία Επιτροπή Κρίσεως. 

Όπως απορρέει από τα πρακτικά της επανεξέτασης, το Συμβούλιο είχε όντως επανεξετάσει την αίτηση με δεδομένη την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 925/03, κατέγραψε δε προς τούτο ευδιάκριτα και τους λόγους της νέας άρνησης αναγνώρισης των τίτλων σπουδών, οι οποίοι παρέπεμπαν στο σκεπτικό ότι οι τίτλοι αυτοί δεν είχαν απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 12(2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης [*205]και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/96, ως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 48(Ι)/98, και περαιτέρω, ότι με βάση πληροφορίες που είχαν εξασφαλιστεί από τους αρμόδιους φορείς των χωρών στις οποίες λειτουργούσαν τα ιδρύματα που απένειμαν τους σχετικούς τίτλους σπουδών, αυτά δεν ήταν «αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα».

Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι αφενός έγινε η δέουσα επανεξέταση και η αναφορά στα πρακτικά ότι ο εφεσείων αποφάσισε όπως «εμμείνει στην αρχική του απόφαση», ήταν απλώς η φραστική αποτύπωση της θέσης του και όχι ως πρωτοδίκως λανθασμένα κρίθηκε, απόφαση κενή περιεχομένου ως επαναληπτική αυτής του προηγούμενου Συμβουλίου, αφετέρου δε το Συμβούλιο υπό τη νέα του σύνθεση προέβη στην επανεξέταση στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης, εφόσον η όποια έρευνα είχε προηγηθεί και η οποία υιοθετήθηκε εν πάση περιπτώσει ως νέα απόφαση, δεν είχε ακυρωθεί κατά την πρώτη αναθεωρητική απόφαση.  Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη απόφαση ακύρωσης της άρνησης του Συμβουλίου είχε ως μοναδικό λόγο την πάσχουσα σύνθεση εξ αιτίας της παρουσίας του εκτελεστικού διευθυντή.  Κατά την επανεξέταση το πρόβλημα αυτό ήρθη και συνεπώς η επανεξέταση έγινε από το νέο Συμβούλιο στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και με δοσμένη την προηγηθείσα έρευνα.  Σύμφωνα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Ρένος Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, ο έλεγχος διοικητικής απόφασης μετά από επανεξέταση διενεργείται στη βάση των όσων προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα και δεν παρέχεται δυνατότητα να τεθούν προς εξέταση εκ νέου σε νέα προσφυγή ζητήματα που αφορούσαν τυχόν «πλημμέλειες» που προηγούνταν των λόγων ακύρωσης της πρώτης απόφασης και οι οποίοι λόγοι  δεν είχαν προηγουμένως τεθεί προς εξέταση και απόφαση. 

Δεδικασμένο, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, ίσχυε και για την άλλη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την υποχρέωση παραπομπής της αίτησης του εφεσιβλήτου στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη.  Έγινε κοινά αποδεκτό κατά την ενώπιον της Ολομέλειας συζήτηση, ότι ούτε κατά την πρώτη εξέταση της αίτησης του εφεσιβλήτου είχε το Συμβούλιο αναζητήσει εισήγηση από την Επιτροπή Κρίσεως, (όπως άλλωστε απορρέει και από την παρ. 2 της ένστασης πρωτοδίκως), αλλά έκρινε το θέμα στη βάση δικής του έρευνας. Επομένως, κατά την επανεξέταση, δεν ήταν υποχρεωμένο το Συμβούλιο να προωθήσει την αίτηση σε Επιτροπή Κρίσεως εφόσον με την τότε ισχύουσα νομολογία, κατά την πρώτη δηλαδή απόφαση του Συμβουλίου, δεν ήταν αδήριτη ανάγκη [*206]να παραπέμπεται κάθε αίτηση προς το Συμβούλιο, σε Επιτροπή Κρίσεως.  Η πρώτη ακυρωτική απόφαση είχε ληφθεί υπό το φως αυτού του δεδομένου και δεν ήταν δυνατόν αυτό να διαφοροποιείτο μεταγενέστερα.

Στην πρώτη αυτή  απόφαση  ενώ είχε τεθεί ζήτημα παραπομπής στην Επιτροπή Κρίσεως, η τότε απόφαση του Συμβουλίου δεν ακυρώθηκε  γι’ αυτό το λόγο, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο (Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε), προτίμησε τη θέση που είχε εκφραστεί στην Ιζαμπέλ Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., Υπόθ. Αρ. 443/01, ημερ. 16.5.03, (Κρονίδη, Δ.), όπου είχε αποφασιστεί ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν είναι υπόχρεο να αποστέλλει κάθε αίτηση σε Επιτροπή Κρίσεως, έναντι της θέσης που διατυπώθηκε στην Ιζαμπέλ Ιωαννίδου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., Υπόθ. Αρ. 736/01, ημερ. 9.5.03, (Ηλιάδη, Δ.), ότι τέτοια παραπομπή ήταν υποχρεωτική.  Το ότι η Ολομέλεια στην προαναφερθείσα απόφαση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Ιζαμπέλ Ιωαννίδου δέχθηκε στις 14.2.06, τη θέση που εξέφρασε ο Ηλιάδης, Δ., απορρίπτοντας σχετική έφεση του ΚΥΣΑΤΣ, δεν αλλοιώνει τα δεδομένα της υπό κρίση απόφασης.  Ορθά δε η συνήγορος του εφεσείοντος Συμβουλίου, διέκρινε τη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στη ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Ελένης Σάββα (2009) 3 Α.Α.Δ. 461, στη βάση του ότι στα δεδομένα της υπόθεσης εκείνης υπήρξε παραπομπή και εξέταση της αίτησης στην Επιτροπή Κρίσεως.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση με τα επιδικασθέντα έξοδα παραμερίζεται. Έξοδα €1.700 για την έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσιβλήτου.

Ως η καθιερωθείσα πρακτική, η Ολομέλεια θα προχωρήσει να εξετάσει την ουσία της προσφυγής σε ημερομηνία που θα καθοριστεί.

Διαταγή ως ανωτέρω.

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο