Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παρασκευής Κουππάρη (2010) 3 ΑΑΔ 272

(2010) 3 ΑΑΔ 272

[*272]4 Ιουνίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,

ν.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΥΠΠΑΡΗ,

Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 107/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Όροι νομιμότητας με βάση την νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε έγκυρη η σύσταση του Διευθυντή στην εξετασθείσα υπόθεση.

Η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε ακυρωθεί η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Σχεδιαστή στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι συστάσεις του Διευθυντή για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών εν προκειμένω, προέκυψαν μετά από σύγκριση στην οποία ο Διευθυντής προέβη, όλων των υποψηφίων και συνεκτίμηση του συνόλου των αναγνωρισμένων στοιχείων κρίσης ήτοι, της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αν ο Διευθυντής διαμόρφωνε τη σύστασή του στη βάση των πληροφοριών που αναφέρει ότι πήρε ή επηρεαζόταν από αυτές, θα υπήρχε ζήτημα. Όμως, τη διαμόρφωσε, όπως αναφέρεται στη ρητή αιτιολόγησή της, στη βάση των στοιχείων των φακέλων. Δηλαδή, με αναφορά στα προσόντα, στην αξία κατά τις υπηρεσιακές εκθέσεις και στην αρχαιότητά τους. Επομένως το ζήτημα των πληροφοριών δεν μπορεί να έχει τη σημασία που τους προσδόθηκε.

[*273]         Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

2.  Η ουσία της σύστασης ήταν πως δεν είχε σημασία αν ο κάθε ενδιαφερόμενος υπερείχε ή δεν υστερούσε έναντι των άλλων. Με δοσμένα τα ισοδύναμα προσόντα τους, είναι η αρχαιότητα του κάθε ενδιαφερόμενου που καθόρισε το αποτέλεσμα. Εκεί δε, όπου κρίθηκε ότι η αρχαιότητα πρέπει να υποχωρήσει, το κατέγραψε με ρητή πλέον αναφορά στην ουσιωδώς ανώτερη αξία των ενδιαφερομένων σε σχέση με τους υποψηφίους στους οποίους αφορούσε η διευκρίνιση. Σε τελική ανάλυση, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη όπως και η εφεσίβλητη, κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και η εικόνα αναφορικά με την αξία τους, όπως αυτή προκύπτει από τους προσωπικούς φακέλους τους, κυμαίνεται στα ίδια μεταξύ τους επίπεδα, τα ενδιαφερόμενα μέρη όμως υπερέχουν της εφεσίβλητης, έστω και οριακά, σε αρχαιότητα. Το συμπέρασμα είναι ότι το διορίζον όργανο (Ε.Δ.Υ.), ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και συνεπώς δεν παρέχεται περιθώριο δικαστικής επέμβασης.

     Ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1497/05), ημερ. 19/6/07.

Έλ. Παπαγεωργίου, για την Εφεσείουσα.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στόχος της παρούσας έφεσης είναι η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε στα πλαίσια της προσφυγής της εφεσίβλητης με αριθμό 1497/2005, με την οποία [*274]ακυρώθηκαν οι προαγωγές επτά συναδέλφων της εφεσίβλητης, στη θέση Ανώτερου Σχεδιαστή, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από την 1/8/2005.

Τα γεγονότα

Η εφεσίβλητη γεννήθηκε στις 2/12/1953. Διορίστηκε στη μόνιμη θέση Σχεδιαστού 2ης Τάξης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 15/4/78 και ακολούθως και συγκεκριμένα στις 15/6/83 στη θέση Σχεδιαστή 1ης Τάξης. Να σημειωθεί ότι από τις 7/3/73, η εφεσίβλητη ήταν διορισμένη ημερομίσθια Σχεδιάστρια στο εν λόγω Τμήμα.

Τα επτά ενδιαφερόμενα μέρη (Νικολάου Γιαννούλα, Χριστοφίδης Μάριος, Γεωργίου Κωστάκης, Στυλιανού Ανδρούλα, Κλεάνθους Λέλλα, Μασούρα Ελένη και Αλέξη Σωτηρούλα) υπερέχουν σε αρχαιότητα της εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν διοριστεί στη θέση Σχεδιαστή 1ης Τάξης την ίδια ημερομηνία με την εφεσίβλητη, δηλαδή στις 15/6/83, στη θέση Σχεδιαστή 2ης Τάξης είχαν διοριστεί νωρίτερα από την εφεσίβλητη και συγκεκριμένα την 1/4/78. Τέσσερα από αυτά και συγκεκριμένα τα ενδιαφερόμενα μέρη Νικολάου Γ., Χριστοφίδης Μ., Γεωργίου Κ. και Στυλιανού Α. είναι μεγαλύτερα σε ηλικία από την εφεσίβλητη.

Στις 16/9/2005 τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προήχθησαν αναδρομικά, αρχικά από τις 15/8/2005 και ακολούθως με σχετική απόφαση της Ε.Δ.Υ. από την 1/8/2005, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Σχεδιαστή, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Και είναι αυτές τις προαγωγές που η εφεσίβλητη πέτυχε με την προσφυγή της 1497/2005, να ακυρώσει.

Η απόφαση να προσφερθεί η προαγωγή στα ενδιαφερόμενα μέρη λήφθηκε κατόπιν που η Επιτροπή εφοδιάστηκε και με τις συστάσεις του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Ο τελευταίος είχε κληθεί στη συνεδρία και είχε δώσει τις συστάσεις του αμέσως μετά την επιλογή από την Ε.Δ.Υ. των προαξίμων από τον κατάλογο υποψηφίων, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι είκοσι από τον κατάλογο αρχαιότητας και αφού προηγουμένως έτυχε σχετικής ενημέρωσης και τέθηκαν ενώπιον του οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.

Ο Διευθυντής σύστησε τα επτά ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως                  την εφεσίβλητη, με το ακόλουθο σκεπτικό:

[*275]“Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους τα τελευταία 5½ χρόνια, αφότου ανέλαβα ως Διευθυντής του Τμήματος. Προκειμένου όμως να προβώ στη σύστασή μου, έχω πάρει στοιχεία και πληροφορίες και από τους, κατά καιρούς, προϊσταμένους τους, σ’ ό,τι αφορά την απόδοση στην εργασία τους και την εν γένει προσφορά τους στο Τμήμα. Έχω, επίσης, μελετήσει τα στοιχεία τόσο των Προσωπικών Φακέλων όσο και τα στοιχεία των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων.

Διαπίστωσα ότι, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπάρχει μια ισοπεδωμένη, κατά το πλείστον, κατάσταση, με τους περισσότερους υποψηφίους να αξιολογούνται τα πέντε τελευταία χρόνια, ως εξαίρετοι, με μόνη διαφορά τους υποψηφίους με α/α 4 και 5, οι οποίοι υστερούν ουσιωδώς.

Σ’ ό,τι αφορά τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης, αυτής του Ανώτερου Σχεδιαστή. Μερικοί απ’ αυτούς, κατέχουν μόρφωση και πέραν της γυμνασιακής/λυκειακής, που αν και δεν αποτελεί απαραίτητο προσόν για την προαγωγή τους, είναι όμως σχετική με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, λήφθηκε υπόψη και της δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, σε συνδυασμό με την αξία και την αρχαιότητα των υπολοίπων υποψηφίων.

Σ’ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, λήφθηκε υπόψη η σειρά τοποθέτησής τους στη θέση Σχεδιαστή, όπως αυτή καταγράφεται στον κατάλογο αρχαιότητας των υποψηφίων.

Με βάση τα πιο πάνω και αφού προέβηκα σε μια συνολική σύγκριση όλων των υποψηφίων και συνεκτίμησα όλα τα στοιχεία κρίσης – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – συστήνω για προαγωγή τους Νικολάου Γιαννούλλα (α/α 1), Χριστοφίδη Μάριο (α/α 2), Γεωργίου Κωστάκη (α/α 3), Στυλιανού Ανδρούλλα (α/α 6), Κλεάνθους Λέλλα (α/α 7), Μασούρα Ελένη (α/α 8) και Αλέξη Σωτηρούλα (α/α 9), τους οποίους θεωρώ ως τους καταλληλότερους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των υπό πλήρωση θέσεων.

(α) Νικολάου Γιαννούλα, α/α 1

 

Η συστηνόμενη, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπερέχει ή/και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας, η συστηνόμενη υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων.

[*276](β) Χριστοφίδης Μάριος, α/α 2

Ο συστηνόμενος, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπερέχει ή/και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας, ο συστηνόμενος υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων.

(γ) Γεωργίου Κωστάκης, α/α 3

 

Ο συστηνόμενος, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπερέχει ή/και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας, ο συστηνόμενος υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων, εκτός από τους υποψηφίους με α/α 4 και 5, που υστερούν ουσιωδώς στην αξία.

(δ) Στυλιανού Ανδρούλλα, α/α 6

 

Η συστηνόμενη, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπερέχει ή/και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας, η συστηνόμενη υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων, εκτός από τους υποψηφίους με α/α 4 και 5, που υστερούν ουσιωδώς στην αξία.

(ε) Κλεάνθους Λέλλα, α/α 7

 

Η συστηνόμενη, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπερέχει ή/και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας, η συστηνόμενη υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων, εκτός από τους υποψηφίους με α/α 4 και 5, που υστερούν ουσιωδώς στην αξία.

(στ) Μασούρα Ελένη, α/α 8

 

Η συστηνόμενη, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπερέχει ή/και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας, η συστηνόμενη υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων, εκτός από τους υποψηφίους με α/α 4 και 5, που υστερούν ουσιωδώς στην αξία.

(ζ) Αλέξη Σωτηρούλα, α/α 9

 

Η συστηνόμενη, σ’ ό,τι αφορά την αξία, υπερέχει ή/και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων. Στο κριτήριο της αρχαιότητας, η συστηνόμενη υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων, εκτός από τους υποψηφίους με α/α 4 και 5, που υστερούν [*277]ουσιωδώς στην αξία.”

Σ’ αυτό το στάδιο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε και το αιτιολογικό των προσβαλλόμενων με τους λόγους έφεσης ευρημάτων του Δικαστηρίου, από την πρωτόδικη απόφαση:

“Είναι τρωτές και μεμπτές οι συστάσεις του Διευθυντή διότι παρόλον που ανέφερε ότι γνώριζε προσωπικά όλους τους υποψηφίους κατά τα τελευταία 5½ χρόνια (και αντιλαμβάνομαι ότι η αναφορά του σε υποψηφίους υπονοούσε τους προαξίμους υποψηφίους δηλαδή τους υποψηφίους με αύξοντα αριθμό 1-20 του καταλόγου αρχαιότητας), εν τούτοις θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει «στοιχεία και πληροφορίες» από τους κατά καιρούς προϊσταμένους τους σ’ ό,τι αφορά την απόδοσή τους στην εργασία και την εν γένει προσφορά τους στο Τμήμα. Δεν διευκρινίζει ο Διευθυντής τι είδους στοιχεία και πληροφορίες ζήτησε και πήρε από τους κατά καιρούς προϊσταμένους των προαξίμων υποψηφίων. Όμως θεωρώ ότι αυτά τα στοιχεία και πληροφορίες, που προφανώς επηρέασαν την κρίση και κατ’ επέκταση και τη σύσταση του Διευθυντή, είναι εξωγενή στοιχεία τα οποία δεν θα έπρεπε να είχαν ζητηθεί αλλά ούτε και να είχαν επηρεάσει την κρίση και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία στη συνέχεια επηρέασε και την απόφαση των καθ’ων η αίτηση.

Κατά την εκτίμησή μου ο Διευθυντής, εφόσον μάλιστα γνώριζε τους υποψηφίους, για αρκετά χρόνια, θα έπρεπε να είχε περιορίσει τις συστάσεις του γι’ αυτούς στην προσωπική του γνώση και αξιολόγηση και στα στοιχεία των φακέλων τους. Η αναφορά του σε «στοιχεία και πληροφορίες» που πήρε από τρίτα πρόσωπα, χωρίς να διευκρινίζεται μάλιστα τι στοιχεία και τι πληροφορίες πήρε, καθιστά και τον δικαστικό έλεγχο, σ’ αυτό το σημείο, αδύνατο. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει το κατά πόσο τα στοιχεία και οι πληροφορίες που πήρε ο Διευθυντής ήταν σχετικά με τις επικείμενες προαγωγές ή όχι. Επομένως, είναι για δυο λόγους μεμπτή η σύσταση του Διευθυντή, πρώτον επειδή πήρε στοιχεία και πληροφορίες από τρίτα και μη αρμόδια πρόσωπα, και δεύτερον, επειδή τα στοιχεία και οι πληροφορίες αυτές δεν καθορίζονται και, επομένως, δεν είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχός τους.

………………….……………………………..………………….

Επιπρόσθετα παρατηρώ πως και η αναφορά του Διευθυντή στην αξία των συστηθέντων υποψηφίων έγινε κατά τρόπο διαζευκτικό και ασαφή δηλαδή, ο Διευθυντής ανέφερε ότι οι υποψή[*278]φιοι «υπερέχουν ή και δεν υστερούν έναντι των άλλων υποψηφίων» χωρίς να διευκρινίσει ποιο από τα δύο ίσχυε και χωρίς να του ζητηθεί από τους καθ’ων η αίτηση να διευκρινίσει το ζήτημα.”

Οι λόγοι έφεσης είναι δύο, τους οποίους και προτιθέμεθα να πραγματευθούμε με τη σειρά προτεραιότητας που προβάλλονται στην ειδοποίηση έφεσης. Θα πρέπει να πούμε ότι και οι δύο λόγοι έφεσης έχουν κοινό παρονομαστή. Την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι συστάσεις του Διευθυντή ήταν «τρωτές και μεμπτές» και κατ’ επέκταση τρωτή και μεμπτή ήταν και η απόφαση της Επιτροπής, αντικείμενο της προσφυγής.

Λόγος έφεσης 1

Στόχος του πρώτου λόγου έφεσης είναι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύσταση του Διευθυντή «είναι για δύο λόγους μεμπτή, πρώτο επειδή πήρε στοιχεία και πληροφορίες από τρίτα και μη αρμόδια πρόσωπα, και, δεύτερο, επειδή τα στοιχεία και οι πληροφορίες αυτές δεν καθορίζονται και επομένως δεν είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος».

Το ξεχωριστό ζήτημα που εγείρεται προς επίλυση με τον πιο πάνω  λόγο έφεσης και το οποίο αποτελεί ουσιαστικά και το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι συστάσεις του προϊσταμένου για προαγωγές στο τμήμα του μπορούν να διαμορφωθούν και ιδιαίτερα η προσωπική του άποψη επί του θέματος.

Η διάσταση ως προς τις αρχές που όντως χαρακτήριζε την επί του θέματος νομολογία μας μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και η οποία θα λέγαμε δικαιολογημένα είχε δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς το ποιο είναι το ορθό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι συστάσεις του προϊσταμένου με προεξάρχοντα ρόλο την προσωπική του άποψη, μπορούν να διαμορφωθούν, εξαλείφθηκε με την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695. Στην εν λόγω υπόθεση, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάμνοντας εκτενή αναφορά στη μέχρι τότε νομολογία μας, αφού επεσήμανε το γεγονός της διάστασης που χαρακτήριζε τη νομολογία μας επί του συγκεκριμένου ζητήματος και την «υποβόσκουσα», όπως την χαρακτηρίζει, αμφιβολία που δημιουργήθηκε, έθεσε το σχετικό πλαίσιο ως εξής:

“Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως [*279]δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η Ε.Δ.Υ. έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.”

Έχουμε ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό του Δικαστηρίου πιο πάνω. Με όλο το σέβας προς τον αδελφό Δικαστή δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση του και κατ’ επέκταση τη σχετική κατάληξή του.

Οι συστάσεις του Διευθυντή για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών, προέκυψαν μετά από σύγκριση στην οποία ο Διευθυντής προέβη, όλων των υποψηφίων και συνεκτίμηση του συνόλου των αναγνωρισμένων στοιχείων κρίσης ήτοι, της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αν ο Διευθυντής διαμόρφωνε τη σύσταση του στη βάση των πληροφοριών που αναφέρει ότι πήρε ή επηρεαζόταν από αυτές, θα υπήρχε ζήτημα. Όμως, τη διαμόρφωσε, όπως αναφέρεται στη ρητή αιτιολόγησή της, στη βάση των στοιχείων των φακέλων. Δηλαδή, με αναφορά στα προσόντα, στην αξία κατά τις υπηρεσιακές εκθέσεις και στην αρχαιότητά τους. Επομένως το ζήτημα των πληροφοριών δεν μπορεί να έχει τη σημασία που τους προσδόθηκε.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

Λόγος έφεσης 2

Στόχος του δεύτερου λόγου έφεσης είναι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η αναφορά του Διευθυντή στην αξία των συστηθέντων υποψηφίων έγινε κατά τρόπο διαζευκτικό και ασαφή, δηλαδή, ο Διευθυντής ανέφερε ότι οι υποψήφιοι υπερέχουν [*280]ή και δεν υστερούν έναντι των άλλων υποψηφίων χωρίς να διευκρινίσει ποιο από τα δύο ίσχυαν».

Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου που οδήγησε στο προσβαλλόμενο εύρημα, συνιστά η αναφορά στη σύσταση του Διευθυντή για τον κάθε ένα από τους συστηθέντες υποψήφιους ότι, «σε ό,τι αφορά την αξία υπερέχει ή και δεν υστερεί έναντι όλων των άλλων υποψηφίων» (η υπογράμμιση είναι δική μας).

Διεξήλθαμε προσεκτικά τους σχετικούς φακέλους και μελετήσαμε με προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα. Εν πρώτοις, εύκολα διαπιστώνεται από τον έλεγχο των φακέλων ποιος υπερέχει ή υστερεί ή ισοδυναμεί στην αξία με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Εν πάση περιπτώσει, η ουσία της σύστασης ήταν πως δεν είχε σημασία αν ο κάθε ενδιαφερόμενος υπερείχε ή δεν υστερούσε έναντι των άλλων. Με δοσμένα τα ισοδύναμα προσόντα τους, είναι η αρχαιότητα του κάθε ενδιαφερόμενου που καθόρισε το αποτέλεσμα. Εκεί δε, όπου κρίθηκε ότι η αρχαιότητα πρέπει να υποχωρήσει, το κατέγραψε με ρητή πλέον αναφορά στην ουσιωδώς ανώτερη αξία των ενδιαφερομένων σε σχέση με τους υποψηφίους στους οποίους αφορούσε η διευκρίνιση. Σε τελική ανάλυση, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη όπως και η εφεσίβλητη, κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και η εικόνα αναφορικά με την αξία τους, όπως αυτή προκύπτει από τους προσωπικούς φακέλους τους, κυμαίνεται στα ίδια μεταξύ τους επίπεδα, τα ενδιαφερόμενα μέρη όμως υπερέχουν της εφεσίβλητης, έστω και οριακά, σε αρχαιότητα. Το συμπέρασμα είναι ότι το διορίζον όργανο (Ε.Δ.Υ.), ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας και συνεπώς δεν παρέχεται περιθώριο δικαστικής επέμβασης.

Ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Η επίδικη απόφαση για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών Σωτηρούλας Α. Αλέξη, Ελένης Θ. Μασούρα, Λέλλας Κλεάνθους, Ανδρούλας Δ.  Στυλιανού, Κωστάκη Γεωργίου, Γιαννούλας Α. Νικολάου και Μάριου Χριστοφίδη, επικυρώνεται.

Τα έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο