Ιωάννου Αντρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 281
print
Τίτλος:
Ιωάννου Αντρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 281

(2010) 3 ΑΑΔ 281

4 Iουνίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 179/2007)

 

Ακυρωτική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι ορθά εφαρμόστηκε το επιγενόμενο νομοθετικό καθεστώς στην εξετασθείσα υπόθεση.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Διορισμοί ― Περιστάσεις υπό τις οποίες επικυρώθηκαν οι επίδικοι διορισμοί στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού Αστυνομικών Ακάτων στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στην επίδικη θέση, που έγινε κατ’ επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι κρίσιμες πρόνοιες του Ν. 73(Ι)/2004, είναι όντως σαφώς διαδικαστικής φύσης, ώστε να είχαν εφαρμογή και να μην μπορεί να γίνεται λόγος για παράβαση του δεδικασμένου και αναδρομική ισχύ του Νόμου.  Εφ’ όσον το διοικητικό πλαίσιο της επανεξέτασης είχε διαφοροποιηθεί, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί το προηγουμένως ισχύον.  Η επικουρική επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα ότι, αν όντως ο Ν. 73(Ι)/2004 είχε αναδρομική ισχύ θα είχε εφαρμοσθεί στην ολότητά του, δηλαδή ώστε να διεξήγετο και η προνοούμενη σε αυτόν γραπτή εξέταση αντί μόνο νέες συνεντεύξεις, δεν επηρεάζει την, επί των δεδομένων της, κρίση επί της αναδρομικότητας, η οποία και μόνη καθορίζει την εμβέλεια του σχετικού λόγου έφεσης.

2.  Όλα τα στοιχεία στα οποία ο Εφεσείων αναφέρεται ως εξωγενή εμπεριέχοντο στα προνοούμενα στο σχέδιο υπηρεσίας και είναι σε συνάρτηση με αυτά που αξιολογήθησαν στο συνολικό πλαίσιο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

3.  Απορριπτέος είναι, κατ’ ακολουθία, και άλλος λόγος έφεσης κατά της πρωτόδικης κρίσης ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας και η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών δεν στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Η επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών και η έγκριση εβασίσθη στην καλύτερη αξιολόγησή τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και τους σύστησε εφ’ όσον ήσαν οι πρώτοι τέσσερις σε σειρά κατάταξης.  Αναιτιολόγητη θα ήταν μάλλον η παραγνώριση της αξιολόγησης αυτής, ως κατάληξης της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας, και η άνευ ετέρου επιλογή άλλων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 739/06), ημερ. 8/10/10.

Ξ. Ευγενίου, για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Με απόφαση σε προσφυγή του Εφεσείοντα (558/2004, 18.10.2005), ακυρώθηκε ο διορισμός των τεσσάρων Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού Αστυνομικών Ακάτων για το λόγο ότι έπασχε από έλλειψη αιτιολογίας η αριθμητική αξιολόγηση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη που είχε γίνει από το Συμβούλιο Προσλήψεων.  Η επανεξέταση που ακολούθησε έγινε όχι από το Συμβούλιο Προσλήψεων αλλά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Αξιολόγησης, αφού η διαδικασία είχε εν τω μεταξύ τροποποιηθεί με το Ν.73(Ι)/2004 ώστε να μην προβλέπεται πλέον Συμβούλιο Προσλήψεων αλλά Συμβουλευτική Επιτροπή Αξιολόγησης.  Και η νέα διαδικασία απέληξε στο διορισμό των Ενδιαφερομένων Μερών, οπότε ο Εφεσείων άσκησε δεύτερη προσφυγή. Αυτή απερρίφθη και ενώπιον μας είναι η έφεση κατά της απόφασης του αδελφού μας Δικαστή.

Είναι η θέση του Εφεσείοντα, την οποία είχε υποστηρίξει και πρωτοδίκως ανεπιτυχώς, ότι η εφαρμογή του Ν.73(Ι)/2004 παραβιάζει το δεδικασμένο της προσφυγής 558/2004 καθ΄όσον το νομικό καθεστώς που θα έπρεπε να εφαρμοσθεί κατά την επανεξέταση ήταν εκείνο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή η ΚΔΠ 51/89 που προνοούσε για το Συμβούλιο Προσλήψεων, και όχι ο Ν.73(Ι)/2004 που εθεσπίσθη μετέπειτα και στον οποίο έτσι εδόθη αναδρομική ισχύς.

Δεν έχουμε πολλά χρήσιμα να προσθέσουμε στα λεχθέντα από τον αδελφό μας Δικαστή προς απόρριψη της εισήγησης αυτής.  Οι εν λόγω πρόνοιες του Ν.73(Ι)/2004, όπως παρατήρησε (και υιοθετούμε το σκεπτικό του), είναι όντως σαφώς διαδικαστικής φύσης ώστε να είχαν εφαρμογή και να μην μπορεί να γίνεται λόγος για παράβαση του δεδικασμένου και αναδρομική ισχύ του Νόμου.  Εφ΄όσον το διοικητικό πλαίσιο της επανεξέτασης είχε διαφοροποιηθεί, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί το προηγουμένως ισχύον.  Η επικουρική επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα ότι, αν όντως ο Ν.73(Ι)/2004 είχε αναδρομική ισχύ θα είχε εφαρμοσθεί στην ολότητά του, δηλαδή ώστε να διεξήγετο και η προνοούμενη σε αυτόν γραπτή εξέταση αντί μόνο νέες συνεντεύξεις, δεν επηρεάζει την, επί των δεδομένων της, κρίση επί της αναδρομικότητας, η οποία και μόνη καθορίζει την εμβέλεια του σχετικού λόγου έφεσης.

Άλλη εισήγηση του Εφεσείοντα πρωτοδίκως ήταν ότι η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν, κατά παράβαση και του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης, αναιτιολόγητη και βασισμένη σε εξωγενή κριτήρια.  Η εισήγηση απερρίφθη, επανέρχεται όμως ενώπιον μας μέσα από τους λόγους έφεσης.  Και πάλι, δεν βλέπουμε λόγο να αποστούμε από την προσέγγιση του αδελφού μας Δικαστή ότι:

«… αιτιολογία δίδεται διεξοδικά θα έλεγα και σε βάθος.  Εξηγείται γιατί η Επιτροπή κατέληξε στην απόφασή της με λεπτομερή αναφορά στην απόδοση των υποψηφίων.  Η αιτιολογία ανάγεται σε κάθε κριτήριο χωριστά, με αποτέλεσμα το δικαστήριο, παρά το ότι έχει χρησιμοποιηθεί και αριθμητική βαθμολογία, να είναι σε θέση, με την αιτιολόγηση που έπεται, να ασκήσει τον αρμόζοντα δικαστικό έλεγχο.»

Ούτε και προσφυγή σε εξωγενή κριτήρια υπήρξε.  Όπως υπεδείχθη και πρωτοδίκως, όλα τα στοιχεία στα οποία ο Εφεσείων αναφέρεται ως εξωγενή εμπεριέχοντο στα προνοούμενα στο σχέδιο υπηρεσίας και είναι σε συνάρτηση με αυτά που αξιολογήθησαν στο συνολικό πλαίσιο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Απορριπτέος είναι, κατ’ ακολουθία, και άλλος λόγος έφεσης κατά της πρωτόδικης κρίσης ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας και η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών δεν στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.  Η επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών και η έγκριση εβασίσθη στην καλύτερη αξιολόγηση τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και τους σύστησε εφ΄όσον ήσαν οι πρώτοι τέσσερις σε σειρά κατάταξης.  Αναιτιολόγητη θα ήταν μάλλον η παραγνώριση της αξιολόγησης αυτής, ως κατάληξης της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας, και η άνευ ετέρου επιλογή άλλων.

Ήταν ακόμα εισήγηση του Εφεσείοντα πρωτοδίκως ότι παραγνωρίσθηκε χωρίς ειδική αιτιολογία πρόσθετο προσόν του, και συγκεκριμένα Master in Engineering Electric Systems του Kharkov Polytechnical Institute, που συνιστά πλεονέκτημα βάσει του σχεδίου υπηρεσίας.  Ο αδελφός μας Δικαστής έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα πλεονεκτήματος διότι ο Αιτητής δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα αφού το εν λόγω δίπλωμα του, αν και εκ πρώτης όψεως ήταν μεταπτυχιακό προσόν, στην πραγματικότητα απονέμετο ως πρώτος και μοναδικός τίτλος.  Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο κακώς έκρινε, στη βάση της αγόρευσης της Δημοκρατίας, πρωτογενώς ότι ο εν λόγω τίτλος απονέμετο ως πρώτος τίτλος και όχι ως μεταπτυχιακός, αφού αυτό θα ήταν θέμα για πρωτογενή κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία θα έπρεπε να είχε αποταθεί και στο ΚΥΣΑΤΣ, η δε Συμβουλευτική Επιτροπή ουδόλως εξέτασε το θέμα. 

Δεν έχει έρεισμα ο λόγος έφεσης, η οποιαδήποτε δε σύγχιση προήρχετο από την αναφορά του Εφεσείοντα στη γραπτή του αγόρευση πρωτοδίκως ότι «Ο Αιτητής πέραν του βασικού πανεπιστημιακού του διπλώματος, Bachelor of Science in Engineering, κατέχει και μεταπτυχιακό δίπλωμα με θέμα Master in Engineering», αναφορά η οποία αναπαράγηκε από τον αδελφό μας Δικαστή στην απόφασή του.  Η αναφορά όμως ήταν λανθασμένη αφού ο Αιτητής δεν είχε οποιoδήποτε «βασικό» πανεπιστημιακό δίπλωμα Bachelor.  Σύμφωνα με την ίδια την αίτησή του, το μόνο του δίπλωμα ήταν το εν λόγω Master of Science in Engineering,  το οποίο και συνιστούσε το βασικό του προσόν, ώστε όντως να μην ετίθετο θέμα κατοχής πρόσθετου προσόντος ως πλεονεκτήματος.  Το ερώτημα τελικά δεν ήταν αν ο εν λόγω τίτλος απονέμετο ως πρώτος ή ως μεταπτυχιακός τίτλος, αλλά αν ήταν ο μόνος τίτλος που είχε ο Εφεσείων.  Και έτσι ήταν.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2000 έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο