(2010) 3 ΑΑΔ 293
[*293]16 Ιουνίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 195/2007)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,
ν.
ΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ,
Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 202/2007)
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ν.
ΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ,
Εφεσίβλητης - Αιτήτριας,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 195/2007, 202/2007)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεδικασμένο ― Όροι δημιουργίας και έκτασή του ― Περιστάσεις παραβίασης του δεδικασμένου από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου [*294]στην κριθείσα περίπτωση.
Η Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος επεδίωξαν με τις εφέσεις τους την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί, για τρίτη συνεχή φορά, η επίδικη προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
Στο επίκεντρο της συζήτησης και ουσιαστικά η μόνη διαφορά που αναδύεται, είναι κατά πόσο κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. παραβίασε το δεδικασμένο. Η έννοια του δεδικασμένου στο διοικητικό δίκαιο έχει πλήρως και με επάρκεια νομολογηθεί σε βαθμό που δεν χρειάζεται εκτενής ανάλυση στην υπό κρίση περίπτωση.
Είναι πρόδηλο, εν προκειμένω, ότι απαραδέκτως επανέρχεται από τη Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος, ζήτημα ότι το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 144/04, αλλά και τα ακυρωτικά Δικαστήρια στις προηγούμενες προσφυγές, δεν «ασχολήθηκαν με το πρώτο πτυχίο που κατείχε η εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο πρόσωπο ….». Αντίθετα, όλα τα Δικαστήρια, περιλαμβανομένης και της Ολομέλειας, στην ουσία δεν ασχολήθηκαν με οτιδήποτε άλλο, τα δε λεχθέντα υπ’ αυτών σε σχέση με τα μεταπτυχιακά προσόντα, ήταν σε συσχετισμό και συνάρτηση με το μείζον ζητούμενο της διαπίστωσης της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου.
Όχι μόνο λοιπόν δημιουργήθηκε δεδικασμένο, αλλά και επιβεβαιώθηκε κατ’ επανάληψη. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διερευνούσε, ελλιπώς έστω και εν πάση περιπτώσει πάντοτε λανθασμένα, αυτή τούτη την κατοχή του πρώτου τίτλου. Έπεται ότι η πρωτόδικη κρίση περί παραβίασης του δεδικασμένου, είναι ορθή.
Υπό το πρόσχημα του πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. η Ε.Δ.Υ. στην ουσία και πάλι αναγνώρισε το προσόν της Παπασάββα ως πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο, όχι μόνο σε σαφή παραγνώριση των Δικαστικών δεδομένων, αλλά και ανατρέχοντας πίσω στο 2001, χρόνο της επανεξέτασης, όταν ίσχυαν συγκεκριμένα νομικά και πραγματικά δεδομένα, τα οποία, στις περιστάσεις της υπόθεσης δεν ήταν δυνατό να ανατραπούν. Η προσκόμιση τέτοιων νέων στοιχείων, όπως ήταν το πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αποτελούσε στην ουσία προσβολή της προηγούμενης πραγματικής και νομικής κατάστασης, θεμελιωμένης σε πλείονες της μιας δικαστικές αποφάσεις. Το δεδικασμένο δεν [*295]επιτρέπει αναθεώρηση ήδη κριθέντων ζητημάτων υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων, εξουδετερώνοντας έτσι την τελεσιδικία των διαφορών. Η νομοθετική, εκ των υστέρων, δυνατότητα παρουσίασης πιστοποιητικού ισοδυναμίας από το αναγνωρισμένο διά Νόμου όργανο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. εν προκειμένω, δεν θα ήταν δυνατό να αλλάξει τα κριθέντα σε βάρος, τώρα, της εφεσίβλητης.
Δεν θα ήταν επομένως δυνατή ή και ανεκτή η μετατροπή της αρνητικής κρίσης, σε θετική, προς αλλοίωση των δεδομένων, χρονικά, πραγματικά και νομικά.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπασάββα ν. Κούλουμου (2005) 3 Α.Α.Δ. 235,
Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625,
Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413,
Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345,
Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,
Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147,
Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61,
Ιγνατίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 620,
Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κνωσταντίνου (1994) 3 Α.Α.Δ. 453,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 972/06), ημερ. 19/11/07.
Λ. Λάμπρου - Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την [*296]Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 195/2007 και για την Καθ’ ης η αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 202/2007.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη - Αιτήτρια στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 195/2007 και 202/2007.
Α. Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου, για την Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 202/2007
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την πρωτόδικη κρίση περί ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 20.3.06, με την οποία προήχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Ευανθία Παπασάββα στη μόνιμη θέση της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αναδρομικά από 1.2.01, εφεσίβαλαν τόσο η Δημοκρατία, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος. Πρόκειται για προαγωγική θέση που απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε τρεις διαφορετικές προηγούμενες προσφυγές, η ακυρωτική απόφαση μιας εκ των οποίων επικυρώθηκε κατ’ έφεση, πάντοτε μεταξύ της εφεσίβλητης Τούλας Κούλουμου και του ενδιαφερομένου μέρους, εφεσείουσας στην Αν. Έφ. 202/07, Ευανθίας Παπασάββα.
Το ιστορικό της υπόθεσης βαρύνεται με τα εξής δεδομένα: Η Ε. Παπασάββα είχε προαχθεί αντί της Τ. Κούλουμου από την Ε.Δ.Υ. το 2001, προαγωγή που ακυρώθηκε με την ασκηθείσα προσφυγή υπ’ αρ. 262/01 ημερ. 15.1.02 (απόφαση Καλλή, Δ.). Η καταχωρηθείσα εναντίον της απόφασης έφεση απερρίφθη από την Ολομέλεια στις 15.6.05, στην Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου (2005) 3 Α.Α.Δ. 235. Επανεξέταση της υπόθεσης οδήγησε και πάλι στην προαγωγή της Παπασάββα, η οποία ακυρώθηκε εκ νέου στις 12.9.03, στην προσφυγή υπ’ αρ. 337/02 (απόφαση Κραμβή, Δ.), η οποία και δεν εφεσιβλήθηκε. Η εκ νέου επανεξέταση που οδήγησε και πάλι σε προαγωγή της Παπασάββα, ακυρώθηκε με νέα απόφαση στην προσφυγή αρ. 144/04 (Κωνσταντινίδης, Δ.) στις 26.10.05. Έφεση που ασκήθηκε εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης, αποσύρθηκε στην πορεία.
Η Ε.Δ.Υ. κατά την τέταρτη επανεξέταση προήγαγε και πάλι την Παπασάββα κρίνοντας, κατόπιν επανεξέτασης στη βάση της ακυ[*297]ρωτικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 144/04, ότι αυτή κατείχε, μετά την εκ μέρους της υποβολή πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερ. 9.1.06, πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα στην Κοινωνιολογία ή τις Κοινωνικές Επιστήμες, με αποτέλεσμα την ικανοποίηση του σχεδίου υπηρεσίας και την κλήση της, μαζί με την Κούλουμου και μια τρίτη υποψήφια, σε προφορική εξέταση προς γενική αξιολόγηση τους. Η Παπασάββα κρίθηκε «εξαίρετη», έναντι της Κούλουμου που κρίθηκε ως «σχεδόν εξαίρετη», με συνέπεια να προσφερθεί και πάλι προαγωγή στην πρώτη, με αναδρομική ισχύ από την 1.2.01. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε μεταξύ των πολλών νομικών σημείων που ηγέρθησαν ενώπιον του και τις θέσεις ότι (i) κατά παράβαση του δεδικασμένου λήφθηκε υπόψη δεδομένο μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου, (ii) ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι τα αρχικά τρία έτη σπουδών της Παπασάββα ή και η πρόσθετη οκτάμηνη φοίτηση συνιστούσαν πανεπιστημιακό πτυχίο ή ισοδύναμο τίτλο και (iii) ότι εσφαλμένα η Ε.Δ.Υ. πρόσθεσε όλα τα προσόντα της Παπασάββα κατασκευάζοντας από μόνη της ισότιμο τίτλο με πρώτο βασικό πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου, κατά παράβαση και πάλι του δεδικασμένου, ακύρωσε τη διοικητική πράξη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τις πιο πάνω θέσεις της Κούλουμου, κρίνοντας ότι η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 144/04, δεν μπορούσε να επανανοίξει το θέμα της ικανοποίησης του σχεδίου υπηρεσίας για πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα από την Παπασάββα, εφόσον είχε ήδη κριθεί δικαστικά το ζήτημα στην προαναφερθείσα προσφυγή. Με δεδομένο το δεδικασμένο, λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. έκρινε προς ικανοποίηση της ότι η Παπασάββα κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο με βάση το πιστοποιητικό ισοτιμίας από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., θεωρώντας με το μεταγενέστερο αυτό στοιχείο, την κατοχή του πανεπιστημιακού τίτλου κατά τον ουσιώδη χρόνο της επανεξέτασης, που ανέτρεχε στο 2001.
Τόσο η Δημοκρατία, όσο και η Παπασάββα, με την έφεση τους ουσιαστικά εισηγούνται ότι δεν παραβιάσθηκε το δεδικασμένο από την Ε.Δ.Υ. κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, εφόσον στις προηγούμενες προσφυγές, περιλαμβανομένης και της ακυρωτικής απόφασης στην υπ’ αρ. 144/04, δεν κρίθηκε οτιδήποτε σε σχέση με το πρώτο πτυχίο που κατείχε η Παπασάββα, αλλά είχε κριθεί ότι τα μεταπτυχιακά διπλώματα της δεν μπορούσαν να εξομοιωθούν με πρώτο πτυχίο. Επομένως, η Ε.Δ.Υ. ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το πιστοποιητικό αναγνώρισης αντιστοιχίας και ισοτιμίας από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., με δεδομένο ότι η Παπασάββα ήδη ήταν κά[*298]τοχος κατά τον ουσιώδη χρόνο του σχετικού πτυχίου από τη Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, το οποίο, έστω εκ των υστέρων, θεωρήθηκε ως ισοδύναμο με πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Ακριβώς, κατά την εισήγηση της Δημοκρατίας, αυτή η αναγνώριση του κατεχομένου από την Παπασάββα πρώτου πτυχίου ως ισοδύναμου με πανεπιστημιακό τίτλο, έγινε στα πλαίσια της υποχρέωσης της Ε.Δ.Υ. να προβεί σε πλήρη έρευνα σε ό,τι αφορούσε την κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, το δε πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αποτελούσε ένα επιπλέον στοιχείο στα όλα δεδομένα, παραχωρηθέν νομίμως στα πλαίσια του Ν. 68(Ι)/1996.
Η Παπασάββα μετά την αποφοίτηση της από το Γυμνάσιο Κερύνειας, έλαβε πτυχίο από τη Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, στην οποία φοίτησε μεταξύ των ετών 1969-1972. Μετέπειτα, έλαβε δίπλωμα Ανάπτυξης Αγροτικής Κοινότητας από το Πανεπιστήμιο της Χάϊφας στο Ισραήλ, μετά από φοίτηση μεταξύ 15.11.76-15.7.77, στη συνέχεια δε απέκτησε Master of Arts in Social and Community Work Studies από το Bradford University το 1984, καθώς και τον τίτλο του Doctor of Philosophy (Applied Social Studies), από το ίδιο Πανεπιστήμιο το 1992.
Στο επίκεντρο της συζήτησης και ουσιαστικά η μόνη διαφορά που αναδύεται, είναι κατά πόσο κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. παραβίασε το δεδικασμένο. Η έννοια του δεδικασμένου στο διοικητικό δίκαιο έχει πλήρως και με επάρκεια νομολογηθεί σε βαθμό που δεν χρειάζεται εκτενής ανάλυση στην υπό κρίση περίπτωση. Σημειώνεται, όμως, ότι δεδικασμένο δημιουργείται όποτε στη βάση ταύτισης διαδίκου, ιδιότητας διαδίκων, επιδίκων θεμάτων και υπό την προϋπόθεση τελεσίδικης απόφασης, προκύπτει νομικό και/ή πραγματικό δεδομένο με αποτέλεσμα να δεσμεύεται κάθε διοικητικό όργανο από τα ήδη κριθέντα. Στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625, η Ολομέλεια αναγνώρισε επίσης την αντιστοιχία των αρχών του δεδικασμένου στο αστικό, με αυτές του διοικητικού δικαίου. Εφόσον υπάρχει από το αναθεωρητικό Δικαστήριο κρίση επί της ουσίας της διαφοράς με την εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων προς επίλυση των επιδίκων θεμάτων, προκύπτει δέσμευση ώστε να ισχύει σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης έναντι πάντων, στη δε περίπτωση απορριπτικής απόφασης, έναντι του αιτούντος, (Άρθρο 59(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999).
Όταν ισχύει η αρχή του δεδικασμένου, το διοικητικό όργανο [*299]κατά την επανεξέταση δεσμεύεται αφενός από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, οι δε διάδικοι δεν είναι αφετέρου ελεύθεροι «…. να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων». (Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413). Πρέπει, όμως, να έχει εξεταστεί το ζήτημα ως επίδικο θέμα, διαφορετικά όπου το Δικαστήριο αποφασίζει λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι κατέχεται από ένα υποψήφιο κάποιο απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, η Ε.Δ.Υ. σε περίπτωση επανεξέτασης δύναται να διερευνήσει την κατοχή του προσόντος, εφόσον δεν υπήρξε επ’ αυτού οποιαδήποτε απόφαση, ή, δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως (Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345). Και στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, η πλήρης Ολομέλεια διευκρίνισε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση «…. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: (βλ. Ιωσηφίδη κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61.)».
Από την πιο πάνω σύνοψη της νομολογίας διαφαίνεται ότι αποκτά καίρια σημασία τι ακριβώς είχε αποφασιστεί στην προσφυγή αρ. 144/04, αλλά και στις προηγηθείσες τρεις. Η προσεκτική μελέτη τους δεν επιβεβαιώνει τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας ή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Το σκεπτικό της απόφασης στην προσφυγή αρ. 144/04, είναι σαφέστατο και δεν παρέχεται πεδίο παρερμηνείας. Το Δικαστήριο εκεί, με συνθετική αναδρομή στις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, με ιδιαίτερη σαφήνεια έκρινε ότι η Παπασάββα ουδέποτε ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας ως προς την υπ’ αυτής κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Καταγράφηκε δε ότι η Ε.Δ.Υ. στερείτο εκ νέου νομιμοποιητικού ερείσματος να θεωρήσει ότι η Παπασάββα κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο, στη βάση επιστολής από το Bradford University, ότι το σύνολο των προσόντων της, μη πανεπιστημιακού επιπέδου, μαζί με το σύνολο όλων των πτυχίων της ισοδυναμούσαν τουλάχιστον με πρώτο πτυχίο. Έγινε δεκτή η θέση της Κούλουμου, ότι η Ε.Δ.Υ. στην ουσία «δημιούργησε πανεπιστημιακό ή ισοδύναμο προσόν εκ του μη όντος», ενώ στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας το ζητούμενο ήταν «….. τέτοιο αυτοτελές προσόν, ως πρώτο καταληκτικό τίτλο πανεπιστημιακού επιπέδου, που δεν πρέπει να είναι μεταπτυχιακός ή διδακτορικός, και τέτοιος δεν υπήρχε». Η απόφαση παραπέμπει στις [*300]δύο τότε προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις καταγράφοντας ότι η Παπασάββα δεν είχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο ή ισοδύναμο δίπλωμα, και ότι «Ήταν σαφές από την αρχική διαδικασία, και ήταν σ’ αυτή τη βάση που συζητήθηκε το θέμα, πως τίποτε απ΄ όσα κατείχε η ενδιαφερόμενη δεν ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας».
Με τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι απαραδέκτως επανέρχεται από τη Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος, ζήτημα ότι το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 144/04, αλλά και τα ακυρωτικά Δικαστήρια στις προηγούμενες προσφυγές δεν «ασχολήθηκαν με το πρώτο πτυχίο που κατείχε η εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο πρόσωπο ….». Αντίθετα, όλα τα Δικαστήρια, περιλαμβανομένης και της Ολομέλειας, στην ουσία δεν ασχολήθηκαν με οτιδήποτε άλλο, τα δε λεχθέντα υπ’ αυτών σε σχέση με τα μεταπτυχιακά προσόντα, ήταν σε συσχετισμό και συνάρτηση με το μείζον ζητούμενο της διαπίστωσης της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Στην πρώτη προσφυγή υπ’ αρ. 262/01, καταγράφηκε μάλιστα ότι η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το πτυχίο σπουδών στην Κοινωνική Πρόνοια από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, η δε κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι με βάση τα μεταπτυχιακά της προσόντα, η Παπασάββα είχε ενόψει σχετικής σημείωσης στο σχέδιο υπηρεσίας, το προσόν του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου, ήταν πεπλανημένη, απόφαση που επικυρώθηκε κατ’ έφεση. Στη δεύτερη προσφυγή υπ’ αρ. 337/02, και πάλι σαφέστατα αναγνωρίσθηκε ότι η συνένωση των διαφόρων σπουδών ώστε να αναγνωριστεί από την Ε.Δ.Υ. η ύπαρξη πανεπιστημιακού τίτλου, δεν ήταν ορθή. Αυτή η ενέργεια της Ε.Δ.Υ. είχε υπόβαθρο τη θεώρηση ότι η Παπασάββα δεν κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα, αυτό δε λέχθηκε χωρίς περιστροφές από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η προαγωγή της Παπασάββα ακυρώθηκε ελλείψει δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή αυτού του πρώτου τίτλου. Ως προς τα δεδομένα της υπ’ αρ. 144/04, αυτά έχουν ήδη καταγραφεί προηγουμένως.
Όχι μόνο λοιπόν δημιουργήθηκε δεδικασμένο, αλλά και επιβεβαιώθηκε κατ’ επανάληψη. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διερευνούσε, ελλιπώς έστω και εν πάση περιπτώσει πάντοτε λανθασμένα, αυτή τούτη την κατοχή του πρώτου τίτλου. Έπεται ότι η πρωτόδικη κρίση περί παραβίασης του δεδικασμένου, είναι ορθή.
Υπό το πρόσχημα του πιστοποιητικού του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. η Ε.Δ.Υ. στην ουσία και πάλι αναγνώρισε το προσόν της Παπασάββα ως πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο, όχι μόνο σε σαφή παραγνώρι[*301]ση των Δικαστικών δεδομένων, αλλά και ανατρέχοντας πίσω στο 2001, χρόνο της επανεξέτασης, όταν ίσχυαν συγκεκριμένα νομικά και πραγματικά δεδομένα, τα οποία, στις περιστάσεις της υπόθεσης δεν ήταν δυνατό να ανατραπούν. Η προσκόμιση τέτοιων νέων στοιχείων, όπως ήταν το πιστοποιητικό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αποτελούσε στην ουσία προσβολή της προηγούμενης πραγματικής και νομικής κατάστασης, θεμελιωμένων σε πλείονες της μιας δικαστικής απόφασης. Σύμφωνα με τη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη – ανωτέρω – όπου αναφέρθηκαν με επιδοκιμασία και τα λεχθέντα υπό του Νικήτα, Δ., στην Ιγνατίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 620, το δεδικασμένο δεν επιτρέπει αναθεώρηση ήδη κριθέντων ζητημάτων υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων, εξουδετερώνοντας έτσι την τελεσιδικία των διαφορών. Η νομοθετική, εκ των υστέρων, δυνατότητα παρουσίασης πιστοποιητικού ισοδυναμίας από το αναγνωρισμένο διά Νόμου όργανο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., δεν θα ήταν δυνατό να αλλάξει τα κριθέντα σε βάρος, τώρα, της εφεσίβλητης - Κούλουμου. (Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Ανδρέα Κνωσταντίνου (1994) 3 Α.Α.Δ. 453 και Μάριου Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608). Σημειώνεται ότι η ίδια η βάση στην οποία επιδιώκει να στηριχθεί η Δημοκρατία, δηλαδή ο Ν. 68(Ι)/1996, εθεσπίσθη μετά τον κρίσιμο χρόνο.
Οι θέσεις της Δημοκρατίας και του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ήταν δυνατή, ακόμη και επιβεβλημένη, η επανεξέταση της κατοχής πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου υπό το φως των αποφάσεων Χατζηγέρου και Ναζίρη, ανωτέρω, δεν ευσταθούν. Εκεί, αντίθετα με την υπό κρίση περίπτωση, λήφθηκε αρχικά ως δεδομένη η κατοχή συγκεκριμένου προσόντος ώστε να θεωρείτο ο ενδιαφερόμενος ως υποψήφιος. Η επανεξέταση της υποψηφιότητας ήταν επιβεβλημένη ώστε να ελεγχθεί, νομικώς και πραγματικώς, το βάσιμο της υπόθεσης ότι ο υποψήφιος ήταν τω όντι προσοντούχος. Εδώ, όμως, υπήρχε ήδη αρνητική τοποθέτηση ως προς το προσόν της Παπασάββα, επιβεβαιωμένη και από τις μεταγενέστερες Δικαστικές αποφάσεις. Δεν θα ήταν επομένως δυνατή ή και ανεκτή η μετατροπή της αρνητικής κρίσης, σε θετική προς αλλοίωση των δεδομένων, χρονικά, παραγματικά και νομικά. Δεν διαπιστωνόταν κανένας λόγος, στην έννοια της Ναζίρης – ανωτέρω – για επαναδιερεύνηση του προσόντος.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι εφέσεις απορρίπτονται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. στην Αναθεωρητική Έφεση υπ’ αρ. 195/07, εναντίον της εφεσείουσας Δημοκρατίας και υπέρ της εφεσίβλητης. Καμιά διαταγή εξόδων στην Αναθεωρητική Έφεση υπ’ [*302]αρ. 202/07.
Η αντέφεση υπό το φως του πιο πάνω αποτελέσματος παραμένει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο